ΗΛΙΚΚΟΣ ΧΑΒΑΤΖΙΑΣ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 245/2009, 26 Οκτωβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

        (Υπόθεση Αρ. 245/2009)

 

26 Οκτωβρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

1.    ΗΛΙΚΚΟΣ ΧΑΒΑΤΖΙΑΣ,

2.    ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,

3.    ΣΤΕΛΙΟΣ Λ. ΙΩΑΝΝΟΥ,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------

Γ. Καραπατάκης, για τους Αιτητές.

Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3.

Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

-------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι αιτητές με την υπ΄ αρ. 249/2006 προσφυγή προσέβαλαν την προαγωγή στη θέση του Υπαστυνόμου αριθμού ενδιαφερομένων μερών, στην πορεία δε η προσφυγή εκείνη συνενώθηκε με άλλες οκτώ προσφυγές οι οποίες επεδίωκαν με τη σειρά τους την ακύρωση της προαγωγής είτε των ιδίων, είτε επιπρόσθετων ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Υπαστυνόμου.  Όλες οι προσφυγές οδηγήθηκαν σε ακρόαση το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η έκδοση απόφασης στις 19.12.2008, με την οποία ο Φωτίου, Δ., ακύρωσε την προαγωγή τριάντα ενός ενδιαφερομένων μερών για τον μοναδικό λόγο ότι δεν είχε δοθεί η έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στις προαγωγές, προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 17 του περί Αστυνομίας Νόμου αρ. 73(Ι)/04, όπως τροποποιήθηκε, και οι σχετικοί περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/04), ως τροποποιήθηκαν. 

 

        Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του ακυρωτικού Δικαστηρίου, ο Φωτίου, Δ., ακολουθώντας πάγια πρακτική και με αναφορά στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Βασιλειάδη (2006) 3 Α.Α.Δ. 297, δεν θεώρησε σκόπιμο να εξετάσει τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης.  Προχώρησε μόνο να αναφερθεί σε δύο άλλες πρωτόδικες αποφάσεις τις Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2327/06, ημερ. 15.5.08 (Νικολάτος, Δ.) και Μαούρης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2286/06, ημερ. 4.6.06 (Γαβριηλίδης, Δ.), όπου η προαγωγή των εκεί ενδιαφερομένων μερών (πρόκειτο για παρόμοια υπόθεση προαγωγής σε θέσεις Ανώτερου Υπαστυνόμου και Λοχία), ακυρώθηκε επίσης, αλλά για ανεπάρκεια αιτιολογίας.  Ο Φωτίου, Δ., είπε επίσης και τα εξής:

 

«Εν πάση περιπτώσει εδώ το έκρινα ήδη ορθό να μην προχωρήσω και εξετάσω άλλους λόγους από αυτό της μη έγκρισης εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως όπως ήδη αποφάσισα πιο πάνω.  Διευκρινίζω ότι η απόφαση αυτή δεν επηρεάζει την προαγωγή όσων προσώπων δεν προσβλήθηκε η προαγωγή τους με προσφυγή ή των ενδιαφερομένων μερών εναντίον των οποίων έχουν αποσυρθεί κάποιες από τις προσφυγές και δεν έχουν παραμείνει ενδιαφερόμενα μέρη σε καμιά υπόθεση.»

 

        Το αποτέλεσμα ήταν η επανεξέταση με βάση, όπως αναφέρει η ένσταση της Δημοκρατίας, το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης, ούτως ώστε ο Αρχηγός Αστυνομίας να υιοθετήσει τον τρόπο και τη διαδικασία αξιολόγησης που είχε διενεργηθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο και που οδήγησαν στην προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών «…… καθότι παρέμειναν όλα άθικτα, αμετάβλητα και ανεπηρέαστα από την ακυρωτική απόφαση.» (παρ. 3 της ένστασης).  Επομένως, ενόψει του λόγου ακύρωσης των προαγωγών από τον Φωτίου, Δ., ο οποίος αποφάσισε ότι δεν υπήρχε πρακτικό με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, παρά μόνο απάντηση από λειτουργό του Υπουργείου που κρίθηκε ανεπαρκής από τις περιστάσεις,  ο Αρχηγός Αστυνομίας συμμορφούμενος με την απόφαση και με δεδομένα τα υπόλοιπα στοιχεία, αποφάσισε στην άσκηση της εξουσίας του  με βάση το προαναφερθέν άρθρο 17(1), να προάξει αναδρομικά τα ενδιαφερόμενα μέρη στο βαθμό του Υπαστυνόμου.   Ζητήθηκε η σχετική έγκριση από τον Υπουργό, ο οποίος ενέκρινε προσωπικά πλέον τις προαγωγές με σχετική επιστολή ημερ. 21.1.2009.  Να σημειωθεί ότι στην προηγηθείσα διαδικασία, ο Αρχηγός είχε εισηγηθεί αρχικά την πλήρωση               43 κενών θέσεων με την επιστολή του ημερ. 23.12.2005 και αργότερα με νέα επιστολή του ημερ. 2.1.2006, εισηγήθηκε την πλήρωση και τριών πρόσθετων κενών θέσεων.

 

        Οι αιτητές επανήλθαν με την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας ακύρωση των προαγωγών στη βάση των όσων και προηγουμένως είχαν εγείρει στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις αρ. 249/06 κ.λ.π. και τα οποία δεν εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο με την εκδοθείσα απόφαση του Φωτίου, Δ.  Συγκεκριμένα οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η αξιολόγηση τους σε σύγκριση με αυτή των ενδιαφερομένων μερών από την Επιτροπή Αξιολόγησης ήταν αναιτιολόγητη, συγκρουόμενη με τους προσωπικούς φακέλους, τα ατομικά δελτία και τις ετήσιες αξιολογήσεις των τελευταίων τεσσάρων ετών, ενώ λόγω των προβλημάτων που παρουσιάζονται στην επιμέρους βαθμολογία των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης, ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται αδύνατος. 

 

        Η Δημοκρατία στην ένσταση, αλλά και στη γραπτή της αγόρευση, εισηγείται ότι δόθηκε πλήρης αιτιολογία από την Επιτροπή Αξιολόγησης μέσα από την αντιπαραβολή των βαθμολογιών των ετησίων εκθέσεων των διαδίκων σε απόλυτη συμφωνία με τους λαμβανόμενους στο θέμα Κανονισμούς της Κ.Δ.Π. 214/04.  Ως εκ τούτου και ενόψει του ότι τα έντυπα αξιολόγησης τόσο της Επιτροπής Αξιολόγησης, όσο και του Συμβουλίου Κρίσεως έτυχαν επιδοκιμασίας από το Ανώτατο Δικαστήριο ο δικαστικός έλεγχος είναι απόλυτα εφικτός, το δε αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε τέτοιου είδους ζητήματα που αφορούν ειδικές γνώσεις, ενώ η κατηγοριοποίηση των κριτηρίων και η απόδοση βαθμών σε ένα έκαστο εξ αυτών αποτελεί από μόνη της επαρκή αιτιολογία. 

 

Εκ των παρόντων δώδεκα ενδιαφερομένων μερών, μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 3, Θωμάς Χατζηκυριάκου, εμφανίστηκε στη διαδικασία και καταχώρησε γραπτή αγόρευση.  Πέραν της γενικότερης θέσης περί της καθόλα έγκυρης και νόμιμης απόφασης των καθ΄ ων με την ταυτόχρονη θέση ότι οι αξιολογήσεις που έγιναν ήταν πλήρως αιτιολογημένες και συνάδουσες με τα στοιχεία των φακέλων, το ενδιαφερόμενο μέρος ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται λόγω δεδικασμένου να εγείρουν τους πιο πάνω λόγους ακυρότητας διότι προηγούνταν του λόγου για τον οποίο ακυρώθηκε η προηγούμενη διαδικασία προαγωγής των ιδίων ενδιαφερομένων μερών.  Εφόσον, κατά τον ισχυρισμό που προβάλλεται, ο μόνος λόγος ακύρωσης ήταν το γεγονός ότι δεν δόθηκε έγκριση  από τον Υπουργό, η οποία ήταν και η τελική απόφαση, οτιδήποτε είχε προηγηθεί του λόγου αυτού θεωρείται νόμιμο και δεδικασμένο εφόσον δεν εφεσιβλήθηκε η απόφαση του Φωτίου, Δ.  Να σημειωθεί ότι παρόμοια ένσταση δεν ήγειρε η Δημοκρατία. 

 

Έχει όντως αποφασιστεί από τη νομολογία ότι επιτυχών διάδικος δυνατόν να ασκήσει έφεση για να αποφασιστούν ζητήματα ακυρότητας που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, αλλά δεν είχαν αποφασιστεί.  Η Ολομέλεια στη Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, αποφάσισε ότι τέτοια ζητήματα μπορούν να τίθενται «….. εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του εφεσείοντα.».  Πιο πρόσφατα, η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε με αναφορά στη Χατζηγεωργίου  και στην Κωνσταντής Καντούνας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 40/07, ημερ. 6.7.2010.  Στην υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, διευκρινίστηκε ότι το διοικητικό όργανο διενεργεί την επανεξέταση στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι βέβαια εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς όμως να επηρεάζεται ταυτόχρονα και η δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά ζήτημα όταν διαπιστώνεται λόγος προς τούτο.  Το διοικητικό όργανο κατά τα άλλα, κατά την εξέταση, σύμφωνα και με την Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413, δεσμεύεται από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα με αντίστοιχο όμως περιορισμό του διοικούμενου ότι δεν μπορεί να εγείρει κατά το δοκούν θέματα τα οποία θα μπορούσε να είχε εγείρει στην προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων. 

 

Με βάση τις πιο πάνω αρχές, η παρούσα περίπτωση παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα.  Το ακυρωτικό αποτέλεσμα είχε ως υπόβαθρο την, κατά το Δικαστήριο, έλλειψη έγκρισης των προαγωγών από τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.  Η έγκριση του Υπουργού ήταν βεβαίως το τελικό στάδιο που θα επέφερε την τελείωση της διοικητικής διαδικασίας και την επισφράγιση της διοικητικής πράξης.  Στην ουσία με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, όπως κρίθηκε από τον Φωτίου, Δ., δεν παρέμεινε πράξη ώστε να προέκυπτε από την όλη διαδικασία ζήτημα δέσμευσης των αιτητών επί προηγηθέντων του λόγου ακύρωσης ζητημάτων ώστε να ήταν εύλογα αναμενόμενο απ΄ αυτούς να καταχωρήσουν έφεση επί των όσων δεν εξετάστηκαν.  Όπως  άλλωστε φανερώνεται και από την ένσταση της Δημοκρατίας, η όλη διαδικασία επαναλήφθηκε στην ουσία από την αρχή, έστω με την υιοθέτηση των όσων προηγήθηκαν της τελικής έγκρισης από τον Υπουργό.  Στα Παραρτήματα Η και Θ της ένστασης περιλαμβάνονται οι επιστολές του Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 5.1.2009 και 22.1.2009 προς τον Υπουργό, με τις οποίες γίνεται ακριβώς αναφορά ότι ο λόγος ακύρωσης της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών ήταν η ανυπαρξία σχετικού πρακτικού φέρον την έγκριση του Υπουργού.  Ο Αρχηγός θεώρησε ότι είχαν παραμείνει άθικτα τα προηγηθέντα και επομένως υιοθέτησε τον τρόπο και τη διαδικασία αξιολόγησης χωρίς να παρίστατο ανάγκη επανεξέτασης της υπόθεσης ή επανάληψης της όλης διαδικασίας από τον Αρχηγό.    

 

Η υιοθέτηση βεβαίως της προηγηθείσας διαδικασίας παρέπεμπε στην ουσιαστική επαναφορά των ήδη διαπιστωθέντων από τις Επιτροπές Αξιολόγησης, Ενστάσεων και Κρίσεως, ώστε οι αιτητές να έχουν λόγο να θέσουν εκ νέου τα κατά την άποψη τους ελλείμματα στη διαδικασία, ιδιαιτέρως εφόσον τα είχαν εγείρει και προηγουμένως με την προσφυγή υπ΄ αρ. 249/2006, η όλη δε διαφορά παρέμενε inter partes.  Συνεπώς η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

        Ως προς την ουσία, η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων όπως προβλέπεται από τους σχετικούς κανονισμούς διέρχεται μέσα από την Επιτροπή Αξιολόγησης η οποία εξετάζει υποψηφίους με βάση τον Καν. 7(7) μέχρι και σε τετραπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων, στη συνέχεια δε η Επιτροπή Αξιολόγησης ετοιμάζει κατάλογο όλων των υποψηφίων προς προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας.  Ο κατάλογος αυτός υποβάλλεται προς την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων η οποία έχει το δικαίωμα να λάβει και εξετάσει ενστάσεις από διάφορους υποψηφίους που υποβάλλονται εντός δεκαημέρου.  Με τη συμπλήρωση και αυτής της διαδικασίας υποβάλλεται τελικός κατάλογος προς το Συμβούλιο Κρίσεως το οποίο συνεξετάζει όλα τα ενώπιον του στοιχεία περιλαμβανομένης και της βαθμολογίας που τα μέλη του δίνουν κατά την προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων.  Ετοιμάζεται πίνακας μαζί με τα σχετικά έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως και υποβάλλονται στον Αρχηγό Αστυνομίας οι υποψήφιοι που συστήνονται για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας.  Ο Αρχηγός, αφού συνεκτιμά όλα τα ενώπιον του δεδομένα, υποβάλλει με τη σειρά του τον τελικό πίνακα με τα μέλη της αστυνομίας που συστήνει για προαγωγή στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. 

       

        Εδώ, το βασικό παράπονο των αιτητών, όπως εξειδικεύεται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου τους, έγκειται στο γεγονός ότι τόσο τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης, όσο και η ίδια η Επιτροπή Αξιολόγησης, ως σώμα, αξιολόγησε τους αιτητές έναντι των ενδιαφερομένων μερών χωρίς να παράσχει εκείνη την απαραίτητη αιτιολογία που προδιαγράφεται από τον Καν. 7(2) και 7(5) των Κανονισμών.  Προς τούτο παρατίθενται τα δέκα επί μέρους στοιχεία στα οποία τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης βαθμολόγησαν τους αιτητές σε σαφή αναντιστοιχία με τα λαμβανόμενα από τις ετήσιες αξιολογήσεις του 2001-2004.  Επικαλείται ο κ. Καραπατάκης συναφή παραδείγματα, όπως, ότι για τον αιτητή 1, ενώ αυτός είχε βαθμολογηθεί στο στοιχείο των διοικητικών προσόντων για τα έτη 2001, 2002 και 2003, ως «πολύ καλός» και για το έτος 2004 ως «εξαίρετος», έλαβε από την Επιτροπή Αξιολόγησης τη μέση βαθμολογία των 3.6, τα ενδιαφερόμενα όμως μέρη Ο. Οδυσσέως, Γ. Σούπερμαν, Χ. Χ”Γιασεμή, Θ. Χ”Κυριάκου, Ε. Ερωτοκρίτου και Μ. Δημητρίου που είχαν ακριβώς την ίδια αξιολόγηση «πολύ καλός» για τα έτη 2001-2003 και «εξαίρετος» για το έτος 2004, βαθμολογήθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης με τον ανώτατο βαθμό 4, στο ίδιο αυτό στοιχείο  των διοικητικών/ηγετικών ικανοτήτων. 

 

        Κατά δεύτερο λόγο, η αναιτιολόγητη αξιολόγηση ειδικά προς τα δέκα στοιχεία αξιολόγησης με βάση τον Καν. 7(2)(α), ως προς την αξία, καθιστά το δικαστικό έλεγχο αδύνατο.  Κατά τη θέση του συνηγόρου, η περίπου στερεότυπη και φερόμενη ως αιτιολογία της βαθμολογίας του κάθε μέλους της Επιτροπής Αξιολόγησης πρόταση ότι έχει μελετήσει τον προσωπικό φάκελο και το ατομικό δελτίο των τεσσάρων τελευταίων ετησίων εκθέσεων αξιολόγησης και έλαβε και τη συμβουλή του άμεσα προϊσταμένου του, δεν πληροί το κριτήριο του Κανονισμού για αιτιολογημένη αξιολόγηση κάθε υποψηφίου σε σχέση με την αξία αυτού.  Η γενική, με άλλα λόγια, απλή αριθμητική αποτίμηση των στοιχείων, δεν καθιστά αιτιολογημένη την κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης. 

 

        Το Δικαστήριο ετοίμασε και επισυνάπτει προς τούτο, συγκριτικό πίνακα όπου φαίνεται η πορεία ενός εκάστου των αιτητών, καθώς και ενός εκάστου των ενδιαφερομένων μερών τόσο στο στάδιο της βαθμολογίας από την Επιτροπή Αξιολόγησης, όσο και την κατάταξη αυτών μετά από την εξέταση των ενστάσεων από την Επιτροπή Ενστάσεων, αλλά και την τελική κατάταξη και τη βαθμολογία εκάστου από το Συμβούλιο Κρίσεως.  Είναι φανερό από αυτή την αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων, ότι οι τρεις αιτητές κατατάχθησαν κατά σειρά 48ος, 113ος και 78ος με τελική  αντίστοιχη βαθμολογία 59.25, 55.90 και 57.56.  Έναντι των αιτητών, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν  καλύτερη τελική κατάταξη και σαφώς υπέρτερη τελική βαθμολογία.  Ακόμη και εκείνο το ενδιαφερόμενο μέρος, Σωτήρης Χρυσού, που είχε τη χειρότερη κατάταξη ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη, ερχόμενος 38ος με τελική βαθμολογία 59.65, υπερτερούσε έναντι του αιτητή αρ. 1, που είχε τελική κατάταξη 48ος και τελική βαθμολογία 59.25.

Όλη η διαδικασία εξέτασης των υποψηφιοτήτων προς ανάδειξη των καλυτέρων ώστε να προταθούν για προαγωγή διέρχεται μέσα από τρία επίπεδα, όπως έχει διαφανεί ήδη, δηλαδή, την Επιτροπή Αξιολόγησης, την Επιτροπή Ενστάσεων και το Συμβούλιο Κρίσεως.  Στο Συμβούλιο Κρίσεως έγινε και προφορική εξέταση-συνέντευξη με βάση τον Καν. 9(5) και επομένως ο τελικός κατάλογος διαμορφώθηκε και με βάση την τελική αυτή διαδικασία η οποία, όπως αποκαλύπτει ο συνημμένος πίνακας, σε ορισμένες περιπτώσεις άλλαξε άρδην τα δεδομένα.  Για παράδειγμα, ο αιτητής 1, Ηλίκκος Χαβάτζιας από 29ος κατετάχθη εν τέλει 48ος ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 7, Νικόλας Θεοδώρου από 58ος κατά τη διαδικασία της Επιτροπής Αξιολόγησης και 62ος κατά τη διαδικασία της Επιτροπής Ενστάσεων κατετάγη τελικώς 35ος.  Τέτοιες αλλαγές που διαφοροποίησαν αρκετά τα δεδομένα παρατηρούνται για αρκετούς από τους υποψήφιους, όπως επίσης και για τον αιτητή 2, όπου από 109ος   στην Επιτροπή Αξιολόγησης κατετάχθη 113ος  στο Συμβούλιο Κρίσεως, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 3, Θωμάς Χ”Κυριάκου από 51ος και 53ος στην Επιτροπή Αξιολόγησης και Επιτροπή Ενστάσεων, αντίστοιχα, κατετάγη εν τέλει 20ος μετά και τη διαδικασία του Συμβουλίου Κρίσεως.

 

        Όπως ορθά παρατηρεί και ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, η τελική κατάταξη βασίζεται σε μια σειρά παραγόντων που δεν περιορίζεται αυστηρά και μόνο στην αντιστοιχία των δεδομένων των ετησίων εκθέσεων αξιολόγησης αλλά περιλαμβάνουν και τις απόψεις του άμεσα υπευθύνου του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τον Καν. 7(4), τον οποίο άμεσα υπεύθυνο συμβουλεύεται κατά τη συμπλήρωση του εντύπου αξιολόγησης η Επιτροπή Αξιολόγησης.  Ιδιαιτέρως όμως οι υποψήφιοι διέρχονται μέσα από τη διαδικασία της προσωπικής συνέντευξης από το Συμβούλιο Κρίσεως, σύμφωνα με τον Καν. 9(4)(α), η οποία με βάση την παρ. (γ), βαθμολογείται με ανώτατο όριο επτά μονάδων. 

 

        Παρατηρείται από τα δεδομένα της προσφυγής των τριών αιτητών ότι ουδείς προσβάλλει την τελική κατάταξη του από το Συμβούλιο Κρίσης και ουδείς επίσης προσβάλλει τα αποτελέσματα της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων.  Αυτή η παράλειψη έχει τη δική της σημασία εφόσον δεν δείχνουν οι αιτητές ότι τυχόν σφάλμα κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης, όπως οι ίδιοι διατείνονται, μεταφέρθηκε ή επηρέασε τις υπόλοιπες δύο διαδικασίες ενώπιον είτε της Επιτροπής Ενστάσεων, είτε ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. 

 

        Πιο αναλυτικά, παρατηρείται ιδιαίτερα για τον αιτητή 1, ότι παρόλον που θέτει διάφορα επιμέρους ζητήματα σε σχέση με τις βαθμολογίες που απέδωσε σ΄ αυτόν στο ζήτημα της αξίας το κάθε μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης, θεωρώντας ότι ενδιαφερόμενα μέρη που είχαν την αυτή ετήσια αξιολόγηση βαθμολογήθηκαν υψηλότερα από αυτόν, εν τούτοις δεν υπέβαλε ένσταση στην Επιτροπή Ενστάσεων επί αυτών των θεμάτων και επομένως κωλύεται από το να τα εγείρει εκ των υστέρων διά της προσφυγής του.  Όπως παρατηρείται από τη σχετική επιστολή της Επιτροπής Ενστάσεων ημερ. 29.11.2005 ενσωματωμένη στο Παράρτημα Α της ένστασης, η ένσταση που είχε υποβάλει σχετιζόταν μόνο, όπως αναφέρεται στο μέρος που σχετίζεται με την αιτιολόγηση της απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων, με τη βαθμολογία της παρ. ΙΙΙ του Μέρους ΙΙ σε σχέση με τον προσωπικό φάκελο και ατομικό δελτίο του, αναφορικά με το στοιχείο της πολύ καλής γνώσης ξένων γλωσσών ως κάτοχος πιστοποιητικού επιτυχίας σε εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα πέμπτου έτους των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης.  Η ένσταση απερρίφθη επικυρώνοντας έτσι την πενταμελή Επιτροπή Αξιολόγησης που δεν βαθμολόγησε με οποιαδήποτε μονάδα το πιστοποιητικό αυτό, εφόσον σύμφωνα με τα όσα καταγράφει η Επιτροπή Ενστάσεων το αποδεκτό τεκμήριο για τη διαπίστωση της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, σύμφωνα με τα καθορισθέντα από την Ε.Δ.Υ., θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον πιστοποιητικό επιτυχίας του έκτου έτους.  Επομένως, ο αιτητής 1 εφόσον έλαβε μέρος και στη μεταγενέστερη διαδικασία, χωρίς να ενστεί ως προς τα όσα σήμερα παραπονείται, δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα την όλη διαδικασία.  Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι ένας αιτητής εφόσον λαμβάνει μέρος στη διαδικασία δεν μπορεί να την αποδοκιμάζει ταυτόχρονα προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους.  (Ηλία ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Ζωή Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 254, Ανδρέας Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 388/06 κ.ά., ημερ. 18.4.2008 και Μάριος Παπαευριβιάδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 246/09, ημερ. 23.2.2010.).

 

        Όσον αφορά τους άλλους δύο αιτητές, αυτοί έθεσαν τα ζητήματα της επιμέρους βαθμολογίας για τα οποία τώρα παραπονούνται και ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων, η οποία όμως για μεν τον αιτητή 2, η Επιτροπή Ενστάσεων απέρριψε τις θέσεις του, ενώ για τον αιτητή 3, η Επιτροπή Ενστάσεων έδωσε επιπλέον 0.20 μονάδα στο στοιχείο της ευδόκιμης υπηρεσίας σε τρεις διαφορετικές μονάδες.  Όπως όμως παρατηρήθηκε και προηγουμένως, ούτε ο αιτητής 2, ούτε ο αιτητής 3 βάλλουν εναντίον του αντίστοιχου αποτελέσματος από την Επιτροπή Ενστάσεων και βεβαίως δεν προσβάλλουν τελικώς την κρίση του Συμβουλίου Κρίσεως  η οποία διαμόρφωνε και τη συνολική κατάταξη τους.  Κωλύονται επομένως από το να εγείρουν σήμερα την κατ΄ ισχυρισμόν λανθασμένη βαθμολόγηση τους, έναντι άλλων, από την Επιτροπή Αξιολόγησης. 

 

        Έπεται ότι ενώ οι τρεις αιτητές δεν θα μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να νομιμοποιούντο στην προβολή ισχυρισμών για λόγους ακυρότητας για τη διαδικασία που ακολούθησε τον τελικό καταρτισμό του καταλόγου, εφόσον δεν συστήθηκαν για προαγωγή από τον Αρχηγό προς τον Υπουργό (Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1590), όφειλαν να προσβάλουν την κατ΄ ισχυρισμόν πλημμέλεια κάθε προηγούμενης διαδικασίας και κάθε σταδίου αυτής.  Παραλείποντας όμως να προσβάλλουν είτε τα αποτελέσματα της Επιτροπής Ενστάσεων, είτε και της Επιτροπής Κρίσεως, κατά περίπτωση, ουσιαστικά αποδέχθηκαν τα δεδομένα τους.

 

        Ο κ. Καραπατάκης παραπέμπει στη νομολογιακή αρχή ότι η ακυρότητα προπαρασκευαστικής πράξης συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την τελική διοικητική πράξη, ενόψει της σύνδεσης των στοιχείων στη σύνθετη διοικητική ενέργεια.  Η αρχή αυτή είναι βεβαίως ορθή και κατ΄ επανάληψη επιβεβαιωθείσα.  Στην υπό κρίση περίπτωση όμως ενυπάρχουν διάφορα στάδια που οδηγούν στην τελική πράξη.  Το ένα δε απ΄ αυτά παρέχει δικαίωμα  αναθεώρησης των αποφάσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης.  Όπως προδιαγράφει ο Καν. 7(6), η Επιτροπή Ενστάσεων εξετάσει γραπτές ενστάσεις σε θέματα που αναφέρονται σε προφανή αντικειμενικά σφάλματα επί όλων των στοιχείων που εξετάζει η Επιτροπή Αξιολόγησης στο Μέρος ΙΙ του σχετικού εντύπου.  Τα λάθη, που τουλάχιστον οι αιτητές 2 και 3 εισηγήθηκαν ότι είχε η αξιολόγηση τους, ενέπιπταν στα αντικειμενικά αυτά σφάλματα εφόσον και η προσφυγή τους εδράζεται στην ουσία στην εξώφθαλμη αναντιστοιχία των ετήσιων εκθέσεων και τα εν γένει δεδομένα τους με τη δοθείσα βαθμολογία.  Εξ ου και δόθηκαν πρόσθετες 0.20 μονάδες στον αιτητή 3.

 

        Ο κ. Καραπατάκης αναφέρθηκε στις αποφάσεις στις υποθέσεις Πολύβιος Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – στις συνεκδ. υποθ. Ανδρέα Σάββα ν. Δημοκρατίας και Βασούλα Γιαννακού ν. Δημοκρατίας, αρ. 175/09 και 242/09, ημερ. 31.5.2010 (Κραμβής, Δ.) και στις συνεκδ. υποθ. Ιωάννης Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 1700/07 κ.ά., ημερ. 18.6.2010, (Παμπαλλής, Δ.), ως αυθεντίες που υποστηρίζουν τη θέση του ότι αναμενόταν συγκεκριμένη αιτιολογία  για τις βαθμολογίες που έδωσαν τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης.  Αυτά με αναφορά στα όσα ο Καν. 7(2) και ο Καν. 7(5) ρητά προδιαγράφουν.  Να σημειωθεί ότι οι δύο τελευταίες αποφάσεις Σάββα και Χαραλάμπους ακολούθησαν την Χατζηβασιλείου. 

 

        Οι τρεις πιο πάνω αποφάσεις διαφοροποιούνται τα μέγιστα από την παρούσα ενόψει του ότι και στις τρεις, οι εκεί αιτητές είχαν προσβάλει όλη τη διαδικασία συμπεριλαμβανομένης ρητά και της δοθείσας αιτιολογίας ή έλλειψης αυτής από την Επιτροπή Ενστάσεων και το Συμβούλιο Κρίσεως.  Μάλιστα στη Σάββα, η παράμετρος που εξετάστηκε ήταν ο υποσκελισμός της αξιολόγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης από τα όσα το Συμβούλιο Κρίσεως μετέπειτα διαφοροποίησε άρδην προς βλάβη των αιτητών.  Όπως ήδη προαναφέρθηκε στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές δεν προσβάλλουν τα αποτελέσματα είτε της Επιτροπής Ενστάσεων, είτε του Συμβουλίου Κρίσεως.  Κατά δεύτερο λόγο, η αναφορά σε αιτιολογία στους Κανονισμούς κρίνεται ότι δεν επιβάλλει οποιαδήποτε ιδιαίτερη αιτιολογία πέραν της καταγραφής από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης των θέσεων που τους οδήγησαν στη συγκεκριμένη βαθμολογία των αιτητών ή των ενδιαφερομένων μερών.  Η αναφορά, επομένως, ότι μελετήθηκαν οι προσωπικοί φάκελοι, τα ατομικά δελτία, οι τέσσερεις τελευταίες ετήσιες εκθέσεις, αλλά λήφθηκε και η συμβουλή του αμέσως προϊσταμένου εκάστου υποψηφίου είναι επαρκής αιτιολόγηση.    

 

Γενικότερα έχει αποφασισθεί ότι τα καταρτισθέντα έντυπα αξιολόγησης είναι σε αρμονία με τους Κανονισμούς  και  όπως   έχουν   διαμορφωθεί  σε κατηγορίες και  μονάδες  αποτελούν από μόνα τους ικανοποιητική αιτιολογία.  (Ανδρέας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 303/2004, ημερ. 28.6.2005, Ν. Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 305/2004 κ.ά., ημερ. 31.10.2005 και Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω). Η διαφοροποίηση που ο κ. Καραπατάκης εντόπισε ως προς την κατά την άποψη του άνιση μεταχείριση μεταξύ ομοίων κρίσεων αναδυομένων από τις ετήσιες εκθέσεις, παραγνωρίζει τη συμβολή και συμβουλή εκάστου προϊσταμένου, η οποία λαμβάνεται υπόψη προς διαμόρφωση του αποτελέσματος.  Με άλλα λόγια δεν πρόκειται για απλή μεταφορά στα έντυπα αξιολόγησης των δεδομένων που ανευρίσκονται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις.  Διαφορετικά η όλη διαδικασία θα εξαντλείτο σε μια μηχανιστική διεργασία.  Έτσι κρίνεται ότι ακόμη και μετά την αναδιαμόρφωση των Κανονισμών με την υφιστάμενη   Κ.Δ.Π. 214/04, η αναφορά σε αιτιολογημένη αξιολόγηση στους Καν. 7(2) και 7(5), δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα από την προηγούμενη νομολογία.  Τα έντυπα από μόνα τους επιμερίζουν τα στοιχεία και τα κριτήρια ως προς την αξία και των άλλων δεδομένων και επομένως εξακολουθούν από μόνα τους να δίνουν την αιτιολόγηση, η δε καταγραφή ως προς το τι λήφθηκε υπόψη προς αυτή την κατεύθυνση από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης και τον προϊστάμενο του υποψηφίου, αποτελούν την νοητική διεργασία αυτών, περιέχουσα εγγενή αιτιολογία.  Ακόμη και πλέον εξειδικευμένη να ήταν η αιτιολογία, θα περιείχε και πάλι αυτή την εσωτερική νοητική σκέψη, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η συγκεκριμένη βαθμολογία.

 

Περαιτέρω, οι αιτητές και ιδιαίτερα ο αιτητής 1, ο οποίος είχε την καλύτερη τελική κατάταξη και βαθμολογία από τους τρεις, δεν έδειξαν ότι ακόμη και εάν προστίθεντο οι μονάδες που εισηγούνται θα υπερτερούσαν των ενδιαφερομένων μερών ή θα τους έδινε τουλάχιστον τη δυνατότητα να έχουν προβάδισμα με αναφορά στην κατάταξη τους είτε από την Επιτροπή Αξιολόγησης, είτε από την Επιτροπή Ενστάσεων.  Η επιπρόσθετη βαθμολογία ακόμη και όπως την αξιώνουν οι αιτητές δεν θα τους ενέτασσε ούτε στον τελικό κατάλογο,  (με εξαίρεση τα όσα μεταγενέστερα αναφέρονται για τον αιτητή 1), εφόσον η Επιτροπή Κρίσεως είχε δώσει πρόσθετες μονάδες στον κάθε υποψήφιο ως αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης. Θα έπρεπε οι αιτητές να δείξουν με κάποιου είδους αριθμητική αντιπαραβολή τη δυνατότητα αυτή ώστε τα όσα λέγουν να μην παραμένουν σε θεωρητικό επίπεδο.  Αυτά μάλιστα με δεδομένο ότι ο αιτητής 1 δεν προσέβαλε καν την αξιολόγηση του από την ίδια την Επιτροπή Αξιολόγησης σε αυτά τα θέματα, ενώ οι αιτητές 2 και 3, δεν προσέβαλαν την τελική κατάταξη τους από το Συμβούλιο Κρίσεως που, όπως φαίνεται από το συνημμένο πίνακα, ήταν τέτοια (113ος και 78ος  αντίστοιχα), που δεν θα ήταν δυνατό να υπερσκελίσουν εν πάση περιπτώσει οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Αποφεύγουν λοιπόν να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε αναγωγή ώστε να δείξουν την εν πάση περιπτώσει δυνατότητα τους να ήταν υποψήφιοι με κάποια αξίωση.

 

        Όμως η ουσία παραμένει ότι με βάση τα δεδομένα που παρουσιάζουν οι ίδιοι οι αιτητές 2 και 3 θα ήταν αδύνατο γι΄ αυτούς να ενταχθούν στον τελικό κατάλογο.  Έτσι στον αιτητή 2, Μιχάλη Μιχαήλ, ακόμη και αν προστίθεντο κατ΄ ανώτατο όριο 2 μονάδες ή 1.80 ή ακόμη και 1.20 ανάλογα με τα ενδιαφερόμενα μέρη με τα οποία αντιπαραβάλλει τον εαυτό του στα στοιχεία των διοικητικών προσόντων και στην κατάρτιση στα αστυνομικά καθήκοντα (δέστε σελ. 21-23 της γραπτής αγόρευσης των αιτητών), θα λάμβανε 53.40 ή και λιγότερο, δηλαδή, 52.80 ή 51.60, ενώ η τελική βαθμολογία του από το Συμβούλιο Κρίσεως των 55.90 δεν θα διαφοροποιείτο κατ΄ ανάγκην εφόσον σ΄ αυτή την τελική κρίση μέτρησαν και άλλοι παράγοντες περιλαμβανομένης και της εντύπωσης από την προφορική συνέντευξη.  Αλλά, αν χάριν επιχειρήματος, οι επιπρόσθετες αυτές κατ΄ ανώτατο όριο 2 μονάδες προστίθεντο στην τελική βαθμολογία, αυτή θα έφερε τον αιτητή στη βαθμολογία των 57.90, αρκετά πιο κάτω από οποιοδήποτε των ενδιαφερομένων μερών.

 

        Κατά τον ίδιο τρόπο και ο αιτητής 3, Στέλιος Ιωάννου, δεν θα μπορούσε να πλησιάσει τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη σε τελική κατάταξη και βαθμολογία ακόμη και αν προστίθεντο σ΄ αυτόν οι διάφορες μονάδες που, κατά την άποψη του, λανθασμένα δεν του αποδόθηκαν.  Ο αιτητής 3 παραπονείται για μη απόδοση μονάδων σε σχέση με ορισμένα των ενδιαφερομένων μερών σε επί μέρους κριτήρια της αξίας.  Αναλυτικότερα, έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Σταύρου, ο οποίος στην τελική κατάταξη έλαβε από το Συμβούλιο Κρίσεως 61.55 μονάδες, ο αιτητής 3 θα έφθανε    μόνο στις 59.76 μονάδες ακόμη και αν προστίθεντο υπέρ του πάνω στις 57.56 μονάδες μια μονάδα για το στοιχείο των διοικητικών προσόντων, μια μονάδα για το κριτήριο της κατάρτισης στα αστυνομικά καθήκοντα και 0.20 μονάδες για το κριτήριο της πρωτοβουλίας.  Έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Ρίτας Σούπερμαν η οποία έλαβε τελική κατάταξη με 59.45 μονάδες, ο αιτητής 3 θα έφθανε μόνο στις 58.36 μονάδες εάν προστίθεντο στις βασικές του μονάδες 57.56 0.40 μονάδες για το κριτήριο των διοικητικών προσόντων, 0.20 για το κριτήριο της απόδοσης και 0.20 για το κριτήριο της πρωτοβουλίας.  Έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Θ. Γεωργίου που είχε 59.50 μονάδες, θα έφθανε τις 58.56 μονάδες εάν προστίθεντο στις 57.56 μονάδες, 0.80 μονάδες για την κατάρτιση στα αστυνομικά καθήκοντα και 0.20 στο κριτήριο της πρωτοβουλίας.  Έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Κ. Κυριάκου ο οποίος είχε 59.96 μονάδες, ο αιτητής θα λάμβανε κατά ανώτατο όριο 57.96 μονάδες εάν προστίθεντο σ΄ αυτόν 0.20 μονάδες στο κριτήριο της απόδοσης και 0.20 μονάδες στο κριτήριο της πρωτοβουλίας. 

 

        Έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Ο. Οδυσσέως που είχε 59.53 μονάδες, ο αιτητής 3 θα λάμβανε τελικώς 58.76 μονάδες εφόσον προστίθεντο στις βασικές 57.56, μια μονάδα για την κατάρτιση στα αστυνομικά καθήκοντα και 0.20 για την πρωτοβουλία.  Έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Σ. Χρυσού που είχε λάβει 59.65 μονάδες, ο αιτητής 3 θα έφθανε τις 59.96 μονάδες εφόσον προστίθεντο 0.20 μονάδες για την κατάρτιση στα αστυνομικά καθήκοντα και 0.20 για την πρωτοβουλία πάνω στις 57.560 βασικές του μονάδες.  Έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Ν. Θεοδώρου που είχε 59.70 μονάδες, ο αιτητής 3 θα λάμβανε επιπρόσθετες 0.80 μονάδες για την κατάρτιση στα αστυνομικά καθήκοντα και 0.20 για την πρωτοβουλία φθάνοντας στις 58.56 μονάδες.  Τέλος, έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Γ. Σούπερμαν που είχε λάβει 59.60 μονάδες, ο αιτητής 3 θα λάμβανε κατ΄ ανώτατο όριο 58.56, εφόσον προστίθεντο στις βασικές του μονάδες 0.80 για την κατάρτιση στα αστυνομικά καθήκοντα και 0.20 για την πρωτοβουλία. 

 

        Όσον αφορά τον αιτητή 1, παρατηρείται ότι αν προστίθεντο οι αιτούμενες μονάδες στην τελική κατάταξη του από την Επιτροπή Κρίσεως, θα υπερτερούσε σε τελική βαθμολογία μόνο έναντι των ενδιαφερομένων μερών Γ. Σούπερμαν κατά 0.85 μονάδες, Οδυσσέως κατά 1.32 μονάδες και Θεοδώρου κατά 0.35 μονάδες, ενώ θα ήταν ισότιμος με την            Ρ. Σούπερμαν στις 59.45 μονάδες.  Όλων των υπολοίπων ενδιαφερομένων μερών θα έπετο, ακόμη και με αυτή την πρόσθετη βαθμολογία επί των τελικών μονάδων της Επιτροπής Κρίσεως.  Όπως, όμως, ήδη αναφέρθηκε, ο αιτητής 1 δεν προσέβαλε καν την κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης, ως θα έπρεπε, και, δεν μπορεί εκ των υστέρων να εγείρει τέτοιο ζήτημα.

        Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, χωρίς καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος 3. 

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                   Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

 

                                             Στ. Ναθαναήλ,

                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ

 

ΟΝΟΜΑ

 

Επιτροπή

 

Αξιολόγησης

 

Επιτροπή

 

Ενστάσεων

 

Συμβούλιο               

 

Κρίσεως

 

Κατάταξη

Βαθμολογία

Κατάταξη

Βαθμολογία

Τελική

Κατάταξη

Τελική

Κατάταξη

 

ΑΙΤΗΤΕΣ

 

 

 

 

 

 

 

Ηλίκκος Χαβάτζιας

αρ. 29

54.70

αρ. 29

54.70

48ος

59,25

Μιχάλης  Μιχαήλ

αρ. 109

51.40

αρ. 112

51.40

113ος

55.90

Στέλιος Λ. Ιωάννου

αρ. 77

52.50

αρ. 74

52.70

78ος

57.56

 

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ

ΜΕΡΗ

 

 

 

 

 

 

 

1.    Λχ.2609

     Αντώνης Σταύρου

 

αρ. 20

 

55.65

 

αρ. 20

 

55.65

 

12ος

 

61.55

2.    Λχ. 4690

      Μαρίνος Δημητρίου

 

αρ. 36

 

54.10

 

αρ. 36

 

54.10

 

17ος

 

61.10

3.    Λχ.3050

Θωμάς ΧΚυριάκου

 

αρ. 51

 

53.50

 

αρ. 53

 

53.50

 

20ος

 

60.40

4.    Λχ. 4764

Ερωτ. Ερωτοκρίτου

 

αρ. 41

 

53.90

 

αρ. 43

 

53.90

 

26ος

 

60.10

5.    Λχ.4334

Κυριάκος Κυριάκου

 

αρ. 33

 

54.20

 

αρ. 34

 

54.20

 

29ος

 

59.96

6.    Λχ.2819

Χαρ. ΧΓιασεμή

 

αρ. 48

 

53.70

 

αρ. 49

 

53.70

 

30ος

 

59.86

7.    Λχ.1123

Νικόλας Θεοδώρου

 

αρ. 58

 

53.20

 

αρ. 62

 

53.20

 

35ος

 

59.70

8.    Λχ.309

Σωτήρης  Χρυσού

 

αρ. 31

 

54.30

 

αρ. 32

 

54.30

 

38ος

 

59.65

9.    Λχ.1775

Γεώργιος Σούπερμαν

 

αρ. 46

 

53.70

 

αρ. 47

 

53.70

 

41ος

 

59.60

10.   Λχ.805

Οδυσσέας Οδυσσέως

 

αρ. 64

 

53.10

 

αρ. 66

 

53.10

 

42ος

 

59.53

11.   Λχ.535

Θεοφάνης Γεωργίου

 

αρ. 27

 

55.20

 

αρ. 27

 

55.20

 

44ος

 

59.50

12.   Λχ.1320

Ρίτα Σούπερμαν

 

αρ. 40

 

54.00

 

αρ. 42

 

54.00

 

45ος

 

59.45

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο