ΕΛΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ ν. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΣΤΕΓΗΣ, Υπόθεση Αρ. 152/2008, 13 Οκτωβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 152/2008)

 

 

13 Οκτωβρίου, 2010

 

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  28  ΚΑΙ

146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΛΕΝΑ  ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

 

Αιτήτρια,

ν.

 

 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ  ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ  ΣΤΕΓΗΣ,

 

Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

Δημοσθένης Στεφανίδης για Ιεροθέου & Καμπέρη, για την Αιτήτρια.

Νόρα Χρυσομηλά (κα), για Σκορδή & Παπαπέτρου, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η αιτήτρια, με την παρούσα προσφυγή, ζητά:-

 

«Α.  Απόφαση και/ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιήλθε σε γνώση της Αιτήτριας στις 23.11.2007 (επισυνάπτεται ως Παράρτημα), με την οποία οι καθ’ ων αποφάσισαν να μην προχωρήσουν στην πλήρωση της θέσης Εσωτερικού Ελεγκτή, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και πως ότι παρέλειψαν να ενεργήσουν οι καθ’ ων η αίτηση οφείλουν να το πράξουν.

 

Β.  Απόφαση και/ή δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται παράνομη, άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η ανάκληση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση για πλήρωση της θέσης Εσωτερικού Ελεγκτή που επιμαρτυρείται από την απόφαση και/ή πράξη των καθ’ ων η αίτηση για επαναπροκήρυξη και/ή νέα δημοσίευση και/ή τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

 

Γ.  Διαταγή του Δικαστηρίου που να δεσμεύει τους καθ’ ων η αίτηση να πράξουν κάθε τι το οποίο όφειλαν και δεν το έπραξαν.»

 

 

 

Η θέση του Εσωτερικού Ελεγκτή στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης, (ο «Οργανισμός»), είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, για την οποία το Σχέδιο Υπηρεσίας προνοεί τα ακόλουθα προσόντα:-

 

«Απαιτούμενα Προσόντα:

 

(1)       Μέλος ενός από τα πιο κάτω Σώματα Επαγγελματιών Λογιστών ή οποιουδήποτε άλλου Σώματος το οποίο ήθελε εγκριθεί ως ισότιμο από τον Υπουργό Οικονομικών:

 

 α.  The Institute of Chartered Accountants in England and Wales.

 

  βThe Institute of Chartered Accountants in Scotland.

 

  γThe Institute of Chartered Accountants in Ireland.

 

  δThe Chartered Association of Certified Accountants.

 

  εThe Chartered Institute of Management Accountants.

 

στThe Institute of Chartered Accountants in Australia.

 

  ζ.  The Canadian Institute of Chartered Accountants.

 

  η.  The New Zealand Society of Accountants.

 

  θ.  The American Institute of Certified Public Accountants και τριετής τουλάχιστο λογιστική / ελεγκτική πείρα σε εγκεκριμένο Ελεγκτικό Γραφείο ή σε ανώτερη θέση Δημόσιας Εταιρείας.

 

  ι.   The  Institute  of  Chartered  Accountants in South Africa και τριετής απασχόληση σε λογιστικό ή ελεγκτικό οίκο του οποίου ο διευθυντής ή ένας από τους διευθυντές είναι μέλος ενός από τα ήδη αναγνωρισμένα Σώματα Επαγγελματιών Λογιστών.

 

(2)       Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

 

(3)    Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.

 

Σημείωση:    Για την  πρώτη πλήρωση της θέσης μετά την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας μπορούν να ληφθούν υπόψη και υπάλληλοι του Οργανισμού που δεν έχουν τα στο (1) απαιτούμενα προσόντα, νοουμένου ότι έχουν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στα Οικονομικά, Εμπορικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Λογιστική και πενταετή τουλάχιστο πείρα σε λογιστικής / ελεγκτικής φύσεως καθήκοντα στον Οργανισμό.»

 

 

 

Οι υποψήφιοι για την πιο πάνω θέση κλήθηκαν σε γραπτή εξέταση, η οποία έγινε στις 6/6/2007, με βάση τις πρόνοιες του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998, (Ν. 6(Ι)/98), (όπως τροποποιήθηκε).  Η εξεταστέα ύλη περιλάμβανε τέσσερα θέματα - (Ελληνικά, Αγγλικά, Ειδικό Θέμα, Τεστ Ικανότητας) - στα οποία δόθηκε ίση βαρύτητα ποσοστού 25%.  Η αιτήτρια, με βάση τη συνολική βαθμολογία, κατετάγη πρώτη κατά σειρά επιτυχίας και κλήθηκε μαζί με άλλες δύο υποψήφιες, που ακολουθούσαν στη βαθμολογική κατάταξη, σε συνέντευξη στις 26/9/2007.

 

Μετά το  πέρας των συνεντεύξεων, το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού, (το «Συμβούλιο»), αποφάσισε να μην πληρώσει τη θέση, γιατί, όπως κατέγραψε στα πρακτικά του, δεν έμεινε ικανοποιημένο από τη γενική απόδοση των υποψηφίων και γιατί, από τις απαντήσεις που δόθηκαν, φάνηκε ότι οι υποψήφιες δεν είχαν επαρκή γνώση των καθηκόντων της θέσης και του τι θα αναμενόταν από αυτές, σε περίπτωση διορισμού τους.  Συγκεκριμένα, έκρινε ότι οι υποψήφιες «... δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν με επάρκεια στις υποχρεώσεις και στα καθήκοντα της πολύ σημαντικής και καίριας θέσης του Εσωτερικού Ελεγκτή του Οργανισμού».

 

Η αιτήτρια, η οποία πληροφορήθηκε τα πιο πάνω με επιστολή ημερομηνίας 23/11/2007, ισχυρίζεται ότι η εν λόγω απόφαση είναι παράνομη, γιατί:-

 

  (ι)  Δεν υποστηρίζεται από επαρκή αιτιολογία.

 

 (ιι)  Λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 6(Ι)/98.

 

(ιιι)  Λήφθηκε από όργανο του οποίου η συγκρότηση και η σύνθεση ήταν ελαττωματική· και

 

 (ιν)  Υπήρξε παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και του ΄Αρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), λόγω μη τήρησης πρακτικών.

 

Η αιτήτρια, επικαλούμενη τα πρακτικά του Συμβουλίου ημερομηνίας 26/9/2007, ισχυρίζεται ότι υπάρχει ζήτημα παράνομης σύνθεσής του, γιατί δεν προκύπτει από το φάκελο εάν το μέλος που σημειώνεται ως απόν - (Δ. Χριστοδούλου) - είχε προσκληθεί νομότυπα, ούτε και καταγράφεται ο λόγος της απουσίας του και, επίσης, γιατί σ’ αυτό συμμετείχε, χωρίς διακριτό ρόλο, στη λήψη της απόφασης ο Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού, (ο «Γενικός Διευθυντής»).  Επιπρόσθετα, προβάλλει ότι δεν έχουν τηρηθεί πρακτικά των προηγούμενων συνεδριάσεων του Συμβουλίου για το ζήτημα της πλήρωσης της επίδικης θέσης, ενώ και αυτά της 26/9/2007 είναι, από απόψεως περιεχομένου, ελλιπή, σε βαθμό που καθιστούν την προσβαλλόμενη απόφαση αναιτιολόγητη.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση απαντά ότι η απουσία του Δ. Χριστοδούλου δεν επηρέασε τη σύνθεση του Συμβουλίου, από τη στιγμή που υπήρχε απαρτία και το συγκεκριμένο μέλος προσκλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα.   Παρουσιάστηκε προς τούτο η σχετική πρόσκληση ημερομηνίας 20/9/2007, η οποία κοινοποιήθηκε με τηλεομοιότυπο στα μέλη, περιλαμβανομένου του Δ. Χριστοδούλου, και επί της οποίας τέθηκε χειρόγραφη σημείωση, με μονογραφή αρμόδιου λειτουργού, επιβεβαιωτική της παραλαβής της από τους αποδέκτες της.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, δεν ήταν αναγκαία, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, η καταγραφή στα πρακτικά του λόγου απουσίας του πιο πάνω μέλους.  Το περιεχόμενο τους είναι διατυπωμένο με σαφήνεια και αιτιολογεί επαρκώς τη ληφθείσα απόφαση, χωρίς να βρίσκεται σε διάσταση είτε με την αρχή της χρηστής διοίκησης είτε με το ΄Αρθρο 24 του Ν. 158(Ι)/99.

 

Για την εξέταση των πιο πάνω, θεωρώ χρήσιμη την παράθεση αυτούσιου του πρακτικού της 26/9/2007:-

 

 

ΠΡΑΚΤΙΚΑ  ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ  ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ  -  ΑΡ.  383

 

Τετάρτη, 26 Σεπτεμβρίου 2007, στα Κεντρικά Γραφεία του Οργανισμού, στις 4.30 μ.μ.

 

Π Α Ρ Ο Ν Τ Ε Σ:

 

Κος. Χρ. Λοϊζίδης                              -           Πρόεδρος

Κος. Τ. Κληρίδης                               -           Αντιπρόεδρος

Κος. Α. Αντώνη                                 -           Μέλος

Κος. Γ. Γαβριήλ                                 -           Μέλος

Κος. Μ. Ευθυμίου                              -           Μέλος

Κος. Σ. Καλογήρου                           -           Μέλος

Κος. Π. Κωνσταντινίδης                   -           Μέλος

Κος. Α. Παπαδόπουλος                   -           Μέλος

 

Κος. Χ. Σιαμπαρτάς                          -           Γενικός Διευθυντής

 

 

ΑΠΩΝ:

 

Κος. Δ. Χριστοδούλου                      -            Μέλος

 

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΓΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΛΕΓΚΤΗ

 

Στην  προφορική εξέταση προσήλθαν και εξετάστηκαν και οι τρεις υποψήφιες που είχαν κληθεί, η ΄Ελενα Χριστοφή, η Μαρούλλα Κωνσταντίνου και η Ειρήνη Σταυρινού.  Μετά το πέρας των συνεντεύξεων, το Συμβούλιο, αφού εξέτασε τα στοιχεία των αιτήσεων και την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αποφάσισε να μην  πληρώσει τη θέση καθότι δεν θεώρησε οποιαδήποτε από τις υποψήφιες ως κατάλληλη για διορισμό στη θέση αυτή.   Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο δεν έμεινε ικανοποιημένο από τη γενική απόδοση των υποψηφίων και επίσης, από τις απαντήσεις που δόθηκαν, φάνηκε ότι οι υποψήφιες δεν είχαν επαρκή γνώση των καθηκόντων της θέσης και του τι θα αναμένετο από αυτές στην περίπτωση διορισμού τους στη θέση αυτή.  Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο έκρινε ότι οι υποψήφιες δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν με επάρκεια στις υποχρεώσεις και στα καθήκοντα της πολύ σημαντικής και καίριας θέσης του Εσωτερικού Ελεγκτή του Οργανισμού.»

 

 

 

Θεωρώ ότι η απουσία του Δ. Χριστοδούλου δεν επηρεάζει τη σύνθεση, εφόσον προκύπτει ότι αυτός είχε νομότυπα και εμπρόθεσμα προσκληθεί, όπως απαιτεί η νομολογία και το ΄Αρθρο 21(3) του Ν. 158(Ι)/99.  Ο λόγος της απουσίας του δεν απαιτείτο να καταγραφεί.

 

Δεν ισχύουν, όμως, τα ίδια σε σχέση με τη σύνθεση του Συμβουλίου, στην οποία παρίστατο, προφανώς, καθ’ όλη τη διάρκειά της ο Γενικός Διευθυντής, πρόσωπο που δεν ανήκει στο Συμβούλιο και είναι ξένο προς την κατά νόμο συγκρότησή του.

 

Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 10(2) του περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμου του 1980, (Ν. 43/80), (όπως τροποποιήθηκε), ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος διορίζεται από το Συμβούλιο με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, αποτελεί τον πρώτο εκτελεστικό λειτουργό του Οργανισμού και φέρει την ευθύνη της υλοποίησης της πολιτικής του.   Ούτε ο Ν. 43/80 αλλά ούτε και οι σχετικοί περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (Διάρθρωσις και ΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1981, (Κ.Δ.Π. 167/81), (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»), περιέχουν πρόβλεψη για το ρόλο του Γενικού Διευθυντή στη διαδικασία πλήρωσης θέσεων ή για τη συμμετοχή του στις συνεδρίες του Συμβουλίου.  Επομένως, η παρουσία του θα εξεταστεί υπό το πρίσμα των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών και του ΄Αρθρου 21(2) του Ν. 158(Ι)/99, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:-

 

«(2)  Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.»

 

 

 

Εάν θεωρηθεί ότι ο Γενικός Διευθυντής παρίστατο ως υπηρεσιακός παράγοντας για την παροχή διευκρινίσεων και πληροφοριών προς το Συμβούλιο, αυτός θα έπρεπε να αποχωρήσει από τη συνεδρία προτού αρχίσει η συζήτηση μεταξύ των μελών.  ΄Οπως λέχθηκε στην Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145:- (σελ. 155)

 

«Σύμφωνα με τη γενική αρχή που διέπει τη σύνθεση των συλλογικών οργάνων της Διοίκησης, στη συνεδρία - σύσκεψη που λαμβάνεται απόφαση δεν επιτρέπεται να παρίστανται κατά τη διάρκεια της διαλογικής συζήτησης μεταξύ των μελών και της ψηφοφορίας για λήψη της σχετικής απόφασης, πρόσωπα που δεν συμπεριλαμβάνονται στη, σύμφωνα με το Νόμο, συγκρότησή τους ...»

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, η παρουσία του Γενικού Διευθυντή, προφανώς, μέχρι τέλους, αφού δε σημειώθηκε ότι αυτός αποχώρησε πριν από τη διαβούλευση και λήψη της απόφασης, κατέστησε τη σύνθεση του Συμβουλίου προβληματική.

 

Αναφορικά με την περαιτέρω διαδικασία, η εισήγηση της αιτήτριας ότι στα πρακτικά υπάρχει πρόβλημα αιτιολογίας είναι βάσιμη.  Η αξιολόγηση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, οι οποίες, τελικά, απέβησαν και ο καθοριστικός παράγοντας για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν καταγράφεται με επάρκεια στα πρακτικά.  Η διατύπωση του πρακτικού, όπως αυτό παρατέθηκε, δεν ικανοποιεί τις ανάγκες του αναθεωρητικού ελέγχου.  Η αναφορά ότι το Συμβούλιο δεν έμεινε ικανοποιημένο από τη γενική απόδοση των υποψηφίων και ότι από τις απαντήσεις που δόθηκαν διαφάνηκε ότι οι υποψήφιες δεν είχαν επαρκή γνώση των καθηκόντων της θέσης και του τι θα αναμενόταν από αυτές στην περίπτωση διορισμού τους δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια γενική τοποθέτηση, χωρίς το απαραίτητο υπόβαθρο.

 

Στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων στον Οργανισμό, επειδή το ζήτημα των συνεντεύξεων, ως στοιχείου κρίσης, δε ρυθμίζεται στους οικείους Κανονισμούς, εφαρμόζεται το ΄Αρθρο 24(2) του Ν. 158(Ι)/99, το οποίο προβλέπει ότι:-

 

«(2)   Στις περιπτώσεις  διορισμών ή προαγωγών επιβάλλεται η καταγραφή των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης και κάθε άλλου γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης.  Δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης ούτε και η καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων.   Οι τυχόν προσωπικές σημειώσεις των μελών σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδονται από τα μέλη αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων και αποτελούν μέρος του οικείου φακέλου.»

 

 

 

Θεωρώ ότι τα σχόλια που διατυπώθηκαν στα πρακτικά δε συνιστούν καταγραφή αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης.   Εξάλλου, δεν προκύπτει αν είχε γίνει προκαθορισμός των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν, καθώς και των θεμάτων που κάλυψε η συνέντευξη, ούτε και αξιολόγηση της απόδοσης της κάθε υποψήφιας.  Αντίθετα, το Συμβούλιο  κατέληξε στο συμπέρασμα ακαταλληλότητας και των τριών υποψηφίων, στη βάση μιας γενικής κρίσης, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.  Η αιτήτρια κατείχε τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και συγκέντρωσε ψηλή βαθμολογία - (79/100) - στο ειδικό θέμα της γραπτής εξέτασης, το οποίο, όπως καθορίστηκε από τον Οργανισμό, αφορούσε στο αντικείμενο της θέσης, σύμφωνα με τα καθήκοντα του Σχεδίου Υπηρεσίας - Λογιστική και Έλεγχο.  Στη Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 236, το Δικαστήριο, για παρόμοια περίπτωση, όπου η Ε.Δ.Υ. δεν προέβη σε πλήρωση θέσεων, γιατί έκρινε ότι οι υποψήφιοι δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, σημείωσε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:- (σελ. 239-240)

 

«Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ε.Δ.Υ., το μόνο το οποίο άπτεται της καταλληλότητας των συστηθέντων για διορισμό ή προαγωγή, είναι το ακόλουθο:-

 

‘Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω, έκρινε ότι, υπό το φως των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας, ούτε οι συστηθέντες, ούτε οι άλλοι υποψήφιοι έχουν την ικανότητα να ανταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης.  Ιδιαίτερα, η Επιτροπή σημείωσε ότι πρόκειται για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, της οποίας τα καθήκοντα και οι ευθύνες είναι αυξημένα και σοβαρά και θα αναμένετο από τους υποψήφιους να είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ’ αυτά επαρκώς, ασκώντας οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία, όπως προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.’

 

Το απόσπασμα είναι επεξηγηματικό των προσόντων και ιδιοτήτων που απαιτούνται για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης και δηλωτικό της ακαταλληλότητας των υποψηφίων να ανταποκριθούν σ’ αυτά.  Δεν αναφέρει όμως, τους λόγους για τους οποίους οι υποψήφιοι και ειδικά οι συστηθέντες ήταν ακατάλληλοι να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης ή να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της.  Ο εφεσείων κατείχε τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, περιλαμβανομένου του πλεονεκτήματος και είχε επιπρόσθετα τη σύσταση της προϊσταμένης Αρχής.

 

Το εύρημα της Ε.Δ.Υ., ότι ο εφεσείων ήταν ακατάλληλος για προαγωγή στη θέση, δεν αιτιολογείται, όπως αναγνωρίστηκε και από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας κατά την ακρόαση της έφεσης.  Το γεγονός αυτό καθιστά την επίδικη διοικητική απόφαση τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση.

 

Συντρέχει και δεύτερος λόγος για τον οποίο πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση.  Η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα, δεν αιτιολογείται, κατ’ αντίθεση προς τις σχετικές διατάξεις του νόμου (΄Αρθρο 34(10) του Ν. 1/90).  Η παράλειψη της Ε.Δ.Υ. εκτρέπει την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από τα θέσμια του νόμου και την καθιστά απαράδεκτο στοιχείο κρίσεως.   Η Ε.Δ.Υ. άχθηκε στην απόφασή της υπό το φως, όπως αναφέρει, όλων των στοιχείων που εξειδικεύονται στο πρακτικό της, μεταξύ των οποίων και των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης.»

 

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.200,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                                                                                                         Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                      Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο