ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αίτηση Αρ. 23/2010)
14 Οκτωβρίου, 2010
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΑΠΟ
FARSHAD KHAMSEN
Αιτητής παρών.
Ι. Δημητρίου (κα), για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Παρούσα για σκοπούς μετάφρασης είναι η κα Μαντάνα Νεοφύτου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση, ο Αιτητής ζητά να του παραχωρηθεί νομική αρωγή, ώστε να μπορέσει να διορίσει δικηγόρο με απώτερο στόχο την καταχώρηση προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 19.2.2010, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 9.9.2010.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά περιγράφονται στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, ο Αιτητής κατάγεται από το Ιράν. Εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία ως επισκέπτης, με προσωρινή άδεια μέχρι 9.7.2000 και παρέμεινε μέχρι τις 14.3.2001, οπότε και ζήτησε να του επιτραπεί να παραμείνει, προσωρινά μέχρι να εξεταστεί από την Υπάτη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες το αίτημα του για να του παραχωρηθεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα. Η αίτηση του εκείνη απορρίφθηκε στις 22.1.2002 και έκτοτε ο Αιτητής παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα. Στις 10.5.2002 συνελήφθη από την Αστυνομία. Στη συνέχεια φαίνεται να επανεξετάστηκε το αίτημά του από την Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, η οποία στις 13.2.2003 επιβεβαίωσε την προηγούμενη απορριπτική της απόφαση.
Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του νόμιμα, στις 25.5.2000 επειδή συνελήφθησαν άλλα μέλη της οικογένειάς του και επίκειτο και η δική του σύλληψη. Υποστήριξε ότι αν και δεν ήταν μέλος, ήταν υποστηριχτής της οργάνωσης Mojahedin. Επίσης ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κύπρο, δραστηριοποιήθηκε όχι ως ενεργό μέλος κάποιας συγκεκριμένης οργάνωσης, αλλά προσπαθούσε πάντοτε να ενημερώνει άλλα άτομα, με τα οποία είχε επικοινωνία για την άσχημη πολιτική κατάσταση που επικρατεί στο Ιράν και για τα απαράδεκτα πράγματα που συμβαίνουν εκεί, στο όνομα του Ισλάμ. Ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, υποστήριξε ότι αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ενδεχομένως να αντιμετωπίσει δεκαετή φυλάκιση, λόγω των πολιτικών δραστηριοτήτων του.
Η Υπηρεσία Ασύλου, η οποία εξέτασε το αίτημά του, αποφάσισε την απόρριψή του, δυνάμει του άρθρου 3 (βάσιμος φόβος καταδίωξης) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000, στο εξής «ο Νόμος»), δυνάμει του άρθρου 19 (καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας) και δυνάμει του άρθρου 19Α (προσωρινή διαμονή για ανθρωπιστικούς λόγους).
Ο Αιτητής στη συνέχεια, προσέφυγε στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία, αφού εξέτασε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της, απέρριψε την προσφυγή και επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Σύμφωνα με την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, τα περιστατικά της υπόθεσης, δεν στοιχειοθετούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα, όπως προβλέπεται στα άρθρα 3-3(Δ) του Νόμου. Όπως διαπίστωσε η Αρχή, ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Επίσης, βρήκε ότι απέτυχε να αποδείξει ότι θα έπρεπε να του δοθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, ή το καθεστώς της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Ο Αιτητής επιθυμεί να προσβάλει την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής και προς το σκοπό αυτό επιθυμεί να διορίσει δικηγόρο για να τον βοηθήσει. Δεν έχει τα οικονομικά μέσα και με την αίτησή του ζητά νομική αρωγή. Η αίτηση επιδόθηκε στη Δημοκρατία, η οποία έφερε ένσταση στην έκδοση του ζητούμενου διατάγματος.
Κατά την ακρόαση της αίτησης, ο αιτητής ανέφερε ότι ο λόγος που θεωρεί την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής λανθασμένη, είναι ότι μέχρι σήμερα δεν του δόθηκε η ευκαιρία να θέσει ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής, την «κλήση» που έλαβε το 2000 για να παρουσιαστεί ως κατηγορούμενο πρόσωπο ενώπιον του Επαναστατικού Δικαστηρίου, για τις πολιτικές του δραστηριότητες. Το γεγονός ότι δεν είχε το συγκεκριμένο έγγραφο, ισχυρίζεται ότι ήταν ένας από τους παράγοντες που η Υπηρεσία Ασύλου και η Αναθεωρητική Αρχή δεν πείστηκαν για την εκδοχή του. Σήμερα όμως, κατάφερε να εξασφαλίσει το έγγραφο και παρουσίασε αντίγραφο του στο Δικαστήριο. Σύμφωνα με επίσημη μετάφραση του εγγράφου, πρόκειται για «δικαστική κλήση» στην οποία όμως δεν αναφέρεται οποιαδήποτε κατηγορία ή άλλα στοιχεία ουσίας.
Από την άλλη, η δικηγόρος για τη Δημοκρατία, υποστηρίζοντας την ένσταση της στην αίτηση, ανέφερε ότι ο Αιτητής παρέλειψε να δείξει γιατί η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής είναι εκ πρώτης όψεως λανθασμένη. Αναφορικά με τη «Δικαστική Κλήση» από το Ισλαμικό Δικαστήριο του Ιράν, ανέφερε ότι το όλο ζήτημα εξετάστηκε τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου όσο και από την Αναθεωρητική Αρχή και η μετάφραση της «Κλήσης» που παρουσίασε στην παρούσα διαδικασία ο Αιτητής, δεν προσθέτει οτιδήποτε.
Ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος του 2002 (Ν. 165(Ι)/2002), όπως τροποποιήθηκε με την εισαγωγή του άρθρου 6Β(2)(β), δίδει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση» στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας εκδίκασης της προσφυγής. Κατά την εξέταση της Αίτησης, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει επιπρόσθετα υπόψη ότι από τη μια ο Αιτητής δεν θα πρέπει να στερηθεί χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματος που του δίδει το Σύνταγμα να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, στη βάση του Άρθρου 146 και από την άλλη να μην παραχωρείται νομική αρωγή ανεξέλεγκτα, με αποτέλεσμα τη σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών οι οποίες δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας. Κατά την άποψή μου, το θέμα θα πρέπει να εξεταστεί με βάση το υλικό που ο Αιτητής θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου και στη λογική των πραγμάτων. Αναφορικά με το επίπεδο που θα πρέπει να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο, κατά την άποψή μου αρκεί να διαφαίνεται κάποιο ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.
Στην προκειμένη περίπτωση το κύριο θέμα που εγείρεται από τον Αιτητή, είναι ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν έλαβε υπόψη τη «Δικαστική Κλήση». Εξετάζοντας τον ισχυρισμό, πάντοτε εκ πρώτης όψεως και χωρίς να αποφασίζω οτιδήποτε επί της ουσίας, συμφωνώ με τη συνήγορο για τους Καθ’ων η αίτηση ότι η προσφυγή που προτίθεται να καταχωρήσει ο Αιτητής με τα συγκεκριμένα παράπονα που διατύπωσε, δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Μελετώντας την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, διαπιστώνω ότι το θέμα της «Δικαστικής Κλήσης» εξετάστηκε στη σελίδα 10 της απόφασης. Το ότι σήμερα ο Αιτητής προσκόμισε μετάφραση της «Κλήσης», δεν αλλάζει τα βασικά γεγονότα και εκ πρώτης όψεως δεν αυξάνει στις πιθανότητες έκδοσης δικαστικής απόφασης υπέρ του. Σύμφωνα με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ 533, το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου. Με βάση τα όσα ο Αιτητής έθεσε ενώπιόν μου, δεν έχω ικανοποιηθεί, πάντοτε εκ πρώτης όψεως, ότι είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση, σε περίπτωση εκδίκασης της προτεινόμενης προσφυγής, στην οποία ο Αιτητής θα περιλαμβάνει τα ίδια παράπονα και τους ίδιους λόγους για ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.
Με βάση τα όσα ο Αιτητής ανέφερε στην αγόρευσή του, φαίνεται να πιστεύει ότι η καταχώρηση προσφυγής θα του επιτρέψει να παρατείνει την παραμονή του στην Κύπρο, εν αναμονή της απάντησης των αμερικανικών αρχών, στο αίτημά του να του επιτρέψουν να μεταναστεύει στις ΗΠΑ, όπου βρίσκεται και η αδελφή του. Όμως, αυτό δεν είναι στοιχείο που προσθέτει οτιδήποτε στις πιθανότητες επιτυχίας σε περίπτωση που ο Αιτητής καταχωρήσει προσφυγή.
Με βάση τα πιο πάνω, είναι η κατάληξή μου ότι η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει.
Η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς διαταγή για τα έξοδα.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο