ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΘΕΟΔΟΥΛΙΔΗ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1717/09, 28 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                       (Υπόθεση Αρ. 1717/09)

 

28 Σεπτεμβρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146

 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΘΕΟΔΟΥΛΙΔΗ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Καθ΄ων η αίτηση.

----------------------------------

Μ. Βορκάς για τον Αιτητή.

Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) για Άντη Τριανταφυλλίδη & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για τους καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής, μόνιμος υπάλληλος των καθ΄ ων η αίτηση (εφεξής «το ΣΥΛ»), έτυχε τερματισμού των υπηρεσιών του μετά την διεξαγωγή πειθαρχικής δίκης τον Δεκέμβριο του 2007, μετά από τη διερεύνηση καταγγελιών εναντίον του, αναφορικά με ανάρμοστη συμπεριφορά του αιτητή προς άλλους υπαλλήλους του ΣΥΛ.  Η διαδικασία, πειθαρχικής φύσεως, άρχισε με απόφαση του ΣΥΛ στις 14.11.06, ενώ ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι την συμπλήρωση της υπόθεσης. 

 

        Για την πιο πάνω διαθεσιμότητα ασκήθηκε η υπ΄ αρ. 2350/06 προσφυγή, η οποία απέληξε σε ακύρωση της διοικητικής πράξης μετά από σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου, ημερ. 5.2.08, όπου φαίνεται ότι η δικηγόρος του ΣΥΛ, έχοντας υπόψη την απόφαση της Ολομέλειας στην ΡΙΚ ν. Κέττηρος (2007) 3 Α.Α.Δ 555, δεν υποστήριξε την προσβαλλόμενη πράξη επί του σημείου και μόνο ότι ο αιτητής είχε στερηθεί του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης στη βάση του άρθρου 43 των Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99.   Το Δικαστήριο (Χατζηχαμπής, Δ.), ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας επί του θέματος στην ΑΕ3829 ΡΙΚ ν. Κέττηρος, ημερ. 30.11.2007, η προσφυγή  πρέπει να επιτύχει για το λόγο αυτό και μόνο χωρίς να εξετάζεται η ουσία της.  Επομένως η απόφαση ακυρώνεται. Λαμβάνω υπόψη μου ότι το θέμα βάσει του οποίου κρίνεται η προσφυγή αυτή απεφασίσθη τελεσιδίκως από την Πλήρη Ολομέλεια μετά από την έγερση της προσφυγής, είχε όμως εγερθεί και στην προσφυγή αυτή εν πάση περιπτώσει και η υπόθεση καθυστέρησε εν αναμονή της απόφασης εκείνης.

 

Θα επιδικασθούν €500 έξοδα λαμβανομένων υπόψη όλων των δεδομένων.» 

 

        Στη συνέχεια ο αιτητής κλήθηκε να εμφανισθεί στα γραφεία του ΣΥΛ στις 12.4.07, για ακρόαση πειθαρχικής κατηγορίας εναντίον του.  Ο αιτητής δεν παραδέχθηκε, διεξήχθηκε δίκη με κλήση και κατάθεση μαρτύρων στην παρουσία του δικηγόρου του αιτητή, ο οποίος και αντεξέτασε τους μάρτυρες, το δε ΣΥΛ, μετά την ολοκλήρωση ολόκληρης της διαδικασίας, που περιελάμβανε και ανώμοτη δήλωση του αιτητή, κατέληξε στις 4.10.07, κατά πλειοψηφία, σε απόφαση ενοχής σε όλες τις κατηγορίες, αφού δε άκουσε ό,τι ελέχθη από τον συνήγορό του αναφορικά με μετριασμό της ποινής, επέβαλε στον αιτητή στις 3.12.07, την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.      

 

        Ασκήθηκε νέα προσφυγή, η υπ΄ αρ. 103/08, το δε Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία, με απόφαση του ημερ. 11.12.09 (Ερωτοκρίτου, Δ.), ακύρωσε την διοικητική πράξη λόγω συμμετοχής στη διαδικασία του Αδάμου Ανδρέου, ο οποίος είχε διπλή ιδιότητα ως μέλος του ΣΥΛ, και ως έμμισθος εργοδοτούμενος της καταγγέλλουσας συνδικαλιστικής οργάνωσης, της ΠΕΟ.  Αποτέλεσμα της δεύτερης ακύρωσης ήταν η άμεση επανεξέταση της υπόθεσης από το ΣΥΛ, ώστε στις 15.12.09, αυτό αποφάσισε, μετά που άκουσε και τις σχετικές παραστάσεις του δικηγόρου του αιτητή, όπως θέσει τον αιτητή σε τρίμηνη διαθεσιμότητα. Επίσης, απεφάσισε όπως κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του ο αιτητής λαμβάνει το 50% των συνήθων απολαβών του.

 

        Καταχωρήθηκε εναντίον της απόφασης ημερ. 15.12.09, η υπό κρίση προσφυγή, βάλλουσα κατά της τρίμηνης διαθεσιμότητας του αιτητή και την καταβολή σε αυτόν μόνο του 50% των απολαβών του για σειρά λόγων που αφορούν, στην ουσία, την παραβίαση του δεδικασμένου, την παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του αιτητή, όπως προνοούνται από τα άρθρα 12 και 30.2 του Συντάγματος, την αποστέρηση του δικαιώματος ακρόασης, την έλλειψη στοιχειοθέτησης του δημοσίου συμφέροντος, στη βάση του οποίου λήφθηκε η απόφαση για διαθεσιμότητα, ενώ, τέλος, θεωρείται ότι η απόφαση αυτή λήφθηκε για αλλότριους λόγους.  Πλήρως αντίθετη είναι η θέση του ΣΥΛ, όπως περιέχεται στην ένσταση, αλλά και στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου αυτού, όπου και υποστηρίζει την προσβαλλόμενη πράξη στη βάση του ότι ακολουθήθηκε καθ΄ υποχρέωση της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης η αναμενόμενη επανεξέταση, ενώ ορθά το ΣΥΛ επικαλέσθηκε λόγους δημοσίου συμφέροντος για τη διαθεσιμότητα του αιτητή, η οποία λήφθηκε νομίμως, εφόσον προηγήθηκε, σύμφωνα και με τη νομολογία, αλλά και την πρώτη ακυρωτική απόφαση, η παροχή του δικαιώματος ακρόασης στον αιτητή, ο οποίος εμφανίσθηκε μέσω δικηγόρου και ανέπτυξε ό,τι ήθελε εναντίον της προτιθέμενης διαθεσιμότητας.   

 

        Με την καταχώρηση της προσφυγής προωθήθηκε και μονομερές αίτημα, ημερ. 18.12.09, για την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστέλλον την ισχύ της απόφασης για τρίμηνη διαθεσιμότητα.  Δόθηκαν οδηγίες από το Δικαστήριο κατά την πρώτη εμφάνιση στις 21.12.09, για επίδοση της αίτησης στο ΣΥΛ, οπότε στις 7.1.2010, ενόψει της συναντίληψης για γρήγορη καταχώρηση της ένστασης και της ανταλλαγής των αγορεύσεων, ο δικηγόρος του αιτητή απέσυρε τη μονομερή αίτηση, η οποία και απορρίφθηκε.  Στη συνέχεια δόθηκαν οι ανάλογες οδηγίες για τα περαιτέρω.

 

        Κατά τις διευκρινίσεις, στις 7.9.10, επανατέθηκε (όπως και κατά την εμφάνιση στις 11.6.10, όταν παρουσιάσθηκε η δικηγόρος Ν. Παρτασίδου εκ μέρους του ΣΥΛ), ζήτημα εννόμου συμφέροντος του αιτητή ενόψει της μεταξύ λήξης της τρίμηνης περιόδου διαθεσιμότητας του αιτητή, αλλά και της έκδοσης νέας απόφασης από πλευράς του ΣΥΛ για παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή μέχρι την συμπλήρωση της υπόθεσης, πράξη εναντίον της οποίας ο αιτητής προσέφυγε και πάλι στο Ανώτατο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. προσφυγή 408/10, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.  Τέθηκε επομένως ad hoc ζήτημα εννόμου συμφέροντος, αλλά και πρακτικής πλέον σημασίας της προώθησης της παρούσας προσφυγής, ενόψει της νέας απόφασης για διαθεσιμότητα, αλλά και της λήξης της πρώτης.

 

        Έννομο συμφέρον, κατά πάγια ακολουθούμενη νομολογία, πρέπει να έχει ένας αιτητής σε τρία διαφορετικά στάδια της όλης διαδικασίας.  Όπως εξηγεί το σύγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου:  Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 85, παρ. 457, έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σωρευτικά σε τρία χρονικά στάδια, ήτοι, κατά την έκδοση της πράξης, κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και κατά την πρώτη συζήτηση της.  Αν επέλθουν διαφοροποιήσεις στην όλη εξέλιξη των γεγονότων, τότε το έννομο συμφέρον μπορεί να εκλείψει είτε για λόγους υποκειμενικούς, είτε για λόγους αντικειμενικούς.  Στη σελ. 86, παρ. 459, εξηγείται περαιτέρω ότι μεταξύ των αντικειμενικών λόγων για τους οποίους δυνατόν να εκλείψει μεταγενέστερα το έννομο συμφέρον είναι και η  λήξη του χρόνου ισχύος της ίδιας της πράξης.  Σε τέτοια περίπτωση, όπου δηλαδή η μεταβολή επέρχεται μεταγενεστέρως της κατάθεσης της προσφυγής, τότε «…. η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.»    

 

        Είναι πρόδηλο, ενόψει των γεγονότων που αφορούν την υπό κρίση υπόθεση ότι ο αιτητής δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να προωθεί την προσφυγή του, το δε Δικαστήριο έχει την αυτεπάγγελτη δυνατότητα, αλλά και την εξουσία, να εξετάσει το ζήτημα ως θέμα δημόσιας τάξης.  Παρόμοιο θέμα είχε απασχολήσει την Ολομέλεια στην Ιωάννης Κουμέρας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 537, τα γεγονότα της οποίας επίσης αφορούσαν διαθεσιμότητα υπαλλήλου η οποία είχε καθορισθεί για περίοδο τριών μηνών ή για όση περίοδο θα διαρκούσε η πειθαρχική έρευνα.  Με τη λήξη της πειθαρχικής έρευνας αποφασίσθηκε η άρση της διαθεσιμότητας του εφεσείοντα, ο οποίος στο μεταξύ είχε όμως καταχωρήσει προσφυγή.  Πρωτοδίκως έγινε δεκτή προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω έλλειψης πλέον εννόμου συμφέροντος, μετά την αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της τρίμηνης διαθεσιμότητας.  Η Ολομέλεια επανέλαβε την αρχή ότι η δίκη καταργείται με την εξαφάνιση του αντικειμένου της προσφυγής, με αναφορά δε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643,  αποφάσισε ότι η δίκη μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της διαθεσιμότητας είχε χάσει το αντικείμενο της.  Ακόμη, ότι η δίκη καταργείται όταν υπάρχει και σιωπηρά ανάκληση της προσβληθείσας διοικητικής πράξεως που εξυπακούεται από νέα πράξη του ιδίου οργάνου και ρυθμίζει το ίδιο θέμα.  Μόνο όπου ενδεχομένως προκύπτουν ζημιογόνες συνέπειες από τη διοικητική πράξη, ενώ ακόμη αυτή βρισκόταν σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται.  Στην Στράκκα, πιο πάνω, αναφέρθηκε ότι:

 

«Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι ήδη έχουν προκύψει σε αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για την συνέχιση της δίκης.»

 

        Με βάση δε την άλλη αρχή ότι η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί πειθαρχικό μέτρο ή πειθαρχική ποινή, ούτε αποσκοπεί στην τιμωρία του διοικούμενου, αλλά, αντίθετα, συνιστά ένα προληπτικό μέτρο το οποίο μπορεί να ληφθεί για το συμφέρον της αποτελεσματικότητας της υπηρεσίας ή για τη διευκόλυνση της πειθαρχικής διαδικασίας (δέστε και ΡΙΚ ν. Κέττηρος και Δημοκρατία ν. Αντωνίου, πιο πάνω, και Veis and others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 390, 410), η Ολομέλεια στην Κουμέρας, δέχθηκε επίσης την πρωτόδικη θέση ότι δεν υπολειπόταν οτιδήποτε προς ικανοποίηση του αιτητή, όπως αποζημίωση, εφόσον ο εκεί αιτητής λάμβανε στο μεταξύ πλήρως τις απολαβές του, ενώ δεν φαινόταν να υπήρχε οποιαδήποτε ζημιά στον εφεσείοντα από τη διαθεσιμότητά του που θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, λόγω του ότι η ζημιά που ο εφεσείων ισχυριζόταν ότι υπέστη αναγόταν στον διασυρμό του, την ανησυχία, την θλίψη, την αγωνία, τα αισθήματα αδικίας, την μείωση και την απομόνωση του, εξαιτίας της διαθεσιμότητας, τα οποία αποτελούσαν ηθική και όχι υλική βλάβη, μη καλυπτόμενη και μη συνιστώσα κεφάλαιο ζημιάς κάτω από το προαναφερθέν άρθρο στη βάση και της απόφασης της Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ταλιαδώρου κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 586.  

 

        Από τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της διευκρινίσεις, τα όσα λέχθηκαν από τον κ. Βορκά ως πιθανές συνέπειες της πράξης, τέθηκαν με πλήρη αοριστία, χωρίς καμιά συγκεκριμενοποίηση και απλώς με τη θεώρηση ότι ο αιτητής ταλαιπωρείται και διώκεται για έξι χρόνια και άρα δεν θα μπορούσαν να εγκαταλειφθούν δικαιώματα που απορρέουν από την υπό κρίση τρίμηνη διαθεσιμότητα.  Επομένως, επιδιώκεται σχετικώς η ακύρωση της πράξης, ώστε ο αιτητής να μπορέσει να ασκήσει τα συνταγματικά του δικαιώματα.

 

        Είναι φανερό, όμως ότι, κατά πρώτο λόγο, έστω και αν η προσφυγή επί της νέας διαθεσιμότητας ακόμη εκκρεμεί, σε περίπτωση τελικής πράξης από το ΣΥΛ για αναγκαστική αφυπηρέτηση του αιτητή σε περίπτωση καταδίκης του στην πειθαρχική διαδικασία, δεν θα απομένει σ΄ αυτόν οποιοδήποτε κατάλοιπο δικαιωμάτων από την υπό κρίση τρίμηνη διαθεσιμότητα.  Κατά δεύτερο λόγο, το μόνο απτό που φαίνεται να έχει ανά χείρας ο αιτητής είναι οι κατά το 50% μειωμένες απολαβές του κατά την περίοδο της υπό κρίση διαθεσιμότητας, αλλά και αυτές θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης κάτω από αγωγή δυνάμει του Άρθρου 146.6, αλλά αυτό μόνο σε περίπτωση που, παρά την επιδίωξη επανόρθωσης και αποκατάστασης της ζημίας από το ΣΥΛ, αυτό αρνηθεί να του καταβάλει το υπόλοιπο των μισθών του.  Κατά τα άλλα, όσα τυχόν θεωρούνται από τον αιτητή ως εμπίπτοντα στη σφαίρα των ηθικών δικαιωμάτων, δεν καλύπτονται από το κεφάλαιο των αποζημιώσεων, βάσει του Άρθρου 146.6.

 

        Επομένως, ο αιτητής στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος και η προσφυγή του θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.     

 

        Μπορεί να λεχθεί όμως συμπληρωματικά, ενόψει της συνεχούς αντιπαραθέσεως του αιτητή με το ΣΥΛ, ότι καμιά από τις αιτιάσεις του αιτητή δεν ευσταθεί.  Είναι φανερό ότι το πρακτικό που τήρησε το Δικαστήριο στην υπ΄ αρ. 2350/06, δεν δημιούργησε οποιοδήποτε δεδικασμένο, πέραν της κρίσης του ότι η πράξη έπρεπε να ακυρωθεί ενόψει της μη προηγούμενης ακρόασης.  Αυτό προφανώς διορθώθηκε κατά την υπό κρίση επανεξέταση, κατά την οποία πριν την απόφαση για την τρίμηνη διαθεσιμότητα, δόθηκε το δικαίωμα στον αιτητή να ακουστεί, όπως και έγινε εφόσον εμφανίστηκε στη διαδικασία της 15.12.09 (Παράρτημα Κ στην ένσταση), ο νυν συνήγορος του αιτητή.  Το δε πρόβλημα στη σύνθεση του ΣΥΛ, λύθηκε με ανάλογη ρύθμιση.  Όσον αφορά την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, αυτό προκύπτει ως αυτονόητο απότοκο της συνεχιζόμενης προσπάθειας εκ μέρους του ΣΥΛ να εφαρμόσει τον οικείο πειθαρχικό κώδικα, ιδιαίτερα στα γεγονότα της υπόθεσης όπου παρουσιαζόταν προβληματική η όλη διαγωγή και συμπεριφορά του αιτητή έναντι συναδέλφων του, και το όλο ιστορικό που προηγήθηκε.

 

       

 

Η προσφυγή απορρίπτεται λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, με €1.500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ων.

 

 

 

 

 

                                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                                   Δ. 

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο