ΠΑΝΑΓΗ ΠΕΡΔΙΚΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υποθ. αρ.267/2009, 8 Oκτωβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Υποθ. αρ.267/2009)

 

8 Oκτωβρίου, 2010

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΠΑΝΑΓΗ ΠΕΡΔΙΚΟΥ

                                                            Αιτητή,

-και –

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

                                                                   Καθ΄ης η αίτηση.

------------------------

Δ.Κωνσταντίνου (κα) για τον Αιτητή.

Δ.Νικολάτου, (κα.) – δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:    O αιτητής, ως απόφοιτος του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου, (στο εξής το «ΑΤΙ») απέκτησε τον τίτλο σπουδών Diploma of Technicial Engineer in Mechanical Engineering, διορίστηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1998 στη μόνιμη θέση του Εκπαιδευτή Μηχανολογίας (Γενική), στις συνδυασμένες μισθολογικές κλίμακες Α5-Α7. 

 

Ως αποτέλεσμα της θέσπισης του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών (Τροποποιητικό) Νόμο του 2004 (Ν1(Ι)/2004), (στο εξής ο «Νόμος»), ο αιτητής υπέβαλε με επιστολή ημερ. 8 Μαρτίου 2004, αίτημα για ανακατάταξη της μισθολογικής του κλίμακας και αναβάθμιση του στις συνδυασμένες μισθολογικές κλίμακες Α8-10-11, βασιζόμενος στην ισοτιμία του διπλώματος του ΑΤΙ και την αντιστοιχία του με Βασικό Τίτλο Σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης.

 

Η ΕΕΥ βασιζόμενη σε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας απέρριψε το αίτημα του αιτητή και ταυτοχρόνως τον προέτρεψε να απευθυνθεί στο ΚΥΣΑΤΣ με στόχο την εξασφάλιση σχετικού πιστοποιητικού έτσι ώστε να καταστεί δυνατή περαιτέρω εξέταση του θέματος του.   ΄Οντως ο αιτητής στις 18 Απριλίου 2008 προσκόμισε στην ΕΕΥ σχετικό πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 10 Απριλίου 2008 σύμφωνα με το οποίο το δίπλωμα του ΑΤΙ αναγνωρίζεται «ως τίτλος ισότιμος και αντίστοιχος προς τον βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης».  Οι καθ΄ων η αίτηση ζήτησαν περαιτέρω οι ίδιοι πληροφορίες από το ΚΥΣΑΤΣ κατά πόσο θα μπορούσαν να προχωρήσουν και να αναγνωρίσουν το δίπλωμα του ΑΤΙ ως ισότιμο με πανεπιστημιακό δίπλωμα.  Η απάντηση του ΚΥΣΑΤΣ με επιστολή ημερ. 7 Οκτωβρίου 2008 ανέφερε ότι με βάση τη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία του:

 

«(α) οι τίτλοι σπουδών του ΑΤΙ αναγνωρίζονται ως διπλώματα ανώτερης εκπαίδευσης και

 

(β) οι ίδιοι τίτλοι αναγνωρίζονται ως προσόν πρόσβασης σε μεταπτυχιακά προγράμματα και συνεπώς σε αντίθεση με τα υπόλοιπα διπλώματα ανώτερης εκπαίδευσης, οι εν λόγω τίτλοι έχουν το προνόμιο ότι αποτελούν επαρκή προϋπόθεση για την αναγνωρισιμότητα των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών που αποκτώνται με βάση τους ίδιου τίτλους.»

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι καθ΄ων η αίτηση κατέληξαν στην άποψη ότι ο σκοπός του τροποποιητικού Νόμου 1(Ι)/2004 δεν ήταν η αναβάθμιση του ακαδημαϊκού επιπέδου των τίτλων σπουδών που απονέμονται από το ΑΤΙ και ως εκ τούτου απέρριψαν το αίτημα του αιτητή για κατάταξη του στις μισθολογικές κλίμακες Α8-Α10-Α11 εφόσον δεν κατείχε «τίτλο/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανωτάτης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο». 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι οι πρόνοιες του τροποποιητικού Νόμου 1(Ι)/2004 και συγκεκριμένα η προσθήκη του εδαφίου 2 του άρθρου 14Α του Νόμου με κανένα τρόπο δεν θέτει οποιαδήποτε προϋπόθεση για την ισοτιμία και αντιστοιχία του τίτλου σπουδών του ΑΤΙ με τον βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης.  Υπέμνησε την ανακολουθία που παρατηρείται με τις δύο τοποθετήσεις του ΚΥΣΑΤΣ δηλαδή από τη μια τη χορήγηση στις 10 Απριλίου 2008 πιστοποιητικού προς τον αιτητή ότι το δίπλωμα του είναι ισότιμο και αντίστοιχο προς βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης και από την άλλη με σχετική επιστολή ημερ. 7 Οκτωβρίου 2008 προς την ΕΕΥ χαρακτηρίζει τον τίτλο σπουδών του ΑΤΙ ως δίπλωμα ανώτερης εκπαίδευσης. 

 

Η εισήγηση της συνηγόρου της Δημοκρατίας ήταν ότι με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ερμηνευθεί η τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 1(Ι)/2004 ως αυτόματη μεταφορά και αναβάθμιση του τίτλου σπουδών ενός διπλωματούχου.  Η ΕΕΥ ενήργησε μέσα στα πλαίσια της δυνατότητας που της προσφέρεται, απορρίπτοντας την αίτηση του αιτητή, αφού έλαβε υπόψη της τη σχετική επιστολή/γνωμάτευση του ΚΥΣΑΤΣ.  

 

Ο αιτητής προβάλλει ότι οι καθ΄ων τελούσαν υπό πλάνη όταν απέρριψαν το αίτημα του για κατάταξη στις κλίμακες Α8-10-11 και ότι η απόφαση λήφθηκε καθ΄υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας. Ισχυρίζεται ότι δεν παρέχεται διακριτική εξουσία στους καθ΄ων να αποφασίζουν επί του τίτλου σπουδών του εφόσον αυτός, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου ήταν ισότιμος προς Βασικό Τίτλο Σπουδών.

 

Το άρθρο 13 του Νόμου  68(Ι)/96 αναφέρει ότι το Συμβούλιο (ΚΥΣΑΤΣ) αποφασίζει για την ισοτιμία των τίτλων σπουδών. Το άρθρο 14 του Νόμου αναφέρει ότι:

«ο κάτοχος τίτλου σπουδών που κρίθηκε με βάση τον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς που εκδίδονται με βάση αυτόν ισότιμος και αντίστοιχος με τίτλο του πανεπιστήμιου Κύπρου ή άλλων αναγνωρισμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων αποκτά τα ίδια δικαιώματα που έχει ο κάτοχος του τίτλου με τον οποίο κρίθηκε ισότιμος και αντίστοιχος.»

 

Το άρθρο 14Α(2) το οποίο προστέθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 1(Ι)/2004 προβλέπει ότι:

«Αντίστοιχα με τους τίτλους σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ ) της Ελλάδας, οι τίτλοι σπουδών του ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι προς Βασικό Τίτλο σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Νοείται ότι οι τίτλοι αυτοί μπορούν να γίνονται αποδεκτοί για εγγραφή σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών στην Κύπρο και στο εξωτερικό.»

 

Δεν θεωρώ ότι η πιο πάνω τροποποίηση αφαιρει από το ΚΥΣΑΤΣ την εξουσία, ως το αρμόδιο όργανο,  όπως αποφασίζει επί της ισοτιμίας των τίτλων σπουδών. Ο Νόμος 68(Ι)/96 προβλέπει για την σύσταση του Συμβουλίου, αρμοδιότητα του οποίου είναι και η αναγνώριση  και η αξιολόγηση  τίτλων σπουδών. Το άρθρο 14(2) σκοπεύει στην ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών ούτως ώστε να θεωρείται Βασικός Τίτλος Σπουδών για μεταπτυχιακούς σκοπούς και δεν αφορά την επαγγελματική αναγνώριση των πτυχίων.

 

Στην υπόθεση αρ. 1121/04 Βιολάρης ν. ΕΤΕΚ, 21 Σεπτεμβρίου, 2006 ο Δικαστής Κραμβής ανέφερε στην απόφαση του:

«Εάν ωστόσο με τα όσα ισχυρίζεται στην αγόρευση του ο αιτητής περί παραβίασης του Ν.1(Ι)/04, θεωρηθεί ότι προσβάλλει την επίδικη απόφαση στο πιο πάνω πλαίσιο, δηλαδή αναφορικά με τη μη αναγνώριση του πτυχίου του για τους σκοπούς του Νόμου, πρέπει να σχολιάσω σε συντομία ότι ο εν λόγω Νόμος αφορά στην ακαδημαϊκή αναγνώριση και αξία του πτυχίου του. Δεν προκαθορίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Επιμελητηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση του συγκεκριμένου πτυχίου και για σκοπούς εγγραφής στο Μητρώο δηλαδή, για σκοπούς άσκησης επαγγέλματος. Το γεγονός ότι οι τίτλοι σπουδών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι προς βασικό τίτλο σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης, δεν υποκαθιστά την εξουσία του ΕΤΕΚ να αξιολογεί τους εν λόγω τίτλους για τους σκοπούς του Νόμου, ούτε προεξοφλεί την αναγνώριση τους για επαγγελματικούς σκοπούς.»

 

 

Οι υπό αναφορά πρόνοιες του Νόμου δεν καθιστούν αυτόματα για όλους τους σκοπούς, περιλαμβανόμενης και της εργοδότησης, το πτυχίο του ΑΤΙ ως πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών,  κάτι το οποίο, θα παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

 

Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπρόσωπων (2005) 3 ΑΑΔ 274 το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η τροποποίηση του Νόμου 68(Ι)/96,  με την οποία προστέθηκε πρόνοια που προέβλεπε ότι «οι τίτλοι σπουδών του ΑΤΙ τυγχάνουν της ίδιας αναγνώρισης με του τίτλους σπουδών των ΤΕΙ για σκοπούς εργοδότησης στη δημόσια υπηρεσία, στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία και στην υπηρεσία νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου», παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως:

«Το θέμα που ρυθμίζεται με τις πρόνοιες του επίμαχου νομοθετήματος, ανάγεται αποκλειστικά στην άσκηση των λειτουργιών της εκτελεστικής εξουσίας. Η αξιολόγηση τίτλων σπουδών ως προς το περιεχόμενο τους ανάγεται στην πιο πάνω εξουσία. Το ενδεικτικό που απονέμεται μετά τη συμπλήρωση ενός κύκλου σπουδών ή ο τίτλος που αναφέρεται σ’ αυτό, αποτελεί μια απόδειξη επιτυχούς συμπλήρωσης του σχετικού κύκλου σπουδών. Το αρμόδιο όμως εκτελεστικό διοικητικό-όργανο είναι που αξιολογεί, για οποιουσδήποτε σκοπούς, το πραγματικό και ουσιαστικό περιεχόμενο και ποιότητα των σπουδών.»

 

Ο αιτητής προβάλει ότι έτυχε άνισης μεταχείρισης, εφόσον, ο τίτλος του είχε εξομοιωθεί με τους τίτλους σπουδών των ΤΕΙ, οι καθ΄ων όφειλαν να παρέχουν και σε αυτόν τα ίδια δικαιώματα και ωφελήματα τα οποία απολάμβαναν οι απόφοιτοι των ΤΕΙ. Δεν συμφωνώ με τα όσα προβάλλει ο αιτητής. Το άρθρο 14 αναφέρει ότι ο κάτοχος τίτλου σπουδών, ο οποίος έχει κριθεί με βάση το νόμο, δηλαδή από το ΚΥΣΑΤΣ, ως ισότιμος με άλλου εκπαιδευτικού ιδρύματος, τότε αποκτά τα ίδια δικαιώματα με τον κάτοχο τίτλου με τον οποίο κρίθηκε ισότιμος. Ο νόμος αναφέρει περαιτέρω ότι ο τίτλος σπουδών του ΑΤΙ, αντίστοιχα με τους τίτλους σπουδών των ΤΕΙ, θεωρούνται ισότιμοι με Βασικό Τίτλο Σπουδών.  Ο ίδιος ο νόμος προβλέπει για την εξουσία του ΚΥΣΑΤΣ να αξιολογεί τους τίτλους σπουδών. Δεν προβλέπει για αυτόματη αναγνώριση  του πτυχίου του ΑΤΙ ως Ανώτατης Εκπαίδευσης ώστε να μπορεί ο αιτητής να επικαλείται άνιση μεταχείριση. Επομένως δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του επί τούτου.

 

Προβάλλει επίσης ότι έτυχε άνισης μεταχείρισης έναντι των κοινοτικών υπηκόων, διευκρινίζοντας ότι οι κοινοτικές διατάξεις, που εφαρμόζονται σε ευρωπαίους πολίτες, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του. Παραπέμπει δε στις Οδηγίες 89/48 και 92/51. [1][1].

 

Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Η Οδηγία 2005/36 αφορά την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων που αποκτήθηκαν σε αλλά κράτη μέλη και τα οποία δίνουν το δικαίωμα στον κάτοχο τους να ασκεί το επάγγελμα του εκεί. Δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του αιτητή,  ούτε και πρόκειται περί όμοιων καταστάσεων, ούτως ώστε να μπορεί ο αιτητής να εγείρει θέμα άνισης μεταχείρισης.

 

Ο αιτητής εισηγείται σε άλλο λόγο ακυρώσεως ότι η απόρριψη του αιτήματος του συγκρούεται με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραπέμπει σχετικά σε δυο αποφάσεις στην Υπόθεση αρ. 1419/06 Σαββίδης ν. Δημοκρατίας, 6 Φεβρουαρίου 2008 και υπόθεση αρ. 1517/06 Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, 3 Απριλίου 2008.

 

Σημειώνεται ότι οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν στα πλαίσια πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου και η υπόθεση αρ. 1419/06 έχει εφεσιβληθεί. Εν πάση περιπτώσει δεν θεωρώ ότι στις πιο πάνω υποθέσεις αποφασίστηκε ότι ο τίτλος σπουδών του ΑΤΙ είναι Ανώτατης Εκπαίδευσης. Στη Σαββίδης, τα όσα ανέφερε ο δικαστής Χατζηχαμπής ήταν Obiter και δεν αποτελούν μέρος της απόφασης. Παραθέτω τα όσα ανέφερε:

«Εκ πρώτης όψεως, δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση της Δημοκρατίας. Οι όροι του Νόμου είναι σαφέστατοι - «Θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι» σημαίνει αυτό που λέγει και δεν παραπέμπει σε αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ. Αν αυτό δημιουργεί πρόβλημα σε άλλο τομέα είναι άλλο θέμα. Ο Νομοθέτης πάντως δεν φαίνεται να εκφράστηκε με αβέβαιους όρους. Δεν χρειάζεται να αποφασίσω όμως οριστικά το θέμα αυτό όπως προκύπτει από τα όσα ακολουθούν.»

 

Επίσης στην υπόθεση Κωνσταντίνου  το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση των καθ΄ων λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και δεν έκρινε τον τίτλο σπουδών του εν λόγω αιτητή.

 

Ο αιτητής προβάλλει ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα. Ούτε και αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Οι καθ΄ων ζήτησαν από τον αιτητή όπως τους προσκομίσει βεβαίωση από το ΚΥΣΑΤΣ, αναφορικά με την ισοτιμία του τίτλου σπουδών του με πτυχίο πανεπιστήμιου και ακολούθως ζήτησαν και διευκρινήσεις από το ΚΥΣΑΤΣ, το οποίο, ως το μόνο αρμόδιο όργανο για αναγνώριση τίτλων σπουδών, τους πληροφόρησε ότι ο τίτλος σπουδών του ΑΤΙ αναγνωρίζεται ως Δίπλωμα Ανώτερης Εκπαίδευσης.

 

Τέλος ο αίτηση εισηγείται ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας. Και αυτός ο λόγος κρίνεται αβάσιμος. Τόσο στην απόφαση ημερ. 3 Φεβρουαρίου 2009 όσο και στην επιστολή 10 Φεβρουαρίου 2009 αναφέρονται επαρκώς οι λόγοι απόρριψης του αιτήματος του αιτητή.

 

Ως αποτέλεσμα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146 4(α) του Συντάγματος.  Ποσό €1.500.- έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

                                                                   Κ. Παμπαλλής,

                                                                               Δ.

 

                                                         



[1][1] Οι  οδηγίες έχουν αντικατασταθεί με την οδηγία 2005/36.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο