ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ-ΔΑΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 498/2009, 25 Οκτωβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                   (Υπόθεση Αρ. 498/2009)

 

25 Οκτωβρίου, 2010

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ-ΔΑΝΟΥ,

                             Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                             Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

Δ. Νικολάτου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -


 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αξιώνει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής «Επιτροπή»)  ημερ. 10.03.09 με την οποία προήγαγε τις Λουκία Δημητριάδου–Βούργια (ενδ. μέρος 1) και Ευαγγελία Παναγιώτου–Ματθαίου (ενδ. μέρος 2) στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων για την Προδημοτική Εκπαίδευση από 1.9.09.

 

Oι τέσσερις αιτήσεις που υποβλήθηκαν εξετάστηκαν αρχικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία μελετώντας τους προσωπικούς φακέλους, φάκελο των υπηρεσιακών εκθέσεων και τον κατάλογο των προσόντων,  σύστησε με την έκθεση της ημερ. 20.1.09 τρεις υποψήφιες, ανάμεσα τους την αιτήτρια και το ενδ. μέρος 2, αλλά όχι το ενδ. μέρος 1 επειδή υστερούσε σε αρχαιότητα.

 

Η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ζήτησε την πλήρωση μιας πρόσθετης θέσης Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Προδημοτική), η οποία αποφασίστηκε να πληρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 35Β(11) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων μέσα στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας. Στα πλαίσια της ίδιας συνεδρίας ημερ. 24.2.2009 η Επιτροπή εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν από το ενδ. μέρος 1, τις οποίες αποδέχθηκε, αφού από την σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων δεν φάνηκε να υστερούσε έναντι των υπολοίπων και αποφάσισε να την περιλάβει στον τελικό κατάλογο όσων θα καλούσε σε συνέντευξη.

 

Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν τελικά στις 10.3.09, στην παρουσία του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης κ. Κουράτου, ο οποίος  εξέφρασε τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές ως εξής: για την αιτήτρια και το ενδ. μέρος 1  πάρα πολύ καλή, για το ενδ. μέρος 2 σχεδόν πάρα πολύ καλή. Η Επιτροπή αξιολόγησε σύμφωνα με τα προκαθορισμένα κριτήρια (ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα, κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης, κριτική ανάλυση οργανωτικών και διοικητικών προβλημάτων της επίδικης θέσης, επικοινωνία και επάρκεια τεκμηρίωσης απόψεων, προσωπικότητα, γλωσσική επάρκεια) τις υποψήφιες ως ακολούθως:

 

«Κυριακίδου-Δανού Ελευθερία (αιτήτρια)

 

Γνωρίζει πολύ καλά τις σύγχρονες παιδαγωγικές και μεθοδολογικές εξελίξεις, ιδιαίτερα όσον αφορά με το θέμα της αυτονόμησης της σχολικής μονάδας. Επεξήγησε επαρκώς το θεωρητικό τους υπόβαθρο και εισηγήθηκε αρκετούς τρόπους μεταφοράς τους στην πράξη. Εχει, επίσης, πολύ καλή κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του Επιθεωρητή, κυρίως όσον αφορά το θέμα της προώθησης των μοντέλων αυτονόμησης των σχολικών μονάδων, αναφέροντας ορισμένες ενέργειες στις οποίες θα προβεί, με μικρές ωστόσο αδυναμίες στην ταξινόμησή τους. Τοποθετείται πολύ καλά στο πρόβλημα της ένταξης τρίχρονων παιδιών στην Προδημοτική Εκπαίδευση, αναλύοντας με κριτική ικανότητα τις προτεινόμενες λύσεις και καταθέτοντας και κάποιες δικές της προτάσεις. Οι απαντήσεις της, στο μεγαλύτερο βαθμό, ήταν άμεσα συνδεδεμένες με το θέμα των ερωτήσεων και σαφείς, πράγμα που συντήρησε ένα πολύ καλό βαθμό επικοινωνίας, ενώ η τεκμηρίωση είχε την αναγκαία θεωρητική στήριξη. Η παρουσία της δεν είχε οποιαδήποτε προβλήματα και γενικά φάνηκε άνθρωπος με αρκετή σιγουριά για τις απόψεις που εξέφραζε. Χειρίζεται τη γλώσσα πολύ καλά, με εξαίρεση κάποιες δυσκολίες στην απρόσκοπτη ροή της έκφρασης.

Γενικός χαρακτηρισμός: Πολύ καλή.

 

Βούργια-Δημητριάδου Λουκία (ενδ. μέρος 1)

Εχει σχεδόν εξαίρετη παιδαδωγική και μεθοδολογική ενημέρωση γύρω από το θέμα της αυτονόμησης της σχολικής μονάδας, η οποία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα παιδαγωγικών θεωριών που αφορούν άμεσα τη σχολική εμπειρία και τη διδακτική πράξη. Εχει, επίσης, σχεδόν εξαίρετη αντίληψη των καθηκόντων της θέσης του Επιθεωρητή, κυρίως όσον αφορά το θέμα του συνεργατικού σχολείου, επισημαίνοντας τα διάφορα στάδια και διαδικασίες που θα ακολουθούσε και περιγράφοντας με σαφήνεια συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Προσέγγισε το πρόβλημα της φοίτησης τρίχρονων και εξάχρονων παιδιών στο ίδιο τμήμα νηπιαγωγείου με κριτική ικανότητα και εμβάθυνση, αναφέροντας και συζητώντας όλες τις πτυχές του προβλήματος και εκφράζοντας θεωρητικά στηριγμένες προτάσεις για την επιτυχή αντιμετώπισή του. Ο βαθμός επικοινωνίας της ήταν σχεδόν εξαίρετος. Οι ερωτήσεις-απαντήσεις βρίσκονταν σε άμεσο συσχετισμό και η τεκμηρίωσή της ήταν βασισμένη στις υπάρχουσες θεωρίες αλλά και στην καθημερινή εμπειρία. Η παρουσία της ήταν άνετη και διακρινόταν από σιγουριά για τις απόψεις της και ετοιμότητα για διαμόρφωση νέων θέσεων με δημιουργικό τρόπο. Ο από μέρους της χειρισμός της γλώσσας ήταν εξαίρετος. Εχει πλούσιο λεξιλόγιο και ρέουσα έκφραση.

Γενικός χαρακτηρισμός: Σχεδόν εξαίρετη.

 

Ματθαίου-Παναγιώτου Ευαγγελία (ενδ. μέρος 2)

Φάνηκε να έχει σχεδόν εξαίρετη παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωση γύρω από το θέμα της αυτονόμησης της σχολικής μονάδας, η οποία στηρίζεται στην πρόσφατη βιβλιογραφία. Επίσης, φάνηκε να γνωρίζει την παιδαγωγική ορολογία και το θεωρητικό υπόβαθρο των παιδαγωγικών θεωριών και των μεθοδολογικών προσεγγίσεων. Εχει σχεδόν εξαίρετη κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του Επιθεωρητή, κυρίως όσον αφορά το θέμα της επέκτασης της Προδημοτικής Εκπαίδευσης, επισημαίνοντας τους τομείς που θεωρεί σημαντικούς και αναλύοντας συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες θα προέβαινε για προώθηση του θέματος. Επεσήμανε τις κυριότερες πτυχές του προβλήματος της αποτυχίας των παιδιών να μάθουν να γράφουν στην Προδημοτική, αναζητώντας τα κύρια αίτια και τις συνέπειες και προβαίνοντας σε πολλές ενδιαφέρουσες εισηγήσεις για την αντιμετώπισή του, τις οποίες στήριξε τόσο θεωρητικά, όσο και μέσα από την καθημερινή πρακτική. Ο βαθμός επικοινωνίας της ήταν σχεδόν εξαίρετος. Οι απαντήσεις της ήταν άμεσα συνδεδεμένες με το θέμα των ερωτήσεων, ενώ η τεκμηρίωση των απόψεων στηριζόταν στις σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες. Φάνηκε άνθρωπος με ωριμότητα και ζήλο καθώς και με επαρκή βαθμό αναδιατύπωσης θέσεων και απόψεων. Χειρίζεται τη γλώσσα σχεδόν εξαίρετα, έχοντας πλούσιο λεξιλόγιο και απρόσκοπτη έκφραση.

Γενικός χαρακτηρισμός: Σχεδόν εξαίρετη.»

 

 

Ακολούθως η Επιτροπή αναφέρθηκε αναλυτικά στο κριτήριο της αξίας των υποψηφίων λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων, το σύνολο των υπηρεσιακών τους εκθέσεων και ως συμπληρωματικό στοιχείο την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις οι υποψήφιες κρίθηκαν περίπου ισοδύναμες στην αξία, εφόσον οποιαδήποτε διαφορά στο μέσο όρο των βαθμολογιών τους είναι οριακή (κάτω από 0,50 της μονάδας). Σύγκρινε επίσης τα προσόντα των υποψηφίων παρατηρώντας ότι όλες, πέρα από τα απαιτούμενα, κατείχαν επιπρόσθετο μεταπτυχιακό προσόν επιπέδου Master σε θέμα σχετικό με την ειδικότητα τους ή τα καθήκοντα της θέσης. Έλαβε επίσης υπόψη πίνακα με την αρχαιότητα των υποψηφίων. Τελικά σε μια συνεκτίμηση των πιο πάνω, επέλεξε τα ενδ. μέρη ως καταλληλότερες για προαγωγή στην επίδικη θέση με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Οι υποψήφιες Βούργια-Δημητριάδου Λουκία και η Ματθαίου-Παναγιώτου Ευαγγελία υπερέχουν των ανθυποψηφίων τους σε αξία. Πιο συγκεκριμένα, ενώ είναι ισοδύναμες με αυτούς στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων και περίπου ισοδύναμες στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, υπερέχουν σαφώς έναντί τους όσον αφορά στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να του δίδεται αυξημένη βαρύτητα, όταν κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων, που είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 13.12.1990, στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 868 και 869 – Κυπριακή Δημοκρατία Vs Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α. και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.1.2003 στην Προσφυγή Αρ. 854/2001 – Κώστας Μάρκου κ.α. Vs Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΕΥ). Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, οι επιλεγείσες υποψήφιες έπεισαν την Επιτροπή ότι έχουν ισχυρή προσωπικότητα και ταυτόχρονα είναι άρτια ενημερωμένες για τις σύγχρονες τάσεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ότι είναι σε θέση να αναλάβουν τον ηγετικό ρόλο που προδιαγράφεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Προδημοτική Εκπαίδευση).

 

Οσον αφορά τα προσόντα, όλες οι υποψήφιες είναι ισοδύναμες (βλέπε και παράγραφο 4.2. πιο πάνω).

 

Στο κριτήριο της αρχαιότητας, οι επιλεγείσες υποψήφιες υστερούν έναντι της Κυριακίδου-Δανού Ελευθερίας. Ολες κατέχουν τη θέση Διευθυντή αλλά η Κυριακίδου-Δανού Ελευθερία προήχθη στη θέση αυτή σε προγενέστερη ημερομηνία από τις υποψήφιες. Η Επιτροπή, όμως, κρίνει ότι, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, η υπεροχή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία, ειδικά όταν πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων.»

 

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέρ των ενδ. μερών πάσχει διότι η ίδια υπερείχε στις ετήσιες εκθέσεις (αξία) και σε αρχαιότητα και στο μόνο που υστέρησε οριακά ήταν στην προφορική εξέταση. Ειδικότερα, υποβλήθηκε, με παραπομπή σε πλούσια νομολογία, ότι η βαθμολογία στις τελευταίες εκθέσεις της αιτήτριας (38, 38, 38 και 39) συγκριτικά με την αντίστοιχη βαθμολογία του ενδ. μέρους 1 (37, 38, 38 και 38) και ενδ. μέρος 2 (38, 38, 38 και 38) συνιστούσε έστω και οριακή διαφορά σε αξία η οποία έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Σε συνάρτηση με την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα και τη βαθμολογική της αξία προβλήθηκε ότι κατέχει και τεκμήριο υπέρτερης πείρας, κριτήριο το οποίο η Επιτροπή δεν έλαβε καθόλου υπόψη. Οπως διευκρίνισε ο συνήγορος της αιτήτριας δεν προωθεί τις πιο πάνω θέσεις στη βάση έκδηλης υπεροχής της αλλά προκειμένου να στοιχειοθετήσει πλάνη της Επιτροπής ως προς τη βαρύτητα των νομοθετημένων κριτηρίων και ιδιαίτερα την υπερβολική βαρύτητα που δόθηκε στην οριακά καλύτερη απόδοση των ενδ. μερών στη συνέντευξη.

 

Πράγματι στο κριτήριο της αρχαιότητας πιστώθηκε στην αιτήτρια υπεροχή, αφού η ίδια κατέλαβε τη θέση της Διευθύντριας στις 22.3.04, το ενδ. μέρος 1 από 1.9.08 και το ενδ. μέρος 2 από 1.9.2007. Συνεπώς η αιτήτρια είχε μια αρχαιότητα που υπερέβαινε τα 4 και 3 έτη αντίστοιχα έναντι των ανθυποψηφίων της.

 

Ωστόσο η Επιτροπή είχε κάθε δικαίωμα, νόμιμα να αποδώσει μεγαλύτερη σημασία στην αξία από ότι στην αρχαιότητα αφού επρόκειτο για υψηλόβαθμη θέση στην εκπαιδευτική ιεραρχία (Σιακκάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 468, Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 673, Π. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 684/04, ημερ. 7.12.05, Δρ. Ανδρέας Παπανδρέου ν. ΕΕΥ (2004) 3 ΑΑΔ 225). Το ζητούμενο είναι αν μέσα στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής για θέσεις όπως η επίδικη, ήταν εύλογο το συμπέρασμα περί υπεροχής των ενδ. μερών σε αξία με αποκλειστικό γνώμονα την καλύτερη απόδοση τους στη συνέντευξη ώστε το προβάδισμα της αιτήτριας σε αρχαιότητα να μην μπορεί να την υπερκεράσει. Για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια κρίνω ότι η απάντηση πρέπει να είναι θετική.

 

Η Επιτροπή καταρχάς διερεύνησε την αξία των υποψηφίων τόσο μέσα από τους προσωπικούς τους φακέλους όσο και από το σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων καταλήγοντας στο εύλογο συμπέρασμα ότι όλες οι υποψήφιες έχουν έφεση για περαιτέρω μόρφωση και ότι οποιαδήποτε διαφορά στο μέσο όρο των βαθμολογιών τους είναι οριακή. Παρά τη νομολογία που παρέθεσε η αιτήτρια που τηρουμένων των γεγονότων της κάθε υπόθεσης υποστηρίζει ότι στο ισοπεδωτικό σύστημα αξιολόγησης ακόμη και η πιο μικρή διαφορά υπέρ υποψηφίου αποκτά σημασία, παραμένει καθολικός κανόνας στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξιολόγηση και εικόνα που παρουσιάζουν οι υποψήφιοι και όχι οι επί μέρους διαφορές στη βαθμολογία (Βασιλειάδη ν. Τσιάππα κ.α. (2005) 3 ΑΑΔ 403, 414).

 

Αφού το περιεχόμενο των φακέλων δεν προσέδιδε υπεροχή στο βασικό κριτήριο της αξίας για καμία από τις υποψήφιες, η Επιτροπή ορθά προχώρησε στον επόμενο παράγοντα και προσμέτρησε την εντύπωση από τις συνεντεύξεις ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της. (Αρθρο 35(Β)(10)(α)(ΙΙΙ) του Νόμου). Παρόλο που η διαφορά μεταξύ του «σχεδόν εξαίρετη» και «πολύ καλή» αντικειμενικά δεν κρίνεται σημαντική, δεν παύει συγκριτικά να επαυξάνει την αξία των ενδ. μερών, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφορά αναδύεται με ευκρίνεια από την απόλυτα αιτιολογημένη και σαφή αξιολόγηση της απόδοσης και της γενικής τους εικόνας στις συνεντεύξεις από την Επιτροπή.

 

 Η αιτήτρια  υστέρησε στη συνέντευξη, μέσα στα πλαίσια διεκδίκησης μιας θέσης όπως αυτής του Επιθεωρητή, όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων. Λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων και των ευθυνών της θέσης καθώς και το ότι η ίδια η Επιτροπή προκαθόρισε τα επιμέρους κριτήρια αξιολόγησης των συνεντεύξεων μέσα από τα οποία θα διαπίστωνε την καταλληλότητα των υποψηφίων προσδίδοντας βαρύτητα στους τομείς των διοικητικών ικανοτήτων και της προσωπικότητας τους, θεωρώ λογικό η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής να συναρτηθεί με την αξία και να προσμετρήσει καταλυτικά στην τελική επιλογή. (Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΕΥ (2001) 3 ΑΑΔ).

 

Η αιτήτρια περαιτέρω εισηγείται ότι κατέχει τεκμήριο σημαντικής πείρας λόγω της υπεροχής της σε αρχαιότητα, η οποία αγνοήθηκε. Με βάση τη νομολογία η πείρα δεν αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης αλλά είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση του κριτηρίου της «αξίας» των υποψηφίων (Βλέπε: Χαράλαμπος Σπανός ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 319). Ούτε περιλαμβάνεται στα κριτήρια του άρθρου 35Β(10) του Νόμου. Το ότι η Επιτροπή δεν έκανε ιδιαίτερη μνεία στην πείρα αυτοτελώς δεν σημαίνει ότι δεν την έλαβε υπόψη, αφού είχε ενώπιον της τόσο κατάλογο με την αρχαιότητα των υποψηφίων αλλά και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία κατά την μελέτη των φακέλων, εστίασε στην «επαγγελματική ανέλιξη και κτηθείσα πείρα» (Βλ. σελ.4 επ. στο παράρτημα 7 της ένστασης). Συνεπώς ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Έχοντας υπόψη τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο των προαγωγών σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, το υλικό που είχε ενώπιον της η καθ’ ης η αίτηση και τη βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται σε αυτό, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιλογή των ενδ. μερών, στη βάση της αιτιολογίας που δόθηκε, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν προκύπτει οποιαδήποτε πλάνη ούτε έκδηλη υπεροχή, ώστε να δικαιολογείται επέμβαση.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο