ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΙΣΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 479/2009, 22 Ιουλίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 479/2009)

 

22 Ιουλίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΙΣΗ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ   -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------------

Θ. Κουσπή (κα) για Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.

Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η παρούσα προσφυγή είχε στην πορεία συνενωθεί με τη συναφή υπόθεση αρ. 389/2009, η οποία όμως ακολούθως απεσύρθη και απερρίφθη, από δε την υπό κρίση προσφυγή και ο αιτητής 2, απέσυρε την προσφυγή εναντίον της προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 13.2.2009, με την οποία είχε προαχθεί στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή στις Φυλακές, το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά από 15.1.2007, αντί του ιδίου και του αιτητή 1, που παρέμεινε μόνος να προωθεί την υπόθεση του.

 

        Η  προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε μετά από επανεξέταση όταν  στις  υποθέσεις  Λάζαρος  Λαζάρου  ν.  Δημοκρατίας    και  Κώστας  Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας,  συνεκδ.  υποθ. αρ. 389/2007 και 558/2007, ημερ. 6.10.2008, το Ανώτατο Δικαστήριο, (Φωτίου. Δ.), ακύρωσε την προαγωγή των εκεί ενδιαφερομένων μερών στην ίδια μόνιμη θέση του Επιθεωρητή στις Φυλακές.  Κατά την επανεξέταση, η Ε.Δ.Υ. προήξε τον Λάζαρο Λαζάρου, επιτυχόντα αιτητή στην υπ΄ αρ. 389/2007 προσφυγή και ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα. 

 

        Ο αιτητής Μιχάλης Καΐσης διατείνεται με την προσφυγή του ότι η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους είναι άκυρη για σειρά λόγων και συγκεκριμένα επειδή η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή των Φυλακών προς την Ε.Δ.Υ. προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους δεν ήταν αιτιολογημένη, ούτε συνήδε με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων, ενώ περαιτέρω δεν λήφθηκε υπόψη η υπέρτερη αξία του αιτητή, τα πρόσθετα προσόντα του, καθώς και η αρχαιότητα του, ούτως ώστε η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να πάσχει πολλαπλώς. 

 

        Τόσο η Ε.Δ.Υ., όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, αντικρούουν τους πιο πάνω ισχυρισμούς με την εισήγηση ότι η Ε.Δ.Υ. ορθά και νόμιμα έλαβε την προσβαλλόμενη πράξη και ουδείς λόγος συντρέχει για την ακύρωση της εφόσον κατά την επιλογή της η Ε.Δ.Υ. νομίμως και ορθώς έλαβε υπόψη τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, τα οποία και αξιολόγησε, θεωρώντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε και ήταν καταλληλότερο για προαγωγή έναντι του αιτητή, ο οποίος δεν είχε υπέρ του ούτε τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή.

 

        Ο αιτητής γεννήθηκε στις 8.10.1952, διορίστηκε δε στο Τμήμα Φυλακών ως έκτακτος δεσμοφύλακας στις 20.1.1974 και ως μόνιμος την 1.11.1977.  Στη διάρκεια της υπηρεσίας του απέκτησε αριθμό πρόσθετων προσόντων, μεταξύ άλλων, τη με επιτυχία Παρακολούθηση Μαθημάτων Μαγειρικής σε ιδιωτική σχολή μεταξύ του 1992-1994, ενώ από το 1997 έως σήμερα παρακολουθεί σεμινάρια Μαγειρικής στο Intercollege και σχετικά επιμορφωτικά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας.  Παρακολούθησε διάφορα προγράμματα του Τμήματος Φυλακών σχετικά με τα καθήκοντα και υποχρεώσεις δεσμοφυλάκων, πήρε μέρος στο Εργαστήρι Αξιολόγησης Προσωπικού για το Τμήμα Φυλακών, καθώς και στο πρόγραμμα της Αστυνομικής Ακαδημίας Κύπρου στην Εκπαίδευση Λοχίων αρ. 91.  Παρακολούθησε επίσης διαλέξεις σε σχέση με την Εισαγωγή στο Microsoft Windows.  Προήχθη στη θέση του Αρχιδεσμοφύλακα την 1.7.2001. 

 

        Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 17.8.1958, διορίστηκε στη θέση έκτακτου δεσμοφύλακα τον Ιούλιο του 1980, μονιμοποιήθηκε στις 15.4.1983 και προήχθη στη θέση Αρχιδεσμοφύλακα την 1.7.2001.  Κατέχει αριθμό προσόντων, όπως αυτά αναγράφονται εκτενώς στις σελ. 8-9 της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του, μεταξύ των οποίων, Certificate in Prison Management and Security από το Cardiff της Ουαλίας, Certificate in Management από τη Λευκωσία, Certificate in Management of Instructors από την Κυπριακή Αστυνομία, παρόμοια πιστοποιητικά από το Birmingham, από τη Σκωτία, από τις Η.Π.Α., πιστοποιητικά γνώσης της Αραβικής γλώσσας από το Υπουργείο Παιδείας και την Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου, συνολικής διάρκειας πέντε ετών, πιστοποιητικό γνώσης της Αγγλικής γλώσσας από το Υπουργείο Παιδείας διάρκειας πέντε ετών, κλπ. 

        Κατά τη διαδικασία επανεξέτασης ενώπιον της Ε.Δ.Υ. παρέστη ο Αναπληρωτής Διευθυντής των Φυλακών, ο οποίος σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος και έτερο πρόσωπο, έχοντας διαπιστώσει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει παρακολουθήσει σειρά μαθημάτων εκμάθησης της Αραβικής γλώσσας, κατέχει διάφορα πιστοποιητικά, χωρίς να παραλείψει να αναφέρει ότι ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα, η οποία όμως είναι πολύ οριακή εφόσον ανάγεται στην ημερομηνία διορισμού στην προηγούμενη θέση.  Μετά την αποχώρηση του Αναπληρωτή Διευθυντή, η Ε.Δ.Υ. σταθμίζοντας τα τρία κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας και έχοντας υπόψη τη σύσταση προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους, το επέλεξε για προαγωγή μαζί με το άλλο πρόσωπο, εφόσον ήταν ισοδύναμο με άλλους υποψήφιους ή και υπερείχε σε αξία με βάση τις αξιολογήσεις τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ενώ διέθετε και πρόσθετα προσόντα, τα οποία ήταν σχετικά με τη θέση.  Έκρινε ότι ο αιτητής δεν διέθετε οποιαδήποτε πρόσθετα προσόντα, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του πέραν από την Αραβική γλώσσα, την με επιτυχία συμπλήρωση της σειράς μαθημάτων Windows Operation System στο Intercollege, καθώς και πιστοποιητικά στη Διοίκηση Φυλακών (Prison Management).

 

        Έχοντας εξετάσει με  προσοχή τις αιτιάσεις προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, κρίνεται ότι αυτές δεν ευσταθούν.  Όσον αφορά την αξία, το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ουσιαστικά ίσο με τον αιτητή εφόσον, όπως ορθά υποδεικνύει ο                       κ. Κωνσταντίνου στη δική του αγόρευση, τα τελευταία πέντε έτη δηλαδή 2001-2005, το ενδιαφερόμενο μέρος συγκέντρωσε 39 «εξαίρετα», έναντι 40 του αιτητή.  Όπως υποδεικνύεται, η αρχική πράξη προαγωγής από την Ε.Δ.Υ., η οποία ακυρώθηκε με τις συνεκδ. υποθ. αρ. 389/2007 και 558/2007 ημερ. 6.10.2008, είχε ληφθεί στις 12.1.2007.  Επομένως, κατά την επανεξέταση η τελευταία ετήσια έκθεση που ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ήταν αυτή του έτους 2005, με δεδομένο ότι οι εκθέσεις για το 2006 είχαν ετοιμαστεί μετά τον επίδικο χρόνο και παραλήφθηκαν από την Ε.Δ.Υ. στις 16.3.2007 και επομένως ήσαν εκτός ουσιώδους χρόνου. Ο αιτητής διατείνεται ότι υπερέχει στο κριτήριο των υπηρεσιακών εκθέσεων κατά δύο εξαίρετα τα τελευταία πέντε χρόνια, το οποίο όμως δεν έχει έρεισμα στους διοικητικούς φακέλους.  Ο φάκελος υπηρεσιακών εκθέσεων του αιτητή, Τεκμ. «Α», αποκαλύπτει ότι για τα χρόνια 2001-2005, είχε σε όλα τα στοιχεία «εξαίρετα», το δε ενδιαφερόμενο μέρος κατά την ίδια χρονική περίοδο, υστερεί κατά ένα μόνο «εξαίρετα» για το 2005, στο στοιχείο της συνεργασίας σχέσεων με άλλους προϊσταμένους και συναδέλφους.  Τέτοιου είδους διαφορά σε ένα μόνο «εξαίρετα» είναι, όπως έχει αποφασίσει η νομολογία, εντελώς οριακή, με σχετικές τις υποθέσεις Βασιλειάδη ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403 και Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431.  Διαφορά μέχρι και τρία «εξαίρετα» σε ένα διάστημα πέντε ετών, κρίθηκε οριακή στη Φεσσά ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 122/06, ημερ. 12.3.2009,  ενώ στη Μάρθα Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 9/2007, ημερ. 17.7.2009, κρίθηκε ότι διαφορά κατά δύο «εξαίρετα» στα τελευταία πέντε έτη, δεν αλλοίωνε την ίδια κατ΄ ουσία γενική εικόνα που αναδυόταν ώστε να παραγνωριστεί η σύσταση υπέρ της εκεί εφεσείουσας.  Σύμφωνα με τις αποφάσεις, η θεώρηση ότι ένας υποψήφιος υπερέχει σε αξία, έστω και οριακά, επειδή είχε δύο «εξαίρετα» περισσότερα, ένα σε κάθε έτος, δεν είναι νομολογιακά ορθή. 

 

        Ως προς τα προσόντα, ορθά θεωρήθηκε και από τον Αναπληρωτή Διευθυντή και από την Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε τόσο σε αριθμό προσόντων, όσο και σε προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ορισμένα εκ των οποίων έχουν ήδη καταγραφεί πιο πάνω, ενώ ορθά θεωρήθηκε ότι ο αιτητής δεν κατέχει οποιαδήποτε πρόσθετα προσόντα που να είναι σχετικά με τη θέση ώστε να τους αποδοθεί η ανάλογη βαρύτητα.  Ο αιτητής κατέχει μόνο το πιστοποιητικό συμμετοχής στο Εργαστήρι Αξιολόγησης Προσωπικού για το Τμήμα Φυλακών από την Κυπριακή Ακαδημία Δημόσιας Διοίκησης και το Departmental Examination for the Position of Assistant Director (Cyprus Prison), τα οποία όμως κατέχει και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Τα πιστοποιητικά που ο αιτητής κατέχει όσον αφορά τη μαγειρική κλπ. δεν θεωρήθηκαν ως σχετικά με τη θέση, ευλόγως, σύμφωνα δε με την απόφαση της Ολομέλειας στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, πρόσθετα και μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης.  Και αυτά μόνο κατά τον τρόπο που υπέδειξε η πιο πάνω αυθεντία, ήτοι, ούτε η απόδοση στη βαρύτητα τέτοιων προσόντων να είναι υπερβολική ούτε και εντελώς οριακή, «….. όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.».

 

        Ως προς την αρχαιότητα, αυτή είναι μόνο οριακά υπέρ του αιτητή, με δεδομένο ότι προήχθησαν στη θέση του Αρχιδεσμοφύλακα την ίδια ημέρα, την 1.7.2001 και επομένως το προβάδισμα του αιτητή έγκειται στην κατάληψη προηγούμενων θέσεων ενωρίτερα από το ενδιαφερόμενο μέρος.  Συγκεκριμένα στο μόνιμο διορισμό ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους κατά 5½ σχεδόν χρόνια.  Αυτό όμως ανάγεται στο παρελθόν και το προβάδισμα αυτό λαμβάνεται μεν υπόψη, κατ΄ οριακό όμως τρόπο.  Η απομακρυσμένη αυτή αρχαιότητα, έχοντας υπόψη ότι στην προηγούμενη της επίδικης θέσης, προήχθηκαν την ίδια ημέρα, δεν αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα ή σημασία.  (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56).  Ακόμη και αυτή η οριακή αρχαιότητα θα ήταν δυνατό να μετρήσει υπέρ του αιτητή στην περίπτωση που τα υπόλοιπα κριτήρια αξίας και προσόντων ήταν ισοδύναμα με αυτά του ενδιαφερομένου μέρους ή τουλάχιστον δεν εντοπιζόταν υπέρ του τελευταίου διαφορά. Όπως έχει τεθεί και πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 123/2007, ημερ. 8.7.2010, είναι ο συνυπολογισμός των τριών κριτηρίων που αποκτά τελικά σημασία.  Η εξισορρόπηση τους κατά τρόπον που βοηθά στην ανεύρεση του  καταλληλότερου αποτελεί έργο του διοικητικού οργάνου και η κρίση του επ΄ αυτού ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.

 

        Παραπονείται εδώ ο αιτητής ως προς την πλημμελή, κατά την άποψη του, σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή.  Αδίκως όμως.  Η σύσταση, ως αναγνωρισμένου από τη νομολογία αυτοτελούς στοιχείου κρίσης το οποίο προσδίδει στην αξία ενός υποψηφίου (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422), και το οποίο μπορεί να παραγνωριστεί μόνο με καλή και εύλογη αιτιολογία (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 862/07, ημερ. 3.4.09 – απόφαση κατά πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας), ήταν εδώ σύμφωνη με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων και ως έχει υποδειχθεί και προηγουμένως, δεν υπήρξε λανθασμένη αναφορά στη σύσταση που να ήταν σε σύγκρουση με τους φακέλους.  Όπως έχει αποφασιστεί στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η σύσταση έχει σκοπό να δώσει τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς την καταλληλότητα του ατόμου προς προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων και βεβαίως με δοσμένη την υπηρεσιακή εικόνα όπως αυτή αναδύεται από τους φακέλους.

 

        Όπως έχει και εντελώς πρόσφατα διατυπωθεί σχετικά με το ορθό πλαίσιο μέσα στο οποίο η σύσταση του προϊσταμένου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (Δημοκρατία ν. Παρασκευής Κουππάρη, Α.Ε. αρ. 107/07, ημερ. 4.6.2010), η σύσταση εφόσον είναι σύμφωνη με τα υπηρεσιακά δεδομένα και ανακύπτει «…. μετά από σύγκριση ….. και συνεκτίμηση του συνόλου των αναγνωρισμένων στοιχείων κρίσης ήτοι, της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας», δεν είναι μεμπτή.  Μεμπτή θα ήταν αν η σύσταση βασιζόταν ή επηρεαζόταν από πληροφορίες που λαμβανόνταν από τον προϊστάμενο έξω από τα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης και σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων, προσθέτοντας ή αφαιρώντας από την καταγραμμένη εικόνα των υποψηφίων.  (Κουάλης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742 και Μιχαήλ Σπύρου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, συνεκδ. υποθ. αρ. 1926/09, 67/09, 153/09 και 198/09, ημερ. 29.6.2010).

 

        Δεν είναι ορθή η θέση του αιτητή ότι η σύσταση εδώ είναι προϊόν πλάνης, αναιτιολόγητη και χωρίς να καταγράφονται οι λόγοι προτίμησης του ενδιαφερόμενου μέρους.  Αντίθετα, αφιερώνεται ολόκληρη παράγραφος για τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους που θεωρούνται από τον Αναπληρωτή Διευθυντή, με την προηγηθείσα στη σύσταση του παράγραφο, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης παρόλο που δεν απαιτούνται, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας. 

 

        Όπως έχει και πρόσφατα παρατηρηθεί από την Ολομέλεια στην Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –:

 

          «Σύμφωνα με τη σχετική επί του θέματος νομολογία, (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374), το διοικητικό όργανο σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, έχει καθήκον να λάβει υπόψη τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, κινούμενο ανάμεσα σε δύο όρια:  ούτε της απόδοσης υπερβολικής βαρύτητας ώστε αυτή να κατατείνει σε έκδηλη υπεροχή, ούτε όμως και της εντελώς οριακής αξιολόγησης, ώστε να μην τους δίνεται κατ΄ ουσίαν οποιαδήποτε σημασία, ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.»

 

        Δεν υπάρχει ούτε αναντιστοιχία με τα δεδομένα των φακέλων.  Το γεγονός και μόνο ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής πράγματι δεν προέβηκε σε ειδική αναφορά στα προσόντα του αιτητή, (ούτε κατ΄ επέκταση και η Ε.Δ.Υ.), δεν αποτελεί πλάνη περί τα πράγματα, ούτε και παραβίαση δεδικασμένου.  Δεν υπάρχει πλάνη διότι δεν είναι απαραίτητη η αναφορά σε υποψήφιους που δεν συστήνονται ή δεν επιλέγονται.  Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι αρκεί να γίνει αναφορά στους συστηνόμενους και μόνο.  Η Ολομέλεια στην Αγαπίου ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – εξήγησε ότι «….. τα όσα ο Διευθυντής αναφέρει κατά τη σύσταση του πως χαρακτηρίζουν ένα υποψήφιο λειτουργούν συγκριτικά, αντανακλώντας στους άλλους για τους οποίους δεν εξειδικεύει ο,τιδήποτε».   Ούτε είναι ανάγκη να κατονομάζεται ειδικά και να συγκρίνεται ρητά ο κάθε υποψήφιος. (Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 195).  Ούτε και παραβίαση του δεδικασμένου παρατηρείται, εφόσον στις Λαζάρου ν. Δημοκρατίας και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στον αιτητή, ώστε να είχε διαμορφωθεί υπέρ του οποιαδήποτε θέση, η  οποία στη συνέχεια παραγνωρίστηκε.

 

        Κατ΄ επέκταση, η απόφαση της Ε.Δ.Υ. δεν πάσχει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.  Ακολούθησε, εύλογα, τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή, χωρίς να υπάρχει λόγος απόκλισης από αυτή, και αφού συνεκτίμησε τα τρία κριτήρια στη βάση και των εμπιστευτικών-υπηρεσιακών εκθέσεων, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του αιτητή.  Έδωσε τη δέουσα σημασία και προέβηκε σε σύγκριση του αιτητή με τα δεδομένα του ενδιαφερομένου μέρους και ρητά κατέγραψε την οριακή διαφορά σε αρχαιότητα, έναντι άλλων μη επιλεγέντων υποψηφίων, ενώ τόνισε τη μη ύπαρξη πρόσθετων προσόντων από τον αιτητή, έναντι των σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης υπεροχή σε προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους.

 

        Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση γι΄ αυτή της διοίκησης, όταν η επιλογή είναι εύλογη, στη βάση της νομολογίας και της νομοθεσίας, χωρίς να διαπιστώνεται πλάνη ή άλλο πρόβλημα αιτιολογίας.

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω , η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

        Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το               Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο