ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 222/09, 223/09 και 224/09, 18 Οκτωβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 222/09, 223/09 και 224/09)

 

18 Οκτωβρίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 222/09)

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

(Υπόθεση Αρ. 223/09)

 

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

 

 

(Υπόθεση Αρ. 224/09)

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές σε όλες τις προσφυγές.

Κυρ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Με τις παρούσες προσφυγές οι αιτητές προσβάλλουν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Κωνσταντίνου Μούζουρου στη μόνιμη θέση Αρχιδεσμοφύλακα, Τμήμα Φυλακών.  Η θέση είναι θέση προαγωγής.

 

Στη συνεδρία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή») ημερ. 23.8.2007, ο Διευθυντής Φυλακών σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος και ένα άλλο πρόσωπο, τον Παύλο Θεοφάνους, του οποίου η επιλογή δεν προσβλήθηκε με προσφυγή.  Η Επιτροπή προέβη σε σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος και ο Θεοφάνους υπερέχουν των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στη μόνιμη θέση Αρχιδεσμοφύλακα.

 

Οι νομικοί ισχυρισμοί των αιτητών είναι ταυτόσημοι.  Υποστηρίζουν ότι παρατηρήθηκε έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με την κατοχή εκ μέρους του ενδιαφερόμενου προσώπου του προσόντος της δεκαεξαετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στη θέση δεσμοφύλακα από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην κλίμακα Α7, ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και ότι τέλος η απόφαση της Επιτροπής πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, καθώς και από έλλειψη αιτιολογίας.

 

Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί μεταξύ των άλλων προσόντων και δεκαεξαετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση δεσμοφύλακα από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην κλίμακα Α7.  Επίσης σύμφωνα με τη  σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας, υπάλληλοι που υπηρετούσαν στη θέση δεσμοφύλακα κατά τη 16.2.1996, μπορούν να προαχθούν με δωδεκαετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση δεσμοφύλακα ή και στις  προηγούμενες θέσεις δεσμοφύλακα (κλ. Α7) και δεσμοφύλακα (κλ. Α2-Α5) ή (κλ. Α3-Α5) από την οποία διετής τουλάχιστον υπηρεσία στην κλίμακα Α7.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι προσοντούχος γιατί δεν πληροί την απαιτούμενη προϋπόθεση της πενταετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στην κλίμακα Α7 σύμφωνα με το προσόν (1), αλλά ούτε και τη σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας αφού δεν κατέχει την απαιτούμενη διετή τουλάχιστον υπηρεσία στην κλίμακα Α7.  Δεν φαίνεται, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, να έχει διεξαχθεί περί τούτου η δέουσα έρευνα και ούτε υπάρχει αιτιολογία γιατί και πώς κρίθηκε προσοντούχος, πολύ δε περισσότερο γιατί κρίθηκε ως ο καταλληλότερος και επιλέγηκε για προαγωγή.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση παρέλειψε στην ουσία να απαντήσει στα πιο πάνω επιχειρήματα των αιτητών και αντιπαρέβαλε γενικές αρχές της νομολογίας.  Τα επιχειρήματά του εξαντλούνται στη θέση ότι όλα τα στοιχεία των υποψηφίων ήταν ενώπιον της Επιτροπής και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας παρέμεινε ατεκμηρίωτος και στη νομολογιακή αρχή ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και εμπίπτει εντός της διακριτικής του ευχέρειας.  Το δικαστήριο δεν επεμβαίνει, συνεχίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος, παρά μόνο όταν η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Πολύ φοβούμαι ότι μια τέτοια απάντηση δεν είναι αρκετή.  Όταν γίνεται ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με την κατοχή συγκεκριμένου προσόντος του σχεδίου υπηρεσίας από το ενδιαφερόμενο μέρος, είναι καθήκον των καθ΄ ων η αίτηση να δείξουν ότι η σχετική απόφαση της Επιτροπής είναι και αιτιολογημένη, αλλά και ότι πράγματι έγινε η δέουσα έρευνα.  Δεν αποτελεί καθήκον του δικαστηρίου να ερευνήσει πρωτογενώς κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε ή όχι τα προσόντα, αλλά απλώς να αποφασίσει μέσα από τα εγειρόμενα επιχειρήματα για το κατά πόσο η απόφαση της Επιτροπής επί του θέματος ήταν ορθή.

 

Έτσι, εν όψει όλων των ενώπιόν μου στοιχείων, θεωρώ ότι πράγματι η Επιτροπή παρέλειψε να διεξάγει τη δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους του συγκεκριμένου προσόντος.

 

Οι προσφυγές όμως θα πρέπει να επιτύχουν και για ένα άλλο λόγο.  Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.  Οι καθ΄ ων η αίτηση αντίθετα υποστηρίζουν ότι η σύσταση «είναι υπερβολικά εκτενής και λεπτομερειακή» και ότι παρατίθενται με κάθε λεπτομέρεια οι λόγοι που ώθησαν το Διευθυντή στη σύσταση του ενδιαφερόμενου μέρους.  Περαιτέρω υποστηρίζουν ότι η σύσταση είναι συμβατή με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Η σύσταση δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων.  Το θέμα της αιτιολογίας της σύστασης εξετάζεται πάντα σε συνάρτηση με τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, αξία, προσόντα και αρχαιότητα, όπως αυτά εξάγονται από τα στοιχεία των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των υποψηφίων.  Η αιτιολογία δεν πρέπει να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, ούτε να δημιουργεί εικόνα εντελώς διαφορετική ανατρέποντας τα υπάρχοντα δεδομένα, αλλά ούτε και να αποτελεί απλή επανάληψη ή ανάπλαση των εν λόγω στοιχείων (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695).

 

Στην παρούσα υπόθεση φαίνεται ότι δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στα πρόσθετα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, τα οποία, σύμφωνα με το Διευθυντή, έχουν μεν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν συνιστούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν.  Ο Διευθυντής παραθέτει όλα τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους με μεγάλη λεπτομέρεια.

 

Ως προς την αξία ο Διευθυντής αναφέρει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ουδενός υστερεί ή και υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία χρόνια.  Στο θέμα της αρχαιότητας ο Διευθυντής είναι πολύ περιληπτικός.  Αναφέρει απλώς ότι έλαβε υπ΄ όψιν ότι αριθμός υποψηφίων οι οποίοι δεν συστήνονται, είτε υπερέχουν, είτε ακολουθούν σε αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους και διαθέτουν πρόσθετα προσόντα, όπως και ο συστηθείς.  Έναντι όλων αυτών, καταλήγει ο Διευθυντής, ο συστηθείς υπερέχει σε αξία, είτε οριακά, είτε ουσιαστικά, ενώ υπερέχει επίσης στο σύνολο των προσόντων και γι΄ αυτό τον θεωρεί ως καταλληλότερο.

 

Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπ΄ όψιν εφ΄ όσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης.  Εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να τα σταθμίσει, αποφεύγοντας αφ΄ ενός να μην δίδεται υπερβολική βαρύτητα ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και αφ΄ ετέρου να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.  Μέσα σε αυτά τα όρια το δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.

 

Στην παρούσα περίπτωση συνέβη ακριβώς αυτό. Εν όψει υποψηφίων οι οποίοι λίγο πολύ ήταν ισότιμοι σε αξία και με τους αιτητές να προηγούνται πλέον των 5 χρόνων σε αρχαιότητα, ο Διευθυντής έδωσε στα πρόσθετα προσόντα το βάρος της σύστασης για να προτιμήσει το ενδιαφερόμενο μέρος. Κι΄ αυτό χωρίς να ληφθεί υπ΄ όψιν ότι και οι αιτητές κατείχαν πρόσθετα προσόντα για τα οποία δεν γίνεται καμιά αναφορά στη σύσταση.

 

Όσο κι΄ αν η αρχαιότητα έχει υποτιμηθεί στο παρελθόν δεν παύει να είναι ένα από τα τρία κριτήρια τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπ΄ όψιν και όπως έχει νομολογηθεί, στην περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία, η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει ακόμα και λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του προϊστάμενου (Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71, 79).

 

Οι αιτητές διορίστηκαν στη θέση δεσμοφύλακα στις 15.4.1983 και από 1.5.1994 κατέχουν την κλίμακα Α7.  Αντίθετα το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στη θέση δεσμοφύλακα την 1.6.1989 και δεν έχει φτάσει ακόμα στην κλίμακα Α7.  Η σαφής αυτή υπεροχή των αιτητών σε αρχαιότητα παραγνωρίστηκε με την απλή αναφορά ότι ο συστηθείς υπερέχει σε αξία, έστω και οριακά.  Θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις η οριακή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία και τα πρόσθετα προσόντα που έχει, δεν ήταν αρκετά ώστε να παραγνωριστεί με τόση ευκολία η μεγάλη αρχαιότητα των αιτητών.  Η αρχαιότητα, όπως είπαμε και πιο πάνω, δεν παύει να είναι ένα από τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, ενώ αντίθετα τα πρόσθετα προσόντα που έχουν σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, έχουν την όποια σημασία θα τους αποδοθεί από το διορίζον όργανο.

 

Εν όψει των πιο πάνω, οι προσφυγές θα πρέπει να επιτύχουν και η προσβαλλόμενη πράξη να ακυρωθεί.  

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, τα οποία υπολογίζω σε κάθε προσφυγή στα €1.300 πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο