ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΠΑΠΟΥΗ κ.α ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1852/2008, 29 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1852/2008)

 

29 Σεπτεμβρίου, 2010

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.      ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΠΑΠΟΥΗ,

2.      ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ,

                                                            Αιτήτριες,

- ν -

 

1.      ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

2.      ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

                                                Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

Α. Πετουφάς, για τις Αιτήτριες.

 

Κ. Στιβαρού, για Ιωαννίδης & Δημητρίου, για την Καθ΄ης η Αίτηση 1.

 

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η καθ΄ης η αίτηση αρ. 1 Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ζήτησε από τις αιτήτριες τη συγκατάθεσή τους για να τοποθετήσει εντός συνιδιόκτητων τεμαχίων τους εξοπλισμό, ο οποίος απαιτείτο για την ηλεκτροδότηση οικίας που βρίσκεται σε γειτονικό με τα δικά τους τεμάχιο. Οι αιτήτριες αρνήθηκαν να συγκατατεθούν, επικαλούμενες ότι η εν λόγω οικία ήδη διέθετε ηλεκτροδότηση και μετρητή με υφιστάμενη παροχή. Πληροφόρησαν δε την καθ΄ης η αίτηση αρ. 1 ότι είχαν ήδη ζητήσει από το Κτηματολόγιο την κατάργηση δικαιώματος διάβασης το οποίο εβάρυνε το τεμάχιό τους προς όφελος του γειτνιάζοντος, καθότι το τεμάχιο στο οποίο ανηγέρθηκε η οικία δεν ήταν περίκλειστο, αλλά διέθετε πρόσβαση σε δημόσιο δρόμο. Λόγω της μη εξασφάλισης της συγκατάθεσης των αιτητριών και ενόψει των ενστάσεων που αυτές υπέβαλαν, η καθ΄ης η αίτηση αρ. 1 υπέβαλε τη μελέτη που είχε ετοιμάσει για την επέκταση του δικτύου της πίσω στο Τμήμα Μελετών για τις απόψεις του. Το Τμήμα Μελετών εξέτασε περαιτέρω το θέμα, υπό το φως επιστολής από το Κτηματολόγιο ημερομηνίας 11.7.2008, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα διάβασης θα συνέχιζε να υφίσταται στο τεμάχιο των αιτητριών και το σχετικό αίτημά τους για διαγραφή του απορρίφθηκε. Η καθ΄ης η αίτηση πληροφόρησε τις αιτήτριες περί της πρόθεσής της να προχωρήσει στην παροχή ηλεκτροδότησης στο γειτνιάζον τεμάχιο, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170. Αποτάθηκε συνακόλουθα στον καθ΄ου η αίτηση αρ. 2, οικείο Έπαρχο, από τον οποίο και εξασφάλισε τη συγκατάθεσή του όπως προχωρήσει με την προγραμματισθείσα επέκταση του δικτύου της. Ως αποτέλεσμα τούτου, οι αιτήτριες καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή επιζητώντας την ακύρωση της απόφασης εκείνης. Σημειώνεται ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, η προσφυγή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε σε σχέση με τον καθ΄ου η αίτηση αρ. 2 Έπαρχο Λευκωσίας.

 

1ος Λόγος Ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Κύπρου (του “Νόμου”), στην περίπτωση κατά την οποία ιδιοκτήτης ακινήτου δεν δίδει τη συγκατάθεσή του για τοποθέτηση γραμμής διαμέσου της γης του τότε: “Ο Έπαρχος αφού προηγουμένως διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης, δύναται να δώσει τη συγκατάθεση του για την τοποθέτηση τέτοιων γραμμών…”.

 

Όπως ισχυρίζονται οι αιτήτριες, στην υπό εξέταση περίπτωση οι πιο πάνω πρόνοιες του άρθρου 31(1) του Νόμου παραβιάστηκαν σε δύο σημεία:

 

α. Τη συγκατάθεση δεν την έδωσε ο ίδιος ο Έπαρχος, και

 

β. Δεν προηγήθηκε διαβούλευση με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης.

 

Και οι δύο αυτές εισηγήσεις δεν μπορούν να ευσταθήσουν μετά την παρουσίαση στο Δικαστήριο βεβαίωσης ημερομηνίας 30.12.2009 η οποία υπογράφεται από τον Έπαρχο, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος είχε εκχωρήσει την εξουσία του όπως παραχωρεί τις αναγκαίες συγκαταθέσεις δυνάμει του άρθρου 31(1) του Νόμου στους Επαρχιακούς Επόπτες των κατά τόπους Διοικητικών Διαμερισμάτων. Ειδικά δε, στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε υπογράψει τη συγκατάθεση η Επαρχιακή Επόπτρια, στην εποπτεία της οποίας βρίσκεται η περιοχή, και είχε προηγηθεί διαβούλευση με την τοπική Αρχή, προτού δοθεί η συγκατάθεση της Επόπτριας.

 

2ος Λόγος Ακύρωσης – Ισχυρισμός ότι η συγκατάθεση του Επάρχου είναι αναιτιολόγητη και προϊόν ελλιπούς έρευνας.

 

Στη συγκατάθεση την οποία είχε δώσει η Επόπτρια αναφέρονταν συγκεκριμένα τα εξής:

 

“Παραχωρώ την συγκατάθεση μου για την εκτέλεση των εργασιών από την ΑΗΚ, όπως αναφέρεται πιο πάνω, στο τεμάχιο αρ 590 σύμφωνα με το σχέδιο 400091724 νοουμένου ότι εξυπηρετείται το Δημόσιον συμφέρον ή επιβάλλεται η εκτέλεση των σχετικών εργασιών της ΑΗΚ, για τεχνικούς λόγους, με τον όρο ότι, αν η επηρεαζόμενη γη ήθελε μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της ΑΗΚ αποτελούν εμπόδιο στις πιο πάνω εργασίες, η ίδια η Αρχή να μετακινήσει τις γραμμές και εγκαταστάσεις της με δικές της δαπάνες. Νοείται περαιτέρω ότι, αν τότε ικανοποιηθώ ότι τούτο είναι για λόγους τεχνικούς ανέφικτο, η Αρχή θα καταβάλει στον ιδιοκτήτη δίκαιη αποζημίωση, που σε περίπτωση διαφωνίας θα καθοριστεί απότ ο αρμόδιο Δικαστήριο. ”

 

Είναι ισχυρισμός των αιτητριών, ο οποίος προωθήθηκε με παραπομπή σε σχετική νομολογία, ότι δεν εξειδικεύεται στη δοθείσα συγκατάθεση ποιο είναι το δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετείται από τις συγκεκριμένες εργασίες της καθ΄ης η αίτηση αρ. 1. Η δε εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται όπως γίνεται, για σκοπούς προστασίας του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζόμενου πολίτη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις αιτήτριες, πουθενά δεν καταγράφονται οι λόγοι γιατί επιβαλλόταν η εκτέλεση των σχετικών εργασιών της ΑΗΚ για τεχνικούς λόγους, ενώ είχαν ενώπιόν τους την αντίθετη θέση των αιτητριών.

 

Απαντώντας σ΄ αυτές τις θέσεις του συνηγόρου των αιτητριών, η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση αντιπαρέθεσε νομολογία σύμφωνα με την οποία, αφ΄ εαυτής η παροχή ηλεκτροδότησης εμπίπτει στον όρο της δημόσιας ωφέλειας, και επανειλημμένα έχει νομολογηθεί ότι η τοποθέτηση γραμμών και πασσάλων σε ιδιωτική γη συνιστά αποδεκτή εξαίρεση και περιορισμό στο δικαίωμα ιδιοκτησίας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος (Mallouros and another v. Electricity Authority of Cyprus and another (1974) 3 CLR 220, Ιωαννίδης ν. ΑΗΚ κ.ά., Υπόθεση Αρ. 678/2002, ημερομηνίας 7.5.2004).

 

Συμφωνώ με τη θέση της καθ΄ης η αίτηση, προσθέτοντας ότι το δημόσιο συμφέρον ή δημόσια ωφέλεια η οποία εξυπηρετείται με την υποχρέωση της Αρχής όπως παρέχει ηλεκτροδότηση εκεί όπου απαιτείται είναι αυτονόητη, νοουμένου βέβαια ότι ασκείται με τον νομοθετικά πρέποντα και ορθό τρόπο και διαδικασία. Στην παρούσα περίπτωση, όταν η καθ΄ης η αίτηση Αρχή απευθύνθηκε στον Έπαρχο, ζητώντας τη συγκατάθεσή του, είχε επισυνάψει στη σχετική επιστολή της (Παράρτημα 7 στην Ένσταση) όλα τα αναγκαία έγγραφα, περιλαμβανομένων σχεδιασμών επί τοπογραφικού σχεδίου, επιστολής με τις αντιρρήσεις των αιτητριών κλπ. Επομένως, ο Έπαρχος είχε ενώπιόν του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφασίσει και είναι στη βάση εκείνων των στοιχείων που απεφάσισε να δώσει τη συγκατάθεσή του. Άλλου είδους ή έκτασης έρευνα δεν απαιτείτο υπό τις περιστάσεις, η δε αιτιολογία που δόθηκε ότι εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον ή επιβάλλεται η εκτέλεση των σχετικών εργασιών της ΑΗΚ για τεχνικούς λόγους, εδικαιολογείτο από το υπάρχον υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του Επάρχου. Αναφορικά με τη θέση των αιτητριών ότι ούτε οι λόγοι που κατέστησαν την εκτέλεση των εργασιών αναγκαία εξειδικεύτηκαν, αυτοί οι τεχνικής φύσεως λόγοι παρασχέθηκαν μέσω του πληροφοριακού υλικού που τέθηκε από την Αρχή προς τον Έπαρχο και με το οποίο εμφανώς ο δεύτερος συμφώνησε. Σύμφωνα με τα παρασχεθέντα στοιχεία, παρά τις εισηγήσεις των αιτητριών, η νέα οικοδομή της οποίας εζητείτο η ηλεκτροδότηση, τοποθετήθηκε στο βορειοδυτικό άκρο του τεμαχίου με πρόνοια για εγκατάσταση παροχής στο ίδιο μέρος και η απόσταση από το υφιστάμενο δίκτυο στην οδό Νίκης ήταν η μικρότερη σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη απόσταση του υφιστάμενου ηλεκτρικού δικτύου προς την κατοικία. Συνεπώς, από τεχνικής άποψης κρίθηκε ότι η ηλεκτροδότηση της οικίας μέσω του δικαιώματος διάβασης ήταν η πιο άμεση και η πιο ασφαλής. Έστω και αν η παλαιά οικοδομή η οποία κατεδαφίστηκε ετροφοδοτείτο από άλλο μέρος του υφιστάμενου δικτύου, αυτό δεν καθιστούσε εύκολη την ηλεκτροδότηση της νέας κατοικίας, η οποία ανηγέρθηκε στο άλλο άκρο του τεμαχίου με την επέκταση της ίδιας καλωδίωσης. Σημειώνεται δε σε σχέση με τούτο ότι, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, το αίτημα των αιτητριών για διαγραφή του δικαιώματος διάβασης που βάρυνε το τεμάχιό τους, είχε ήδη απορριφθεί.

 

Με τα πιο πάνω επομένως τεχνικής φύσεως θέματα, φαίνεται ότι οι ενστάσεις και οι παραστάσεις που είχαν υποβάλει οι αιτήτριες εξετάστηκαν, διερευνήθηκαν και για λόγους που εξηγήθηκαν δεν έγιναν δεκτές. Είναι δε προφανές ότι αυτούς τους λόγους οι οποίοι τέθηκαν ενώπιόν του, έλαβε υπόψη ο Έπαρχος όταν έδιδε τη συγκατάθεσή του και δεν απαιτείτο όπως τους επαναλάβει στην επιστολή του ως ειδική αιτιολογία.

 

Αναφορικά δε με την ορθότητα ή μη των τεχνικής φύσεως θεμάτων, τα οποία αποφασίσθηκαν από το ένα διοικητικό όργανο και λήφθηκαν υπόψη από το άλλο, επανειλημμένα έχει νομολογηθεί ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία τους, παρά μόνο εξετάζει εάν και κατά πόσο με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του ένα διοικητικό όργανο, ήταν εύλογα επιτρεπτό ή αναμενόμενο να λάβει την απόφαση την οποία έλαβε, στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. (Βλ. π.χ. Α. Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.

 

3ος Λόγος Ακύρωσης – Παραβίαση των Αρχών της Φυσικής Δικαιοσύνης.

 

Τυγχάνει περαιτέρω η θέση των αιτητριών ότι οι ίδιες δεν ακούστηκαν από τον Έπαρχο προτού αποφασισθεί η απόδοση της συγκατάθεσής του και, επομένως, παρουσιάστηκε ο σχετικός κανόνας φυσικής δικαιοσύνης που κατοχύρωνε το δικαίωμα ακροάσεως, καθώς επίσης και οι πρόνοιες του άρθρου 43(1)(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.

 

Αυτή η θέση είναι έκδηλα ανεδαφική εφόσον, όπως έχει ήδη λεχθεί, οι έγγραφες παραστάσεις των αιτητριών που αποστάληκαν μέσω του δικηγόρου τους και λήφθηκαν υπόψη και διερευνήθηκαν αλλά και απαντήθηκαν και από τα δύο διοικητικά όργανα.

 

Άλλος λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε και αφορούσε ισχυρισμό περί πλάνης και ελλιπούς έρευνας, δεν θα εξετασθεί καθότι, όπως ρητά αναφέρεται στην ανάπτυξη του λόγου τούτου στην αγόρευση του συνηγόρου των αιτητριών, αυτός ο ισχυρισμός θα ίσχυε από τη στιγμή που η συγκατάθεση του Επάρχου έπασχε για τους λόγους που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν προηγουμένως. Όμως, κάτι τέτοιο δεν ήταν το αποτέλεσμα της εξέτασης των λόγων εκείνων.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και επιδικάζονται €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον των αιτητριών.

 

   Κ. Kληρίδης,

   Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο