ΚΡΑΣΣΕΝ ΝΤΟΝΕΒ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1820/2008, 14 Ιουλίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1820/2008)

 

14 Ιουλίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΡΑΣΣΕΝ ΝΤΟΝΕΒ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Λ. Ουστά (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση με την οποία διόρισε τα ΕΜ 1, Αντώνη Αντωνίου και ΕΜ 2, Ζιάτ Μιλάτ Ιμπραχήμ στη μόνιμη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην ειδικότητα της Ουρολογίας, από τις 15.10.2008.

 

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Οι Καθ’ ων η αίτηση, στο εξής η ΕΔΥ, στις 12.1.2006, κατόπιν πρότασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, στο εξής «ο Γενικός Διευθυντής», συνεδρίασε με σκοπό να εξετάσει το ζήτημα της πλήρωσης δύο κενών μόνιμων θέσεων Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην ειδικότητα της Ουρολογίας.

 

Επειδή η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, δημοσιεύτηκε και υποβλήθηκαν δέκα αιτήσεις, μεταξύ των οποίων αυτή του Αιτητή και των δύο ΕΜ.

 

Οι αιτήσεις διαβιβάστηκαν στη Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών ως Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατ’ αρχάς εξέτασε τα στοιχεία των υποψηφίων και ποιοι από αυτούς πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα.  Στη συνέχεια διεξήγαγε προφορική εξέταση των υποψηφίων με σκοπό να εξετάσει και να αποφασίσει για τους καλύτερους, που θα σύστηνε στην ΕΔΥ.  Έτσι ετοίμασε κατάλογο με τους συστηνόμενους για την επίδικη θέση. Ανάμεσα τους ήταν ο Αιτητής και τα δύο ΕΜ.  Βαθμολόγησε τον Αιτητή ως «Σχεδόν πάρα πολύ καλό» και τα ΕΜ ως «Σχεδόν εξαίρετο».

 

Ακολούθως, η ΕΔΥ, σε συνεδρία της στις 15.7.2008, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της Έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε να καλέσει σε άλλη συνεδρία της τους συστηνόμενους υποψηφίους, για προφορική εξέταση και στην παρουσία της Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών.

 

Στις 18.9.2008 η ΕΔΥ, δέχτηκε σε ατομική προφορική εξέταση τους συστηνόμενους υποψηφίους.  Με το πέρας της προφορικής εξέτασης, η Διευθύντρια, αξιολόγησε τον Αιτητή ως «Πάρα πολύ καλό» και το καθένα από τα δύο ΕΜ ως «Εξαίρετο» και σύστησε για προαγωγή τα ΕΜ και αποχώρησε.

 

Η ΕΔΥ κατά την ίδια συνεδρία της, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στην επίδικη θέση στα ΕΜ, από 15.10.2008.

 

Ο Αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση της ΕΔΥ και προς ακύρωση της προβάλλει 6 λόγους: (1) Παραβίαση από μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής του άρθρου 34(4) και της επιφύλαξης του εδαφίου (6) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2006, στο εξής «οι Νόμοι», (2) μη δέουσα έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα ως προς την πείρα του Αιτητή από την Συμβουλευτική Επιτροπή, (3) αναιτιολόγητη αξιολόγηση των υποψηφίων από την Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την προφορική εξέταση, (4) αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, η τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, από την Συμβουλευτική Επιτροπή και χωρίς δέουσα έρευνα ως προς την πείρα του Αιτητή, (5) αναιτιολόγητη η σύσταση της Διευθύντριας και (6) αναιτιολόγητη και χωρίς δέουσα έρευνα η απόφαση της ΕΔΥ.

 

Παραβίαση από μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής του άρθρου 34(4) και της επιφύλαξης του εδαφίου (6) του Νόμου - Λόγος ακύρωσης 1

Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι παραβιάστηκε από μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το άρθρο 34(4) και της επιφύλαξης του εδαφίου (6) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι το έργο της Συμβουλευτικής θα πρέπει να ολοκληρώνεται εντός 15 ημερών, ενώ στην παρούσα περίπτωση αυτή περατώθηκε με την παρέλευση ενός έτους.

 

Η ΕΔΥ απορρίπτει τα πιο πάνω και ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τον σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο Αιτητής δεν μπορεί να προβάλλει λόγο ακύρωσης, ο οποίος δεν τέθηκε ως τέτοιος στο δικόγραφο της προσφυγής.

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, σε μια προσφυγή τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται, θα πρέπει να περιέχονται και να καταγράφονται, με σαφήνεια.  Έτσι κατά την άποψη μου δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, αφού δεν περιέχεται στην αρχική αίτηση.  Ο ισχυρισμός του συνηγόρου του Αιτητή, στη γραπτή του απάντηση, ότι ο λόγος έφεσης καλύπτεται από τα σημεία 2 και 3, κατά την άποψη μου είναι αβάσιμος, αφού αυτά όχι μόνο χαρακτηρίζονται από γενικότητες και έλλειψη σαφήνειας, αλλά φαίνεται να πραγματεύονται διαφορετικά ζητήματα.

 

Μη δέουσα έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα ως προς την πείρα του Αιτητή από την Συμβουλευτική Επιτροπή - Λόγος ακύρωσης 2

Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι αν και ο Αιτητής πιστώθηκε το πλεονέκτημα της προηγούμενης πείρας, λόγω πλάνης και μη δέουσας έρευνας, περαιτέρω πείρα του 40 μηνών στα καθήκοντα της θέσης, δεν λήφθηκε υπόψη.

 

Η ΕΔΥ απορρίπτει τα πιο πάνω και ισχυρίζεται ότι η πείρα του Αιτητή λήφθηκε υπόψη στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ότι εκείνο που έχει σημασία είναι ότι αυτός πιστώθηκε με το σχετικό πλεονέκτημα.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή όπως προκύπτει, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία και το περιεχόμενο της Έκθεσής της, έλαβε υπόψη την προηγούμενη πείρα του Αιτητή, πιστώνοντας αυτόν με το πλεονέκτημα της προηγούμενης πείρας.  Κατά την άποψη μου, ακόμη και αν παρέλειψε να λάβει υπόψη την περαιτέρω πείρα του, αυτό δεν έχει ουσιαστική σημασία αφού η σχετική πρόνοια [3(4)] του οικείου σχεδίου υπηρεσίας αναφέρεται σε πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και όχι στην έκταση της.  Όμως, ακόμη και αν γινόταν δεχτή η εισήγηση του συνηγόρου του Αιτητή περί πλάνης, ως αποτέλεσμα του τρόπου διατύπωσης της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αυτή δεν θα μπορούσε να κριθεί ουσιώδης, ώστε να καταστήσει την πράξη παράνομη, εφόσον σε τελική ανάλυση ο Αιτητής θεωρήθηκε ότι «πληροί τον όρο 3(4) και μπορεί να θεωρηθεί ότι κατέχει το πλεονέκτημα»[1] [βλ. άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99)].

 

Αναιτιολόγητη η κρίση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την προφορική εξέταση - Λόγος ακύρωσης 3

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, καταγράφοντας την «Γενική Εντύπωση» της σε σχέση με την απόδοση του κάθε υποψήφιου, ανέφερε τα εξής:-

«Ντόνεβ Κράσσεν Ευγένιεβ: Πολύ καλός

Επέδειξε αδυναμία να αναλύσει ουσιαστικά και εις βάθος κάποια βασικά θέματα και να καταθέσει δικές του ιδέες και σκέψεις. Δεν κατάφερε να εμβαθύνει στη ουσία των ερωτήσεων παρόλο που χειρίστηκε την εξέταση με σχετική άνεση. Περιορισμένες γνώσεις, παρόλο που ήταν πλήρως ενημερωμένος για την ευρύτητα των ευθυνών και καθηκόντων της θέσης. Σεμνή και συμπαθής προσωπικότητα».

 

 «Αντωνίου Αντώνης: Πάρα πολύ καλός

Απάντησε αρκετές από τις ερωτήσεις που του τέθηκαν με άνεση στη χρήση του λόγου και ολοκληρωμένη σκέψη. Μερικές από τις απαντήσεις του όμως χαρακτηρίζονται από επιδερμική προσέγγιση των θεμάτων. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το αντικείμενο του. Είναι σεμνός, με ευχάριστη και θετική προσωπικότητα.

 

Ιμπραήμ Ζιάτ Μίλατ: Πάρα Πολύ Καλός

Η τοποθέτηση του σε αρκετές από τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν ήταν ορθή παρόλο που δεν ανάλυσε εις βάθος μερικές από τις απαντήσεις του. Έδωσε την εντύπωση ενός ατόμου με συγκροτημένη σκέψη. Επέδειξε ένα καλό επίπεδο κρίσης με ικανοποιητική χρήση του λόγου. Ευχάριστη προσωπικότητα με δυναμικό χαρακτήρα».

 

 Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση αφού, όπως  ισχυρίζεται, δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητή αξιολογήθηκε ως «Πολύ Καλός» και τα ΕΜ ως  «Πάρα Πολύ Καλά».  Πέραν τούτου, προβάλλει ότι η κρίση της ότι ο Αιτητής είχε περιορισμένες γνώσεις, δεν αιτιολογείται, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κενό αιτιολογίας.  Εκείνο που στην ουσία φαίνεται να εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, είναι ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή θα έπρεπε να καταγράψει λεπτομέρειες της προφορικής συνέντευξης, ώστε να δικαιολογηθεί η κατάληξη της Επιτροπής.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Τα όσα κατέγραψε η Επιτροπή, αφορούν στην «Γενική Εντύπωση» της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την απόδοση του κάθε υποψήφιου στην προφορική εξέταση.  Πέραν της γενικής εντύπωσης, ακολουθεί «Αιτιολογημένη Έκθεση» της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τον κάθε υποψήφιο.  Στη συνέχεια, η Επιτροπή προβαίνει στην τελική αξιολόγηση του κάθε υποψήφιου για να καταλήξει να συστήσει για τις 2 θέσεις, 8 υποψήφιους μεταξύ αυτών και τον Αιτητή και τα δύο ΕΜ. 

 

Εκείνο που απαιτείται από τη νομολογία, είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό από το όργανο που διενήργησε την προφορική εξέταση, των όσων απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο (βλ. απόφαση Ολομέλειας στην Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374).  Κατά την άποψη μου, αυτό ακριβώς έγινε στην προκειμένη περίπτωση.  Δεδομένου του σκοπού της προφορικής εξέτασης που δεν ήταν άλλος από την καταγραφή της «Γενικής Εντύπωσης» για τον κάθε υποψήφιο, δεν παρίσταται κατά την άποψή μου, ανάγκη για καταγραφή αυτούσιας της κάθε ερώτησης και απάντησης στην προφορική εξέταση.  Τα όσα η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε, κατά την άποψή μου, συνιστούν επαρκή αιτιολογία για την γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Αιτητής: Πολύ καλός και ΕΜ 1 και 2: Πάρα πολύ καλοί).  Τα όσα επί μέρους επεξηγούνται, συγκεκριμενοποιούν τη γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την συμπερίληψη τόσο του Αιτητή όσο και των δύο ΕΜ στο σχετικό κατάλογο υποψηφίων που συστήνονται στην ΕΔΥ για επιλογή για τις δύο κενές θέσεις.

 

Αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, η τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, από την Συμβουλευτική Επιτροπή και χωρίς δέουσα έρευνα ως προς την πείρα του Αιτητή - Λόγος ακύρωσης 4

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη σε τελική αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, τα προσόντα των υποψηφίων, τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις κτλ.  Η τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε «Σχεδόν εξαίρετο» για τα δύο ΕΜ και «Πάρα πολύ καλός» για τον Αιτητή, εισηγήθηκε ο δικηγόρος του, δεν είναι ούτε αιτιολογημένη ούτε αντικειμενική.  Αναφορικά με την αξιολόγηση, έχω ήδη αποφασίσει και δεν χρειάζεται να επανέλθω σ’ αυτό το θέμα.  Επομένως, θα περιοριστώ στο δεύτερο σκέλος, που αφορά στην έλλειψη αντικειμενικότητας.  Όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, η πείρα επαυξάνει την αξία ενός προσώπου.  Στην προκειμένη περίπτωση, η Συμβουλευτική Επιτροπή ισοπεδωτικά θεώρησε το ένα έτος πείρας, ως το μόνο προσδιοριστικό στοιχείο της αξίας του Αιτητή, χωρίς να λάβει υπόψη την μεγαλύτερη σε διάρκεια πείρα του Αιτητή, σε σχέση με αυτή των δύο ΕΜ.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Κατά την εξέταση του λόγου ακύρωσης 2, έχω ήδη εξηγήσει ότι η μη ρητή αναφορά στην έκταση της πείρας, ακόμη και αν εθεωρείτο πλάνη περί τα πράγματα, αυτή δεν ήταν ουσιώδης, ώστε να καταστήσει τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής παράνομη.

 

Πάσχουσα σύσταση της Διευθύντριας – Λόγος ακύρωσης 5

Ο συνήγορος του Αιτητή, προβάλλει ότι η σύσταση της Διευθύντριας δεν είναι αιτιολογημένη.  Θα συμφωνήσω με τη συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση, ότι λόγω του ότι η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία η Διευθύντρια δεν έχει υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασης της (βλ Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 83).  Όμως, στην Απάντηση του ο δικηγόρος του Αιτητή προσθέτει ότι ενόψει των αποφασισθέντων στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αντώνη Καφά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 103/05, ημερομηνίας 1.2.10, η ενέργεια της Διευθύντριας να προβεί σε αξιολόγηση των υποψηφίων από την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση, συνιστά αναρμόδια ανάμειξη.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης, ευσταθεί.

 

Ο ρόλος της παρουσίας της Διευθύντριας κατά την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον της ΕΔΥ, είναι η υποβοήθηση της τελευταίας να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον κάθε υποψήφιο, βασιζόμενη σε προηγούμενες γνώσεις σε σχέση με αυτούς.  Η αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη είναι αρμοδιότητα της ΕΔΥ, οπότε όπως διευκρινίζεται στην Καφά, ανωτέρω, μια τέτοια ενέργεια συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση στο έργο της ΕΔΥ, εφόσον η εντύπωση της Διευθύντριας από τη συνέντευξη, συνιστά εξωγενή παράγοντα.  Όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε στα πρακτικά που να υποδεικνύει ότι η Διευθύντρια στηρίχθηκε στις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων για να καταλήξει στη σύστασή της.  Επομένως, τα όσα αποφασίστηκαν έστω και obiter στην Καφά, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

 

Κατά πόσον η απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία και είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων – Λόγος ακύρωσης 6

Η ΕΔΥ, όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, μετά την ολοκλήρωση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.  Σύμφωνα με τα σχετικά πρακτικά:-

«Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τις συστάσεις της Διευθύντριας.»

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, απομονώνοντας την τελευταία φράση του πιο πάνω αποσπάσματος από τα πρακτικά, εισηγήθηκε ότι ο μοναδικός λόγος επιλογής των ΕΜ ήταν η προφορική συνέντευξη.

 

Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνώ ότι αν ληφθεί υπόψη ολόκληρη η απόφαση της ΕΔΥ, εύλογα προκύπτει ένα τέτοιο συμπέρασμα.  Επίσης, προβάλλεται ότι η ΕΔΥ λόγω πλάνης δεν έλαβε υπόψη την έκδηλη υπεροχή του Αιτητή σε πείρα.  Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί, αφού η ΕΔΥ αναφέρει ρητά ότι έλαβε υπόψη την πείρα του Αιτητή, θεωρώντας ότι τόσο ο ίδιος όσο και τα δύο ΕΜ διαθέτουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται από την παράγραφο 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Ούτε από τα όσα άλλα έλαβε υπόψη ΕΔΥ, προκύπτει ότι το μόνο στοιχείο που έλαβε υπόψη ήταν η επίδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.  Είναι σαφές από το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση της ΕΔΥ, ότι αυτό ήταν απλώς ένα από τα στοιχεία κρίσεως, χωρίς να του δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα ή να αναδειχθεί ως αυτοτελές κριτήριο.  Η απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και καθόλου δεν είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή.  Κατά την άποψή μου, η ΕΔΥ δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας και ούτε ο Αιτητής έχει θεμελιώσει έκδηλη υπεροχή  του, ώστε να δικαιολογείται η ανατροπή της απόφασης της ΕΔΥ.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) με €1200 έξοδα, υπέρ της Δημοκρατίας.

 

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

/ΕΠςς



[1] Βλ. Πρακτικά συνεδρίας Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 25.4.2007.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο