ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1719/2007)
22 Ιουλίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης υπό ημερ. 7.12.07 πράξης, με την οποία διορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του ιδίου, στη μόνιμη θέση Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την επίδικη πράξη, ο αιτητής γεννήθηκε στις 9.11.1953, αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1972, στη συνέχεια δε τελείωσε την Παιδαγωγική Ακαδημία το 1975 με άριστα, έλαβε το 1982 πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με Λίαν Καλώς, και ακολούθως πήρε το Bachelor of Education και M.A. Education, από το Western Australian College και Antioch University, αντίστοιχα. Διορίστηκε ως δάσκαλος αρχικά και ανεβαίνοντας τις διάφορες βαθμίδες, κατείχε πριν την επίδικη θέση, τη θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης από το Νοέμβριο του 2006, ενώ προηγουμένως ήταν Γενικός Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης από τον Ιούνιο 2006, μέχρι το Νοέμβριο 2006.
Ως προς την αξία, τα τελευταία δέκα έτη, είχε από 38 για το 1996 και 1997, το 2000 έξι εξαίρετα και δύο πολύ ικανοποιητικά, το 2001 επτά εξαίρετα και ένα πολύ ικανοποιητικά και από το 2002-2006, οκτώ εξαίρετα.
Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 15.10.1952, διορίστηκε δάσκαλος το 1975 και παρέμεινε έτσι μέχρι το 1998, όταν έγινε Βοηθός Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης μέχρι το 2001 και από το 2001-2005, ήταν Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Το Σεπτέμβριο του 2005, προήχθη στη θέση του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Μετά την αποφοίτηση του από την Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου με Λίαν Καλώς, φοίτησε στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, από όπου πήρε πτυχίο με Λίαν Καλώς, και μετέπειτα πήρε μεταπτυχιακό στην Εκπαιδευτική διοίκηση από το Τμήμα Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, μετά από φοίτηση μεταξύ των ετών 1997-2000.
Από πλευράς αξίας, έχει από 38 το 1997-2003, το 2005 έξι «εξαίρετα» και δύο «πολύ ικανοποιητικά» και το 2006, επτά «εξαίρετα» και ένα «πολύ ικανοποιητικά».
Κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε, καθώς όφειλε, τέσσερεις υποψήφιους μεταξύ των οποίων και τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος. Η Ε.Δ.Υ. κάλεσε σε προφορική εξέταση τους τέσσερεις συστηθέντες, παρισταμένης της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, η οποία και σύστησε προς διορισμό τον αιτητή. Η Ε.Δ.Υ. κατά πλειοψηφία, είχε άλλη άποψη, επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, κρίνοντας το κατά την προφορική ενώπιον της εξέταση, ως «εξαίρετο», έναντι του αιτητή, που χαρακτήρισε ως «Πάρα πολύ καλό». Έκρινε, περαιτέρω, δικαιολογώντας την απόκλιση της, πάντοτε πλειοψηφιακά (4 προς 1), από τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος «….. υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων …..» λαμβάνοντας υπόψη στο σύνολο τους τα καθιερωμένα κριτήρια, αλλά και το γεγονός ότι η Διευθύντρια «….. κατέθεσε δακτυλογραφημένη σύσταση, η οποία είχε ετοιμαστεί πριν τη διεξαγωγή της ενώπιον της προφορικής εξέτασης και συνεπώς κρίνεται ότι νομικά πάσχει και δεν λαμβάνεται υπόψη.»
Σε σχέση με την αρχαιότητα, έκρινε ότι λόγω της διευθυντικής θέσης υψηλά στην ιεραρχία, αυτή ήταν πολύ περιορισμένης σημασίας, η δε εντύπωση κατά την προφορική εξέταση ήταν βαρύνουσας σημασίας, έτσι ώστε να «…. υπερακοντίζεται το στοιχείο της αρχαιότητας», η δε διαφορετική εκτίμηση της Διευθύντριας κατά τη δική της αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση ήταν απλώς ένας παράγοντας διαμόρφωσης κρίσης από την Ε.Δ.Υ., όχι όμως δεσμευτικός ή τέτοιος που να χρήζει διαφορετικής αιτιολόγησης.
Η προς κρίση διοικητική πράξη βάλλεται για σειρά λόγων, όπως αυτοί θα αναλυθούν στη συνέχεια και οι οποίοι κρίνονται ορθοί. Η Ε.Δ.Υ. στην ουσία χρησιμοποιώντας ως μοναδικό και ουσιαστικό κριτήριο την κατά την εκτίμηση της απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, άφησε την εντύπωση αυτή να εξουδετερώσει παν άλλο κριτήριο που είχε προς όφελος του ο αιτητής.
Αρχίζοντας από την αξία, ο αιτητής ήταν σαφώς υπέρτερος του ενδιαφερομένου μέρους κατά τρόπο που καταγράφηκε ήδη. Κατά τα τελευταία πέντε έτη, 2002-2006, ο αιτητής είχε οκτώ εξαίρετα, σ΄ αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο υστερούσε κατά ένα και δύο εξαίρετα, το 2006 και 2005, αντίστοιχα, και είχε 39 στα 40 κατά το 2002-2003. Να σημειωθέι ότι το ένα «πολύ ικανοποιητικά» που είχε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τα έτη 2005 και 2006, αφορούσε το στοιχείο της «διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας», ενώ το δεύτερο «πολύ ικανοποιητικά» για το έτος 2005, αφορούσε το στοιχείο της «απόδοσης». Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, ανάμεσα στα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, είναι και η «οργάνωση, διοίκηση και εποπτεία» των σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου διαφαίνεται η σημασία της εκτίμησης στην επαγγελματική αξία του ενδιαφερομένου μέρους με την απόδοση σ΄ αυτόν των τριών «πολύ ικανοποιητικών» στα πιο πάνω στοιχεία.
Ακόμη και αναδρομή στα δέκα έτη παρουσιάζει την ίδια εικόνα. Η θέση των καθ΄ ων και του ενδιαφερόμενου μέρους ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπηρετούσε σε διαφορετική βαθμίδα με διαφορετικά καθήκοντα, δεν επηρεάζει το αντικειμενικό της απόδοσης ίδιας και ίσης αξίας στις ετήσιες εκθέσεις, σύμφωνα με τη νομολογία. Στην Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, λέχθηκε ότι δεν είναι νομικά ορθή η προσέγγιση της διαφορετικής αντιμετώπισης στις ετήσιες αξιολογήσεις επειδή εκτελούνται διαφορετικά καθήκοντα. Άλλωστε, δεν είναι ούτε ορθή η θέση της Ε.Δ.Υ. ότι η επισταμένη μελέτη των αξιολογήσεων δεν διαπίστωσε ουσιαστικές διαφορές. Από τη στιγμή που δεν είναι επιτρεπτό να υπάρχουν διαφορετικά κριτήρια για το γεγονός ότι οι υποψήφιοι υπηρετούσαν σε διαφορετικές βαθμίδες, τότε η βαθμολογημένη αξία, όποια και αν είναι εκάστου υποψηφίου, δίδει το αντικειμενικό μέτρο κρίσης και επομένως, έστω και μικρές διαφορές, αποκτούν τη δική τους σημασία. (Κατσελή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 587, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 654/01, ημερ. 19.11.02 και Πολύβιος Ελευθερίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 277/07, ημερ. 19.12.08).
Περαιτέρω, ως προς το κριτήριο της αξίας, οι πιο πρόσφατες εκθέσεις αποτελούν και σταθερό οδηγό ως προς το ζήλο και την απόδοση του υπαλλήλου και επομένως η εξαίρετη εικόνα του αιτητή, τα τελευταία πέντε έτη, έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, αποτελεί αντικείμενο δείκτη και αποκτά τη δική της σημασία. Όπως διαπίστωσε και κατέγραψε και η Διευθύντρια στην έκθεση της ενώπιον της Ε.Δ.Υ. (για την οποία θα γίνει λόγος αργότερα), ο αιτητής ήταν ο μόνος ανάμεσα στους τέσσερεις υποψηφίους, που βαθμολογείτο σταθερά από το 2002 και μετά, με οκτώ «εξαίρετα».
Ως προς τα προσόντα, ο αιτητής πέραν του απαιτούμενου πτυχίου και μεταπτυχιακού, κατέχει και το πτυχίο νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συνήγορος της Ε.Δ.Υ. λέγει ότι το πτυχίο αυτό αποκτήθηκε πριν τους μεταπτυχιακούς τίτλους και εν πάση περιπτώσει δεν είναι και σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Ορθά, όμως, κρίνεται ο κ. Κωνσταντίνου για τον αιτητή εισηγείται ότι κάθε ακαδημαϊκό προσόν πέραν των απαιτουμένων για τη θέση αποτελεί πρόσθετο προσόν το οποίο θα πρέπει να συνεκτιμηθεί αναλόγως με το αν είναι σχετικό ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης, με το αν ή όχι αποτελεί πλεονέκτημα κλπ. Το ουσιώδες, εδώ, είναι η παντελής έλλειψη αναφοράς στο πτυχίο της νομικής από την Ε.Δ.Υ. ως να μην υπήρχε. Επομένως, δεν είναι καν γνωστό ποια θα ήταν η θέση της, εάν το λάμβανε υπόψη, και σε ποιο βαθμό. Συσχέτιση από την Ε.Δ.Υ., για τα προσόντα έγινε μεταξύ του ενδιαφερομένου μέρους και άλλου υποψηφίου που διέθετε διδακτορικό, αλλά καμιά ιδιαίτερη μνεία δεν έγινε για τον αιτητή ως προς το πτυχίο νομικής. Διαπιστώνεται επομένως πλάνη και έλλειψη έρευνας ως προς αυτό το θέμα, η δε συνήγορος της Ε.Δ.Υ. στην ουσία ανεπίτρεπτα προσθέτει με την αγόρευση της στοιχεία και δεδομένα που δεν απαντώνται στην αιτιολογική κρίση της ίδιας της Ε.Δ.Υ.
Είναι κατάλληλο το σημείο να απαντηθεί η θέση του ενδιαφερομένου μέρους ότι ο αιτητής δεν είναι καν προσοντούχος όχι απλώς για την επίδικη θέση, αλλά ως γίνεται αντιληπτό, για εξαρχής προαγωγή εφόσον αμφισβητείται η επάρκεια του βασικού πανεπιστημιακού τίτλου ή του μεταπτυχιακού. Πρόκειται για αστήρικτες και θεμελιακά εσφαλμένες αιτιάσεις που ετεροχρονισμένα και μόνο προβάλλονται. Όπως ορθά παρατηρεί ο συνήγορος του αιτητή στην απαντητική του αγόρευση, στη βάση των συνημμένων σ΄ αυτή σχεδίων υπηρεσίας για τις προηγούμενες θέσεις Επιθεωρητή (Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης), και Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης, τα εκεί απαιτούμενα προσόντα ήταν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, ή μεταπτυχιακό. Η κατοχή από τον αιτητή διαδοχικά των πιο πάνω θέσεων, θέτει τέρμα στην περαιτέρω συζήτηση, το αυτό δε ισχύει και σε ό,τι αφορά την κατοχή για πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, ενόψει των σπουδών του αιτητή σε δύο Αγγλόφωνα πανεπιστήμια στην Αυστραλία και Η.Π.Α., ασχέτως του ότι δεν είχε φοιτήσει εκεί ως διαμένων στα πανεπιστήμια αυτά φοιτητής, προϋπόθεση που δεν απαιτείται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, το οποίο προβλέπει απλώς στο στοιχείο 3(5), «Άριστη γνώση της Ελληνικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής, ή της Γαλλικής ή της Γερμανικής γλώσσας».
Εν πάση όμως περιπτώσει το ενδιαφερόμενο μέρος δεν νομιμοποιείται καν να εγείρει τέτοιο ζήτημα, εφόσον ο ρόλος του στην αίτηση ακυρώσεως είναι να υποστηρίξει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και όχι να προσβάλει το έννομο συμφέρον του αιτητή από την άποψη της εκ μέρους του κατοχής των απαραίτητων προσόντων ή ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε υπό πλάνη και χωρίς δέουσα έρευνα, που στο τέλος της ημέρας, πλήττει και το δικό του διορισμό. Η υπόθεση Χαράλαμπος Μορίτσης ν. Φίλιππου Καρσερά, Α.Ε. αρ. 117/06, ημερ. 12.2.2009, έχει ακριβώς θέσει το ζήτημα σ΄ αυτή τη βάση. Κρίθηκε ότι το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος-εφεσείων, δεν νομιμοποιείτο να αμφισβητήσει την κατοχή του προσόντος της Γαλλικής γλώσσας στη βάση πιστοποιητικού που υπήρχε στον προσωπικό φάκελο της εφεσίβλητης-αιτήτριας, εφόσον τέτοια αμφισβήτηση «…. συνιστούσε ουσιαστικά μη αποδεκτό λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στη διαδικασία, αποσκοπούσε στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης.».
Πέραν της αξίας και των προσόντων στα οποία ο αιτητής υπερτερεί ή τα οποία προσόντα δεν διερευνήθηκαν ως έπρεπε, διαπιστώνεται και προβάδισμα ως προς την αρχαιότητα. Αυτό, διότι όπως προεκτέθηκε, ο αιτητής κατείχε τη θέση Επιθεωρητή στην κλίμακα Α13+2 από 1.9.2000, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε τη θέση αυτή και την κλίμακα από 1.9.2005. Ο αιτητής περαιτέρω προήχθη την 1.9.2004, στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης κλίμακα Α14+2. Κατά τον ουσιώδη χρόνο της προσβαλλόμενης πράξης, 2.11.2007, και με λαμβανόμενα χρονικά ορόσημα μέχρι και το 2006, όταν συνυπολογίσθηκαν και οι υπηρεσιακές εκθέσεις, ο αιτητής κατείχε τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης για το διάστημα Ιουνίου-Νοεμβρίου 2006 και μετά, ως αναπληρωτής, τη θέση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Το ενδιαφερόμενο μέρος παρέμενε στη θέση του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης από το Σεπτέμβριο του 2005.
Τα πιο πάνω αναφέρονται για να δείξουν και την υπέρτερη πείρα που συνεπάγονταν οι διάφορες θέσεις, προσθετικά της αρχαιότητας του αιτητή.
Η ίδια η Διευθύντρια στη σύσταση της υπέρ του αιτητή, αναγνώρισε την υπεροχή αυτή σημειώνοντας ότι «…. από την 1.9.2004 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης (Δημοτική Εκπαίδευση) η οποία συνεπάγεται την άσκηση ουσιαστικών διοικητικών ….. σε μεγαλύτερο βαθμό από την κατώτερη θέση του Επιθεωρητή την οποία κατέχει ο Κουράτος ….» (η έμφαση προστέθηκε). Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. παραγνωρίζοντας και αυτό το στοιχείο στη σύσταση της Διευθύντριας, χωρίς επαρκή αιτιολογία όπως θα διαφανεί κατωτέρω, ανέφερε δύο αντιφατικά ή μη απόλυτα συνάδοντα δεδομένα: από τη μια σημείωσε ότι η αρχαιότητα των υποψηφίων αφορούσε την υπηρεσία τους στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, αποδίδοντας σ΄ αυτή «περιορισμένη βαρύτητα», επειδή η υπό πλήρωση θέση ήταν διευθυντική πρώτου διορισμού και προαγωγής και αφετέρου αναγνώρισε, επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, ότι «…. οι άλλοι υποψήφιοι υπερέχουν του επιλεγέντα σε αρχαιότητα, αλλά το στοιχείο αυτό σύμφωνα με τη νομολογία, σε Διευθυντική θέση, όπως η παρούσα είναι πολύ περιορισμένης σημασίας …..».
Επομένως, δεν είναι ορθή η θέση της συνηγόρου της Ε.Δ.Υ., στην αγόρευση της ότι το στοιχείο της αρχαιότητας υπέρ του αιτητή είχε αναφορά μόνο στην κατοχή ανώτερης μισθολογικά θέσης, ώστε να είναι πολύ περιορισμένης σημασίας, στη βάση της Χόπλαρος ν. Μακρή (2005) 3 Α.Α.Δ. 513 κ.ά. Δεν τέθηκε έτσι το ζήτημα από την ίδια την Ε.Δ.Υ. Αλλά, εν πάση περιπτώσει και αυτό να ίσχυε, δεν έπαυε η αρχαιότητα να ήταν και αυτή υπέρ του αιτητή, ώστε να συνυπολογιζόταν υπέρ του, έστω στη σφαιρική αντίληψη της όλης εικόνας που παρουσίαζε ο αιτητής, έχοντας υπόψη τη νομολογία ότι στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου συνυπολογίζονται όλα τα κριτήρια (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97 και Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161), της αρχαιότητας ούσης μόνης της, να μην αποτελεί το ρυθμιστικό παράγοντα. (Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 123/07, ημερ. 8.7.2010). Όταν όμως η αρχαιότητα, έστω και οριακή, έρχεται να προστεθεί στην υπέρ του αιτητή υπεροχή και στα άλλα δύο κριτήρια, αξίας και προσόντων, τότε αποκτά και προσμετρά και αυτή στην όλη εικόνα της καταλληλότητας.
Η αρχαιότητα, ως ανωτέρω, επιφέρει μαζί της και υπέρτερη πείρα όπως έχει πλειστάκις επιβεβαιωθεί από τη νομολογία. Η αρχαιότητα επαυξάνει την αξία λόγω της πείρας που λογικά προστίθεται με τα χρόνια υπηρεσίας του υπαλλήλου. Όπως ορθά αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή, η πείρα του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, λογίζεται από την τελευταία ή και την προτελευταία θέση πριν την επίδικη κρίση, ώστε να μην ισχύουν τα όσα η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται αναφορικά με πείρα που θα έπρεπε να λογισθεί μέχρι και το έτος 2007 (σελ. 33-34 της γραπτής της αγόρευσης). Αντίθετα, η πείρα πρέπει να λογισθεί μέχρι το Νοέμβριο του 2006, (2.11.2007, όταν έγινε η πλήρωση της θέσης), εφόσον από την 1.9.2000, πέντε χρόνια ενωρίτερα, ασκούσε καθήκοντα Επιθεωρητή πριν το ενδιαφερόμενο μέρος και Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης από 1.9.2004, που δεν ασκούσε το ενδιαφερόμενο μέρος. Στη θέση λοιπόν του Επιθεωρητή, που ο αιτητής κατείχε πολύ πριν το ενδιαφερόμενο μέρος, αποκτήθηκε μεγαλύτερη πείρα εφόσον ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, επαυξητική της αξίας του, έστω και αν δεν διετέλεσε Διευθυντής Σχολείου, όπως το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο και είχε ασκήσει αυτά τα καθήκοντα πριν την τελευταία θέση, αυτή του Επιθεωρητή, που είχε, υπενθυμίζεται, μόνο από 1.9.2005 (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.δ. 731, Παρτάσης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1617/07, ημερ. 9.12.2008 και Καλογήρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1685/08, ημερ. 22.12.2009).
Όσον αφορά τη σύσταση της Διευθύντριας, αυτή σύμφωνα με τη νομολογία προσθέτει στην αξία του υποψηφίου και αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης το οποίο μόνο αν η Ε.Δ.Υ. έδινε καλή και πειστική αιτιολογία θα μπορούσε να παρακάμψει. (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 862/2007, ημερ. 3.4.2009 – απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας κατά πλειοψηφία και Μυρούλλα Χατζηχριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 167/2007, ημερ. 6.7.2010). Εδώ, η Ε.Δ.Υ. στην ουσία δεν ακολούθησε τη σύσταση θεωρώντας ότι αυτή επειδή είχε ετοιμαστεί γραπτώς πριν την προφορική εξέταση ήταν νομικώς πάσχουσα, με αποτέλεσμα να μην τη λάβει υπόψη.
Η θέση αυτή ελέγχεται λανθασμένη. Σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, που ισχύει για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, προνοείται ότι η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει υπόψη «…. τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος ……». Δεν χρειάζεται κατ΄ ανάγκην αιτιολόγηση και ούτε αναφέρεται ή προνοείται ότι η σύσταση αυτή διαμορφώνεται απαραιτήτως κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση. Όπως υπέδειξε και η Καφάς ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 103/2005, ημερ. 1.2.2010:
«Η προφορική εξέταση γίνεται επ΄ ωφελεία της Επιτροπής και μόνο αυτή είναι το όργανο το οποίο είχε δικαίωμα, σύμφωνα με το Νόμο, να βασιστεί στην προφορική εξέταση και να αξιολογήσει τους υποψηφίους ανάλογα. Δεν επιτρέπεται στον προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψηφίους και να καταλήξει στη σύσταση του.»
Εισηγείται η Ε.Δ.Υ. διά της δικηγόρου της στη γραπτή της αγόρευση σελ. 14-15, ότι σύμφωνα με το πνεύμα του νομοθέτη και τις αρχές που έχει διαπλάσει η νομολογία, η σύσταση πρέπει να είναι το αποτέλεσμα των στοιχείων που περιέχονται στο φάκελο και της εντύπωσης που αποκομίζεται από τις προφορικές συνεντεύξεις στις οποίες παρευρίσκονται οι προϊστάμενοι και υποβάλλουν ερωτήσεις. Εδώ, όπως αποκαλύπτεται από το σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ. ημερ. 2.11.2007, η Διευθύντρια υπέβαλε μαζί με την Ε.Δ.Υ. σχετικές ερωτήσεις, προέβηκε δε σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, ενώ «αμέσως μετά», κατέθεσε δακτυλογραφημένο έγγραφο ως προς τους λόγους γιατί ο αιτητής υπερτερούσε των υπολοίπων υποψηφίων.
Παρατηρείται, επομένως, ότι η Διευθύντρια παρέστη στην προφορική εξέταση, υπέβαλε ερωτήσεις και διαμόρφωσε γνώμη εξ αυτών, μετά δε ήταν που κατέθεσε το δακτυλογραφημένο κείμενο της. Θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η Διευθύντρια, αν είχε μεταβάλει οποιαδήποτε άποψη ή είχε να προσθέσει οτιδήποτε διαφοροποιητικό ως αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, θα το έπραττε. Παρατηρείται, όμως, ότι ταξινόμησε τον αιτητή ως «εξαίρετο» κατά την ενώπιον της απόδοση του στην προφορική εξέταση, οπότε αυτό συνήδε και με το ήδη ετοιμασθέν κείμενο το οποίο και κατέθεσε. Αναμφίβολα δε αν η Ε.Δ.Υ. ήθελε επεξηγήσεις ή διευκρινίσεις, εναπόκειτο σ΄ αυτήν να ερωτήσει τη Διευθύντρια και όχι απλώς εκ των υστέρων να θεωρήσει ως πάσχουσα νομικά τη σύσταση της.
Εφόσον δε σύμφωνα με τη νομολογία (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Δημοκρατία ν. Παρασκευής Κουππαρή, Α.Ε. αρ. 107/2007, ημερ. 4.6.2010), ο προϊστάμενος δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων, αλλά απλώς συμβουλεύει ως προς την καταλληλότητα του υποψηφίου που προκρίνει προς προαγωγή, στη βάση των στοιχείων που αποτυπώνουν οι προσωπικοί φάκελοι, η εκ των προτέρων ετοιμασία κειμένου όπου περιέχεται η κρίση αυτή, δεν είναι μεμπτή εξ αυτού και μόνο του λόγου, αν κατά τα λοιπά το κείμενο δεν περιέχει εξωγενή και συγκρουόμενα με τους φακέλους στοιχεία.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν πάσχει από ακυρότητα η σύσταση της Διευθύντρια επειδή κατά μέρος της ήταν γραπτή, εφόσον η σύσταση της προς τον αιτητή πρέπει να ιδωθεί ως ενιαίο σύνολο, όπως απορρέει αφενός από την αξιολόγηση της στην προφορική εξέταση και αφετέρου από τη γραπτή της άποψη, η οποία κατατέθηκε ως μέρος του φακέλου. Ανάλογες γραπτές συστάσεις κρίθηκαν ως μη επιφέρουσες ακυρότητα (Πιττοκοπίτης ν. Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτικών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (2008) 3 Α.Α.Δ. 65), ακόμη και στην απουσία του προϊσταμένου κατά τη συνεδρία των προαγωγών, εφόσον βέβαια το επιτρέπουν οι οικείες διατάξεις. (Λάμπρος Παπαδόπουλος ν. Δήμου Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 1005/96, ημερ. 20.10.1999 (Κρονίδης, Δ.).
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, δεν είναι αντιληπτό γιατί η σύσταση της Διευθύντρια δεν θεωρείται αιτιολογημένη, τη στιγμή που καταγράφησαν επαρκώς οι θέσεις της ως απορρέουσες από τα στοιχεία των φακέλων. Με δεδομένο, λοιπόν ότι η σύσταση ήταν νόμιμη και αιτιολογημένη, χρειαζόταν πειστική αιτιολογία για απόκλιση απ΄ αυτήν.
Να σημειωθεί ότι η Ε.Δ.Υ. τελούσε περαιτέρω υπό πλάνη διότι ενώ έκρινε τη σύσταση ως νομικώς πάσχουσα, επειδή δόθηκε γραπτώς πριν την προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. (που από μόνο του αποτελεί σφάλμα εφόσον όπως υποδείχθηκε και προηγουμένως, η γραπτή σύσταση δόθηκε μετά την προφορική εξέταση και την αξιολόγηση της Διευθύντριας), στη συνέχεια έλαβε υπόψη την προφορική αυτή αξιολόγηση της Διευθύντριας για να μην την ακολουθήσει όμως, με το σκεπτικό ότι η διαφορετική κρίση του Διευθυντή, δεν δημιουργεί υποχρέωση διαφορετικής αιτιολογίας, ούτε δεσμεύει την Ε.Δ.Υ. Καταλήγοντας στο θέμα κατέγραψε και τα ακόλουθα:
«Εν πάση περιπτώσει η πλειοψηφία της Επιτροπής έκρινε, για τους λόγους που προαναφέρονται, ότι η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας πάσχει νομικά και, επομένως, δεν τη δεσμεύει.»
Δεν είναι επομένως σαφές πώς λήφθηκε υπόψη η σύσταση ή γιατί δεν λήφθηκε υπόψη και σε ποιο βαθμό. Η σύσταση, όπως εξηγήθηκε και πριν, ήταν ενιαία και έτσι έπρεπε να ιδωθεί από την Ε.Δ.Υ. Είτε έπασχε εξ ολοκλήρου και άρα δεν έπρεπε να ληφθεί καθόλου υπόψη, είτε δεν έπασχε οπότε έπρεπε να λογισθεί με βάση τη νομολογία.
Εν πάση όμως περιπτώσει, στο τέλος της ημέρας, η Ε.Δ.Υ. έκρινε λανθασμένα διότι έδωσε στην προφορική ενώπιον της εξέταση υπέρμετρη βαρύτητα, υπερακοντίζοντας όλα τα υπέρ του αιτητή κριτήρια. Σύμφωνα με τη νομολογία (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, που επιβεβαιώθηκε και σχετικά πρόσφατα με την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω –), η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση, κατά την εκτίμηση πάντοτε της Ε.Δ.Υ., δεν αποτελεί νόμιμο λόγο απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου, ιδιαίτερα, όταν η διαφορά στην απόδοση είναι μόνο οριακής φύσεως. Διαφορά στην απόδοση μεταξύ του «εξαίρετος» και «πολύ καλός» στην Χριστοδούλου κρίθηκε οριακή, ενώ στην Σπανός, το «πολύ καλός» με το «εξαίρετος», δεν αποτέλεσε διαφορά τέτοια που να ήταν λόγος απόκλισης από τη σύσταση. Η σημασία της αξιολόγησης στην προφορική εξέταση έχει βεβαίως τη δική της αυτοτέλεια σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, αλλά δεν μπορεί η αξιολόγηση αυτή ιδιαίτερα όταν «…. βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου, αλλά και τη διαφορετική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπόψιν.» (Χριστοδούλου – ανωτέρω –). Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Ανδρέα Ασσιώτη και Χριστόδουλος Κτωρίδης ν. Ανδρέα Ασσιώτη, Α.Ε. αρ. 201/09 και 205/09, ημερ. 13.7.2010, η οποία εκδόθηκε μετά την επιφύλαξη της παρούσας στις 6.7.2010, δεν έθεσε οποιονδήποτε διαφορετικό νομολογιακό κανόνα. Εκεί στα δεδομένα της υπόθεσης, κρίθηκε εύλογη η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους και εντός των ορίων της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. να δώσει αυξημένη βαρύτητα στην ενώπιον της προφορική εξέταση, ενόψει του γεγονότος ότι η επίδικη θέση βρισκόταν ψηλά στην ιεραρχία, παρακάμπτοντας έτσι τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ενόψει και της κατοχής πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος, σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης, που δεν είχε ο αιτητής.
Και στην υπό κρίση υπόθεση, αυτό ακριβώς έγινε. Ενώ η Συμβουλευτική αξιολόγησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως «Πάρα Πολύ Καλό» και τον αιτητή ως «Εξαίρετο», και η Διευθύντρια επέκτεινε περισσότερο τη διαφορά μεταξύ τους, κατά τη δική της αξιολόγηση στην προφορική εξέταση, ως «Πολύ Καλός» και «Εξαίρετος» αντίστοιχα, η Ε.Δ.Υ. αντέστρεψε αυτή την κρίση, πρόσφερε δε το διορισμό στο ενδιαφερόμενο μέρος με μόνη αυτή την αξιολόγηση, παρά την προς το αντίθετο σύσταση της Διευθύντριας υπέρ του αιτητή, την αρχαιότητα του αιτητή, την υπέρτερη του ουσιαστικά αξία (ακόμη και αν αυτή υπό μια έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί οριακή) και το πρόσθετο προσόν του αιτητή στη νομική, το οποίο και ούτε καν αξιολόγησε.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.
Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο