ΜΑΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ-ΕΥΘΥΜΙΟΥ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 668/2008, 7 Ιουνίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 668/2008)

 

 

7 Ιουνίου, 2010

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1. ΜΑΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ-ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

                              2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΚΟΡΤΑ,

 

Αιτήτριες,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Σ. Ανδρέου, για τις Αιτήτριες.

 

Μ. Κυπριανού-Τρυφωνοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

Μ. Καλλιγέρου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.:  Στόχος της παρούσας προσφυγής είναι η ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή), που δημοσιεύθηκε στις 7/3/2008, με την οποία η Επιτροπή διόρισε στη μόνιμη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, την Ντανιέλα Χριστοφίδου (ενδιαφερόμενο μέρος (Ε.Μ.)), αναδρομικά από τις 15/3/2000, αντί τις αιτήτριες.

 

Θέμα διορισμού στην επίμαχη θέση, προέκυψε μετά την ακύρωση της προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής με την οποία το Ε.Μ. είχε και τότε διοριστεί στην επίμαχη θέση αναδρομικά από 15/3/2000. Στη σχετική απόφαση του το Δικαστήριο αφού προέβη σε ανάλυση των προσόντων του Ε.Μ., διαπίστωσε έλλειψη δέουσας έρευνας, κενό αιτιολογίας και ενδεχόμενη πλάνη της Επιτροπής αναφορικά με το μεταπτυχιακό προσόν του Ε.Μ. Για το λόγο αυτό ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.

 

Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, η Επιτροπή προέβη σε επανεξέταση του όλου θέματος.

 

Με δεδομένους τους λόγους ακύρωσης, η Επιτροπή η οποία συνεδρίασε με την ίδια σύνθεση με την οποία είχε συνεδριάσει και την προηγούμενη φορά, προέβη σε περαιτέρω διερεύνηση των μεταπτυχιακών προσόντων του Ε.Μ.

 

Με δεδομένους επίσης τους λόγους ακύρωσης, η Επιτροπή, για σκοπούς της επανεξέτασης, «αναβίωσε» την αξιολόγηση της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων στα πλαίσια της ενώπιον της προφορικής εξέτασης, καθώς και την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την αρχική διαδικασία, όπως και τις τότε συστάσεις του Γενικού Διευθυντή.

 

Τελικά, αντί των αιτητριών, επιλέγη από την Επιτροπή το Ε.Μ. Αντιδρώντας οι αιτήτριες καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή.

 

Οι αιτήτριες προβάλλουν αριθμό λόγων για ακύρωση της επίδικης απόφασης, τους οποίους προωθούν στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης τους δικηγόρου τους κάτω από δύο ενότητες. Τρίτη ενότητα, στα πλαίσια της οποίας προωθούντο οι ισχυρισμοί ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση του πλεονεκτήματος πείρας των αιτητριών, όπως και έλλειψη δέουσας έρευνας για την κατοχή του εν λόγω πλεονεκτήματος, αποσύρθηκε με την απαντητική αγόρευση του συνηγόρου των αιτητριών. Συνοψίζω με τη σειρά προτεραιότητας που προωθούνται στη γραπτή αγόρευση του κ. Ανδρέου, τις δύο ενότητες των λόγων ακύρωσης.

 

1(α) Πλάνη περί το Νόμο και περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας επειδή λανθασμένα κρίθηκε ότι το Ε.Μ. κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο ή δίπλωμα σε θέματα εκπαιδευτικής ή σχολικής ή κλινικής ψυχολογίας.

 

   (β)   Έλλειψη αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας.

 

 

2. Η Επιτροπή παραβίασε κατά την επανεξέταση το πραγματικό και/ή νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου και/ή παραβίασε τις αρχές της νομολογίας που διέπουν την επανεξέταση και πλήρωση θέσεων μετά από ακύρωση της αρχικής διοικητικής πράξης και/ή παραβίασε το δεδικασμένο ή δεν συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση.

 

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί και θέσεις των δύο αιτητριών απορρίπτονται από την καθ’ης η αίτηση και το Ε.Μ., οι συνήγοροι των οποίων αναπτύσσουν τα επιχειρήματα τους στα πλαίσια των σχετικών αγορεύσεων τους. Στις θέσεις και στα επιχειρήματα τους θα αναφερθώ με λεπτομέρεια στο στάδιο συζήτησης των λόγων ακύρωσης. Στο παρόν στάδιο περιορίζομαι να επισημάνω πως, πρόσθετα με τις θέσεις και τα επιχειρήματα που αφορούν στην ουσία της προσφυγής, η ευπαίδευτη συνήγορος του Ε.Μ. εγείρει και τις εξής προδικαστικές ενστάσεις:

 

(α) Δοθέντος ότι η διεκδικούμενη θέση είναι μόνο μία, οι αιτήτριες κωλύονται από του να την διεκδικούν και οι δύο μαζί.

 

(β) Οι αιτήτριες κωλύονται από του να αμφισβητούν τα μεταπτυχιακά διπλώματα και/ή τίτλους του Ε.Μ.

 

(γ) Οι αιτήτριες κωλύονται από του να «επανέρχονται με ζητήματα που είτε δεν έθεσαν είτε, αν τα έθεσαν, δεν επεδίωξαν την έκδοση απόφασης γι’ αυτά, με την καταχώριση έφεσης».

 

Ως εκ της φύσης της υπό στοιχείο (α) πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ με τη συγκεκριμένη ένσταση σ’ αυτό το στάδιο.

 

(α) Οι αιτήτριες κωλύονται από του να διεκδικούν και οι δύο μαζί τη μία  θέση στην οποία προήχθη το Ε.Μ.

 

Εφόσον η διεκδικούμενη θέση είναι μόνο μία, η συνένωση και των δύο αιτητριών σε κοινή προσφυγή είναι, σύμφωνα με την κα Καλλιγέρου, παράτυπη, όπως παράτυπη είναι, σύμφωνα πάντα με την κα Καλλιγέρου και η εκπροσώπηση τους από τον ίδιο δικηγόρο, εφόσον αυτές «ούτως ή άλλως έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, δηλαδή ενώ η κάθε μια από αυτές διεκδικεί το διορισμό για τον εαυτό της, συνενώθηκε ως ομόδικος στην ίδια προσφυγή με την άλλη».

 

Είναι η εισήγηση της κας Καλλιγέρου ότι η παρούσα περίπτωση αφορά «ανεπίτρεπτη ομοδικία η οποία καθιστά την προσφυγή παραδεκτώς καταχωρισθείσα μόνο για την πρώτη αιτήτρια στο δικόγραφο δηλαδή τη Μαρία Χριστοδούλου – Ευθυμίου και η προσφυγή για τη Χρυστάλλα Κόρτα είναι απαράδεκτη και θα πρέπει ως τέτοια να απορριφθεί».

 

Η επί του προκειμένου θέση του κ. Ανδρέου είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητριών ισχυρίζεται και υποστηρίζει ότι η υπό κρίση περίπτωση «πρόκειται για κλασσική περίπτωση ομοδικίας, όπου δύο αιτήτριες προσβάλλουν την ίδια διοικητική πράξη, αμφισβητώντας ουσιαστικά τα προσόντα του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Δεν υπάρχει καμιά σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των αιτητριών».

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959,           σελ. 273, το οποίο και οι δύο πλευρές επικαλούνται, διαβάζουμε:

 

“Κατ’ αρχήν η αίτησις ακυρώσεως πρέπει να ασκήται μεμονωμένως. Υφίστανται όμως και περιπτώσεις καθ’ ας συγχωρείται η ένωσις πλειόνων αιτούντων εν τω αυτώ δικογράφω. Τούτο συμβαίνει οσάκις πάντες οι αιτούντες συνδέονται διά του δεσμού της ομοδικίας, ήτοι εκ της αυτής πράξεως της Δ/σεως, επί του αυτού νομικού και πραγματικού λόγου ερειδομένης, προσβάλλονται έννομα συμφέροντα αυτών, ουχί δ’ οσάκις αυτοτελώς και αντιστοίχως εις ένα έκαστον των αιτούντων επέρχεται η προσβολή αύτη: 415, 416 (56).

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Μη συντρεχούσης ομοδικίας η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις δεκτή ως προς τον πρώτον εκ των εν τη αιτήσει αναφερομένων αιτούντων: 252(33), 2129 (52), 1662 (56).”

 

 

Επίσης, σύμφωνα με το σύγγραμμα «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο»               Π.Δ. Δαγτόγλου, 2η Αναθεωρημένη και Συμπληρωμένη Έκδοση, παράγρ. 329, στη διοικητική δίκη «ενεργητική ομοδικία επιτρέπεται όταν περισσότερα από ένα πρόσωπα έχουν παρόμοιο νομικό και πραγματικό σύνδεσμο με το επίδικο αντικείμενο».

 

Εξέτασα τις ομολογουμένως ενδιαφέρουσες εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των εμπλεκόμενων πλευρών. Ενδεχομένως η θέση της κας Καλλιγέρου                 να είχε έρεισμα αν η υπό κρίση περίπτωση αφορούσε περίπτωση αντικρουόμενων, από πλευράς αιτητριών, συμφερόντων ή έστω προώθησης διαφορετικών λόγων ακύρωσης. Στην περίπτωση μας όμως εκείνο που βασικά επιδιώκουν και οι δύο αιτήτριες είναι την ανατροπή της επίδικης διοικητικής πράξης, επειδή το Ε.Μ. δεν κατέχει το υπό της παραγράφου 3(β) του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενο προσόν∙ αυτό της κατοχής μεταπτυχιακού τίτλου ή διπλώματος σε θέματα εκπαιδευτικής ή σχολικής ή κλινικής ψυχολογίας μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους. Επομένως οι δύο αιτήτριες έχουν παρόμοιο νομικό και πραγματικό σύνδεσμο με το επίδικο αντικείμενο. Κατά συνέπεια η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Έχοντας απορρίψει τη συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση, προχωρώ            να εξετάσω την ουσία της προσφυγής. Στα πλαίσια εξέτασης των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης και των εκατέρωθεν σχετικών επιχειρημάτων, θα εξετάσω και τα ζητήματα που εγείρονται με την υπό στοιχείο (β) προδικαστική ένσταση. Αναφορικά με την υπό στοιχείο (γ) προδικαστική ένσταση, αυτή, ως αποτέλεσμα της απόσυρσης του λόγου ακύρωσης που σχετιζόταν με την κατ’ ισχυρισμό παραγνώριση από πλευράς Επιτροπής πλεονεκτήματος των αιτητριών, ο οποίος λόγος είχε δώσει και το έναυσμα για την έγερση της συγκεκριμένης προδικαστικής ένστασης, η εν λόγω ένσταση κατέστη άνευ αντικειμένου, γι’ αυτό και δεν θα με απασχολήσει.

 

Πρώτη ενότητα: Λόγος ακύρωσης 1(α) και (β)

Η πιο πάνω ενότητα λόγων ακύρωσης περιστρέφεται βασικά γύρω από την έρευνα και ειδικότερα την επάρκεια της έρευνας στην οποία η Επιτροπή προέβη, ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου σχετικά με τα μεταπτυχιακά διπλώματα του Ε.Μ. και συγκεκριμένα του Διπλώματος Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης στην Κοινωνική Ψυχιατρική του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και της αξιολόγησης του εν λόγω διπλώματος από την Επιτροπή, που ακολούθησε την εν λόγω διερεύνηση.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν το θέμα, όπως αυτά προκύπτουν από τα πρακτικά της Επιτροπής και τα οποία να σημειωθεί δεν αμφισβητήθηκαν, έχουν σε συντομία ως πιο κάτω.

 

Στα πλαίσια διερεύνησης των μεταπτυχιακών προσόντων του Ε.Μ. η Επιτροπή αντάλλαξε αλληλογραφία και με τα τρία Πανεπιστήμια τα οποία είχαν χορηγήσει στο Ε.Μ. τα μεταπτυχιακά διπλώματα που κατείχε στους κλάδους Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Mental Health Studies και Κοινωνικής Ψυχιατρικής, αντίστοιχα (Πανεπιστήμια Δημοκρίτειο Θράκης, Λονδίνου και Ιωαννίνων). Συγκεκριμένα, προς το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης η Επιτροπή απηύθυνε επιστολή ημερομηνίας 24/4/2007 με την οποία «προκειμένου να κρίνει αν η Νικολέττα Χριστοφίδου κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, στην οποία μεταξύ άλλων είναι και το μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Εκπαιδευτική ή Σχολική ή Κλινική Ψυχολογία διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους», ζητούσε να πληροφορηθεί από το Πανεπιστήμιο,

 

“(α) Πληροφορήσετε σε ποιο τομέα ή κλάδο σπουδών εμπίπτει το υπό εξέταση Δίπλωμα, δηλαδή κατά πόσο κατατάσσεται στην Κλινική ή Σχολική ή Εκπαιδευτική Ψυχολογία ή σε άλλο τομέα ή κλάδο σπουδών;

 

 (β)   Παράσχετε ανάλυση των μαθημάτων του προγράμματος για το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα «Ειδικεύσεως εις την Κοινωνική Ψυχιατρική – Κύκλος Επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας, περιλαμβανομένου μιας σύντομης περιγραφής του περιεχομένου τους.”

 

 

Ανταποκρινόμενο το Πανεπιστήμιο στην πιο πάνω παράκληση της Επιτροπής απηύθυνε στην Επιτροπή επιστολή με ημερομηνία 7/5/2007. Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο της:

 

     “Σε απάντηση του από 24-4-2007 (2933/3-5-2007) εγγράφου σας, σας γνωρίζουμε ότι στο Τμήμα μας δεν υπήρχε, ούτε και υπάρχει εγκεκριμένο πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στην «Κοινωνική Ψυχιατρική».

 

Το 1993 με την αριθ. Β1/440/29-6-1993 Υπουργική Απόφαση (την οποία σας αποστέλλουμε) είχε εγκριθεί το Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Στην Υπουργική Απόφαση (άρθρο 6) προβλεπόταν ότι τα θεωρητικά μαθήματα και μέρος της πρακτικής άσκησης θα πραγματοποιούνταν μεταξύ άλλων και στην Αλεξανδρούπολη. Ακόμη προβλεπόταν ότι μπορούσε να υπάρξει συνεργασία με τον Τομέα Κοινωνικής Ιατρικής και Ψυχικής Υγείας του Τμήματός μας.”

 

 

Στο πλαίσιο της ίδιας διερεύνησης, η Επιτροπή ζήτησε από το Ε.Μ., το οποίο και την εφοδίασε με επιστολή του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αντιστοιχία και ισοτιμία των μεταπτυχιακών διπλωμάτων που διέθετε από τα δύο ελληνικά πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τα πρακτικά, το Ε.Μ. προώθησε επίσης στην Επιτροπή βεβαιώσεις/πιστοποιητικά από τα δύο πανεπιστήμια, περιλαμβανομένου και πιστοποιητικού από την εταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας, όπως και έντυπο υλικό σχετικά με την εγγραφή, τα μαθήματα και την ύλη που διδάχθηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών του στα εν λόγω δύο πανεπιστήμια.

 

Και οι δύο επιστολές του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. απευθύνοντο στο Ε.Μ. Σύμφωνα με τις εν λόγω επιστολές τόσο το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης/Κοινωνικής Ψυχιατρικής που απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων της Ελλάδας, όσο και το Δίπλωμα Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης/Κοινωνικής Ψυχιατρικής που απονεμήθηκε από τις Υπηρεσίες του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, σε συνεργασία με την εταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας της Ελλάδας, είναι ισότιμα προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master.

 

Στην επανεξέταση του συνόλου των στοιχείων που η Επιτροπή είχε ενώπιον της, περιλαμβανομένων των στοιχείων που προέκυψαν στα πλαίσια της έρευνας που διεξήχθη ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου, «ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε», σύμφωνα με τα πρακτικά, «στο Δίπλωμα Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης στην Κοινωνική Ψυχιατρική που διαθέτει η Χριστοφίδου από την Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική της Πανεπιστημιακής Παιδοψυχιατρικής Κλινικής, το Εργαστήριο Επικοινωνίας και διαταραχών Λόγου, τις Υπηρεσίες του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (Δ.Π.Θ.) σε συνεργασία με την Εταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας∙ …» Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού προέβη σε σειρά παρατηρήσεων σε σχέση με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου διπλώματος, ακολούθως παραπέμποντας στις σχετικές επιστολές του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., κατέληξε ότι το εν λόγω δίπλωμα του Ε.Μ. «… είναι μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master με καθορισμένο τομέα εξειδίκευσης στις Ιατροπαιδαγωγικές Υπηρεσίες (κλινικός) το οποίο κρίνει ότι ικανοποιεί την απαίτηση στην παράγραφο 3(β) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης». Ως αποτέλεσμα της εν λόγω κατάληξης της η Επιτροπή έκρινε ότι το Ε.Μ. ικανοποιεί το σύνολο των απαιτήσεων του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Ακολούθως η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη και την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων ενώπιον της Επιτροπής προφορικής εξέτασης – οι αιτήτριες είχαν κριθεί ως «Πολύ Καλές», ενώ το Ε.Μ. ως «Εξαίρετη» - έκρινε το Ε.Μ. ότι «υπερέχει γενικά των ανθυποψηφίων της».

 

Επιλέγοντας το Ε.Μ. η Επιτροπή,

 

“… έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη τόσο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, όσο και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, που ήταν το υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης και των δύο, σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τις ανθυποψήφιές της οι οποίες αξιολογήθηκαν από τις εν λόγω Επιτροπές ως Πάρα πολύ καλές, αντίστοιχα. Σ’ ό,τι αφορά τα προσόντα, είναι ισοδύναμη ή δεν υστερεί από τις ανθυποψήφιές της, καθότι διαθέτει δύο πρόσθετα μεταπτυχιακά διπλώματα στο Mental Health Studies, του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και στην Κοινωνική Ψυχιατρική, του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, τα οποία, αν και είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, δεν απαιτούνται ούτε αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.

 

     Η Επιτροπή σημείωσε ότι η Ευθυμίου-Χριστοδούλου Μαρία διαθέτει Διδακτορικό Δίπλωμα στη Ψυχολογία του Πανεπιστημίου Καρόλου της Πράγας και η Κόρτα-Χαραλάμπους Χρυστάλλα διαθέτει Μεταπτυχιακό στη Ψυχολογία όπως και Diploma DEtudes Approfondies (Psychologie et Sciences de lEducation) του Πανεπιστημίου CAEN της Γαλλίας τα οποία, αφού τα συνεκτίμησε, αποφάσισε ότι δεν μπορούν να υπερακοντίσουν την υπεροχή της Χριστοφίδου Ντανιέλας η οποία αξιολογήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης από την ίδια την Επιτροπή και τη Συμβουλευτική Επιτροπή και σε υψηλότερο από αυτές επίπεδο λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία, η βαρύτητα της προφορικής εξέτασης κατά την πλήρωση θέσεων Πρώτου Διορισμού έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.”

 

 

Μετά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ανακάλεσε την απόφαση του με την οποία το δίπλωμα Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης/Κοινωνικής Ψυχιατρικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, του Ε.Μ., είναι ισότιμο προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master. Στην εν λόγω ανάκληση το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. προέβη ως αποτέλεσμα πληροφόρησης στην οποία έτυχε από το συνήγορο των δύο αιτητριών, σύμφωνα με την οποία στο Τμήμα Ιατρικής του εν λόγω Πανεπιστημίου δεν είχε λειτουργήσει κατά την κρίσιμη περίοδο (ακαδημαϊκά έτη 1991-1993) πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στην Κοινωνική Ψυχιατρική, καθώς επίσης και ότι το συγκεκριμένο δίπλωμα δεν είχε εκδοθεί από τη Γραμματεία του Ιατρικού Τμήματος του εν λόγω Πανεπιστημίου ούτε και φέρει είτε τη σφραγίδα του τμήματος η οποία «από της ίδρυσης του είναι αυτή που παρατίθεται» σε τέτοια έγγραφα, είτε την υπογραφή του Προέδρου του τμήματος. Στην εν λόγω πληροφόρηση ο ευπαίδευτος συνήγορος των δύο αιτητριών έτυχε από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, όπως και από το Τμήμα Ιατρικής του συγκεκριμένου Πανεπιστημίου, μετά που απέστειλε σχετική επιστολή ζητώντας να πληροφορηθεί κατά πόσο το δίπλωμα του Ε.Μ. εκδόθηκε από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

 

Όλα τα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία υπενθυμίζω δεν αμφισβητούνται, συνιστούν το πραγματικό υπόβαθρο της προσφυγής.

 

Στο σύγγραμμα «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» υπό Μ. Στασινόπουλου στη σελ. 305 διαβάζουμε τα εξής σχετικά:

 

“Ορθόν θεωρούμεν, ότι η νομολογία εδημιούργησε τεχνητήν αναχαίτησιν του ελέγχου της πλάνης περί τα πράγματα, καθιερώσασα πράγματι τεκμήριον υπέρ της ορθότητος της πραγματικής διαπιστώσεως, ίνα αμβλυνθή η επέμβασις εις το πεδίον των πραγματικών διαπιστώσεων, εφ’ ου η Διοίκησις έχει φυσικήν ελευθερίαν μεθόδου εργασίας. Τούτο βεβαιούται ρητώς εν τη νομολογία.

 

Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ’ ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώση να καταστήση πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήση παρά το δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο δικαστής, ευρισκόμενος ε ν α μ φ ι β ο λ ί α, δεν κλίνει προς το τεκμήριον, αλλά τρέπεται προς μίαν των δύο οδών: ή δηλαδή α) διατάσσει αποδείξεις ή β) ακυροί την πράξιν, ίνα η Διοίκησις διαπιστώση τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπον μη καταλείποντα αμφιβολίας.”

 

 

Η πιο πάνω θέση έχει υιοθετηθεί και από τη δική μας νομολογία. Στην Paphitis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 300, το ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω της ύπαρξης σοβαρών αμφιβολιών σε σχέση με την ορθότητα της πραγματικής βάσης επί της οποίας είχε βασιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. επίσης και Chrysostomos Andreou v. The Republic (1973) 3 C.L.R. 101).

 

Στη Saruhan v. Republic, 2 R.S.C.C. 130, η προσβαλλόμενη απόφαση είχε βασιστεί επί γεγονότων τα οποία μεταγενέστερα είχε φανεί ότι δεν ήταν ορθά. Το Δικαστήριο ακύρωσε την πράξη και διέταξε όπως το θέμα επανεξεταστεί από τη Διοίκηση.

 

Είναι αλήθεια ότι η νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης κρίνεται στη βάση του πραγματικού καθεστώτος το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της (Cytechno Ltd. v. Republic (1976) 3 C.L.R. 407 και Μεττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 157), πλην όμως ο εν λόγω κανόνας δεν είναι άκαμπτος. Όπως καταδεικνύεται από την πιο πάνω νομολογία, ο κανόνας κάμπτεται όπου υπάρχει αμφιβολία αναφορικά με την πραγματική βάση επί της οποίας είχε βασιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση ή όπου αποδεικνύεται ότι η πραγματική βάση δεν ήταν ορθή. Πρόσθετα είναι δυνατή η εξέταση στοιχείων που προσάγονται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο στην έκταση που καταδεικνύουν ενδεχόμενο πλάνης (Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28).

 

Στην παρούσα υπόθεση έχει δημιουργηθεί αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με το μεταπτυχιακό προσόν του Ε.Μ. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Εναπόκειται στο διοικητικό όργανο, στη συγκεκριμένη περίπτωση την Επιτροπή, να επανεξετάσει την υπόθεση με στόχο τη διαπίστωση των ορθών πραγματικών γεγονότων (Skouridis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 518).

 

Δεν παραβλέπω το γεγονός ότι με τη μορφή της προδικαστικής ένστασης, το Ε.Μ. ισχυρίζεται ότι οι αιτήτριες κωλύονται από του να αμφισβητούν τα μεταπτυχιακά διπλώματα και/ή τους τίτλους που το Ε.Μ. κατέχει. Συγκεκριμένα το Ε.Μ. ισχυρίζεται ότι εφόσον οι αιτήτριες δεν ισχυρίζονται ότι οι ίδιες κατέχουν τα προσόντα που προνοούνται από την παράγραφο 3(β) του σχεδίου υπηρεσίας και συγκεκριμένα μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σε θέματα εκπαιδευτικής ή σχολικής ή κλινικής ψυχολογίας, μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, «στερούνται εννόμου συμφέροντος να προβάλλουν το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης».

 

Και για τις δύο αιτήτριες το Ε.Μ. αμφισβητεί την κρίση της Επιτροπής ότι οι αιτήτριες κατέχουν το υπό της παραγράφου 3(β) του σχεδίου υπηρεσίας προνοούμενο προσόν. Ισχυρίζεται ότι η επί του προκειμένου κρίση της Επιτροπής είναι αυθαίρετη και προϊόν ανεπαρκούς έρευνας.

 

Η πιο πάνω προδικαστική ένσταση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατοχή από τις αιτήτριες των προνοουμένων από την παράγραφο 3(β) του σχεδίου υπηρεσίας προσόντων, έχει διαπιστωθεί από την Επιτροπή. Αν οι αιτήτριες δεν κατείχαν τα σχετικά με τη θέση προσόντα, θα υπήρχε ζήτημα. (Βλ. Δημοκρατία ν. Θεοφίλου (2004) 3 Α.Α.Δ. 63, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 286 και Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 310). Όμως, όπως έχει διαπιστωθεί από την Επιτροπή, οι αιτήτριες κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα και η συγκεκριμένη διαπίστωση όχι μόνο δεν ανετράπη και τα όσα προβάλλονται από πλευράς του Ε.Μ. έχουν παραμείνει στη σφαίρα της αοριστίας και της ασάφειας, αλλά ούτε έχει, είτε αμφισβητηθεί από την Επιτροπή η οποία στην ένσταση που εκ μέρους της καταχωρήθηκε θεωρεί δεδομένο το ότι οι αιτήτριες είναι προσοντούχες, είτε από το Ε.Μ. με οποιοδήποτε ένδικο μέσο.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η υπό στοιχεία 1(α) και (β) ενότητα των λόγων ακύρωσης επιτυγχάνει.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου, κρίνω σκόπιμο, και αυτό για να υπάρχει καταγραμμένη η επί του προκειμένου θέση του Δικαστηρίου σε περίπτωση που η πιο πάνω κατάληξη μου ήθελε κριθεί εσφαλμένη, να προχωρήσω να εξετάσω και την υπό στοιχείο 2 ενότητα των λόγων ακύρωσης.

 

Δεύτερη ενότητα. Λόγος ακύρωσης 2

Τα σχετικά με την πιο πάνω ενότητα των λόγων ακύρωσης επιχειρήματα του κ. Ανδρέου, περιστρέφονται γύρω από την πιο κάτω θέση.

 

Εφόσον με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 6/3/2007, η απόφαση της Επιτροπής να θεωρήσει το Δίπλωμα μεταπτυχιακής εκπαίδευσης του Ε.Μ. στην Κοινωνική Ψυχιατρική πληρούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, κρίθηκε αναιτιολόγητη και προϊόν μη επαρκούς έρευνας, τότε θα έπρεπε να είχε συγκροτηθεί νέα Συμβουλευτική Επιτροπή για σκοπούς επανεξέτασης του θέματος, καθότι η πρώτη διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής που η Επιτροπή αναβίωσε ήταν ήδη μολυσμένη με παρανομία και παρατυπία καθότι η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε κρίνει το Ε.Μ. προσοντούχο.

 

Η πιο πάνω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο του Ε.Μ., το έργο της έρευνας σχετικά με τα προσόντα ενός εκάστου υποψηφίου, ανήκει αποκλειστικά στην Επιτροπή, η οποία είναι αρμόδια όχι μόνο να ερευνά αλλά και να ερμηνεύει το σχέδιο υπηρεσίας. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση έγινε ακριβώς αυτό. Δηλαδή, η Επιτροπή διεξήγαγε τη δική της νέα έρευνα και το γεγονός ότι έχουν δημιουργηθεί αμφιβολίες στο Δικαστήριο αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα που σχετίζονται με το μεταπτυχιακό προσόν του Ε.Μ., με αποτέλεσμα η απόφαση της Επιτροπής να καταρρεύσει – οι λόγοι έχουν εκτεθεί στα πλαίσια συζήτησης της υπό στοιχείο 1 πιο πάνω ενότητας – ουδόλως διαφοροποιεί την κατάσταση.

 

Ως αποτέλεσμα, η υπό στοιχείο 2 ενότητα των λόγων ακύρωσης, δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή αμφοτέρων των αιτητριών επιτυγχάνει, με έξοδα €1.250 υπέρ τους, πλέον Φ.Π.Α. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.

 

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                               Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο