ΣΤΕΛΛΑ ΜΟΥΣΤΑΚΑ ΠΛΕΙΠΕΛ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1185/07, 1407/07 και 1409/07, 22 Ιουλίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1185/07, 1407/07 και 1409/07)

 

22 Ιουλίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 1185/2007)

ΣΤΕΛΛΑ ΜΟΥΣΤΑΚΑ ΠΛΕΙΠΕΛ,

Αιτήτρια,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 1407/2007)

ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 1409/2007)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΩΡΑΤΤΑ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 1185/2007.

Π. Παπαγεωργίου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1407/2007.

Χρ. Χριστάκη, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1409/2007.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Κ. Χατζηϊωάννου, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα 1 – Α. Χρήστου

και 2 – Δ. Μιχαηλίδη.

 

-----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Για τις δύο μόνιμες θέσεις του Ανώτερου Λειτουργού Εργασίας, θέση  πρώτου διορισμού και προαγωγής, υπέβαλαν αίτηση 61 υποψήφιοι, σύμφωνα δε με τη σχετική διαδικασία, προηγήθηκε της απόφασης της Ε.Δ.Υ., η σύγκλιση της Συμβουλευτικής Επιτροπής απαρτιζομένης από τέσσερα μέλη, με σκοπό την εξέταση όλων των αιτήσεων και τον καταρτισμό τελικού καταλόγου από 8 υποψηφίους που θα συστήνονταν προς την Ε.Δ.Υ., για διορισμό ή προαγωγή.

 

        Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προέβλεπε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον θέμα από μια σειρά θεμάτων που προσδιορίζονταν, καθώς και «οκταετή τουλάχιστο μεταπτυχιακή πείρα σε θέματα απασχόλησης ή/και επαγγελματικής κατάρτισης». 

        Η αιτήτρια στην υπ΄ αρ. 1185/07 προσφυγή, αρχικά αποκλείστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή λόγω μη κατοχής της οκταετούς πείρας, στη συνέχεια όμως μετά από παραστάσεις της ιδίας, συμπεριελήφθη στον κατάλογο εκείνων των υποψηφίων που επιλέγησαν από τη Συμβουλευτική για προφορική εξέταση.  Το ίδιο συνέβη και με τον αιτητή στην υπ΄ αρ. 1409/07 προσφυγή, Γεώργιο Χωραττά, ο οποίος επίσης υπέβαλε παραστάσεις με αποτέλεσμα την εκ των υστέρων συμπερίληψη του, στον κατάλογο για προφορική εξέταση.  Ο αιτητής Κυπριανός Νικολαΐδης στην υπ΄ αρ. 1407/07 προσφυγή, είχε εξ αρχής θεωρηθεί ως κατέχων το προσόν της οκταετούς πείρας. 

 

        Μετά το πέρας των προφορικών εξετάσεων, η Συμβουλευτική κατάρτισε τελικό κατάλογο οκτώ υποψηφίων, τον οποίο προώθησε στην Ε.Δ.Υ., στη βάση του κριτηρίου της βαθμολογίας στην προφορική εξέταση, τη συνολική τους πείρα, τα ακαδημαϊκά τους προσόντα, τα στοιχεία των προσωπικών τους φακέλων, καθώς και αυτά των υπηρεσιακών τους εκθέσεων και τα όλα στοιχεία που περιέχονταν στις αντίστοιχες αιτήσεις.  Στον τελικό αυτό κατάλογο συμπεριελήφθηκαν οι Νικολαΐδης και Χωραττάς, τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη Ανδρέας Χρίστου και Δημήτρης Μιχαηλίδης, τα οποία και διορίστηκαν στη θέση, αλλά όχι η Πλέϊπελ.  Οι Νικολαΐδης και Χωραττάς βαθμολογήθηκαν με 86 και 83 αντίστοιχα, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη με 82.2 και 94.6 αντίστοιχα, ενώ η Πλέϊπελ με 73.6.  Από τη Συμβουλευτική, οι Νικολαΐδης και Χωραττάς χαρακτηρίστηκαν συνολικά ως «Πάρα Πολύ Καλός(+)» και «Πάρα Πολύ Καλός» αντίστοιχα, τα δε ενδιαφερόμενα μέρη ως «Πάρα Πολύ Καλός(-)» και «Εξαίρετος», ενώ η Πλέϊπελ ως «Πολύ Καλή(+)».

 

        Η Ε.Δ.Υ. στην ενώπιον της διαδικασία υπέβαλε τους υποψηφίους σε ατομική προφορική εξέταση στην παρουσία της Αναπληρώτριας Διευθύντριας του Τμήματος Εργασίας, (εφεξής «η Διευθύντρια»), η οποία και αξιολόγησε τους αιτητές Νικολαΐδη και Χωραττά, «Σχεδόν Εξαίρετος» και «Πολύ Καλός» και τα ενδιαφερόμενα μέρη ως «Εξαίρετος» (Ανδρέας Χρίστου) και «Σχεδόν Εξαίρετος» (Δημήτρη Μιχαηλίδη).  Σύστησε προς διορισμό/προαγωγή, τους Μιχαηλίδη (προαγωγή) και Χρίστου (διορισμός).

 

        Μετά την αποχώρηση της Διευθύντριας, η Ε.Δ.Υ. προέβηκε στη δική της αξιολόγηση κρίνοντας τον Μιχαηλίδη ως «εξαίρετο» κατά πλειοψηφία, με ένα μέλος να τον θεωρεί ως «Πάρα Πολύ Καλό» και τον Χρίστου ως «εξαίρετο» ομοφώνως.  Τον Νικολαΐδη έκρινε ως «Πάρα Πολύ Καλό» κατά πλειοψηφία, με ένα μέλος να τον θεωρεί «εξαίρετο» και τον Χωραττά ως «Πολύ καλό», ομοφώνως.  Θεωρώντας ότι ο Ανδρέας Χρίστου υπερείχε γενικά όλων των συνυποψηφίων του, του πρόσφερε «διορισμό» ομόφωνα, ενώ τον Δημήτρη Μιχαηλίδη προήγαγε κατά πλειοψηφία, ως τον πλέον κατάλληλο για τη δεύτερη θέση.  Την επιλογή αυτή η Ε.Δ.Υ. δικαιολόγησε με αναφορά στο ότι ο Χρίστου διέθετε πρόσθετα προσόντα, πέραν των απαιτουμένων τα οποία αν και δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.  Τέτοια προσόντα ήταν στο Master of Business Administration και Diploma in Production-Oriented Design of Low-Cost Agricultural Equipment, ενώ είχε παρακολουθήσει και ειδικό δίμηνο πρόγραμμα στο «Training Design and Management Programm».  Καθόσον αφορούσε τον Μιχαηλίδη, αυτός διέθετε δίπλωμα Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρολογίας από το Α.Τ.Ι., το οποίο ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.

 

 Και για τους δύο, λήφθηκε υπόψη η υπέρ τους σύσταση της Διευθύντριας και η εν γένει υπέρτερη εικόνα και απόδοση ενώπιον της Ε.Δ.Υ.  Αναφορικά ειδικά με τον Μιχαηλίδη, σε σύγκριση του με τους υπόλοιπους δημόσιους υπαλλήλους που ήταν υποψήφιοι, κρίθηκε ότι αυτός δεν υστερούσε σε αξία, όντας «εξαίρετος», όπως και οι υπόλοιποι, η δε μικρότερη αρχαιότητα του κατά 3-6 μήνες στην προηγούμενη θέση, δεν ήταν τέτοιας σημασίας εφόσον πρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, υψηλά στην ιεραρχία.

 

        Τα υπέρτερα προσόντα τύπου Master και διδακτορικού στην περίπτωση του Χωραττά έναντι του Μιχαηλίδη, κρίθηκαν ως μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας, δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, τους δόθηκε δε η ανάλογη βαρύτητα, χωρίς, όμως, να ήταν δυνατό να ανέτρεπαν την υπέρ του Μιχαηλίδη σύσταση της Διευθύντριας και την υψηλότερη απόδοση του στην προφορική εξέταση.

 

        Βάλλεται λοιπόν η εν λόγω απόφαση της Ε.Δ.Υ. και από τους τρεις αιτητές με διαφορετικές προσφυγές, οι οποίες στην πορεία συνενώθησαν ως εκ του ομοίου της φύσης και του αντικειμένου τους. 

 

Η Πλέϊπελ, καταφέρεται πρωτίστως εναντίον της απόφασης της Συμβουλευτικής να μην την περιλάβει στον προτεινόμενο προς την Ε.Δ.Υ. κατάλογο, λόγω αποκλεισμού της μετά την προφορική εξέταση, το αποτέλεσμα της οποίας λήφθηκε υπόψη αποκλειστικά κατ΄ αποκλεισμό των άλλων υπέρτερων προσόντων της και της εν γένει εξαίρετης προηγούμενης σταδιοδρομίας της στη δημόσια υπηρεσία.  Εγείρεται μάλιστα και ζήτημα ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά για κάθε μια από τις συνεδρίες της Συμβουλευτικής, ώστε η απόφαση της να πάσχει και ως εξ αυτού.

 

        Κατ΄ αρχάς, η θέση των ενδιαφερομένων μερών ότι η Πλέϊπελ δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση διορισμού/προαγωγής της επειδή δεν προσέβαλε τον αποκλεισμό της από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είναι ορθή, εφόσον πρόκειται, σύμφωνα με τη νομολογία, για σύνθετη διοικητική ενέργεια με αποτέλεσμα, αν η κρίση της Συμβουλευτικής είναι λανθασμένη να συμπαρασύρει και την τελική πράξη της Ε.Δ.Υ.  Όπως αναφέρεται στο Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 5η έκδ. σελ. 305-307, παρ. 574-580, η σύνθετη διοικητική ενέργεια αποτελεί μια ενιαία διοικητική διαδικασία, με ουσιαστικές, αλλά και δικονομικές συνέπειες.  Οι ουσιαστικές αφορούν το κύρος των επί μέρους πράξεων, κάθε μιας από τις οποίες είναι προϋπόθεση για τη νομιμότητα της επόμενης και βεβαίως της τελικής.  Παραδεκτή δε από δικονομικής απόψεως είναι μόνο η τελική πράξη στην οποία συγχωνεύονται όλες οι προπαρασκευαστικές.  Αναφέρεται στην αγόρευση του συνηγόρου της Πλέϊπελ, ότι είχε καταχωρηθεί προσφυγή εναντίον της μη συμπερίληψης της στον τελικό προς την Ε.Δ.Υ. κατάλογο, η οποία όμως απεσύρθη, και πολύ ορθά, ενόψει της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

        Όσον αφορά την μη τήρηση άρτιων πρακτικών κρίνεται ότι αυτό δεν ευσταθεί.  Τα σχετικά Παραρτήματα που περιέχουν τις συνεδρίες και αποφάσεις της Συμβουλευτικής είναι πλήρη.  Η σχετική έκθεση της Συμβουλευτικής περιέχει κάθε δυνατό στοιχείο που είναι αναγκαίο για σκοπούς δικαστικού ελέγχου.  Από όλα δε τα παραρτήματα διαφαίνεται η τήρηση μνημονίων για κάθε μια από τις συνεδρίες της Συμβουλευτικής, αρχής γενομένης από την 29.3.2006 (πρώτη συνεδρία) και μετέπειτα στις 23.5.2006 (όπου εξετάστηκαν οι ενστάσεις των Πλέϊπελ και Χωραττά), 6 και 7.6.2006 (όπου έγινε η διαδικασία της προφορικής εξέτασης), 21.6.2006 (όπου καταρτίστηκε η έκθεση τελικής αξιολόγησης για κάθε υποψήφιο) και τέλος 28.6.06 (όπου λήφθηκε η απόφαση για τη σύσταση των οκτώ καταλληλότερων υποψηφίων).

 

        Επομένως ο ισχυρισμός ότι υποβλήθηκε η έκθεση της Συμβουλευτικής χωρίς να υπάρχουν ξέχωρα και άρτια πρακτικά, δεν ανταποκρίνενται στα υπό κρίση δεδομένα.  Είναι γεγονός ότι, όπως παρατηρεί και ο συνήγορος της Πλέϊπελ, τα μνημόνια αυτά αναφέρονται στις επί μέρους συνεδρίες που έγιναν για το ορισμένο θέμα, με αναφορά στην ημερομηνία διεξαγωγής κάθε συνεδρίας και με διαφορετική ημερομηνία σύνταξης ή κατάρτισης τους χωρίς υπογραφές και με την τελική τυποποιημένη αναφορά σε «Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων».  Προφανώς οι συνεδριάσεις γίνονταν στο Υπουργείο αυτό και τηρούνταν ανάλογα πρακτικά, όπου παρά την μη υπογραφή ενός εκάστου πρακτικού-μνημονίου, (όχι κατ΄ ανάγκην στοιχείο τέτοιας πλημμέλειας που να οδηγεί σε ακύρωση), κατά τα άλλα καταγράφεται σε κάθε ημερομηνία η σύνθεση της Συμβουλευτικής και η απόφαση που λήφθηκε με τις αναγκαίες λεπτομέρειες της.  Όμως, το τελικό πρακτικό-έκθεση της Συμβουλευτικής ημερ. 28.6.06, είναι υπογραμμένο από  όλα τα μέλη, αναφέρεται δε πλήρως στην όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε και στα βήματα που έλαβε στο μεταξύ στις προηγούμενες συνεδρίες της, τις οποίες και αναφέρει κατά ημερομηνία, κάθε μια από τις οποίες αντιστοιχεί με τα κατατεθέντα μνημόνια.  Είναι επομένως φανερό ότι η Συμβουλευτική υιοθέτησε όλες τις προηγηθείσες συνεδρίες, ως γενόμενες ορθά και τυπικά.  Προκύπτει, επομένως, ότι τηρήθηκαν λεπτομερή πρακτικά των συνεδριών της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως συλλογικού οργάνου στα οποία αποτυπώθηκαν με σαφήνεια οι αποφάσεις που λήφθηκαν σε  κάθε στάδιο, κατά την επιταγή του άρθρου 24, του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 και της επ΄ αυτού νομολογίας.

 

        Η Πλέϊπελ παραπονείται επίσης και ως προς το ότι αποκλείσθηκε από την περαιτέρω διαδικασία χωρίς ουσιαστική έρευνα, και στη βάση μόνο της ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορικής εξέτασης, προς αποκλεισμό ή μη επαρκή συνεξέταση όλων των δεδομένων της, περιλαμβανομένης και της προηγούμενης δραστηριότητας της ως δημοσίου υπαλλήλου.  Οι αιτιάσεις αυτές δεν ευσταθούν.  Η Συμβουλευτική ενήργησε με δέουσα έρευνα εξ΄ου και αποδέχθηκε τις παραστάσεις της για τη μη αρχική συμπερίληψη της στον πρώτο κατάλογο, θεωρώντας ότι δεν είχε την απαραίτητη οκταετή προηγούμενη πείρα.  Απόφαση που αναθεώρησε ευλόγως υπό το φως των παρουσιασθέντων  πρόσθετων στοιχείων εκ μέρους της Πλέϊπελ.  Αυτό δείχνει τη δέουσα έρευνα και την αιτιολόγηση στο στάδιο της μεταγενέστερης αποδοχής της.

 

        Το ότι κρίθηκε ως «πολύ καλή» στην ενώπιον της Συμβουλευτικής  προφορική εξέταση, δεν εξυπάκουε ότι αυτό έγινε χωρίς ταυτόχρονα να ληφθούν υπόψη και τα υπόλοιπα δεδομένα της, στα οποία ορθά η Συμβουλευτική αναφέρθηκε κατά τη σχετική συνεδρία της, όπου κατά την τελική αξιολόγηση, σαφώς έλαβε υπόψη «….. τη συνολική της πείρα, τα ακαδημαϊκά της προσόντα καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία και πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση της …..».

 

        Σημειώνεται ότι η Συμβουλευτική στη συνεδρία της     ημερ. 6.6.2006, αποφάσισε όπως κατά την τελική αξιολόγηση χρησιμοποιηθούν οι χαρακτηρισμοί «εξαίρετος» μέχρι «καλός» με τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις και όπου αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν και τα πρόσημα (+) και (-) για περαιτέρω εξειδίκευση υποψηφίων που ενέπιπταν στην ίδια κατηγορία.  Κατόπιν δε παρατήρησης της Ε.Δ.Υ., η Συμβουλευτική στη συμπληρωματική της έκθεση (Παράρτημα 8), οριοθέτησε και αριθμητικά τις διαβαθμίσεις αυτές.  Πρόκειτο, λοιπόν, για μια λεπτή εργασία διαχωρισμού των υποψηφίων, ώστε να ανευρεθούν οι οκτώ καταλληλότεροι προς προώθηση στην Ε.Δ.Υ.  Η βαθμολογία της προφορικής εξέτασης ήταν το ένα σκέλος της προσπάθειας αυτής και αυτή δεν σήμαινε κατ΄ ανάγκην ότι δεν θα ήταν δυνατό για ένα υποψήφιο που κατατασσόταν σε μια κατηγορία, να μην ενέπιπτε τελικώς στην ανώτερη κατόπιν συνυπολογισμού των υπόλοιπων στοιχείων, δηλαδή, των προσόντων, της πείρας και της αξίας.  Η Συμβουλευτική επομένως ενήργησε δεόντως και με ορθή άσκηση της διοικητικής της ευχέρειας,  το ίδιο δε και η Ε.Δ.Υ. απορρίπτοντας την ένσταση της Πλέϊπελ, αναφορικά με τη μη συμπερίληψη  της στον κατάλογο.  Όπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση που λήφθηκε στη συνεδρία ημερ. 12.4.07 (Παράρτημα 9 στην ένσταση), το αίτημα της Πλέϊπελ εξετάστηκε δεόντως λαμβάνοντας υπόψη όλα τα «ουσιώδη στοιχεία αξιολόγησης περιλαμβανομένων και του διδακτορικού διπλώματος που αυτή κατέχει», αλλά έκρινε ότι ορθώς δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των συστηθέντων υποψηφίων δεδομένου ότι η «…. τελική της αξιολόγηση ήταν χαμηλότερη από την αξιολόγηση των υποψηφίων που συστήθηκαν …..».  Δεν υπάρχει, κρίνεται, οποιοδήποτε λάθος στην απόφαση αυτή, η οποία πάρθηκε κατόπιν μελέτης όλων των δεδομένων, περιλαμβανομένων και όσων η Πλέϊπελ απέστειλε υπό μορφής επιστολών και αιτημάτων προς τη Συμβουλευτική και την Ε.Δ.Υ., που περιείχαν και πλείστα όσα στοιχεία για την εν γένει πορεία και το έργο της.  Η Ε.Δ.Υ. έχει διακριτική ευχέρεια να καλέσει ενώπιον της για εξέταση και άτομα που δεν συστήνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά το άρθρο 33(8) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, ως τροποποιήθηκε.  Πρόκειται για ευχέρεια, όμως, που σε περίπτωση άσκησης της πρέπει να αιτιολογηθεί. (δέστε Κωνσταντίνου ν. Νικολάου (2007) 3 Α.Α.Δ. 18, Κελεπενιώτης ν. Α.Η.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1795 και Μάριος Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας και Ιωάννης Θασίτης ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1743/07 και 149/08, ημερ. 11.1.2010). Αντίθετα, δεν χρήζει αιτιολόγησης η άρνηση της να προσθέσει άτομο στον κατάλογο κατ΄ εξαίρεση εκείνων των υποψηφίων που η Συμβουλευτική Επιτροπή προτείνει και συστήνει.

 

        Επομένως η προσφυγή της Πλέϊπελ θα πρέπει να απορριφθεί.

 

        Όσον αφορά τους άλλους δύο αιτητές παρατηρούνται τα ακόλουθα:

 

        Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1407/07, Κυπριανός Νικολαΐδης, που γεννήθηκε στις 24.4.1960, και κατέχει δίπλωμα από το Α.Τ.Ι. στο Mechanical Engineering, το 1981, BSc στο Mechanical Engineering από το West Virginia University το 1984, MSc in Mechanical Engineering από το ίδιο Πανεπιστήμιο το 1986 και Master of Business Administration από το Πανεπιστήμιο του Sheffield το 1993, είχε υπέρ του τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με βαθμό 86 και τελική αξιολόγηση «Πάρα Πολύ Καλός» στη συμπληρωματική έκθεση της.  Ενώπιον της Ε.Δ.Υ. αξιολογήθηκε από τη Διευθύντρια ως «Σχεδόν Εξαίρετος», χωρίς όμως εν τέλει να τον συστήσει, η δε Ε.Δ.Υ. τον κατέταξε, κατά πλειοψηφία, ως «Πάρα Πολύ Καλό».  Κατ΄ αρχάς ο Νικολαΐδης δεν νομιμοποιείται να καταφέρεται εναντίον της βαθμολογίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής διότι μειώθηκε η βαθμολογία του από «Πάρα Πολύ Καλός (+)» σε «Πάρα Πολύ Καλός», εφόσον έτυχε και ο ίδιος της σύστασης της και συμπεριελήφθη στον τελικό κατάλογο για προώθηση στην Ε.Δ.Υ.  Όπως αποφασίστηκε στην Τουραπή ν. Οδυσσέως (2007) 3 Α.Α.Δ. 581, η δυνατότητα εννόμου συμφέροντος από αιτητή να στραφεί εναντίον της απόφασης μη συμπερίληψης του στον κατάλογο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, είναι δυνατή, παρά τη συμπερίληψη του από την ίδια την Ε.Δ.Υ. στον τελικό της κατάλογο, εφόσον η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν παρέχει ορθή και νόμιμη αιτιολογία για τον αποκλεισμό του.  Εδώ, όμως, ο Νικολαΐδης συμπεριελήφθη και δεν απεκλείσθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. δεν βασίσθηκε πάνω στην απόφαση της Συμβουλευτικής, εφόσον υπέβαλε εκ νέου τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση.  Επομένως, έστω και αν δεν φαίνεται η απόδοση μονάδων για τους υποψηφίους για την κατοχή ανάλογου πρόσθετου πτυχίου, (που εν πάση περιπτώσει φαίνεται από την τελική παράγραφο της έκθεσης της Συμβουλευτικής ότι αυτά συνυπολογίσθηκαν), η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν ανεξάρτητη από την κρίση της Συμβουλευτικής.

 

        Περαιτέρω η συμμετοχή της Ελένης Καλαβά στην Συμβουλευτική Επιτροπή, δεν ήταν παράνομη ως διατείνονται οι συνήγοροι του Νικολαΐδη, εφόσον ο προϊστάμενος του οικείου Τμήματος Νέλσων Νεοκλέους, Διευθυντής του Τμήματος Εργασίας, είχε αποσπασθεί με αποτέλεσμα να διοριστεί η Καλαβά ως αναπληρώτρια για να προβεί στις συστάσεις.  Το άρθρο 42(1) του Νόμου αρ. 1/90, είναι αρκούντως σαφές και προβλέπει ότι σε περίπτωση κένωσης της θέσης ή όπου ο κάτοχος της απουσιάζει με άδεια ή δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντα του, τότε γίνεται αναπληρωματικός διορισμός και το άτομο που αναπληροί ενεργεί στη θέση αυτή.  Στη βάση της απόσπασης του Νεοκλέους, ευλόγως είναι που θεωρήθηκε ότι δεν θα μπορούσε αυτός να εκτελούσε τα καθήκοντα της θέσης.  (Δημοκρατία ν. Αντωνίου (αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 279 και Λάρκου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619).  Η απόσπαση εδώ διενεργήθηκε με βάση το άρθρο 47 του Νόμου αρ. 1/90, και επομένως σύμφωνα και με το εδάφιο (2) αυτού, ο υπάλληλος που αποσπάται εξακολουθεί μεν να κατέχει οργανικά τη θέση από την οποία αποσπάται, υπάγεται όμως στον ιεραρχικό διοικητικό έλεγχο του Προϊσταμένου του Τμήματος στο οποίο αποσπάται.  Έπεται ότι ο Νεοκλέους δεν μπορούσε να ασκεί τα καθήκοντα του,  εντός  της  έννοιας του άρθρου 42(1).  Γενικώς και το άρθρο 21 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, προνοεί σε σύμπνοια ότι ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο νόμο όταν ο κάτοχος μιας θέσης απουσιάζει με άδεια εκκρεμούσας της παραίτησης του από το αξίωμα τότε είναι δυνατή η νόμιμη αναπλήρωση του.  Η ουσία είναι ότι για καλό και νόμιμο λόγο, η αναπλήρωση είναι δυνατή όταν αντικειμενικοί λόγοι δεν επιτρέπουν την άσκηση των συνήθων καθηκόντων (δέστε και Ζήσης Καλλένος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ.              αρ. 1280/07, ημερ. 23.2.2010).

 

 Ορθά επομένως προέβη στις συστάσεις η Καλαβά, ως αναπληρώτρια.  Το αν είναι ή όχι παράνομη η απόσπαση του Νεοκλέους, δεν είναι ζήτημα που αφορά την παρούσα διαδικασία, αλλά αποτελεί το αντικείμενο άλλης προσφυγής.

 

        Όσον αφορά τη μη κατοχή των προσόντων από τα ενδιαφερόμενα μέρη και ότι δεν έγινε προς τούτο η δέουσα έρευνα από τη Συμβουλευτική ή την Ε.Δ.Υ., είναι γνωστό ότι το διοικητικό όργανο δύναται να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας, αν δε η ερμηνεία είναι εύλογη, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει για να την αντικαταστήσει με την τυχόν δική του ερμηνεία (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517).  Κατά την πρώτη της συνεδρία, η Συμβουλευτική έδωσε συγκεκριμένη ερμηνεία στην «οκταετή τουλάχιστον μεταπτυχιακή πείρα», διερεύνησε δε τα προσόντα των 61 υποψηφίων και την κατοχή της οκταετούς πείρας, εξ ου και απέκλεισε αριθμό εξ αυτών εκ προοιμίου.  Δεν ήταν ανάγκη να αιτιολογήσει για κάθε ένα υποψήφιο από τους υπόλοιπους, ότι όντως κατείχε την οκταετή πείρα.  Η εξουσία αυτή ανήκε στη Συμβουλευτική Επιτροπή και μετέπειτα στην Ε.Δ.Υ. και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης.  Δεν ήταν δε αναγκαίο να καταγράφονταν οι ερωτήσεις και απαντήσεις, ούτε αφέθηκε  στην κρίση των μελών να αποφασίσουν την κατοχή του  προσόντος αυτού.  Όπως αποφασίστηκε σε πληθώρα υποθέσεων (Συμεωνίδου και Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Δημοκρατία ν. Μαρίλιας Παντζιαρή-Ελισσαίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 168), η πρωτογενής αξιολόγηση της κατοχής των προσόντων ανήκει στο διορίζον όργανο, το δε Δικαστήριο εξετάζει μόνο το εύλογο της κρίσης αυτής υπό το φως του ενώπιον του υλικού.  Όπως υποδεικνύει και η συνήγορος της Ε.Δ.Υ., η Συμβουλευτική Επιτροπή θεωρείται στη βάση και του τεκμηρίου της νομιμότητας, ότι διερεύνησε το θέμα επαρκώς, εφόσον για να κρίνει ότι ένας αριθμός και μάλιστα μεγάλος (39 από τους 61), δεν κατείχε το προσόν, οι υπόλοιποι το κατείχαν.  Η κατοχή της οκταετούς πείρας απασχόλησε άλλωστε τη Συμβουλευτική Επιτροπή, εφόσον από την έκθεση της στη συνεδρία της ημερ. 29.3.06, κατέγραψε στην παρ. 2, ότι «…. εξέτασε  μια προς μια τις αιτήσεις των 61 υποψηφίων, τα στοιχεία των οποίων φαίνονται στο Παράρτημα 1, με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο πληρούσαν ή όχι τα προσόντα που προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης κατά τον ουσιώδη χρόνο που ήταν η 10.10.2005.» (η έμφαση προστέθηκε).  Όπως λέχθηκε καις την Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431, με αναφορά στη σύσταση ενός Διευθυντή και που κατ΄ αναλογίαν ισχύουν και εδώ, τα όσα αναφέρονται από αυτόν στη σύσταση ως χαρακτηρίζοντα ένα υποψήφιο, λειτουργούν συγκριτικά αντανακλώντας στους υπόλοιπους για τους οποίους δεν αναφέρεται οτιδήποτε το ιδιαίτερο.

 

        Τα πιο πάνω ισχύουν και για την κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας.  Το γεγονός ότι τέθηκε κάποιο ερωτηματικό στον κατάλογο σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Μιχαηλίδη, δεν σήμαινε ότι δεν διερευνήθηκε ακολούθως, υπό το φως και της προφορικής εξέτασης που έγινε στη συνέχεια.

 

        Ως προς την ουσία της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών, ο αιτητής δεν έχει δίκαιο.  Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. λήφθηκε πλήρως αιτιολογημένα, με την υπέρ των ενδιαφερομένων μερών σύσταση της Διευθύντριας, που αποτελεί αυτοτελές και σημαντικό στοιχείο κρίσης, εφόσον η σύσταση στοχεύει στην ορθή καθοδήγηση του διορίζοντος οργάνου ώστε αυτό να βοηθηθεί στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.  (Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826 και Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624).  Η σύσταση ως στοιχείο κρίσης «….. άπτεται της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση απόκλισης της Ε.Δ.Υ., από τη γενόμενη σύσταση …..», (Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 480).

 

        Περαιτέρω, τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν αξιολογηθεί από την Ε.Δ.Υ. σε υψηλότερο επίπεδο από τον Νικολαΐδη, ενώ και ενώπιον της Συμβουλευτικής η διαφορά μεταξύ του Νικολαΐδη («Πάρα Πολύ Καλός»), με το ενδιαφερόμενο μέρος Χρίστου («Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλός»), ήταν οριακή, ενώ με το ενδιαφερόμενο μέρος Μιχαηλίδη, υστερούσε αφού, αυτός κρίθηκε ως «Σχεδόν Εξαίρετος».  Η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να καταγράψει την αιτιολογία της ως προς την κατηγοριοποίηση των ενώπιον της υποψηφίων και η ύπαρξη μειοψηφούσας άποψης από ένα μέλος, με καταγραμμένη τη δική του διαφορετική αξιολόγηση, αναιρεί τη θέση του αιτητή Νικολαΐδη ως προς το αναιτιολόγητο της κρίσης της ή του τυποποιημένου της σκέψης της και κάθε άλλο παρά αόριστη είναι ώστε να μην ελέγχεται η κρίση της.  Υπενθυμίζεται ότι με βάση πάγια νομολογία, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση, ούτε αυτός είναι άλλωστε ο ρόλος του.

 

        Δεν είναι ορθή η επίκριση ότι η αιτιολογία της θέσης της Ε.Δ.Υ. για την κρίση της επί της προφορικής συνέντευξης ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων.  Κάτι τέτοιο δεν εξάγεται από την καταγραφή της αξιολόγησης, ενώ βέβαια οι υπηρεσιακές εκθέσεις έχουν άλλη αξία, διαχρονική, ενώ η προφορική συνέντευξη προσφέρεται ως στοιχείο αξιολόγησης της εν γένει προσωπικότητας και ικανότητας των υποψηφίων, στην οποία συνέντευξη μάλιστα αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία.

 

        Όσον αφορά τα προσόντα, η Ε.Δ.Υ. ρητά κατέγραψε και συνεκτίμησε συγκριτικά, ως όφειλε, τα δεδομένα του Νικολαΐδη με αυτά των Χρίστου και Μιχαηλίδη και άλλων που είχαν εξίσου πρόσθετα προσόντα, αλλά ευλόγως έκρινε ότι ενόψει (i) της ενώπιον της υπέρτερης απόδοσης τους στην προφορική συνέντευξη και (ii) της υπέρ τους σύστασης της Διευθύντριας, ήταν καταλληλότεροι για διορισμό/προαγωγή αντίστοιχα.  Άλλωστε και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν πρόσθετα προσόντα και δεν υστερούσαν σ΄ αυτά. 

 

        Εν τέλει, ο αιτητής Νικολαΐδης δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή και δεν διαπιστώνεται πλάνη ή σφάλμα στη διαδικασία ή την επιλογή της Ε.Δ.Υ. 

 

        Τα πιο πάνω ισχύουν και για τον αιτητή στην υπ΄ αρ. 1409/07 προσφυγή, Γεώργιο Χωραττά, ο οποίος γεννήθηκε στις 28.1.1968 και κατέχει B.Sc. in Mechanical Engineering από το University of Akron το 1991, Post-Graduate Management Diploma Program από το Mediterranean Insitute of Management το 1999, MSc in Mechanical Engineering από το Case Western Reserve University το 1994 και Doctor of Philosophy από το ίδιο Πανεπιστήμιο, το 1996.

 

        Ο συνήγορος του αιτητή αυτού, εν πολλοίς εγείρει παρόμοια θέματα με τον αιτητή Νικολαΐδη και έχουν ήδη απαντηθεί πιο πάνω.  Τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η Ε.Δ.Υ. διερεύνησαν την κατοχή των προσόντων των ενδιαφερομένων μερών, όπως βεβαίως νοείται ότι διερεύνησαν και ικανοποιήθηκαν και για την κατοχή των προσόντων αυτών και από τον εδώ αιτητή.

 

        Η αρμοδιότητα ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας και ο τρόπος με τον οποίο το διοικητικό όργανο επιλέγει να κρίνει την ύπαρξη των δεδομένων αυτών, δεν ελέγχονται εκτός αν διαπιστώνεται πλάνη.  Η διαπίστωση της κατοχής των προσόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου ως πτυχή της διοικητικής λειτουργίας (Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429) και ελέγχεται μόνο η εύλογη κατάληξη περί της κατοχής αυτής. Υπενθυμίζεται ότι κατά την όλη διαδικασία επιλογής, η Συμβουλευτική δέχθηκε την ένσταση του Χωραττά ως προς την κατοχή της οκταετούς πείρας, γεγονός που δείχνει την ενδελεχή εξέταση της όλης εικόνας των υποψηφίων, ενώ και η Ε.Δ.Υ. στα πλαίσια της ορθής διερεύνηση της υποψηφιότητας των αιτητών και της καταλληλότητας τους, περιλαμβανομένης και της κατοχής των σχετικών προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, ζήτησε μετά τη συνεδρία της ημερ. 2.2.07, πρόσθετα στοιχεία και διευκρινίσεις από τη Συμβουλευτική, η οποία συμμορφούμενη, υπέβαλε συμπληρωματική έκθεση.  Αυτά επίσης δείχνουν ότι είχε γίνει δέουσα έρευνα και υπήρξε επαρκής, στα δεδομένα, αξιολόγηση των αιτήσεων.

 

        Από την άλλη, όπως έχει και εντελώς πρόσφατα υπομνησθεί στην Μυρούλλα Χατζηχριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 167/07, ημερ. 6.7.2010, εφόσον «….. η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης το οποίο η Ε.Δ.Υ. μόνο αν έδιδε καλή και εύλογη αιτιολογία θα μπορούσε να παρακάμψει (βλ. Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 862/07, ημερ. 3.4.2009, απόφαση πλειοψηφίας), το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη …..»καθιστά την κρίση της Ε.Δ.Υ., εύλογη.

 

 Η Ε.Δ.Υ. και στην περίπτωση του Χωραττά, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη της ότι είχε υπέρτερα προσόντα, τα οποία όμως δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Τους δόθηκε, επομένως, η ανάλογη βαρύτητα, (στη βάση της καθιερωθείσας αντίληψης της νομολογίας στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374),  αλλά δεν υπερακόντισαν την υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών στην προφορική εξέταση, καθώς και την υπέρ τους σύσταση της Διευθύντριας.

 

        Η αρχαιότητα που έχει ο Χωραττάς, έναντι του Μιχαηλίδη, όντως και οι δύο δημόσιοι υπάλληλοι, είναι μόλις τρεις μήνες, εφόσον ο πρώτος διορίστηκε Λειτουργός Παραγωγικότητας Α΄στο Κέντρο Παραγωγικότητας το Δεκέμβριο του 2003, και ο δεύτερος, Λειτουργός Εργασίας Α΄ το Μάρτιο του 2004.  Πρόκειται για πολύ μικρό προβάδισμα σε αρχαιότητα την οποία αρχαιότητα, η νομολογία συνεξετάζει σφαιρικά με όλα τα υπόλοιπα κριτήρια (Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 123/07, ημερ. 8.7.2010).  Ο συνυπολογισμός αυτός ενόψει και των υπολοίπων υπέρ των ενδιαφερομένων μερών στοιχείων, καθιστούσε την περιορισμένη εδώ αρχαιότητα μη ρυθμιστικό παράγοντα (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97 και Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161).

 

        Εν τέλει η Ε.Δ.Υ. με τη δική της αξιολόγηση στην προφορική εξέταση για τον Χωραττά («Πολύ Καλός»), έναντι του Χρίστου («Εξαίρετος») και του Μιχαηλίδη («Εξαίρετος» κατά πλειοψηφία), αναμφίβολα είχε μέσα από την καταγραφή των θέσεων της, δώσει εκείνο το διαφοροποιητικό στίγμα υπέρ των δύο ενδιαφερομένων μερών, που μαζί με την υπέρ τους σύσταση της Διευθύντριας και τη συγκριτική εικόνα μεταξύ του αιτητή αυτού και των ενδιαφερομένων μερών (των πρόσθετων προσόντων λαμβανομένων υπόψη περιλαμβανομένου και του διδακτορικού του Χωραττά), έκρινε ευλόγως ότι εφόσον οι θέσεις ήταν ψηλά στην ιεραρχία, μπορούσε να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόδοση στην προφορική εξέταση.

 

        Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης, η κάθε δε προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον κάθε αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.  Καμιά διαταγή εξόδων ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

 

 

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το           Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο