ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 629/2009)
28 Σεπτεμβρίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητή,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ 1ης ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Η. Στεφάνου, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Εφέδρων Καταδρομέων ζήτησε με επιστολή του ημερ. 30.4.2008 από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς (εφεξής «ο Αρχηγός»), να εκπροσωπηθεί ο Σύνδεσμος τους με ομάδα της Διοίκησης Καταδρομών στον Διεθνή Διαγωνισμό Αλεξιπτωτιστών που θα διεξαγόταν στο Βέλγιο μεταξύ 23-27.6.08. Το αίτημα απορρίφθηκε με σχετική επιστολή του Επιτελάρχη του ΓΕΕΦ ημερ. 19.5.08, εφόσον η Διοίκηση Καταδρομών θα συμμετείχε στον ίδιο διαγωνισμό με ομάδα δικών της στελεχών.
Στη βάση ανώνυμης επιστολής που στάληκε στον Υπουργό Άμυνας τον Ιούλιο του 2008, διετάχθηκε έρευνα από αυτόν, ο οποίος με επιστολή του στον Αρχηγό, ημερ. 14.7.08, ζήτησε τον ορισμό κατάλληλου Αξιωματικού για τον σκοπό αυτό. Ο Αρχηγός διόρισε τον Υποστράτηγο Ανδρέα Πετρίδη, τότε Διοικητή της Δεύτερης Μεραρχίας Πεζικού, να διενεργήσει σχετική έρευνα, ο οποίος και απέστειλε τα στοιχεία της συμπληρωθείσας έρευνας στον Αρχηγό και στη συνέχεια στο Υπουργείο Άμυνας. Διαφάνηκε ότι πιθανόν ο αιτητής, που κατείχε από την 21.7.06 τον βαθμό του Ταξίαρχου, και υπηρετούσε ως διοικητής στη Διοίκηση Καταδρομών, μεταξύ 30.7.04-3.8.08, ενεχόταν στην αποστολή ή τη διευθέτηση συμμετοχής ατόμων από τις Καταδρομές στην ομάδα του Παγκύπριου Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων κατά τη διεξαγωγή των σχετικών αγώνων στο Βέλγιο, κατά τη διάρκεια των οποίων τραυματίστηκε αριθμός από τους συμμετέχοντες. Το αποτέλεσμα ήταν, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Νομικής Υπηρεσίας, ότι δεν υπήρχε προς τούτο κώλυμα, όπως ο Υποστράτηγος Ανδρέας Πετρίδης, ο οποίος είχε, ως αναφέρθηκε ήδη, επιληφθεί διοικητικής έρευνας, προχωρήσει τώρα, να διενεργήσει σχετική προσωπική έρευνα στη βάση των σχετικών πειθαρχικών κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Από την έρευνα αυτή προέκυψε πειθαρχική ευθύνη για τον αιτητή.
Συνεπεία της εξέλιξης αυτής, ο αιτητής κλήθηκε σε απολογία με διαταγή του Υποστράτηγου Πετρίδη, ημερ. 13.1.09, στον δε αιτητή επιβλήθη πενθήμερη κράτηση μετά την εκ μέρους του υποβολή της δικής του απολογίας με ημερ. 19.1.09. Στη συνέχεια, ο αιτητής μετά την επιβολή της πειθαρχικής ποινής, παραπονέθηκε με σχετική επιστολή του στον Διοικητή της Πρώτης Μεραρχίας Πεζικού, ο οποίος αφού εξέτασε το παράπονο του, το έκρινε αβάσιμο. Ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου το παράπονο του προς εξέταση από την αμέσως ανώτερη προϊσταμένη αρχή, δηλαδή τον ίδιο τον Αρχηγό, ο οποίος όμως με επιστολή του ημερ. 23.3.09, πληροφόρησε τον Διοικητή της Πρώτης Μεραρχίας Πεζικού, και κατ΄ επέκταση τον αιτητή, ότι το παράπονο ήταν αβάσιμο, η δε επιβληθείσα πειθαρχική ποινή ήταν καθόλα σύννομη.
Να σημειωθεί, πριν την εξέταση επί της ουσίας, ότι ηγέρθηκε προδικαστική ένσταση από τους καθ΄ ων, αλλά αυτή μόνο στη γραπτή αγόρευση τους και όχι ως έπρεπε στην ίδια την ένσταση, ότι τα αιτητικά Β και Γ της αίτησης ακύρωσης δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης εφόσον οι εκεί προσβαλλόμενες πράξεις είχαν απωλέσει την εκτελεστότητα τους με τη συγχώνευση τους στην τελική πράξη που προσβάλλεται με το αιτητικό Α, δηλαδή την απόφαση του Αρχηγού να επικυρώσει την πενθήμερη κράτηση που είχε επιβάλει ο Υποστράτηγος Πετρίδης στον αιτητή. Ορθώς ο κ. Στεφάνου απέσυρε τα αιτητικά Β και Γ, εφόσον παγίως με σχετική νομολογία η σύνθετη διοικητική ενέργεια επάγεται τη συγχώνευση των προηγηθεισών εκτελεστών πράξεων με αποτέλεσμα να ακυρώνονται και οι προηγηθείσες πράξεις, εφόσον διαπιστώνεται ακυρότητα στην τελική. Είναι δε δυνατό κατά την εξέταση της τελικής πράξεως να διαπιστωθούν πλημμέλειες στις επιμέρους πράξεις, οι οποίες και συμπαρασύρουν σε ακυρότητα την τελική. (δέστε Αγαθαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 120 και Δημοκρατία ν. Γεώργιου Κυριάκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 261).
Ο αιτητής επικαλείται σειρά λόγων για την ακύρωση της πιο πάνω επιβληθείσας πειθαρχικής ποινής. Το πρώτο που εγείρεται και χρήζει εξέτασης είναι η αρμοδιότητα της διενέργειας της έρευνας και της επιβολής ποινής από τον Υποστράτηγο Πετρίδη, ενέργειες που κατά τον αιτητή έγιναν αναρμοδίως ως ερχόμενες σε αντίθεση με τα προνοούμενα από τους κανονισμούς 5 και 6 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964. Θέση του αιτητή, μέσω του συνηγόρου του, είναι ότι «διοικών αξιωματικός» του αιτητή κατά τον κρίσιμο ουσιώδη χρόνο ήταν ο Αρχηγός και όχι ο Υποστράτηγος Πετρίδης, με αποτέλεσμα τα όσα έγιναν να πάσχουν ριζικά, με συνακόλουθο η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή να άγεται σε ακυρότητα.
Οι σχετικοί Πειθαρχικοί Κανονισμοί της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Κ.Δ.Π. 554/64), ως τροποποιήθηκαν με τις Κ.Δ.Π. 240/78 και Κ.Δ.Π 257/79, προνοούν με τον Καν. 6, στο ουσιώδες μέρος του, τα ακόλουθα:
«6(1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ΄ ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ΄ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους:
………………………………………………………………………………………………………………………………………….
(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας: ……»
Συναφώς, ο «διοικών αξιωματικός» στην έννοια του Καν. 6(2), σημαίνει κατά τον Καν. 5, «…. τον διοικητή της μονάδας εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενο μέλος και περιλαμβάνει τον Διοικητήν υπομονάδος».
Η νομολογία που αναφέρθηκε από τους συνηγόρους διίσταται επί της ερμηνείας των πιο πάνω Κανονισμών, όπως έχει αναγνωρίσει ο κ. Σταυρινός στη δική του αγόρευση. Στις υποθέσεις Ανδρέας Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, μέσω Διοικητή 60 Μοίρας Ενεργού Αεράμυνας, υπόθ. αρ. 704/2000, ημερ. 10.1.2002 (απόφαση Αρτέμη, Δ., όπως ήταν τότε) και Ανδρέας Σάντης ν. Δημοκρατίας μέσω Διοικητή Εθνικής Φρουράς (1997) 4 Α.Α.Δ. 3321 (απόφαση Νικήτα, Δ.) αποφασίσθηκε ότι η ορθή ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην έννοια του «διοικούντος αξιωματικού» έχει αναφορά στο χρόνο διάπραξης του κατ΄ ισχυρισμόν πειθαρχικού παραπτώματος, έστω και αν στο μεταξύ ο διωκόμενος έχει τύχει μετάθεσης, ώστε κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής να υπάγεται διοικητικά σε έτερο αξιωματικό. Παρόμοια αντιμετώπιση έγινε στις υποθέσεις Χριστόδουλος Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Διοικητή ΙΥ Ταξιαρχίας Πεζικού Εθνικής Φρουράς (1997) 4 Α.Α.Δ 1179 (απόφαση Καλλή, Δ.) και Ζήνωνα Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας μέσω Αρχηγού Εθνικής Φρουράς κ.ά., υπόθ. αρ. 1074/01, ημερ. 22.10.03 (απόφαση Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε).
Αντίθετα, σε δύο αποφάσεις, τις Λοίζου Ζωνιά ν. Δημοκρατίας, μέσω Διοικητή 611 Τάγματος Πεζικού Εθνικής Φρουράς, υπόθ. αρ. 1079/01, ημερ. 11.12.02 (απόφαση Νικολάου, Δ.) και Θεόδωρος Μανδρής ν. Δημοκρατίας, μέσω Διοικητή 4ου Συντάγματος Πεζικού Ε.Φ., υπόθ. αρ. 1142/04, ημερ. 11.11.05 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.) εκφράστηκε αντίθετη άποψη. Αποφασίσθηκε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «διοικών αξιωματικός», ώστε να διεξάγει την έρευνα και να επιβάλει την αρμόζουσα ποινή, ο προηγούμενος διοικών αξιωματικός του παραπτωματία, εάν στο μεταξύ ο τελευταίος έτυχε μετάθεσης, ώστε κατά τον χρόνο της επιβολής της ποινής να ανήκει σε άλλη μονάδα, της οποίας προΐσταται βέβαια άλλος διοικητής. Η απόφαση στην Μανδρής ακολούθησε το σκεπτικό της υπόθεσης Ζωνιά, στην οποία δόθηκε έμφαση στην πρόνοια του Καν. 5(1), και ιδιαίτερα, όπως συνάγεται, από τον ενεστωτικό χρόνο που χρησιμοποιείται στον Κανονισμό για να δηλώσει ότι ο «διοικών αξιωματικός», είναι ο διοικητής της μονάδας στην οποία «ανήκει» ο παραπτωματίας. Ακριβώς στη Ζωνιά, επειδή το κατ΄ ισχυρισμόν παράπτωμα είχε λάβει χώραν στις 30.5.2001, όταν ο αιτητής υπηρετούσε στο 611 Τάγμα Πεζικού, αλλά αυτός μετατέθηκε στο 213 Τάγμα Πεζικού από τις 11.9.2001, διοικών αξιωματικός του εκεί αιτητή θεωρήθηκε ότι ήταν πλέον ο διοικητής του 213 Τάγματος Πεζικού, με δεδομένο ότι η αναφορά:
«…. η οποία σηματοδότησε την έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας βάσει του Καν. 6(1), έγινε με το έγγραφο του Αρχηγού ημερ. 25.10.2001, όταν ο αιτητής δεν ανήκε πια στο 611 Τάγμα Πεζικού, και επομένως, ο Διοικητής του 611 Τάγματος Πεζικού δεν ήταν αρμόδιος να επιληφθεί της υπόθεσης.»
Προχώρησε δε τη σκέψη του ο Νικολάου, Δ., λέγοντας ότι ακόμη και αν ο αιτητής ανήκε τότε στο 611 Τάγμα Πεζικού, θα έπρεπε να ανήκε στην ίδια μονάδα και κατά τον χρόνο που λήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, δηλαδή η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή. Στη δε Μανδρής, ο Κωνσταντινίδης, Δ., εκφράζοντας τη θέση ότι οι Καν. 5 και 6, ως ανωτέρω, «…….. δεν δημιουργούν πειθαρχικά όργανα με κάποιας μορφής γενική αρμοδιότητα προς διάγνωση πειθαρχικών παραπτωμάτων και επιβολή πειθαρχικών ποινών», προχώρησε να αποφασίσει ότι εφόσον οι Κανονισμοί στοχεύουν στην ανάθεση της αρμοδιότητας στο φυσικό φορέα υπό τις άμεσες διαταγές του οποίου υπηρετεί ο κατ΄ ισχυρισμόν διαπράξας το πειθαρχικό αδίκημα, τότε την ποινή κατά τον Καν. 6(2), είναι ο διοικών αξιωματικός της μονάδας στην οποία «ανήκει το ενδιαφερόμενο μέλος» που δυνατόν να την επιβάλει, και επομένως εκείνος οφείλει να διεξάγει και την προσωπική έρευνα.
Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στους πιο πάνω Κανονισμούς οδηγεί στο συμπέρασμα, σε συμφωνία με το σκεπτικό των αποφάσεων Σάντη, Αριστείδου, Κωνσταντινίδη και Μιχαηλίδη, πιο πάνω, ότι ο αρμόδιος διοικών αξιωματικός είναι ο διοικητής της μονάδας στην οποία ανήκε το υπό εξέταση για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος άτομο κατά τον χρόνο της διάπραξης του παραπτώματος αυτού. Δύο παράγοντες οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση. Κατά πρώτο λόγο, παρατηρείται ότι το λεκτικό των Καν. 5 και 6, και ιδιαίτερα του τελευταίου, είναι διατυπωμένο κατά τρόπο που διαφαίνεται η σπουδή με την οποία πρέπει να διερευνηθεί το κατ΄ ισχυρισμόν παράπτωμα με την συνακόλουθη αμεσότητα στην επιβολή της διαγραφόμενης ποινής. Επόμενο είναι οι Κανονισμοί να πρέπει να ερμηνευθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε ακόμη και αν υπήρξε στο μεταξύ διάστημα μετάθεση του διωκόμενου, η αρμοδιότητα να παραμένει και να ανήκει στον διοικούντα αξιωματικό στην μονάδα στην οποία υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο το ενδιαφερόμενο μέλος. Έτσι, δεν ενέχει σημασία η τυχόν αργοπορημένη αναφορά ούτως ώστε να αλλοιωθεί η θέση αρχής που προβάλλει από τους Κανονισμούς.
Κατά δεύτερο λόγο, διαφορετική αντιμετώπιση ή ερμηνεία, θα επέφερε διάσταση μεταξύ των προνοιών του Καν. 5(1) και αυτών των εδαφίων (1) και (2) του Καν. 6, ότι το παράπτωμα το οποίο διερευνάται έχει αναφορά στον διοικούντα αξιωματικό της μονάδος, στην οποία ως ευλόγως συνάγεται, υπηρετεί ή υπηρετούσε ο διωκόμενος κατά τον χρόνο διάπραξης του παραπτώματος. Θα ήταν ανακόλουθο και εκτός της έννοιας του πλαγιότιτλου του Καν. 6, που παραπέμπει σε συνοπτική εκδίκαση και διενέργεια ανακρίσεων, η αναφορά και η διεξαγωγή της έρευνας, αλλά και η ποινή που μεταγενέστερα θα επιβληθεί, να βαρύνει τους ώμους του νέου διοικούντος αξιωματικού σε περίπτωση μετάθεσης στο μεταξύ του διωκόμενου, ο οποίος νέος διοικών αξιωματικός ουδεμία βέβαια σχέση έχει με τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Η φράση «….. εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενο μέλος ….» στον Καν. 5(1), πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να συναρτάται προς το χρόνο διάπραξης του κατ΄ ισχυρισμόν πειθαρχικού παραπτώματος. Ο ενεστωτικός χρόνος που χρησιμοποιείται συνεχώς στους υπό κρίση Κανονισμούς υποδηλοί ακριβώς το συνεχές του όλου θέματος, αλλά και την αναγκαία συνάρτηση μεταξύ της αναφοράς και της διερεύνησης.
Η πιο πάνω ερμηνεία συνάδει με τη λογική των πραγμάτων εφόσον το παράπτωμα λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο και με συγκεκριμένες συνθήκες, η διερεύνηση των οποίων θα οδηγήσει σε περίπτωση διαπίστωσης της διάπραξης του παραπτώματος, αναπόφευκτα σε ποινή. Η ποινή, με άλλα λόγια, που θα επιβληθεί είναι απότοκο της διενεργηθείσας πειθαρχικής παράβασης από τον διωκόμενο, αποκτά δε νόημα μόνο όταν συναρτηθεί χρονικά και τοπικά με τα δεδομένα που ίσχυαν όταν ο διωκόμενος υπηρετούσε στη συγκεκριμένη μονάδα. Ακριβώς, η αναμενόμενη συνοπτική εκδίκαση του παραπτώματος, αποκτά υπόσταση όταν η ποινή επιβάλλεται με την αναγκαία αμεσότητα στα σύγχρονα γεγονότα που στοιχειοθέτησαν το παράπτωμα και προς παραδειγματισμό των υπολοίπων στη μονάδα.
Σύμφωνα με την απόφαση στην Σάντης, ανωτέρω, το επιχείρημα που προβλήθηκε εκεί από τη Δημοκρατία ότι αρμόδιος να επιληφθεί του παραπτώματος είναι ο διοικών αξιωματικός του παραβάτη στη μονάδα όπου ο τελευταίος υπηρετεί κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής, είναι λανθασμένο. Κατά τα λεχθέντα από τον Νικήτα, Δ., η πιο πάνω επιχειρηματολογία:
«Δεν υποστηρίζεται από τη λεκτική διατύπωση των Καν. 5 και 6. Ο Καν. 5 προσδιορίζει την έννοια «διοικών αξιωματικός», ενώ ο Καν. 6 ρυθμίζει θέματα, όπως αναφέρει ο πλαγιότιτλος, συνοπτικής διαδικασίας και διενέργειας ανακρίσεων.»
Σύμφωνα δε και με τον Αρτέμη, Δ., όπως ήταν τότε, στην Αριστείδου, οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί είναι σαφείς κατά τρόπον ώστε «διοικών αξιωματικός» να θεωρείται εκείνος που κατά τον χρόνο της διάπραξης του παραπτώματος ήταν ο αρμόδιος σε πρώτο βαθμό αξιωματικός.
Να σημειωθεί ότι η πιο πάνω ερμηνεία συνάδει και με τη μεταγενέστερη εκφρασθείσα άποψη του Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε, στην Ζήνωνα Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας, μέσω Αρχηγού Εθνικής Φρουράς κ.ά., πιο πάνω, όπου λέχθησαν τα εξής:
«Στο σχετικό κανονισμό 6(1) πρέπει να δοθεί ερμηνεία που να βοηθά την εφαρμογή του, βασισμένη στη λογική των πραγμάτων. Έχω τη γνώμη πως αποτελεσματικότερη και πιο πρόσφορη διερεύνηση παραπτώματος γίνεται από το διοικητή της μονάδας στην οποία διαπράχθηκε. Ο τόπος, οι συνθήκες και οι άνθρωποι που σχετίζονται, ή γνωρίζουν για το παράπτωμα, ανάγονται, ως φυσική συνέπεια, στο χρόνο διάπραξης του.»
Διαπιστώνεται επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αναρμοδιότητα στην επιβολή της ποινής, αλλά και την προηγούμενη διερεύνηση του κατ΄ ισχυρισμόν πειθαρχικού παραπτώματος από τον Υποστράτηγο Πετρίδη, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρεται και να οδηγείται σε ακύρωση και η τελική πράξη του Αρχηγού με την οποία επικυρώθηκε ως σύννομη η πειθαρχική ποινή.
Πέραν των πιο πάνω, να λεχθεί συνοπτικά ότι στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης δύναται να θεωρηθεί ότι η έρευνα άρχισε με την οδηγία του Αρχηγού προς τον Υποστράτηγο Πετρίδη, σύμφωνα με το Παράρτημα 5 στην ένσταση, ημερ. 16.7.08, όταν ο Αρχηγός στον τίτλο της σχετικής διαταγής του, με την οποία ζήτησε από τον Υποστράτηγο Πετρίδη τη διενέργεια έρευνας, περιέλαβε και τους πειθαρχικούς κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς, ούτως ώστε να νοείται ότι η έρευνα είχε αρχίσει καθ΄ ον χρόνο ο αιτητής ήταν ακόμη διοικητής στη Διοίκηση Καταδρομών, εφόσον η μετάθεση του στην 1ην Μεραρχία Πεζικού έγινε μόλις στις 2.10.2008. Διαφοροποιείται έτσι η παρούσα και ως προς τα γεγονότα, με την Ζωνιάς, ανωτέρω. Αποτελεί δε κοινό τόπο ότι κατά την περίοδο που ο αιτητής εκτελούσε καθήκοντα διοικητή στη Διοίκηση Καταδρομών «διοικών αξιωματικός», με βάση τον Καν. 5(1), ήταν ο ίδιος ο Αρχηγός. Επομένως, ήταν ο ίδιος ο Αρχηγός που έπρεπε να διερευνήσει το ζήτημα, αρχής γενομένης από τις 16.7.08, όταν απέστειλε το Παράρτημα 5. Αλλά και μεταγενέστερα, αναρμοδίως διόρισε τον Υποστράτηγο Πετρίδη για να διεξάγει προσωπική έρευνα στη βάση του Καν. 6(1) και (2), όπως έπραξε στις 7.1.09, με το Παράρτημα 14 στην ένσταση.
Πρόσθετα, και ανεξάρτητα από την αναρμοδιότητα, το Παράρτημα 15, το οποίο έχει ημερ. 13.1.09, και που είναι η υποβολή εκ μέρους του Υποστράτηγου Πετρίδη της συνοπτικής έκθεσης προσωπικής έρευνας, το οποίο υποβλήθηκε ως αποτέλεσμα της διαταγής του Αρχηγού ημερ. 7.1.09 προς τον Υποστράτηγο Πετρίδη (Παράρτημα 14), δεν φαίνεται πώς προέκυψε. Από τον διοικητικό φάκελο (και αυτό παραπέμπει και στον επόμενο λόγο ακύρωσης), δεν προκύπτει η διεξαγωγή ουσιαστικής νέας προσωπικής έρευνας από τον Υποστράτηγο Πετρίδη πέραν της διοικητικής έρευνας στην οποία προέβηκε, συνοπτική έκθεση της οποίας υπέβαλε την 1.8.08 με το τεκμ. 7. Φαίνεται ότι ο Υποστράτηγος Πετρίδης προέβηκε σε μια προκαταρκτική διοικητική έρευνα και όταν του ζητήθηκε από τον Αρχηγό να διεξάγει προσωπική έρευνα, αφού λήφθηκε προς τούτο η γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας του κράτους ότι δεν κωλυόταν προς τούτο ο Υποστράτηγος Πετρίδης, έστω και αν είχε προβεί προηγουμένως σε διοικητική έρευνα (Παράρτημα 13), απλώς χρησιμοποίησε τα ίδια στοιχεία που είχε λάβει κατά τη διοικητική έρευνα, χωρίς να διεξάγει εκ νέου έρευνα δυνάμει του Καν. 6(2). Το παράπονο επομένως του αιτητή ότι δεν κλήθηκε σε απάντηση δυνάμει του Κανονισμού αυτού στο πλαίσιο έρευνας, είναι ορθό. Δεν ρωτήθηκαν δηλαδή οποιοιδήποτε μάρτυρες, περιλαμβανομένου και του αιτητή, ώστε να υπάρχει στην πράξη προσωπική έρευνα στην έννοια του Κανονισμού. Επομένως, προκύπτει, εν πάση περιπτώσει, πρόβλημα, είτε η έρευνα θεωρηθεί ως έρευνα δυνάμει του Καν. 6, είτε θεωρηθεί ως απλή διοικητική έρευνα, εφόσον δεν φαίνεται να διεξήχθηκε κανονική έρευνα μεταγενέστερα.
Είναι κατάλληλο το σημείο να λεχθεί ότι τέθηκε ζήτημα από τον κ. Στεφάνου ως προς την επάρκεια του διοικητικού φακέλου. Αυτό βεβαίως προέκυψε μετά την κατάθεση της ένστασης και των συνημμένων εκεί εγγράφων ως παραρτημάτων. Αναμενόταν το θέμα να προέκυπτε ήδη από την καταχωρηθείσα γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή. Αντ΄ αυτού, προέκυψε στην απαντητική αγόρευση κάπως ανορθόδοξα, διότι η επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου ορθό είναι να ζητείται και να γίνεται μετά την κατάθεση της ένστασης και πριν τη βασική αγόρευση, που εδώ έγινε στις 10.12.09. Όπως προκύπτει από την απαντητική αγόρευση, η προσπάθεια για επιθεώρηση του φακέλου έγινε μόλις στις 12.3.10. Τότε αποκαλύφθηκε ότι ο φάκελος ταυτιζόταν με τα παραρτήματα της ένστασης. Και όπως δήλωσε και ο κ. Σταυρινός κατά τις διευκρινίσεις, αλλά και προγενέστερα στις 11.6.10, πράγματι οι καθ΄ ων κατασκεύασαν φάκελο για τους σκοπούς της υπόθεσης, που περιελάμβανε απλώς τα αναφερθέντα στην ένσταση παραρτήματα.
Η πιο πάνω πρακτική είναι εκτός της νομολογιακής αναγκαιότητας που θέλει τον διοικητικό φάκελο να αποτελεί το μοναδικό οδηγό ως προς την ύπαρξη δεδομένων και γεγονότων. Η κατάθεση του διοικητικού φακέλου, και μ΄ αυτό νοείται η παρουσίαση όλων των εγγράφων, «…. αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για τη διερεύνηση της εγκυρότητας της διοικητικής πράξης η οποία προσβάλλεται.» (Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (1991)3 Α.Α.Δ. 328 και C. D. Hay Properties Ltd v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 238). Η σημασία της προσκόμισης του φακέλου είναι τεράστια, διότι η υπόθεση κρίνεται από τους διοικητικούς φακέλους και όχι από στοιχεία που τυχόν προσκομίζονται για πρώτη φορά στο στάδιο των αγορεύσεων. (Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτης & Υιοί Λτδ (2000)3 Α.Α.Δ. 137). Ούτε και εναπόκειται στη διοίκηση να αποφασίζει τι είναι ορθό, χρήσιμο ή αναγκαίο να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, το οποίο και είναι ο μόνος κριτής ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Πρέπει να γίνεται πλήρης αποκάλυψη όλων των δεδομένων που περιβάλλουν και οδηγούν στη λήψη της διοικητικής πράξης και να αφήνεται στο Δικαστήριο η σχετική αξιολόγηση της σημασίας κάθε εγγράφου.
Στην υπό κρίση υπόθεση ο αιτητής παραπονείται ως προς την πληρότητα του παρουσιασθέντος διοικητικού φακέλου. Είναι ταυτόσημος με όσα έγγραφα κατατέθηκαν στην ένσταση. Και βεβαίως παρατηρείται ότι ελλείπει η ανάκληση του ανωνύμου παραπόνου που είναι καταγραμμένο στο Παράρτημα 3 και που αναφέρεται στη σελ. 4, παρ. 3δ, του Παραρτήματος 7. Το ότι κρίθηκε με το συμπέρασμα που καταγράφεται στο Παράρτημα 7, σελ. 12, παρ. γ(1), ότι ανεξάρτητα από την αναίρεση της καταγγελίας, αυτή αποδείχθηκε αληθής, δεν απαλλάσσει τη διοίκηση από την παρουσίαση ολοκληρωμένου φακέλου. Ελλείπουν επίσης και οποιαδήποτε στοιχεία σχετικά με τη διεξαγωγή της προσωπικής έρευνας που διενεργήθηκε, όπως αποστολή σχετικών επιστολών, λήψη νέων μαρτυρικών καταθέσεων, κλπ.
Τέλος, μπορεί να λεχθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη υπόκειται σε ακύρωση και για τον λόγο ότι από αντικειμενική θεώρηση υπήρξε παρεμβολή στο έργο του Υποστράτηγου Πετρίδη, έστω και αν αυτός ενεργούσε αναρμοδίως, στη βάση του ότι, όπως εξάγεται και από το Παράρτημα 20 στην ένσταση, αλλά και το Παράρτημα 19, το οποίο και δεν αμφισβητήθηκε, ο Αρχηγός ανέφερε στον αιτητή ότι είχε πει στον Υποστράτηγο Πετρίδη «να πέσει στα μαλακά» η όλη διερεύνηση του θέματος και βεβαίως η ενδεχόμενη πειθαρχική ποινή. Ασχέτως του αν τα λεχθέντα από τον Αρχηγό ενδεχομένως να ήταν προς όφελος του αιτητή, η παρέμβαση αυτή μίανε την όλη υπόθεση με εξωγενές στοιχείο, εφόσον «μιλήθηκε» τρόπον τινά ο διοικών αξιωματικός, ο οποίος θα επέβαλλε και την ενδεχόμενη πειθαρχική κύρωση. Αποτελεί αρχή του δικαίου, και μάλιστα καίρια, ότι διαδικασίες της φύσεως, ιδιαιτέρως οι έχουσες πειθαρχική υφή, πρέπει να είναι άμεμπτες και αμόλυντες ακόμη και από ψήγμα ή υποψία παρέμβασης. Η αρχή της αμεροληψίας είναι απόλυτη και δεν πρέπει να υπάρχει κανένα στοιχείο που να στιγματίζει την όλη διαδικασία (Σωτήρης Πελεκάνος ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 931/01, ημερ. 28.5.03 και άρθρο 42(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99).
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΣΓ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο