ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 968/2009, 30 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 968/2009)

 

30 Σεπτεμβρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ,

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ ης η αίτηση.

----------------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

 για την Καθ΄ης η αίτηση.

Κ. Πόλεος για Δ. Παυλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

--------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ως αποτέλεσμα τρίτης επανεξέτασης μετά από δύο διαδοχικές προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις υπ΄ αρ. 1103/06, ημερ. 3.10.07, και υπ΄ αρ. 21/08, ημερ. 10.4.09, η Ε.Δ.Υ. επαναδιόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά από 17.4.06, στη μόνιμη θέση του Διευθυντή Φυλακών.

 

Η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερ. 7.5.09, επανεξέτασε το ζήτημα της πλήρωσης της θέσης, θεωρώντας ότι μετά τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση, η επάρκεια της έρευνας της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους είχε κριθεί νόμιμη και, επομένως, το ενδιαφερόμενο μέρος μπορούσε να θεωρηθεί και πάλι ως προσοντούχος υποψήφιος για την περαιτέρω διαδικασία. Περαιτέρω, έλαβε υπόψη ότι, εκτός του ενδιαφερομένου μέρους ενώπιόν της, είχαν προσέλθει για προφορική εξέταση κατά την αρχική διαδικασία της πλήρωσης της θέσης τόσο ο αιτητής, όσο και έτερο πρόσωπο. Σε συμμόρφωση με την απόφαση και του δεύτερου αναθεωρητικού Δικαστηρίου και λαμβάνοντας υπόψη τη διαπίστωσή του ότι υπήρχε αντίφαση μεταξύ του προοιμίου της αξιολόγησης της Ε.Δ.Υ. και της ίδιας της αξιολόγησης σε σχέση με την πολύ καλή γνώση της περί των Φυλακών Νομοθεσίας, προχώρησε να αξιολογήσει τους υποψήφιους στη βάση των απαντήσεων που είχαν δοθεί κατά την προφορική συνέντευξη. Ως προς τούτο, σημείωσε ότι τόσο ο αιτητής, όσο και το έτερο πρόσωπο είχαν αξιολογηθεί ως μέτριοι, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως πολύ καλός. Η ΕΔΥ κατέγραψε επίσης στο σχετικό πρακτικό της ότι παρέμενε ως στοιχείο κρίσης και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία ήταν θετική υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Τελικώς, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, μαζί με τα προσόντα των υποψηφίων μέχρι τον ουσιώδη χρόνο σε σχέση πάντοτε με τα καθήκοντα της θέσης, καθώς και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων του αιτητή, που μόνος προήρχετο από τις τάξεις της δημοσίας υπηρεσίας, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικώς των υπολοίπων δύο υποψηφίων προσφέροντας σ΄ αυτόν εκ νέου τον αναδρομικό διορισμό. Προς τούτο έλαβε υπόψη την από την ίδια την Ε.Δ.Υ. αξιολόγηση της κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ως «πολύ καλός» και, άρα, σε υψηλότερο επίπεδο από τους άλλους υποψηφίους, καθώς επίσης και την κατοχή του πλεονεκτήματος, εφόσον είχε MScEcon in Criminology, καθώς επίσης και το προσόν του Doctor of Philosophy. Όσον αφορά το MSc, αυτό θεωρήθηκε πλεονέκτημα με βάση το σχέδιο υπηρεσίας που οι άλλοι δύο υποψήφιοι δεν κατείχαν. Όσον αφορά το Doctor of Philosophy, αυτό θεωρήθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, προσδίδον σ΄ αυτό την ανάλογη βαρύτητα, παρόλο που δεν αποτελούσε με βάση το σχέδιο υπηρεσίας ούτε πλεονέκτημα, ούτε επιπρόσθετο προσόν. Σημειώθηκε, εν τέλει, και η υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

 

Ο αιτητής εισηγείται, ως μείζονα λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, την παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου και αυτό γιατί η τότε κρίση της προφορικής συνέντευξης από την Ε.Δ.Υ. έπασχε και, επομένως, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση. Παρά ταύτα, η Ε.Δ.Υ. ακολούθησε μία νέα μεθόδευση για να θεωρήσει το ενδιαφερόμενο μέρος ως το κατάλληλο πρόσωπο προς διορισμό, με το πρόσχημα ότι οι υποψήφιοι ικανοποιούσαν μεν τη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας για πολύ καλή γνώση της περί Φυλακών Νομοθεσίας, αλλά οι απαντήσεις που δόθηκαν από τον αιτητή και το έτερο πρόσωπο στην προφορική εξέταση δεν ήταν ικανοποιητικές. Το αποτέλεσμα ήταν, με την εισαγωγή εκ των υστέρων κρίσεως επί των τότε απαντήσεων, να μεθοδευθεί τρόπος παράκαμψης του λόγου ακύρωσης, χωρίς να γίνει νέα συνέντευξη των υποψηφίων. Κατά την εισήγηση του κ. Αγγελίδη, η Ε.Δ.Υ. για να συμμορφωνόταν ορθά προς το διπλό δικαστικό δεδικασμένο, όφειλε να μην λάβει καθόλου υπόψη την τότε προφορική συνέντευξη και να καλέσει τους υποψηφίους σε νέα προφορική συνέντευξη και όχι να δημιουργήσει εκ των υστέρων νέα εξήγηση. Κατά το συνήγορο, υπάρχει και πάλι αντίφαση στη σκέψη της Ε.Δ.Υ. εφόσον, ενώ θεωρήθηκε ο αιτητής ότι κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα από το σχέδιο υπηρεσίας τα οποία συμπεριελάμβαναν ακεραιότητα χαρακτήρα, υγιή προσωπικότητα, ωριμότητα, συναισθηματική σταθερότητα κλπ., χωρίς να μεσολαβήσουν νέα στοιχεία, αυτή η διαπιστωθείσα κατοχή των προσόντων αυτών, μετατράπηκε σε παντελή άγνοια του νόμου και των κανονισμών, ενώ στην καταγραφείσα θέση της Ε.Δ.Υ., προερχόμενη από τη συνέντευξη, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν είχε «ώριμη προσωπικότητα». Αντίθετα, για το ενδιαφερόμενο μέρος η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι τοποθετείτο στις ερωτήσεις που αφορούσαν βασικές απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας με σαφήνεια, ενώ διακρινόταν και για σιγουριά και αυτοκυριαρχία, ήταν δε «… ώριμος και με αυτοπεποίθηση.»

 

        Κατά δεύτερο λόγο, ο αιτητής θεωρεί ότι λανθασμένα λήφθηκε υπόψη η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος θα έπρεπε να κληθεί να υποβάλει νέα σύσταση κατ΄ εφαρμογή της επιφύλαξης του εδαφίου (6) του άρθρου 34 Α, του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90. Εν πάση περιπτώσει όμως, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε και λόγω έλλειψης αιτιολογίας, η οποία συμπαρέσυρε και την τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., σε παρόμοια αναιτιολόγητη κρίση.

 

        Αντίθετα, η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι σε κανένα μέρος της απόφασης στην υπ΄ αρ. 1103/06 υπόθεση δεν κρίθηκε άκυρη η προφορική συνέντευξη των υποψηφίων. Εκείνο που θεωρήθηκε προβληματικό από το αναθεωρητικό Δικαστήριο ήταν η διατυπωθείσα αξιολόγηση της απόδοσης κατά τη συνέντευξη. Επομένως, κατά την επανεξέταση, έγινε αναδρομή στις απαντήσεις που δόθηκαν κατά τη συνέντευξη, ώστε να διαπιστωθεί η επάρκεια της προσωπικότητας των υποψηφίων, αλλά και η προφορική διαπίστωση της γνώσης της νομοθεσίας την οποία γνώση η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι κατείχαν οι υποψήφιοι ως τυπικό προσόν. Περαιτέρω, η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους έγινε και για τον αδιαμφισβήτητο πρόσθετο λόγο ότι αυτός κατείχε υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα από τους ανθυποψηφίους του. Όσον αφορά τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αυτή κρίθηκε από την Ε.Δ.Υ. ως συμπληρωματικό στοιχείο, χωρίς να της δοθεί εκείνη η υπέρμετρη βαρύτητα που ο αιτητής θεωρεί ότι είχε αποδοθεί από την Ε.Δ.Υ. Εν τέλει, ο αιτητής δεν μπορεί να αποδείξει έκδηλη υπεροχή πλήττοντας τη συνέντευξη και το αποτέλεσμά της, αλλά και τη εν γένει αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ., ώστε να πείσει ότι υπήρξε πρόβλημα στην όλη διαδικασία και μάλιστα για τυπικό λόγο.

 

        Δεδικασμένο, όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, δημιουργείται στη βάση ταύτισης διαδίκου, ιδιότητας διαδίκου, επιδίκων θεμάτων και υπό την προϋπόθεση τελεσίδικης απόφασης.  Όταν συντρέχουν τα πιο πάνω, προκύπτει νομικό ή πραγματικό δεδομένο, ώστε να δεσμεύεται κάθε διοικητικό όργανο από τα ήδη κριθέντα.  Τα πιο πάνω αναφέρθησαν στις αποφάσεις της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Τούλα Κούλουμου και Ευανθία Παπασάββα ν. Τούλας Κούλουμου, Α.Ε. αρ. 195/07 και 202/07, ημερ. 16.6.2010.  Στις ίδιες  αυτές αποφάσεις έγινε με επιδοκιμασία αναφορά στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003)3 Α.Α.Δ. 625, όπου η Ολομέλεια αναγνώρισε επίσης την αντιστοιχία των αρχών του δεδικασμένου στο αστικό με αυτές του διοικητικού δικαίου.  Σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης προκύπτει δέσμευση έναντι πάντων (Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ρεβέκκας Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, 146).  Το διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση δεσμεύεται από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, οι δε διάδικοι δεν είναι ελεύθεροι, σύμφωνα με την Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008)3 Α.Α.Δ. 413, «… να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων».  Στην δε  Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, η Πλήρης Ολομέλεια διευκρίνισε ότι το διοικητικό όργανο διενεργεί την επανεξέταση «…. στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος  (βλ. Ιωσηφίδη κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61.)».

 

        Στην Ιωσηφίδης ν. Δαβερώνα – ανωτέρω – υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα της Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου:  Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως (1988):

 

«Η δέσμευσις της Διοικήσεως όπως μη εκδώση διά το μέλλον πράξιν με το περιεχόμενον της ακυρωθείσης, ήτοι επαγομένην τα αυτά αποτελέσματα όπως και η ακυρωθείσα, δεν είναι απόλυτος.  Διότι, ως γνωστόν, η ισχύς του δεδικασμένου, ακόμη και του ακυρωτικού, δεν καλύπτει παρά μόνον τα ζητήματα τα κριθέντα ήδη υπό του ακυρωτικού δικαστού.  Ήτοι, καλύπτει μόνον το λόγον διά τον οποίο ηκυρώθη η πράξις.  Διά τούτο εις την περίπτωσιν που εκδίδεται υπό της Διοικήσεως πράξις μετά από ακυρωτικήν απόφασιν, το εξεταστέον διά την εφαρμογήν του άρθρου 50 του νόμου περί ΣτΕ εις την νέα ακυρωτικήν δίκη είναι, εάν η πράξις αυτή αντιτίθεται προς την κρίσιν του ακυρωτικού δικαστού, εις το κριθέν ήδη παρ΄ αυτού ζήτημα.»

 

        Αποκτούν επομένως, στη βάση των πιο πάνω, ιδιαίτερη σημασία οι λόγοι ακύρωσης.  Στην υπ΄ αρ. 1103/06 απόφαση είχε θεωρηθεί από τον Φωτίου, Δ., προβληματική η μη επαρκής διερεύνηση από πλευράς της Ε.Δ.Υ. του προσόντος της παρ. 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας ως προς τη δεκαετή τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, αλλά και αντιφατική η παράθεση της αιτιολογίας της Ε.Δ.Υ., ως προς την ακαταλληλότητα του αιτητή ενόψει αφενός του ότι « ….. αγνοούσε παντελώς βασικά θέματα, όπως η νομοθεσία περί φυλακών και οι σχετικοί κανονισμοί.», έναντι της διαπίστωσης αφετέρου, κατά την προφορική εξέταση από την Ε.Δ.Υ., της κατοχής του προσόντος αυτού.  Η δεύτερη ακυρωτική απόφαση, στην υπ΄ αρ. 21/08 υπόθεση (Νικολάτος, Δ.),  διαπίστωσε ότι η Ε.Δ.Υ. είχε μεν συμμορφωθεί ως προς το πρώτο σκέλος του ακυρωτικού λόγου που αφορούσε τη διερεύνηση των προσόντων της δεκαετούς διοικητικής πείρας, εφόσον είχε προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση, παρέμεινε όμως προβληματικό το δεύτερο σκέλος της ακυρωτικής απόφασης.  Καταγράφηκαν επί λέξει τα εξής:

 

«Παρατηρώ ότι, μετά την προαναφερόμενη ακυρωτική απόφαση, η Ε.Δ.Υ. διόρθωσε μεν τον πρώτο λόγο ακύρωσης και προέβη σε έρευνα αναφορικά με το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την αναγκαία διοικητική πείρα, δεν φαίνεται όμως να έλαβε καθόλου υπόψη της το δεύτερο λόγο ακύρωσης της απόφασης, εφόσον και πάλι βασίστηκε στα προαναφερόμενα συμπεράσματά της αναφορικά με τις πολύ φτωχές γνώσεις του αιτητή σε σχέση με την περί Φυλακών Νομοθεσία, τα οποία όμως συμπεράσματα, είχαν κριθεί από το Δικαστήριο ως αντιφατικά με την άλλη θέση της Ε.Δ.Υ. ότι ο αιτητής πληρούσε τα απαραίτητα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας για να είναι υποψήφιος, μέσα στα οποία ήταν και η πολύ καλή γνώση της περί Φυλακών Νομοθεσίας.»

 

        Η τρίτη επανεξέταση, η οποία οδήγησε και στην προσβαλλόμενη πράξη, διενεργήθηκε επομένως στη βάση της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης και ως προς αυτό και μόνο όφειλε η Ε.Δ.Υ να επανεξετάσει την όλη υπόθεση συμμορφούμενη με τον λόγο ακύρωσης.  Σημειώνεται ότι ούτε στην πρώτη, ούτε στη δεύτερη προηγούμενη ακυρωτική απόφαση ασκήθηκε έφεση από οποιονδήποτε των διαδίκων. 

 

        Έπεται ότι δεν δύναται σήμερα ο αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή να εγείρει ζητήματα για εξέταση, τα οποία δεν αποφασίσθηκαν μεν από τα προηγούμενα ακυρωτικά Δικαστήρια και επί των οποίων όμως δεν έγινε οποιαδήποτε έφεση από πλευράς του.  Η νομολογία αποκαλύπτει ότι επιτυχών διάδικος δυνατόν να ασκήσει έφεση για να αποφασιστούν ζητήματα ακυρότητας που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, αλλά δεν είχαν αποφασισθεί.  Όπως το έθεσε η Ολομέλεια στη Σωτήρης Χ”Γεωργίου ν. Κυπριανού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών, ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, τέτοια ζητήματα μπορούν να τίθενται «….. εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του εφεσείοντα.»   Στη Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 796, αποφασίσθηκε ότι επανεξέταση μπορεί να γίνει ενόψει δεδικασμένου εάν επηρεάζεται το συμφέρον του διαδίκου.  Αν δε ο επιτυχών διάδικος δεν αμφισβητήσει με έφεση τη σχετική δικαστική κρίση, παραμένει δεσμευμένος από αυτήν [(δέστε και Γεώργιος Παπά ν. Αρχή Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 2/09, ημερ. 15.9.10 (Νικολάτος, Δ.)]   Στη δε Ναζίρης ν. ΡΙΚ, πιο πάνω, η Πλήρης Ολομέλεια απεφάσισε ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ή συμπερίληψη ζητημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως, ο δε έλεγχος της διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης δημιουργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

 

        Σημειώνεται βεβαίως και μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ της νομολογίας στη Ναζίρης και των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης.   Η Ναζίρης σχετιζόταν με τη δυνατότητα εξέτασης θεμάτων που τα επαναφέρει προσφεύγων ο οποίος δεν είχε αιτηθεί την ακύρωση της προηγούμενης προσβαλλόμενης πράξης επί της οποίας εκδόθηκε μεταγενέστερα νέα διοικητική απόφαση.  Η παρούσα υπόθεση αφορά αυστηρά το δεδικασμένο inter partes εφόσον ο αιτητής παραμένει ο ίδιος όπως και στις προηγούμενες δύο διαδικασίες.  Προκύπτει ότι δεν μπορεί να στρέφεται τώρα εναντίον της κατ΄ ισχυρισμόν μη επαρκούς διερεύνησης της δεκαετούς πείρας, εφόσον αυτό ήδη λύθηκε κατά την πρώτη επανεξέταση και δεν αποτέλεσε λόγο ακύρωσης κατά τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση του Νικολάτου, Δ.  Ούτε ζήτημα κατοχής πλεονεκτήματος από το ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί τώρα εκ των υστέρων να τεθεί προς εξέταση.  Περαιτέρω, το πρώτο ακυρωτικό Δικαστήριο με την απόφαση του άφησε άθικτη τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και επομένως δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα για επανεξέταση, ούτε και αποτέλεσε έρεισμα για τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση.  Μάλιστα ο Φωτίου, Δ., στην πρώτη ακυρωτική απόφαση, ενώ έθεσε ζήτημα πλημμελούς έρευνας όσον αφορούσε την δεκαετή διοικητική πείρα από το ενδιαφερόμενο μέρος και διαπίστωσε λόγω ακυρότητας ως προς αυτό, προχώρησε να προσθέσει ως λόγο ακύρωσης την αντίφαση που διέκρινε στην αιτιολογία της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με την κατοχή της γνώσης της νομοθεσίας περί Φυλακών. Ουδέν έτερο ελέχθη ή αποφασίσθηκε σε σχέση με τα υπόλοιπα εγερθέντα ζητήματα μεταξύ των οποίων και ως προς τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία επομένως παρέμεινε έγκυρη, εφόσον ο αιτητής δεν εφεσίβαλε ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση ως προς αυτό ή και άλλα σημεία τα οποία είχε εγείρει.

 

        Όπως προκύπτει από το δεύτερο ακυρωτικό σκεπτικό, η Ε.Δ.Υ. όφειλε να επανεξετάσει με αναδρομή στο χρόνο της τελικής αξιολόγησης των υποψηφίων και δεν επηρεαζόταν οτιδήποτε προγενέστερο.  Σαφώς δεν κρίθηκε ως πάσχουσα η διαδικασία της καθ΄ αυτής προφορικής συνέντευξης, ούτε και ακυρώθηκε από το αναθεωρητικό Δικαστήριο αυτή η προφορική συνέντευξη.  Προσεκτική ανάλυση του σκεπτικού του Φωτίου, Δ., που στην ουσία ακολούθησε ο Νικολάτος Δ., αποκαλύπτει ασυμφωνία στον τρόπο σκέψης της ΕΔ.Υ. Θεωρήθηκε ότι η αξιολόγηση της απόδοσης ήταν προβληματική.   Με βάση τα δεδομένα αυτά, η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν υποχρεωμένη, ως η εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή, να προβεί σε νέα προφορική εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 34Α(4) του Νόμου 1/90, διότι δεν είχε κριθεί ως πάσχουσα αυτή τούτη η κρίση της Ε.Δ.Υ. ως προς την απόδοση των υποψηφίων, αλλά η διαπιστωθείσα αντίφαση μεταξύ της αξιολόγησης και της προηγούμενης θεώρησης από την Ε.Δ.Υ., ότι οι υποψήφιοι πληρούσαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας.  Ορθά δε εκ μέρους της Ε.Δ.Υ., προβλήθηκε η θέση κατά τη γραπτή αγόρευση, ότι ο αιτητής δεν θα ήταν νοητό να προσβάλει εξ΄ υπαρχής την εν γένει αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. με βάση την οποία και ο ίδιος κρίθηκε ως προσοντούχος.

 

        Με βάση τα πιο πάνω, η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση που οδήγησε στην υπό κρίση πράξη, παρέμεινε στη θέση (που και αυτή δεν είχε κριθεί άκυρη), ότι οι υποψήφιοι κατείχαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη γνώση των υποψηφίων ως προς την περί των Φυλακών Νομοθεσία, την οποία διαπίστωσε μέσα από τις ερωτήσεις που είχε υποβάλει στους υποψηφίους στην προηγηθείσα συνεδρία της ημερ. 23.3.06.  Προχώρησε όμως να επαναβεβαιώσει την ευρύτερη αξιολόγηση που έγινε όσον αφορούσε την απόδοση των υποψηφίων κατά την συνέντευξη και την κατάταξη του αιτητή στο «μέτριο», ενώ του ενδιαφερομένου μέρους στο «πολύ καλό».  Παρατηρείται ότι η Ε.Δ.Υ. στην επίδικη συνεδρία της ημερ. 7.5.09, αφού αναφέρθηκε στην αντίφαση που είχε διαπιστωθεί στο πρακτικό της προηγούμενης επανεξέτασης, σημείωσε ότι ευρύτερα οι απαντήσεις που δόθηκαν από τον αιτητή κατά την προφορική εξέταση δεν ήταν ικανοποιητικές.  Αναδρομή στο σχετικό πρακτικό, όπως αναπαράγεται και στην ακυρωτική απόφαση αρ. 1103/06, αποκαλύπτει ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και του αιτητή, περιείχε την κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι  ο αιτητής είχε «επιδερμική γνώση του όλου αντικειμένου της προφορικής εξέτασης» και ότι η προσωπικότητα που αυτός ανέδειξε μέσα από την συνέντευξη ήταν η καταγραφείσα, δηλαδή ότι στις απαντήσεις του χρησιμοποιούσε απλοϊκή ως εκλαϊκευμένη γλώσσα και έδινε εντύπωση ανθρώπου που αγνοούσε τη σοβαρότητα της θέσης που διεκδικούσε.   Σε αυτή την κρίση καταγράφηκε ότι ο αιτητής αγνοούσε παντελώς βασικά θέματα, όπως τη νομοθεσία περί Φυλακών και των σχετικών Κανονισμών.

 

        Προσεκτική ανάγνωση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης πράξης, σε συνάρτηση με το τηρηθέν πρακτικό της Ε.Δ.Υ. ημερ. 23.3.06, το οποίο οδήγησε στην πρώτη προσφυγή εναντίον της απόφασης για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, αποκαλύπτει ότι υπήρξαν τρία στάδια κατηγοριοποίησης της αξιολόγησης, αλλά πάντοτε εντός της μοναδικής και μόνης διαδικασίας. Αφού έκρινε «Μέσα από τις ερωτήσεις που τέθηκαν» ως προς τη διερεύνηση των προσόντων των παρ. (3) και (4) του σχεδίου υπηρεσίας, ότι και οι τρεις τότε υποψήφιοι κατείχαν τα προσόντα, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στη δική της «….. αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων». υπό το φως και της κρίσης του Γενικού Διευθυντή, για να ασχοληθεί εν τέλει «….. με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων».  Δεν υπεβλήθησαν χωριστές ερωτήσεις πρώτα για τη διαπίστωση των προσόντων των παρ. (3) και (4) και μετέπειτα άλλες, στα πλαίσια της τελικής αξιολόγησης, όπως αφήνεται να νοηθεί από την πρώτη ακυρωτική απόφαση. Απορρέει από το τηρηθέν πρακτικό ότι μία ήταν η προφορική συνέντευξη και από αυτήν εξήχθησαν όλα τα συμπεράσματα.  Και θα ήταν ορθό να θεωρηθεί ότι η Ε.Δ.Υ. ναι μεν είχε ικανοποιηθεί ως προς τα τυπικά των προσόντων, αυτών, αλλά οι ερωτήσεις κατά τη συνέντευξη στόχευαν προφανώς στην ολική και βαθύτερη κρίση επί των υποψηφίων, ώστε εν τέλει να αποκτούσε σημασία η συνολική εικόνα.  

 

        Εν τέλει, η επανεξέταση οδήγησε στον επαναδιορισμό του ενδιαφερομένου μέρους, με δοσμένη την κρίση της Ε.Δ.Υ. ως προς την ευρύτερη αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, ενώ παρέμεινε ισχυρή ως στοιχείο κρίσης και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αλλά, όπως σημειώθηκε από την Ε.Δ.Υ., και λόγω της κατοχής πλεονεκτήματος εκ μέρους του ενδιαφερομένου προσόντος, που δεν κατείχε ο αιτητής.  Επιπρόσθετα, δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα στο προσόν του Doctor of Philosophy που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο θεωρήθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, παρόλο που δεν αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν με βάση το σχέδιο υπηρεσίας.

 

        Δεν διαπιστώνεται λόγος ακυρότητας, εφόσον η Ε.Δ.Υ. συμμορφώθηκε κατά την επανεξέταση με το δεδικασμένο, και επαναδιόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος στη βάση της γενικής αξιολόγησης που είχε γίνει, που δεν αφορούσε μόνο την τυπική γνώση ή κατοχή των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας.  Ήταν θέμα, κρίνεται, διατύπωσης των πρακτικών και της ίδιας της προσβαλλόμενης πράξης, πάρα θέμα ουσίας.  Υπήρχε ουσιώδης διαφορά, κατά την κρίση της Ε.Δ.Υ., στην όλη απόδοση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους.   Των υπολοίπων στοιχείων παραμενόντων εγκύρων, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης από το αναθεωρητικό Δικαστήριο επί τις επαναβεβαίωσης των όσων έκρινε η Ε.Δ.Υ., η οποία παρέμεινε στην ίδια θέση, μέσα από ορθή επανεξέταση.

 

        Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

       

 

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                            Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.

 

 

 

 

/ΣΓ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο