ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1785/2008, 12 Οκτωβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1785/2008)

 

12 Οκτωβρίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Α. Μ. Κωνσταντίνου,  για τον Αιτητή.

Ελ. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερομηνίας 18.9.2008, με την οποία προήγαγε εκ νέου μετά από επανεξέταση, το ενδιαφερόμενο μέρος Δημήτριο Δημητρίου και για πρώτη φορά το ενδιαφερόμενο μέρος Γκλόρια Γεωργίου, στη μόνιμη θέση Φοροθέτη (Φόρος Εισοδήματος), Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, από 1.9.2006.  Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση προέκυψε ύστερα από επανεξέταση η οποία κατέστη αναγκαία μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε επιτυχή προσφυγή την οποία καταχώρησε επίσης ο αιτητής, εναντίον προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής, ημερομηνίας 25.8.2006, με την οποία προήχθη ο Δημητρίου και μία άλλη υποψήφια.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη απόφασή του έκρινε ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Δημητρίου και της άλλης υποψήφιας δεν ήταν αιτιολογημένη, αφού δεν επισημάνθηκε κάποιο συγκεκριμένο κριτήριο ή ένα συγκεκριμένο στοιχείο στη σταδιοδρομία των προαχθέντων που να δικαιολογούσε πειστικά την επιλογή τους.

 

Εν όψει της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης, η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερομηνίας 21.7.2008, αποφάσισε όπως επανεξετάσει τη διαδικασία.  Αποφάσισε επίσης όπως κληθεί ο Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων για να προβεί σε νέα σύσταση.

 

Ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.  Ο Δημητρίου συστήθηκε εκ νέου από το Διευθυντή, ενώ η Γεωργίου συστήθηκε για πρώτη φορά.

 

Στη συνέχεια επιλήφθηκε η Επιτροπή η οποία αφού έλαβε υπ΄ όψιν τα τρία κριτήρια και τη σύσταση του Διευθυντή, αποφάσισε στις 18.9.2008 ότι τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν των άλλων υποψηφίων και τους προσέφερε προαγωγή, αναδρομικά από 1.9.2006.

 

Ο βασικότερος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει, εφ΄ όσον συγκρούεται με το δεδικασμένο και με τα στοιχεία των φακέλων, ενώ είναι αναιτιολόγητη και πεπλανημένη.  Αρχικά, για να στηρίξει το επιχείρημά του αναλύει τα τρία κριτήρια, για να επισημάνει ότι, ενώ ισοβαθμεί με τα ενδιαφερόμενα μέρη στις ετήσιες εκθέσεις, υπερέχει σε προσόντα και αρχαιότητα.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 35 (4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, κατά την πλήρωση θέσεων προαγωγής οι συστάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες.

 

Αναφορικά με την αξία, όπως αυτή φαίνεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις για τα τελευταία δέκα χρόνια, στα οποία ανέτρεξαν ο Διευθυντής και η Επιτροπή, αιτητής και ενδιαφερόμενα μέρη έχουν αξιολογηθεί σχεδόν ταυτόσημα με βαθμολογία «εξαίρετος» στα τελευταία έξι έτη, με τα ενδιαφερόμενα μέρη να προηγούνται του αιτητή για τα έτη 1996-1999 κατά τρία «εξαίρετος».  ΄Οπως έχει νομολογηθεί (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403 και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 9/07, ημερ. 17.7.2009, το οριακό αυτό προβάδισμα δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία, εφ΄ όσον πρέπει να εξετάζεται η γενική εικόνα των υποψηφίων.

 

Αναφορικά με την αξία του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους Δημητρίου (που αποτελεί το κοινό ενδιαφερόμενο μέρος και στις δύο προσφυγές), παρατηρώ καθ΄ υπόδειξη του αιτητή, ότι βασικά ο πρωτόδικος δικαστής διαπίστωσε ότι είναι σχεδόν ταυτόσημη.  Στα τελευταία πέντε χρόνια η βαθμολογία τους είναι ίση αφού βαθμολογήθηκαν «εξαίρετος» σε όλα τα στοιχεία, ενώ υπάρχει ένα προβάδισμα του Δημητρίου το οποίο οφείλεται σε μια οριακή διαφορά στις αξιολογήσεις των ετών 1996-1999.

 

Παρά ταύτα ο Διευθυντής κατά τη σύστασή του υπέρ του Δημητρίου, προσέδωσε στη διαφορά στην αξία καθοριστική σημασία για να δικαιολογήσει τη σύστασή του.

 

Εν όψει των πιο πάνω στοιχείων καταδεικνύεται παραβίαση του δεδικασμένου από πλευράς του Διευθυντή κατά τη σύστασή του υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους Δημητρίου.

 

Αναφορικά με τα πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα τα οποία δεν αποτελούν βέβαια πλεονέκτημα, ο αιτητής ορθά ισχυρίζεται ότι υπερέχει, εφ΄ όσον κατέχει τέσσερα προσόντα πανεπιστημιακού ή κολλεγιακού επιπέδου, σε αντίθεση με τα ενδιαφερόμενα μέρη που διαθέτουν από ένα μόνο πανεπιστημιακό προσόν. Φαίνεται ότι ο Διευθυντής προέβη σε απλή αναφορά στα πτυχία που διαθέτουν οι υποψήφιοι περιλαμβανομένων και των συστηνόμενων.

 

Το θέμα των προσόντων εξέτασε και ο δικαστής στην προηγούμενη προσφυγή, με αποτέλεσμα η απόφασή του να αποτελεί δεδικασμένο.  Κρίθηκε ότι ο αιτητής έχει και την ανάλογη υπεροχή.  Το δικαστήριο είχε κρίνει ότι τα τέσσερα πρόσθετα προσόντα του, αφού θεωρήθηκαν ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, θα έπρεπε να του προσδώσουν και την ανάλογη υπεροχή στο συγκεκριμένο στοιχείο κρίσης.

 

Ο αιτητής φαίνεται ότι είναι αρχαιότερος των ενδιαφερομένων μερών. Στην προηγούμενη θέση της επίδικης, αυτή του Βοηθού Φοροθέτη, 2ης τάξης, ο αιτητής και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη τοποθετήθηκαν στην ίδια ημερομηνία, την 3.2.1992.  Όπως κρίθηκε και στην προηγούμενη απόφαση, όταν η αρχαιότητα κατά τον πρώτο διορισμό είναι η ίδια, υπολογίζεται η ηλικία.  Ο αιτητής γεννήθηκε στις 6.3.1954, η Γεωργίου στις 9.11.1959 και ο Δημητρίου στις 13.6.1962.  Επομένως ο αιτητής υπερτερεί, έστω και συμβολικά σε αρχαιότητα.

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, δεν φαίνεται τα ενδιαφερόμενα μέρη να υπερέχουν σε κανένα κριτήριο του αιτητή, με αποτέλεσμα η σύσταση του Διευθυντή να καθίσταται αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.  Καταδεικνύεται επίσης παραβίαση του δεδικασμένου σε σχέση με τη σύσταση του Διευθυντή ως προς το ενδαφερόμενο μέρος Δημητρίου.

 

Εφ΄ όσον η σύσταση του Διευθυντή πάσχει, αυτή παρασύρει σε ακυρότητα την προσβαλλόμενη απόφαση.  Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με €1.400 έξοδα υπέρ του αιτητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

/ΜΔ          


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο