OM PRAKASH PANDEY ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1239/2009, 5 Νοεμβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1239/2009)

 

5 Νοεμβρίου, 2010

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

OM PRAKASH PANDEY,

 

Αιτητής,

-ν-

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

 

Καθ΄ης η Aίτηση.

- - - - - -

Ε. Κορακίδης, για τον Αιτητή.

 

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η

 Αίτηση.

 

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Τη νομιμότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερομηνίας 30.6.2009, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή του εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία ήταν απορριπτική ως προς το αίτημά του για παροχή πολιτικού ασύλου, προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής.

 

Όπως διαπιστώνεται από αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Νεπάλ, υπέβαλε αίτηση προς την Υπηρεσία Ασύλου στις 7.2.2005 για διεθνή προστασία. Διενεργήθηκε συνέντευξή του με αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας, ο οποίος, μετά το πέρας της, ετοίμασε και υπέβαλε εισήγηση ημερομηνίας 10.4.2008 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας. Στις 30.4.2008 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου η οποία και αποστάληκε προς τον αιτητή. Με την επιστολή, ο αιτητής επληροφορείτο ότι η Υπηρεσία αποφάσισε να απορρίψει το αίτημά του επειδή η περίπτωσή του δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις των Άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2007. Πλήρης αιτιολογία της απόφασης στην Ελληνική γλώσσα επισυναπτόταν στην ίδια επιστολή. Ο αιτητής άσκησε μέσω δικηγόρου διοικητική προσφυγή κατά της απόφασης εκείνης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Ετοιμάστηκε έκθεση από αρμόδιο Λειτουργό προς την Αρχή και η Αρχή, κατόπιν μελέτης της έκθεσης και αφού έλαβε υπόψη τις παραστάσεις στις οποίες προέβηκε ο δικηγόρος του, απέρριψε την προσφυγή του αιτητή και τον πληροφόρησε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 8.7.2007.

 

Με την προσφυγή του ο αιτητής εγείρει διάφορους επιμέρους λόγους ακύρωσης, κεντρικός άξονας των οποίων είναι ο ισχυρισμός του ως προς τον επιλήψιμο και/ή παράνομο τρόπο κατά τον οποίο είχε παραληφθεί η αίτησή του και είχε διεξαχθεί η προσωπική συνέντευξη του αιτητή με Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Οι επιμέρους ισχυρισμοί του αιτητή είναι οι εξής:

 

α. Ότι ο αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του δεν πληροφορήθηκε σε γλώσσα κατανοητή τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του και τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσει.

 

β. Ότι ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη, στην οποία παρευρέθηκε χωρίς δικηγόρο και χωρίς να ενημερωθεί ως προς το δικαίωμά του να παρευρίσκεται δικηγόρος.

 

γ. Ότι το πρόσωπο που διεξήγαγε τη συνέντευξη δε διέθετε τα κατάλληλα προσόντα όπως απαιτεί ο Νόμος και η Οδηγία 2005/85/ΕΚ.

 

δ. Ότι η συνέντευξη έγινε κατά τρόπο ανεπαρκή και επιλήψιμο.

 

ε. Ότι η καθ΄ης η αίτηση Αναθεωρητική Αρχή δεν ερεύνησε επαρκώς την υπόθεση και περιορίστηκε σε ευρήματα αναξιοπιστίας του αιτητή κατά τη συνέντευξή του.

 

στ. Ότι η καθ΄ης η αίτηση και προηγουμένως η Υπηρεσία Ασύλου, δεν εξέτασαν ικανοποιητικά το ζήτημα της παραχώρησης προς τον αιτητή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια τους πιο πάνω λόγους, τους οποίους έχω συνοπτικά παραθέσει, ένα προς ένα.

 

Οι δύο πρώτοι λόγοι λόγω της συνάφειάς τους, θα συνεξετασθούν.

 

α. και β. Η κατ΄ ισχυρισμό μη πληροφόρηση του αιτητή ως προς τα δικαιώματά του κατά την υποβολή της αίτησης ως προς τη διαδικασία και ως προς το δικαίωμα του να εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Σύμφωνα με το συνήγορο του αιτητή, στη διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε στην εξέταση της περίπτωσή του, δεν ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 11(5) του περί Προσφύγων Νόμου και των άρθρων 10 και 13 της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ.

 

Το άρθρο 11(5) του περί Προσφύγων Νόμου, κατά συμμόρφωση με την πιο πάνω Ευρωπαϊκή Οδηγία, προβλέπει περί της πληροφόρησης κάθε αιτητή ασύλου κατά την υποβολή της αίτησής του, για την ακολουθητέα διαδικασία, για δικαίωμά του σε παροχή διερμηνέα, δικαίωμα να καλέσει ο ίδιος, αν επιθυμεί, δικηγόρο κλπ.

 

Η ίδια η διαδικασία, η οποία προβλέπεται από το Νόμο να ακολουθείται, είναι απλή και αυτή ήταν που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του αιτητή. Δηλαδή, υποβολή της αίτησης και ορισμός και διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης, αν αυτό κρίνεται χρήσιμο και εφικτό. Ακολούθως, ο Λειτουργός που διενεργεί τη συνέντευξη ετοιμάζει και υποβάλλει έκθεση στον Προϊστάμενο και ο Προϊστάμενος εξετάζει την έκθεση και αποφασίζει ως προς την τύχη της αίτησης.

 

Αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε και στην περίπτωση του αιτητή και κατά την προσωπική συνέντευξη παρίστατο διερμηνέας, ενώ του εξηγήθηκαν στην αρχή της συνέντευξης διάφορα διαδικαστικά θέματα.

 

Ως προς το θέμα του δικαιώματος του αιτητή όπως τύχει νομικής συμβουλής κατά την υποβολή και διεκπεραίωση της αίτησής του, όπως ορθά υποδεικνύει και ο συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση, καμιά περαιτέρω ενημέρωση δεν αναμενόταν στην περίπτωση τουλάχιστον αυτού του αιτητή, αφού η ίδια η αίτησή του είχε υποβληθεί από δικηγόρο ο οποίος ήδη ενεργούσε εκ μέρους του. Αυτό διαπιστώνεται από τον κατατεθέντα στο Δικαστήριο διοικητικό φάκελο όπου καταχωρήθηκε η επιστολή του δικηγόρου Ν. Λοϊζου ο οποίος επισύναψε στην επιστολή του την αίτηση του αιτητή και ο οποίος ζητούσε όπως ορισθεί ημερομηνία διεξαγωγής προσωπικής συνέντευξης, επικαλούμενος τις πρόνοιες της νομοθεσίας. Μάλιστα, στο σχετικό έντυπο που τηρήθηκε για διαβίβαση της αίτησης του αιτητή (ερυθρό 9 στο διοικητικό φάκελο), αναφέρεται ότι, κατά την παράδοση της αίτησής του, ο αιτητής παρουσιάστηκε στο κλιμάκιο «με τη συνοδεία του Ν. Λοϊζου», δηλαδή του δικηγόρου του.

 

Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει, αλλά ούτε και ο δεύτερος.

 

γ. Ο ισχυρισμός περί ανεπάρκειας προσόντων του Λειτουργού που διενήργησε τη συνέντευξη.

 

Όπως ανέφερε στην αγόρευσή του ο συνήγορος του αιτητή, το πρόσωπο που διεξήγαγε τη συνέντευξη δε διέθετε τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες της αίτησης του αιτητή, όπως απαιτεί ο Νόμος και η Οδηγία. Όπως προσθέτει, πουθενά στην Ένσταση δεν φαίνεται ότι ο Λειτουργός είχε τέτοια προσόντα.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 13Α(9)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε, μεταξύ άλλων:

 

“(α) ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής ή της ευαισθησίας του αιτητή, στο μέτρο που είναι δυνατόν”

 

Ο αιτητής δεν εξηγεί για ποιο λόγο ο Λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη δε διέθετε τα κατάλληλα προσόντα. Κατά την άποψή μου δεν είναι επιτρεπτό όπως λαμβάνεται από τη νομοθεσία το ζητούμενο ή προαπαιτούμενο και να εγείρεται απλά ο ισχυρισμός ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν ικανοποιείται. Πρέπει να προβάλλονται ειδικοί και συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους κατά την άποψή του δεν ικανοποιείται ένα προαπαιτούμενο από το Νόμο.

 

Εν πάση περιπτώσει, η καθ΄ης η αίτηση αντιπροβάλλει στην αγόρευσή της, ότι η αρμόδια Λειτουργός η οποία διενήργησε τη συνέντευξη, κα Α. Αργυροπούλου, υπηρετεί ευδόκιμα στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα διεθνούς προστασίας, ασύλου και προσφύγων, όπως απαιτείται στην έννοια του όρου “αρμόδιος λειτουργός” στο άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Αυτός ο ισχυρισμός δεν έχει αμφισβητηθεί.

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

δ. Ισχυρισμός ότι η συνέντευξη διενεργήθηκε κατά τρόπο ανεπαρκή και επιλήψιμο.

 

Στην αγόρευσή του ο συνήγορος του αιτητή, προωθώντας αυτό το λόγο ακύρωσης, παραθέτει διάφορα παραδείγματα από ερωταπαντήσεις που είχαν καταγραφεί κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του αιτητή. Συμπεραίνει δε ότι διαφαίνεται από αυτές ότι οι όποιες αντιφάσεις παρατηρήθηκαν σ΄ αυτήν οφείλονταν στον μη αμερόληπτο τρόπο διεξαγωγής της συνέντευξης, κατά την οποία δεν εζητούντο από τον αιτητή να παράσχει διευκρινίσεις εκεί όπου απαιτούνταν, με αποτέλεσμα κάποια ζητήματα να παραμείνουν αδιευκρίνιστα και να μη δοθεί καθόλου σημασία στην πραγματική κατάσταση που επικρατούσε στο Νεπάλ, τα δε ευρήματα αξιοπιστίας ως προς τον αιτητή, να είναι λανθασμένα.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 45(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά κάθε υπόθεσης και εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να επιλέξει τον ενδεδειγμένο τρόπο διεξαγωγής της έρευνας.

 

Περαιτέρω, ο ίδιος ο περί Προσφύγων Νόμος εκθέτει στο άρθρο 9 τον τρόπο διασφάλισης της ορθής διεξαγωγής της συνέντευξης. Προνοεί δε τα εξής:

 

“(9) Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-

 

(α) ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής ή της ευαισθησίας του αιτητή, στο μέτρο που είναι δυνατόν, και

 

(β) να επιλέγει διερμηνέα ικανό να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη, χωρίς η επικοινωνία να διενεργείται απαραίτητα στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικονωνήσει.”

 

Τα πιο πάνω μέτρα και διασφαλίσεις παρουσιάζεται να τα έχει λάβει η Υπηρεσία και στην περίπτωση του αιτητή. Στον δε τρόπο διεξαγωγής της συνέντευξης δεν μπορώ να παρατηρήσω κάτι το επιλήψιμο αφού δόθηκε κάθε ευκαιρία στον αιτητή να απαντά ελεύθερα με τον τρόπο και στην έκταση που εκείνος επιθυμούσε.

 

Κατά τα άλλα δεν είναι ο ρόλος του Δικαστηρίου που ασκεί δικαιοδοσία αναθεωρητική της νομιμότητας διοικητικών διαδικασιών να επεμβαίνει με την κρίση του διοικητικού οργάνου ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας, τον τρόπο άσκησης διακριτικής ευχέρειας και ιδιαίτερα ως προς την εξαγωγή ευρημάτων αξιοπιστίας προσώπων στην απουσία οποιωνδήποτε ενδείξεων περί μη τήρησης αρχών διοικητικού δικαίου.

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

ε. Ισχυρισμός ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν ερεύνησε επαρκώς την υπόθεση και περιορίστηκε σε ευρήματα αναξιοπιστίας του αιτητή.

 

Ο ισχυρισμός αυτός του αιτητή εμφανώς δεν ευσταθεί. Όπως συνάγεται από τη μελέτη του περιεχομένου της προσβαλλόμενης Απόφασης της καθ΄ης η αίτηση Αρχής, αυτή, πέραν της ενδελεχούς αναψηλάφησης όλων των σχετικών με την υπόθεση του αιτητή στοιχείων, εξέτασε ενδελεχώς όλα τα διαδικαστικά και ουσιαστικά θέματα τα οποία εμπλέκονταν στην πορεία εξέτασης της αίτησής του. Ανασκόπησε την ορθότητα των ευρημάτων και συμπερασμάτων της Υπηρεσίας και ασχολήθηκε στη συνέχεια με ένα έκαστο ξεχωριστά λόγο τον οποίο ήγειρε ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντα ενώπιον της Αρχής αιτητή, δίδοντας πλήρη αιτιολογία γιατί, κατά τη δική της άποψη, οι λόγοι εκείνοι δεν ευσταθούσαν.

 

Έπεται ότι ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται.

 

στ. Ισχυρισμός ότι η καθ΄ης η αίτηση Αρχή και προηγουμένως η Υπηρεσία Ασύλου δεν εξέτασαν ικανοποιητικά το ζήτημα της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης φαίνεται να δικαιολογείται ή στοιχειοθετείται από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ο Προϊστάμενος με απόφασή του κατόπιν εξέτασης, αντί του καθεστώτος πρόσφυγα μπορεί να αναγνωρίσει σε κάποιον αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εάν διαπιστώθηκαν “ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.”

 

Με συγκεκριμένες αναφορές στα όσα ο ίδιος ο αιτητής είχε αναφέρει κατά την προσωπική του συνέντευξη, ρητά είχε διερευνηθεί το θέμα τούτο και ρητά είχε αναφερθεί αρχικά από τον αρμόδιο Λειτουργό και αργότερα από την καθ΄ης η αίτηση Αρχή, ότι για τους λόγους που εξηγήθηκαν, ο αιτητής δεν είχε καταφέρει να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη εάν επιστρέψει στη χώρα του.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €500, πλέον ΦΠΑ, έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                            Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο