ΘΕΑΝΩ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΡΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1254/2009, 26 Οκτωβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1254/2009)

 

26 Οκτωβρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΘΕΑΝΩ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,

2.    ΑΝΝΑ ΠΟΙΗΤΑΡΙΔΟΥ,

Αιτήτριες,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΡΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------

Σ. Νικολάου (κα) για Α. Παπαχαραλάμπους, για τις Αιτήτριες.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στις 11.7.1975 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η υπ΄ αρ. 539 Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, «…. διά τον ακόλουθον σκοπόν δημοσίας ωφελείας, ήτοι, προς στέγασιν εκτοπισθέντων και η απαλλοτρίωσις αυτής επιβάλλεται διά τους ακολούθους λόγους, ήτοι διά την ανέγερσιν κατοικιών προς στέγασιν εκτοπισθέντων εις την επαρχίαν Λάρνακος.».

 

        Με τη Γνωστοποίηση επηρεάστηκαν διάφορα ακίνητα συνολικής έκτασης περίπου 222 σκαλών μεταξύ των οποίων και το τεμάχιο 83/28, το όλον, έκτασης έξι στρεμμάτων και τριών προσταθιών συνιδιοκτησίας των αιτητριών.  Στις 21.11.1975, μετά την εξέταση διαφόρων ενστάσεων, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα το υπ΄ αρ. 808 Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, στη συνέχεια δε το ακίνητο ενεγράφη στο όνομα της Δημοκρατίας. 

 

        Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως προχώρησε στο σχεδιασμό του έργου κατασκευής του κυβερνητικού οικισμού Κόκκινες ολοκληρώνοντας το εντός της προθεσμίας των τριών ετών από την ημερομηνία εγγραφής των ακινήτων επ΄ ονόματι της Δημοκρατίας, το δε επίδικο τεμάχιο των αιτητριών χρησιμοποιήθηκε προς ανέγερση κατοικιών και την κατασκευή οδικού δικτύου και τη δημιουργία χώρου πρασίνου εκτός από ένα μέρος του που είχε καθοριστεί ως χώρος πρασίνου ο οποίος και παρέμενε κενός ώστε να διαμορφωθεί ως τέτοιος, διότι η χρήση του για οικιστικούς σκοπούς θα ανέτρεπε κατά τα άλλα την πολεοδομική ισορροπία της ευρύτερης ανάπτυξης.  Η διοίκηση, όμως, στις 11.11.1976, συνομολόγησε σύμβαση μίσθωσης με τον εκτοπισθέντα Νικόλα Τρίκκη προς τον οποίο παραχώρησε μέρος του προβλεπομένου ως χώρο πρασίνου σ΄ αυτόν για να το χρησιμοποιήσει «…… αποκλειστικώς και μόνο ……» ως περίπτερο.  Η μίσθωση αυτή ήταν για περίοδο πέντε ετών λήγουσα στις 23.8.1981.  Ο μισθωτής όμως ανήγειρε παράνομα υποστατικά κατά παράβαση της άδειας χρήσης, το δε Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως με επιστολές του ημερ. 11.9.1988 και 6.9.1993, ζήτησε την άμεση κατεδάφιση των υποστατικών τερματίζοντας τη μίσθωση.  Παρά ταύτα ο Ν. Τρίκκης δεν εγκατέλειψε την ακίνητη ιδιοκτησία και εξακολουθεί να έχει σ΄ αυτή παράνομα υποστατικά.

 

        Οι αιτήτριες επεδίωξαν από τη διοίκηση την επιστροφή του μέρους εκείνου του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου τους το οποίο, κατά την άποψη τους, δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Καταχώρησαν διαδοχικά δύο προγενέστερες της παρούσας προσφυγές, ήτοι, την υπ΄ αρ. 353/91 και αργότερα την υπ΄ αρ. 408/05.  Η πρώτη προσφυγή απορρίφθηκε στις 23.12.1992 (απόφαση Γ. Παπαδόπουλου, Δ.), με το αιτιολογικό ότι λανθασμένα στράφηκε εναντίον του Υπουργού Εσωτερικών και του Επάρχου Λάρνακος, εφόσον το μόνο όργανο που είχε δικαίωμα επιστροφής του ακινήτου ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο.  Η δεύτερη προσφυγή απορρίφθηκε στις 14.4.2005 (Γαβριηλίδης, Δ.), ενόψει του ότι η προσβληθείσα πράξη ήταν βεβαιωτική προηγούμενης με αποτέλεσμα η προσφυγή να μην στρέφεται κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης.  Αυτό γιατί η επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 30.6.2003, είχε ταχυδρομηθεί στην ορθή διεύθυνση των δικηγόρων των αιτητριών ώστε να τεκμαίρεται ότι παραλήφθηκε δεόντως από αυτούς. Ασκήθηκε έφεση εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης, χωρίς όμως επιτυχία, με την Ολομέλεια να επικυρώνει την πρωτόδικη κρίση με την απόφαση στην Θεανώ Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415

 

        Οι αιτήτριες επανέλαβαν το αίτημα τους για επιστροφή του αχρησιμοποίητου μέρους του κτήματος τους με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 28.9.2007, αίτημα όμως που απορρίφθηκε από τη διοίκηση στις 4.8.2009, η οποία αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη.  Στην υπό κρίση επιστολή γίνεται αναφορά ότι το τεμάχιο 83/28 των αιτητριών είχε απαλλοτριωθεί για σκοπούς στέγασης των εκτοπισθέντων, χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση οικιστικών μονάδων και το μέρος του τεμαχίου που απαιτούν οι αιτήτριες θα χρησιμοποιηθεί αφού πρώτα κατεδαφιστούν τα παράνομα υποστατικά που ανήγειρε ο               Τρίκκης, καταβάλλονται δε προς τούτο προσπάθειες για άρση της παρανομίας σε συνεργασία με το Γενικό Εισαγγελέα και τον Έπαρχο Λάρνακας. 

 

        Οι αιτήτριες με αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης και με έρεισμα το Άρθρο 23 του Συντάγματος έχουν ως κεντρικό επιχείρημα ότι αυθαίρετα η διοίκηση αντί να προχωρήσει στην υλοποίηση των στόχων της απαλλοτρίωσης, εκμίσθωσε το ½ του επίδικου κτήματος στον Τρίκκη, ο οποίος εδώ και 33 χρόνια το κατακρατεί και το χρησιμοποιεί παράνομα, η δε διοίκηση δεν έχει ακόμη λάβει ουσιαστικά μέτρα προς άρση της παρανομίας.  Ως εκ τούτου η ιδιοκτησία των αιτητριών παραμένει δεσμευμένη με τη διοίκηση να επιδεικνύει ασυνεπή συμπεριφορά, έλλειψη καλής πίστης και να ενεργεί αυθαίρετα υπενοικιάζοντας τον κενό και αχρησιμοποίητο χώρο σε τρίτο πρόσωπο.  Από την άλλη, οι καθ΄ ων με παραδεκτό το δεδομένο της εκμίσθωσης μέρους του τεμαχίου στον Τρίκκη, το οποίο προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί ως χώρος πρασίνου, εισηγούνται ότι κατήγγειλαν τη σύμβαση το 1988 και το 1993, δεχόμενοι ταυτόχρονα ότι εκδόθηκε μεν διάταγμα κατεδάφισης το 1989, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να υλοποιηθεί.  Κατά τη διοίκηση, η προσφυγή περιορίζεται στο μοναδικό ερώτημα κατά πόσο η καθυστέρηση η οποία παρατηρήθηκε στην ανάπτυξη του απαλλοτριωθέντος μέρους του ακινήτου, δημιουργεί και υποχρέωση επιστροφής του.  Με αναφορά στη σχετική νομολογία, η θέση των καθ΄ ων είναι ότι ο σκοπός της  απαλλοτρίωσης δεν κατέστη ανέφικτος, η διοίκηση έλαβε όλες τις αναγκαίες και εύλογες ενέργειες για υλοποίηση του έργου, αλλά η επίτευξη του σκοπού εμποδίζεται από ενέργειες τρίτου και επομένως δεν μπορεί να καταλογιστεί στην ίδια τη διοίκηση παράλειψη εκτέλεσης οφειλόμενης ενέργειας.  Κατά τη διοίκηση, οι αιτήτριες «…… με ένα λογικά οξύμωρο συλλογισμό αποπειρώνται να επωφεληθούν από την παράνομη ενέργεια τρίτου.». 

 

Η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166,  με αναφορά και στη Mustafa v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 44, διατύπωσε τη γενική αρχή ότι η υποχρέωση της διοίκησης είναι συνεχιζόμενη, αναφέροντας τα εξής: 

 

«Η υποχρέωση της διοίκησης να προσφέρει επιστροφή κτήματος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός, όπως επιβάλλεται με συνταγματική ισχύ στο Άρθρο 23.5, είναι άρρηκτα και πάγια ακόλουθη της υποχρέωσης της εκείνης…… Ανεπιτυχής προσβολή τέτοιας απόφασης ή παράλειψη εμπρόθεσμης προσβολής της διατηρεί τη νομιμότητα της ως διοικητικής κρίσης επί των δεδομένων της.  Δεν καταργεί όμως τη θεμελιακή υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να επανέλθει με νέο αίτημα για επιστροφή.»

 

        Επομένως, εδώ οι αιτήτριες δικαιωματικά εισήγαγαν και την παρούσα προσφυγή προσπαθώντας να επιτύχουν την ευόδωση των στόχων τους, ιδιαιτέρως ενόψει του γεγονότος ότι οι δύο προηγούμενες προσφυγές απορρίφθησαν επί νομοτυπικών ζητημάτων, μέχρι στιγμής δε η αξίωση των αιτητριών δεν αντιμετωπίστηκε στην ουσία της.

 

        Το Άρθρο 23 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, προνοεί με την παράγραφο  5 αυτού  ότι  οποτεδήποτε  ακίνητη  ιδιοκτησία    έχει απαλλοτριωθεί αναγκαστικώς, αυτή θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς  για  αυτό  το  σκοπό.    Το Άρθρο 23.5, προνοεί ότι αν δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εντός τριών ετών, η απαλλοτριώσασα αρχή υποχρεώνεται να προσφέρει την ιδιοκτησία επί τη καταβολή της τιμής κτήσεως στο πρόσωπο από το οποίο την απαλλοτρίωσε.  Σε τέτοια περίπτωση το πρόσωπο εκείνο δικαιούται σε τρεις μήνες να γνωστοποιήσει την πρόθεση του κατά πόσο αποδέχεται ή όχι την επιστροφή.

 

        Όπως ορθά υπέδειξε και η υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 824, στην οποία έγινε με επιδοκιμασία αναφορά στην Ευθυμιάδης – ανωτέρω –  η ορθή ερμηνεία ως προς το εύρος του Άρθρου 23.5, πρέπει να συνάδει με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας γι΄ αυτό και η απαλλοτριούσα αρχή μέσα στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα περίοδο πρέπει να λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης «εφικτό», υλοποιήσιμο, δηλαδή, σε εύλογο χρονικό διάστημα.  Μέσα από την ανασκόπηση της νομολογίας που έγινε στην Ευθυμιάδης, εξηγήθηκε στη σελ. 183:

 

 «…. ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό.  Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των οικονομικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες …..».

 

Όπως έχει περαιτέρω υποδείξει η Ευθυμιάδης, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να εξετάσει αντικειμενικά κατά πόσο η διοίκηση έχει προβεί στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα σε εκείνες τις εύλογες ενέργειες που θα ήταν αναγκαίες για υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Πρόκειται λοιπόν για μια άσκηση υπαγωγής των πραγματικών δεδομένων στο κριτήριο που έχει θέσει η νομολογία και με αυτή την αντιμετώπιση κρίνεται ότι εδώ οι καθ΄ ων αδικαιολόγητα αρνήθηκαν την επιστροφή του επιδίκου ακινήτου στις αιτήτριες. 

 

        Η προσεκτική εξέταση της προσβαλλόμενης πράξης υπό το φως της ολότητας των γεγονότων αναμφίβολα πρέπει να οδηγήσει στην ακύρωση της.  Αυτό, διότι οι λόγοι που οδηγούν τη διοίκηση να αποφασίσει κάποια συγκεκριμένη απαλλοτρίωση ερμηνεύονται αυστηρά και στενά ώστε να μην επιτρέπεται χρήση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου για οποιοδήποτε άλλο λόγο έξω από τους καθοριζομένους σκοπούς δημοσίας ωφελείας.  Το Άρθρο 23 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία προνοεί σαφώς ότι οποτεδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία απαλλοτριώνεται αναγκαστικώς, αυτή θα χρησιμοποιείται αποκλειστικώς γι΄ αυτό και μόνο το σκοπό.  Η διοίκηση σαφώς επέτρεψε εκτροπή από τον ίδιο το σκοπό που δημοσιεύθηκε στη Γνωστοποίηση, όταν σε πολύ σύντομο χρόνο μετά τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης, προέβηκε σε μίσθωση μέρους του τεμαχίου.  Στη μίσθωση ουδεμία αναφορά έγινε στην προηγηθείσα απαλλοτρίωση ούτε και παρουσιάζεται από τους όρους της μίσθωσης να συναρτάται αυτή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με το σκοπό δημοσίας ωφελείας που οδήγησε στη Γνωστοποίηση και μετέπειτα στο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης.

 

 Αναφέρει η διοίκηση υπό τύπο αιτιολογίας για τη μίσθωση ότι αυτή θεωρήθηκε αναγκαία υπό τύπο βοήθειας προς τον επίσης εκτοπισμένο Ν. Τρίκκη.  Αυτό, όμως, ουδόλως δικαιολογεί την εκ μέρους της διοίκησης μίσθωση μέρους του ακινήτου των αιτητριών για σκοπό άλλο από αυτό που καθορίστηκε στην απαλλοτρίωση.  Ποια σχέση είχε η μίσθωση της για την ανέγερση περιπτέρου όταν ο σκοπός ήταν η ανέγερση προσφυγικών οικιών;  Παρατηρείται δε ότι η μίσθωση είχε διάρκεια πέντε ετών από το 1976 μέχρι το 1981, γεγονός το οποίο δείχνει με σαφήνεια ότι από νωρίς για τουλάχιστο εκείνο το μέρος του τεμαχίου των αιτητριών, η διοίκηση δεν είχε σκοπό να υλοποιήσει τα καταγραφέντα στη Γνωστοποίηση.  Και όχι μόνο αυτό, αλλά και περαιτέρω, η μίσθωση αυτή επεκτάθηκε για ακόμη πέντε έτη από το 1987, μέχρι τις 23.8.1992. (σχετικά είναι τα κυανά 6-9, του μέρους του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως Τεκμ. Γ κατά τις διευκρινίσεις).  Αυτή η ανανέωση έγινε επειδή, ως αναφέρεται στο κυανούν 2 του πιο πάνω φακέλου, ο Ν. Τρίκκης απέδειξε ότι ήταν καλός ενοικιαστής, συνεπής στις υποχρεώσεις του και τακτικός στην καταβολή του ενοικίου, ώστε να του προσφερθεί, χωρίς να ζητηθούν μάλιστα προσφορές, η σύναψη νέας πενταετούς μισθώσεως.  Το επόμενο όμως έτος από την ανανέωση, το 1988, ο ενοικιαστής ανήγειρε παράνομες κατασκευές σε σημείο που στο ερυθρό 48 του φακέλου Τεκμ. Β, να αναφέρεται ότι υπάρχει τώρα παλαιό κτίριο το οποίο χρησιμοποιείται ως βιοτεχνία παρασκευής ζαχαροειδών. Μάλιστα, γεγονός που δεν αναφέρεται ή αναδύεται από την ένσταση ή τη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας, παρατηρείται πρόσθετα ότι το παράνομο ακίνητο που είναι μια μικρή βιομηχανική μονάδα το ανήγειρε κάποιος Μιχαλάκης Τρίκκης, άλλο δηλαδή πρόσωπο από τον ενοικιαστή Νικόλα Τρίκκη. (δέστε τα ερυθρά 24, 33 και 74 του Τεκμ. Β).

 

        Είναι πρόδηλο ότι η διοίκηση δεν μπορεί να επικαλείται τη δική της έκνομη ενέργεια που συνίστατο στην αρχική ενοικίαση το 1976, μέρους του τεμαχίου στο Νικόλα Τρίκκη για να δικαιολογεί 33 χρόνια μετέπειτα τη μη επιστροφή του ζητηθέντος ακινήτου στις αιτήτριες λόγω του ότι υπάρχουν παράνομες κατασκευές, τις οποίες εξακολουθεί η διοίκηση να ανέχεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εφόσον, όπως και ο ίδιος ο συνήγορος της Δημοκρατίας αποδέχεται, το διάταγμα κατεδάφισης που εκδόθηκε από το αρμόδιο Δικαστήριο το 1989, εξακολουθεί         20 ολόκληρα χρόνια μετέπειτα, μέχρι την ημερομηνία δηλαδή της προσβαλλόμενης πράξης, να μην υλοποιείται. 

 

        Στο Τεκμ. Γ, υπάρχει επιστολή ημερ. 1.9.88, με την οποία κλήθηκε ο Νικόλας Τρίκκης να κατεδαφίσει το παράνομο υποστατικό, άλλως θα τερματιζόταν η μίσθωση του, ενώ παρατηρείται και η ύπαρξη επιστολής ημερ. 6.9.93 από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως προς τον Δήμαρχο Λάρνακας, με την οποία φανερώνεται ότι είχε εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης στις 16.3.89 χωρίς προφανώς να είχε εκτελεστεί, όπως φανερώνεται άλλωστε και από την επιστολή ημερ. 31.1.2005 του Τμήματος Πολεοδομίας και Ανάπτυξης προς τον Μιχαλάκη Τρίκκη (και όχι τον Νικόλα Τρίκκη).  Έτι χειρότερο παρατηρείται από το κυανούν 30 του ενσωματωμένου φακέλου του Τεκμ. Γ, επιστολή ημερ. 21.9.2004 του Τμήματος προς τον Γενικό Εισαγγελέα με την οποία τον πληροφορούσε ότι το εκδοθέν διάταγμα κατεδάφισης ημερ. 15.3.89 δεν είχε εκτελεστεί διότι συμπεριλαμβανόταν στους φακέλους που καταστράφηκαν μέχρι το 1990, ζητώντας επομένως τη συγκατάθεση του «…. για να αρχίσει η διαδικασία από την αρχή για λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του κ. Νικόλα Τρίκκη, για κατεδάφιση των παρανόμων υποστατικών».  Έπεται ότι όταν η διοίκηση έγραφε στις 31.1.05 στον Μιχαλάκη Τρίκκη, ως ανωτέρω, (κυανούν 13 στον ενσωματωμένο φάκελο του Τεκμ. Γ), δεν υπήρχε σε ισχύ Δικαστικό Διάταγμα ή τουλάχιστον δεν μπορούσε να ληφθεί αντίγραφο αφού ο φάκελος είχε καταστραφεί και έπρεπε να ζητηθεί και εκδοθεί νέο διάταγμα.

 

        Η θέση της διοίκησης ότι δεν οφείλεται στην ίδια η μη συμμόρφωση με το σκοπό της απαλλοτρίωσης, ώστε να εισηγείται ότι δεν έχει καταστεί ανέφικτος ο σκοπός αυτός ή εύλογα μη υλοποιήσιμος, δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής, αλλά αντίθετα αυτοαναιρείται από την ίδια την πράξη της όταν όλως έξω από το γνωστοποιηθέντα σκοπό δημόσιας ωφελείας, ενοικίασε χώρο για την κατασκευή περιπτέρου, ενώ ο χώρος αυτός προοριζόταν για τη δημιουργία χώρου πρασίνου και την ανάπτυξη του οδικού δικτύου.  Τον οξύμωρο συλλογισμό που επικαλείται η Δημοκρατία, είναι η ίδια που τον προωθεί εδώ και όχι οι αιτήτριες.  Η εκδηλωθείσα παρανομία εκ μέρους του Ν. Τρίκκη ήταν απόρροια της κατάχρησης εκ μέρους της διοίκησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και μόνο τον εαυτό της πρέπει να μέμφεται για τη δημιουργηθείσα κατάσταση, την οποία, ως προηγουμένως αναφέρθηκε, εξακολουθεί να ανέχεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

 

        Δεν είναι δυνατόν για τη Δημοκρατία επικαλούμενη το λόγο της Ζήνων Ευθυμιάδης – ανωτέρω – να οχυρώνεται πίσω από τις δικές της ενέργειες, αλλά και παραλείψεις.  Τα «εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης» που αποκαθιστά, κατά την Ευθυμιάδης, την «ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου», καθορίζει ότι το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη είναι να δείξει ότι η διοίκηση δεν προέβη σε εκείνες τις ενέργειες που θα εκρίνοντο εύλογες υπό τις περιστάσεις.  Εδώ, όχι μόνο η διοίκηση παραλείπει να θέσει ακόμη και σήμερα τέρμα στην παρανομία (δεν υπήρξε καν πληροφόρηση αν ζητήθηκε ή εκδόθηκε νέο διάταγμα κατεδάφισης), αλλά και δημιούργησε η ίδια την προβληματική αυτή κατάσταση εκφεύγοντας σκοπίμως από το σκοπό της απαλλοτρίωσης.

 

        Όταν λοιπόν ο κ. Μαππουρίδης αναφέρεται στις παράνομες ενέργειες τρίτου ως δικαιολογούσες τη μη εκπλήρωση εκ μέρους της διοίκησης θετικής ενέργειας, είναι αναγκαία η υπόμνηση ότι η ίδια η διοίκηση καταστρατήγησε το σκοπό της απαλλοτριώσεως, ανεχόμενη επιπλέον για σειρά ετών τις παρανομίες που δημιούργησε ο ενοικιαστής.  Όπως λέχθηκε επίσης στην Ευθυμιάδης:

 

«……. η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου.»

 

Η διοίκηση εδώ αντικειμενικά έδωσε η  ίδια μέρος του απαλλοτριωθέντος χώρου σε τρίτο άτομο έξω από το σκοπό της Γνωστοποίησης, και ανέχεται για δύο δεκαετίες την παρανομία.  Αναμφίβολα, αυτό είναι έξω από κάθε μέτρο χρηστής διοίκησης, πλήττει δε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη προς αυτήν.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητριών και εναντίον των καθ΄ ων.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το         Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

 

                                    Στ. Ναθαναήλ,

                                               Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο