ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1425/2008)
29 Σεπτεμβρίου, 2010.
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146, 23 KAI 25 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
GETIAN GENERAL SERVICES LIMITED,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
_________
Μ. Φλωρέντζος, για την Αιτήτρια.
Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που λήφθηκε στις 21.5.2008 απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας εταιρείας για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας για ανέγερση βιομηχανικής μονάδας κατασκευής έτοιμου σκυροδέματος σε τεμάχιο γης στην Παλλουριώτισσα. Τη νομιμότητα της απόφασης εκείνης προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια. Μια συνοπτική αναδρομή στα διαδραματισθέντα πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αναγκαία.
Η αιτούμενη από την αιτήτρια ανάπτυξη εξετάστηκε κατά παρέκκλιση γιατί δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες της παρα. 11.7 του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, αφού με αυτή προτείνεται η χωροθέτηση Βιομηχανικής Ανάπτυξης Κατηγορίας Α΄ εντός Βιομηχανικής Ζώνης Κατηγορίας Β΄ και εκτός της καθορισμένης περιοχής (Βιομηχανική Ζώνη Κατηγορίας Α΄ Γερίου-Ιδαλίου). Η Πολεοδομική Αρχή, κατ΄εφαρμογή των σχετικών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 309/99), ετοίμασε και υπέβαλε στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων (Σ.Μ.Π.) έκθεση. Με την έκθεση εκείνη η Πολεοδομική Αρχή, αφού έλαβε υπόψη αριθμό παραγόντων τους οποίους και εξειδίκευσε, έκρινε ότι θα ήταν δυνατή η χορήγηση της αιτούμενης πολεοδομικής άδειας υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τις οποίες και παρέθεσε στην έκθεσή της. Το Σ.Μ.Π., κατά τη μελέτη της έκθεσης, ζήτησε και τις απόψεις του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού. Ο τελευταίος με επιστολή του απάντησε ότι, λαμβανομένων υπόψη κάποιων προϋποθέσεων στις οποίες και αναφέρθηκε, η προτεινόμενη ανάπτυξη μπορούσε να χωροθετηθεί στο τεμάχιο της αιτήτριας και, ως εκ τούτου, σύστησε τη χορήγηση της αιτούμενης πολεοδομικής άδειας υπό τον όρο ότι η αιτήτρια θα αποδεχόταν και θα συμμορφωνόταν προς τους όρους που θα έθετε η Πολεοδομική Αρχή και άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Περαιτέρω μελέτη του θέματος από το Σ.Μ.Π. το οδήγησε σε απόφαση ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 16(1) της Κ.Δ.Π. 309/99, απαιτείτο η διεξαγωγή Δημόσιας Ακρόασης. Διεξήχθηκε έτσι Δημόσια Ακρόαση και το Σ.Μ.Π., αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον του τεθέντα στοιχεία, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, όπως εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση, θεωρώντας ότι αυτή δεν ενέπιπτε σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(β) της Κ.Δ.Π. 309/99. Τελικά, το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τον Κανονισμό 17(1) και με την Πρόταση ημερομηνίας 6.5.2008 του Υπουργού Εσωτερικών, στη συνεδρία του της 21.5.2008 αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση. Θα εξετάσω στη συνέχεια τους επί μέρους λόγους ακύρωσης που πρόβαλε η αιτήτρια.
1. Η κατ΄ισχυρισμό εσφαλμένη/παράνομη σύνθεση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων (Σ.Μ.Π.).
Σύμφωνα με τους αιτητές, όπως αποκαλύπτεται μέσω των παρουσιασθέντων εγγράφων, η σύνθεση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, δηλαδή του Σ.Μ.Π., δεν ήταν η ίδια από την αρχή της εξέτασης της αίτησης μέχρι και το τέλος και αυτό το γεγονός παραβιάζει νομολογιακές και νομοθετικές διατάξεις. Συγκεκριμένα, το μέλος του Σ.Μ.Π. Σάββας Σάββα απουσίαζε από τη δημόσια ακρόαση, από συνεδρία του Σ.Μ.Π., καθώς και από την επιτόπια εξέταση την οποία πραγματοποίησαν τα μέλη του Σ.Μ.Π. λίγο πριν από τη δημόσια ακρόαση. Παρέστη εν τούτοις ο κ. Σάββα στην τελική συνεδρία του Συμβουλίου, στα πρακτικά της οποίας καταγράφηκε ότι, παρά τη μη παρουσία του κατά τη δημόσια ακρόαση, μελέτησε την αίτηση και όλα τα σχετικά με αυτήν έγγραφα και μπορούσε να τοποθετηθεί. Σε σχέση με το θέμα τούτο ο συνήγορος της αιτήτριας παρέπεμψε στην αγόρευσή του σε σχετικές με αυτό αυθεντίες.
Αντίθετα με αυτή τη θέση, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση αντιπαραθέτει ότι η αρχή την οποία επικαλείται η αιτήτρια είναι μεν γενικά ορθή, αλλά όμως έχει νομολογηθεί ότι σε περίπτωση κατά την οποία μέλος ή μέλη μετέχουν στην τελική συνεδρία, όχι όμως σε προηγούμενες, θα πρέπει να υπάρχει σαφής δήλωση στα τηρηθέντα πρακτικά ότι αυτός ή αυτοί έχουν ενημερωθεί ως προς όλα τα ουσιώδη ζητήματα κατά τις προηγούμενες συνεδριάσεις που δεν είχε ή είχαν παραστεί. Αυτό δε ακριβώς είναι που έγινε στην προκείμενη περίπτωση.
Η θέση την οποία πρόβαλε η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση είναι ορθή και βρίσκει σαφές έρεισμα στη νομολογία στην οποία έχει παραπέμψει. Στην Υπόθεση αρ. 1606/2007, Γ.Ν. Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.5.2009, η καταγραφή στα πρακτικά σημείωσης ότι δύο νέα μέλη που δεν συμμετείχαν στη διαδικασία προηγουμένως είχαν μελετήσει όλα τα σχετικά έγγραφα και ήταν πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία για τη λήψη της απόφασης και συνεπώς μπορούσαν να τοποθετηθούν, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι δεν επηρέαζε τη νομιμότητα της σύνθεσης του οργάνου λόγω της προηγούμενης μη συμμετοχής τους. Κατά ανάλογο τρόπο, στην Υπόθεση αρ. 1198/2008, E & G Electricplus Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ημερομηνίας 25.9.2009, και πάλι τονίστηκε ότι δεν ετίθετο θέμα πάσχουσας σύνθεσης του διοικητικού οργάνου παρά την απουσία συμμετέχοντος στη διαδικασία ο οποίος απουσίαζε κατά την προηγούμενη διαδικασία, εφόσον υπήρχε ρητή καταγραφή στα πρακτικά ότι αυτός ενημερώθηκε λεπτομερώς για τα όσα είχαν υποβληθεί, συζητηθεί και αποφασιστεί κατά την προηγούμενη συνεδρία του οργάνου.
Η πιο πάνω αρχή ενσωματώθηκε περαιτέρω και στις πρόνοιες του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, σύμφωνα με τις οποίες η απουσία κατά προηγούμενη συνεδρία μελών συλλογικού οργάνου δεν συνιστά κώλυμα στη λήψη έγκυρης απόφασης στην τελευταία συνεδρία κατά την οποία και αυτοί συμμετέχουν, όταν τα μέλη είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης. Όπως δε τονίστηκε και στην προαναφερθείσα Υπόθεση αρ. 1198/2008, δεν μπορεί με την αγόρευση του συνηγόρου να αμφισβητείται η καταγραφή και η ορθότητά της στα πρακτικά σημείωσης περί πλήρους ενημέρωσης μέλους.
Για τους πιο πάνω λόγους, ο πρώτος αυτός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2. Η κατ΄ισχυρισμό έλλειψη ειδικής και/ή επαρκούς αιτιολογίας από το Σ.Μ.Π. ως προς τους λόγους παρέκκλισης από τις συστάσεις των εμπλεκομένων φορέων.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 15(1)(2) και (3) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/99), το Σ.Μ.Π. οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την τελική κρίση και εισήγησή του τις απόψεις, γνώμες, γνωμοδοτήσεις, εισηγήσεις ή προτάσεις αρχών ή οργάνων που καθορίζονται στον εν λόγω Κανονισμό. Τέτοιες αρχές ή όργανα είναι η οικεία Τοπική Αρχή, αν είναι διαφορετική από την Πολεοδομική Αρχή, ο οικείος Έπαρχος, αν η Τοπική Αρχή δεν είναι Δήμος, κλπ. Στην υπό εξέταση περίπτωση το Σ.Μ.Π. ζήτησε και πήρε τις εισηγήσεις, γνώμες και θέσεις από τις αρμόδιες αρχές και όργανα με ειδικές γνώσεις και πείρα και συγκεκριμένα από την Πολεοδομική Αρχή, από το Δήμο Λευκωσίας, από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος και από τον Πρώτο Επιθεωρητή Εργασίας και Αν. Διευθυντή του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας. Σύμφωνα με την αιτήτρια, ενώ όλοι οι πιο πάνω φορείς έδωσαν εισηγήσεις θετικές για το αίτημά της, εν τούτοις το Σ.Μ.Π. δεν τις ακολούθησε, χωρίς να δώσει προς τούτο ειδική ή επαρκή αιτιολογία. Παρακάμφθηκαν έτσι, χωρίς καλό λόγο, οι γνώμες των ειδικών επί του θέματος και, αν και η Πρόεδρος του Σ.Μ.Π. αναφέρθηκε σε κάποιους λόγους ως δικαιολογία για την παράκαμψη των θετικών συστάσεων, το ίδιο το Συμβούλιο ως συλλογικό όργανο δεν έλαβε καμιά σαφή απόφαση η οποία να περιέχει ειδική αιτιολογία.
Διαφωνώντας με τις πιο πάνω εισηγήσεις, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση παρέπεμψε σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση στην παρούσα προσφυγή, δεν απαιτείται, εν πάση περιπτώσει, η παράθεση ειδικής αιτιολογίας ως προς το γιατί το Σ.Μ.Π. αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις γνωμοδοτήσεις, απόψεις ή συστάσεις άλλων φορέων. Εύστοχη ήταν η παραπομπή στην Υπόθεση αρ. 1606/2007, Γ.Ν. Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), στην οποία εξετάστηκε ίδιο με το εδώ προβαλλόμενο επιχείρημα περί μη απόδοσης επαρκούς αιτιολογίας από το Σ.Μ.Π. γιατί να μη ενεργήσει σύμφωνα με τις γνώμες και απόψεις άλλων φορέων. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη τόνισε κατ΄αρχάς ότι οι απόψεις των συγκεκριμένων φορέων (Πολεοδομικής Αρχής, Ε.Τ.Ε.Κ., Υπηρεσίας Περιβάλλοντος, Επάρχου κλπ), αν και είναι σημαντικές ως συμβουλευτικές, δεν είναι δεσμευτικές και ότι το κατ΄εξοχήν γνωμοδοτικό όργανο στην προκείμενη περίπτωση αιτούμενης παρέκκλισης, είναι το ίδιο το Συμβούλιο το οποίο συλλέγει και συνθέτει τις απόψεις που υποβάλλουν διάφορες αρχές. Και πρόσθεσε το Δικαστήριο:
«Συνεπώς, τα όσα αναφέρει στη συνέχεια ο αιτητής για την ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης της απόκλισης από τις επί μέρους θετικές απόψεις που εξέφρασε το Τμήμα Πολεοδομίας, δεν αφορούν το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων. Τέτοια υποχρέωση ειδικής αιτιολογίας θα είχε το Υπουργικό Συμβούλιο ως αποφασιστικό όργανο για ενδεχόμενη απόκλιση του από την εισήγηση του Συμβουλίου.»
Άλλη πολύ σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία επίσης παρέπεμψε η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, είναι η Υπόθεση αρ. 119/2008, A. Chacholis Developers Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.6.2009. Και σε εκείνη την υπόθεση, όπως και εδώ, ήταν η εισήγηση των αιτητών ότι επειδή υπήρχαν θετικές συστάσεις από σχετιζόμενους φορείς, το Σ.Μ.Π. θα έπρεπε να παρείχε αιτιολογία η οποία να ήταν πλήρης, απορρίπτοντας την αίτηση. Όμως, το Δικαστήριο έκρινε πως αυτή η θέση δεν είναι ορθή. Όπως τόνισε:
«Η παρέκκλιση στη χορήγηση πολεοδομικής άδειας αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα και εφόσον πρόκειται για εξαιρετικό μέτρο δεν χρειάζεται τεκμηρίωση και αιτιολόγηση της απόρριψης, όπως θα χρειαζόταν η χορήγηση της άδειας κατά παρέκκλιση, η οποία τότε θα έπρεπε να τεκμηριωθεί ανάλογα…»
(Βλέπε, επίσης, Υπόθεση αρ. 1558/2007, Π. Χατζηκυριάκου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10.2.2010).
Εκείνο που έχει εδώ σημασία είναι ότι, όπως καταγράφηκε και στην ίδια την απόφαση του Σ.Μ.Π., το Συμβούλιο είχε συλλέξει όλο το αναγκαίο υλικό το οποίο απαιτείτο υπό τις περιστάσεις να συλλεγεί και από όλα τα πρόσωπα, όργανα και αρχές και φορείς που μπορούσαν να συνδράμουν με πληροφόρηση και/ή με άποψη και γνώμη. Και το γεγονός ασφαλώς ότι το Συμβούλιο μελέτησε την αίτηση και όλα τα περιβάλλοντα αυτήν στοιχεία, καθώς επίσης και τα συμπεράσματα του από τη Δημόσια Ακρόαση και από όλα τα κατατεθέντα στοιχεία.
Αιτιολογία λεπτομερέστερη ή πλέον εμπεριστατωμένη από τη δοθείσα, δεν απαιτείτο όπως παρατεθεί. Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
3. Έλλειψη δέουσας αιτιολογίας γενικά και δέουσας έρευνας.
Αυτός ο λόγος ακύρωσης είναι συνυφασμένος με τον προηγούμενο και επεκτείνει το επιχείρημα της αιτήτριας περί έλλειψης αιτιολογίας και δέουσας έρευνας στο ότι και η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου συμπάσχει από έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, εφόσον αυτή βασίστηκε και ουσιαστικά υιοθέτησε την άποψη του Σ.Μ.Π. Δεδομένης όμως της απόρριψης του προηγούμενου λόγου ακύρωσης, ελλείπει η προκείμενη επί της οποίας εδράζεται αυτός ο λόγος ακύρωσης, ο οποίος και καταρρίπτεται.
4. Η κατ΄ισχυρισμό πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο.
Όπως καθίσταται φανερό, ούτε και αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει, εφόσον, όπως η ίδια η αιτήτρια αναφέρει, οι θέσεις της οι οποίες είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο των προηγούμενων λόγων ακύρωσης, παρέχουν τη βάση στοιχειοθέτησης κατά νόμο και της διαπίστωσης πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο. Επομένως, καταρριφθείσας της βάσης, καταρρίπτεται και αυτός ο λόγος ακύρωσης.
5. Η κατ΄ισχυρισμό επιλογή από τους καθ΄ων η αίτηση της επαχθέστερης για την αιτήτρια λύσης.
Για προώθηση αυτού του λόγου ακύρωσης, η αιτήτρια επικαλείται τις πρόνοιες του Κανονισμού 15(5) των προαναφερθέντων Κανονισμών, το κείμενο του οποίου έχει ως εξής:
«Σε περίπτωση εισήγησης για χορήγηση παρέκκλισης, αυτή αιτιολογείται με βάση τα κριτήρια και τις αρχές του Κανονισμού 19 και το Συμβούλιο μπορεί να εισηγηθεί την επιβολή όρων περιλαμβανομένων και όρων που αφορούν αντισταθμιστικά μέτρα όπως αυτά καθορίζονται στους Κανονισμούς 20 και 21.»
Σύμφωνα με την αιτήτρια, από όλες τις απόψεις, γνώμες και θέσεις των προβλεπόμενων από τον Κανονισμό 15 αρχών και οργάνων, φαίνεται ότι το Σ.Μ.Τ. επέλεξε την επαχθέστερη για την αιτήτρια, ενώ μπορούσε να προχωρήσει σε εισήγηση για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας υπό όρους τους οποίους είχαν εισηγηθεί οι αρμόδιες αρχές ή όργανα. Επικαλείται δηλαδή η αιτήτρια την καλούμενη αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με την οποία όταν η διοίκηση έχει να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσότερων νόμιμων λύσεων, οφείλει να προτιμήσει εκείνη η οποία θα είναι λιγότερο επαχθής για το διοικούμενο. Αυτή η αρχή έχει ενσωματωθεί και στο άρθρο 52(3) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Εξετάζοντας τις πρόνοιες του Κανονισμού 15(5) της Κ.Δ.Π.309/99, το πρώτο συμπέρασμα το οποίο κατ΄ αρχήν εξάγεται είναι ότι ειδική αιτιολογία από το Σ.Μ.Π. απαιτείται δια νόμου μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αυτό αποφασίζει όπως εισηγηθεί τη χορήγηση παρέκκλισης και όχι εκεί όπου εισηγείται την απόρριψη αίτησης για παρέκκλιση, όπως εδώ. Αυτό το συμπέρασμα, προσθέτει στους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε προηγούμενος λόγος ακύρωσης της αιτήτριας λόγω της κατ΄ ισχυρισμό μη επαρκούς αιτιολογίας της αρνητικής τοποθέτησης του Σ.Μ.Π. έναντι του αιτήματος παρέκκλισης. Περαιτέρω, θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της διαδικασίας για έγκριση παρέκκλισης από τα προβλεπόμενα δυνάμει νόμου. Αποφασίζον όργανο στη διαδικασία αυτή είναι το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο και κλήθηκε να αποφασίσει όχι μεταξύ δύο νόμιμων λύσεων οι οποίες προσφέρονταν κατ΄ εφαρμογή του Νόμου. Εδώ, οι Νόμοι και οι δυνάμει του Νόμου θεσπισθέντες ή εφαρμοσθέντες κανονισμοί, πολιτικές και τοπικά σχέδια απαγόρευαν την ανάπτυξη την οποία πρότεινε η αιτήτρια εταιρεία και με αυτή την έννοια, η ανάπτυξη αντίκειτο στη νομική τάξη πραγμάτων, ήταν δηλαδή παράνομη. Το ζήτημα επομένως το οποίο είχε εγερθεί και διερευνηθεί σε σχέση με το οποίο εκαλείτο το Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίσει, ήταν κατά πόσο να παρεκκλίνει από το ισχύον νομικό καθεστώς και, ασκώντας διακριτική ευχέρεια, να εγκρίνει την αίτηση. Εκείνο το οποίο είχε να εξετάσει πιο συγκεκριμένα το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν το κατά πόσο διαπιστώνετο η ύπαρξη τέτοιων πειστικών λόγων στη βάση των οποίων θα εδικαιολογείτο η έγκριση της παρέκκλισης. Έλαβε προς τούτο υπόψη του όλα τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιόν του και κυρίως την άποψη του Σ.Μ.Π. Το Σ.Μ.Π., για τους λόγους τους οποίους εξέθεσε μέσω της Προέδρου του και μετέφερε την άποψη της πλειοψηφίας, έκρινε ότι η δυνατότητα έγκρισης της αιτούμενης παρέκκλισης υπό όρους, δεν εδικαιολογείτο για σοβαρούς λόγους. Όπως εν κατακλείδι ανέφερε:
«Η προτεινόμενη ανάπτυξη καταστρατηγεί τις πρόνοιες που άπτονται της ορθολογικής κατανομής των χρήσεων γης και του διαχωρισμού μη συμβατών χρήσεων, με στόχο την προστασία της ποιότητας ζωής του πληθυσμού και της διασφάλισης ισόρροπης ποικιλίας συμβατών χρήσεων καθώς και τις πρόνοιες που άπτονται της αναβάθμισης των ανέσεων και της ποιότητας ζωής του αστικού πληθυσμού ………….. με αποτέλεσμα να επηρεάζει ουσιωδώς τη Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας) γεγονός που παραπέμπει σε απόρριψη της αίτησης [Κανονισμός 19(2)].
Η παρούσα περίπτωση δεν αιτιολογείται με κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1) των σχετικών Κανονισμών (Κ.Δ.Π.) 309/99.»
Όπως είναι επομένως φανερό, το Σ.Μ.Π. και αργότερα το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο συμμερίστηκε και αποδέχτηκε την εισήγηση του Σ.Μ.Π., δεν επέλεξε την επαχθέστερη για την αιτήτρια λύση μεταξύ δύο ή πλειόνων νόμιμων λύσεων. Απλά, αφού έλαβε υπόψη όλα τα δεδομένα, έκρινε ότι κατ΄ εφαρμογή του Κανονισμού 19 τις πρόνοιες του οποίου όφειλε να εφαρμόσει, η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν εδικαιολογείτο, γι΄ αυτό και έπρεπε να απορριφθεί η σχετική αίτηση. Μια τέτοια δε απόφαση, η οποία λαμβάνεται κατ΄ εφαρμογή δευτερογενούς νομοθεσίας, δεν μπορεί να θέσει επί τάπητος θέμα μη εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, της καλής πίστης κλπ.
Για τούτο, ο λόγος αυτός ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
6. Η κατ΄ισχυρισμό αποστέρηση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων της αιτήτριας εταιρείας κατά παράβαση του άρθρου 23.1 και 23.2 του Συντάγματος.
Για προώθηση αυτού του λόγου ακύρωσης, η αιτήτρια επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ρητά αναφέρεται στο ότι η αιτούμενη πολεοδομική άδεια αλλαγής της επίδικης ανάπτυξης θα επηρεαστεί από μελλοντικά σχέδια και σκέψεις μελλοντικής ανάπτυξης της περιοχής. Ένας τέτοιος παράγοντας όμως δεν μπορεί να συνιστά νόμιμη αιτιολογία ή λόγο απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας. Σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία ο συνήγορος της αιτήτριας παραπέμπει, μελλοντικοί και αβέβαιοι σχεδιασμοί της διοίκησης δεν μπορούν να επενεργήσουν έτσι ώστε να αποστερήσουν ή περιορίσουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα του διοικουμένου χωρίς έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης. (Δημοκρατία ν. Λάμπρου κ.ά. (1999) 3 ΑΑΔ 655, The Holy See of Kitium v. Municipal Council of Limassol, 1 R.S.C.c. 15).
Εκείνο το οποίο θα πρέπει κατ΄ αρχήν να παρατηρηθεί είναι ότι η αιτήτρια εταιρεία αμέσως πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είχε εν πάση περιπτώσει δικαίωμα χρήσης και ανάπτυξης της επίδικης ακίνητης περιουσίας της κατά τον προτεινόμενο τρόπο. Αντίθετα, η συγκεκριμένη ανάπτυξη την οποία επιδίωκε η αιτήτρια απαγορευόταν δυνάμει των προνοιών και ρυθμίσεων του Τοπικού Σχεδίου. Επομένως, κανένα νόμιμο ιδιοκτησιακό δικαίωμα της αιτήτριας δεν αποστέρησε ή περιόρισε η προσβαλλόμενη απόφαση. Εν πάση δε περιπτώσει, έχοντας μελετήσει τη λεπτομερή εισήγηση του Σ.Μ.Π. και την ακολουθείσασα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, πουθενά δεν έχω εντοπίσει να προβάλλεται ως λόγος απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας οι μελλοντικοί σχεδιασμοί της διοίκησης. Εκείνο το οποίο είναι διάχυτο στην παράθεση των παραγόντων που λήφθηκαν υπόψη για την αρνητική σύσταση είναι η έγνοια και το ενδιαφέρον της διοίκησης όπως περιφρουρήσει την ποιότητα ζωής στην περιοχή, τόσο τωρινή όσο και μελλοντική, και η πρόβλεψη στην οποία προέβηκε ότι εάν επιτρεπόταν η προτεινόμενη ανάπτυξη που επεδίωκε η αιτήτρια (και όχι ανάπτυξη ή σχεδιασμοί της διοίκησης) αναπόφευκτα θα επηρεάζετο η μελλοντική ανάπτυξη της γύρω περιοχής, η οποία διαφορετικά είχε ρυθμιστεί με το τοπικό σχέδιο. Αυτή επομένως η περίπτωση διαφοροποιείται πλήρως από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η διοίκηση δεσμεύει ένα ακίνητο, χωρίς απαλλοτρίωση, επειδή η ίδια σκοπεύει στο αβέβαιο μέλλον να προβεί σε κάποιες αναπτύξεις.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
Η προσφυγή αναπόφευκτα απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.500 πλέον ΦΠΑ έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο