ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΛΕΡΜΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 739/2009, 30 Νοεμβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 739/2009)

 

30 Νοεμβρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΛΕΡΜΟΣ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------------

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        Στις 29.8.2008, η Ε.Δ.Υ. έχοντας υπόψη της και την προς τούτο θετική σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος για προαγωγή στη μόνιμη θέση Αρχιεπιστάτη του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών από 15.9.2008 αντί, μεταξύ άλλων, και του αιτητή, ο οποίος και προσβάλλει την κρίση της Ε.Δ.Υ. ως άκυρη και χωρίς νόμιμο αποτέλεσμα. 

 

        Η διαδικασία πλήρωσης της κενής θέσης άρχισε με εισήγηση του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων με επιστολή του ημερ. 4.6.2008, Παράρτημα 1 στην ένσταση, η δε Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της 18.6.2008, Παράρτημα 2, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα.  Η σχετική συνεδρία έγινε, όπως προαναφέρθηκε στις 29.8.2008, Παράρτημα 3, κατά την οποία ο Διευθυντής συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος το έκρινε καταλληλότερο για προαγωγή λόγω του ότι συγκρινόμενος με τους υπόλοιπους υποψήφιους «…… είναι περίπου ίσος και/ή υπερτερεί σε αξία όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία δέκα χρόνια στα οποία αποδίδω ιδιαίτερη βαρύτητα, λόγω της καθολικής σχεδόν ισοπέδωσης που παρατηρείται κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, και σε ό,τι αφορά τα προσόντα είναι ισοδύναμος με αυτούς.».  Σε σχέση με την αρχαιότητα, ο Διευθυντής αναγνώρισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υστερούσε του αιτητή, έκρινε όμως ότι αυτή η αρχαιότητα «…. εξουδετερώνεται από τη διαφορά που έχουν σε αξία και από το γεγονός ότι είναι ισοδύναμοι σε προσόντα …..».  Η Ε.Δ.Υ. συγκρίνοντας και αξιολογώντας τους υποψήφιους και εξετάζοντας τα ουσιώδη στοιχεία μέσα από το φάκελο πλήρωσης της θέσης, τους προσωπικούς φακέλους, τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων σε σύνολο δέκα ετών και έχοντας υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή, θεώρησε καταλληλότερο για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερούσε σε προσόντα, ήταν υπέρτερο σε αξία με έμφαση τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων δέκα ετών «στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα», η δε αρχαιότητα του αιτητή υποχωρούσε έναντι της υπεροχής σε αξία του ενδιαφερομένου μέρους που είχε επίσης υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή. 

 

        Τα δεδομένα των δύο ατόμων αποκαλύπτουν ότι  ο  μεν αιτητής γεννήθηκε στις 28.11.1950, είναι απόφοιτος του Εσπερινού Γυμνασίου Λευκωσίας με βαθμολογία 19 4/9 και με φοίτηση μεταξύ 1980-1986, διορίστηκε δε ως Επιστάτης στις 15.5.1989 και προήχθη στη θέση του Βοηθού Αρχιεπιστάτη στις 15.8.1998, το δε ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 9.10.1949, έτυχε το 1965 του απολυτηρίου Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας με βαθμολογία 15, διορίστηκε Επιστάτης στις 2.4.1992 και προήχθη σε Βοηθό Αρχιεπιστάτη την 1.3.2000.

 

        Δύο είναι τα ουσιώδη σημεία που εγείρει ο αιτητής προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.  Το ένα αφορά το λανθασμένο της κρίσης της Ε.Δ.Υ. στο να λάβει υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, αντί τα τελευταία πέντε, με αποτέλεσμα να στοχευθεί η αναζήτηση υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους στο απώτερο παρελθόν, ενώ δεν υπήρχε οποιοσδήποτε προς τούτο λόγος, εφόσον τα τελευταία πέντε έτη προ της προαγωγής, έδειχναν διαφορά ενός «εξαίρετα» μόνο υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, που με βάση τη νομολογία ήταν απλώς οριακή και δεν θα μπορούσε να εξουδετερώσει την αρχαιότητα του αιτητή.  Η Ε.Δ.Υ. ακολουθώντας προς τούτο τη σύσταση του Διευθυντή περιέπεσε στο ίδιο ακριβώς λάθος όπως εκείνος θεωρώντας τα δέκα τελευταία έτη ως ιδιαίτερης σημασίας, αποτυγχάνοντας έτσι να διερευνήσει η ίδια την ορθή εικόνα που αναδυόταν από τους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους.  Ταυτόχρονα, η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε ότι ο αιτητής είναι απόφοιτος εξατάξιου σχολείου, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος τετρατάξιας σχολής και ως εκ τούτου σε προσόντα ο αιτητής υπερτερούσε.  Κατά δεύτερο λόγο, υπήρξε παραβίαση του σχεδίου υπηρεσίας ενόψει του ότι ενώ η διαδικασία πλήρωσης της θέσης άρχισε με το ισχύον το 1979 σχέδιο υπηρεσίας, εν τούτοις η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποίησε ή φαίνεται να χρησιμοποίησε το νέο σχέδιο υπηρεσίας το οποίο εισήχθηκε κατά τη διάρκεια της  διαδικασίας.  Αυτό σήμαινε ότι η Ε.Δ.Υ. απέτυχε να δώσει ερμηνεία ως όφειλε στο απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας του 1979 προσόν της «μακράς πείρας και ικανοποιητικής υπηρεσίας στη θέση του Βοηθού Αρχιεπιστάτη», εφόσον στο νέο σχέδιο υπηρεσίας που εισήχθηκε στις 21.4.2008, το προσόν της «μακράς και ικανοποιητικής υπηρεσίας», αντικαταστάθηκε με «τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση του Βοηθού Αρχιεπιστάτη».

 

        Η αντίθετη άποψη της Ε.Δ.Υ. είναι ότι με βάση τη νομολογία μετρά η συνολική εικόνα των υποψηφίων και επομένως δεν ήταν λανθασμένη η αναφορά στην υπηρεσία των προηγούμενων δέκα ετών, ενώ εν πάση περιπτώσει ακόμη και η διαφορά ενός «εξαίρετα» ενόψει της ισοπεδωτικής βαθμολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων ήταν αρκετή για να δώσει  προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος.  Σημειώνει δε η Δημοκρατία στη γραπτή της αγόρευση, ότι η διαφοροποίηση στο ένα «εξαίρετα» ήταν στο στοιχείο της «διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας», στοιχείο καθοριστικής σημασίας για την ορθή αξιολόγηση των καθηκόντων που συνεπαγόνταν η προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση.  Πέραν της αξίας, το ενδιαφερόμενο μέρος ενισχυόταν και από την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή, με αποτέλεσμα να ήταν δυνατό να παραμεριστεί η αρχαιότητα του αιτητή.  Η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν ποσώς λανθασμένη, αλλά αντίθετα ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.  Σε σχέση με την παραβίαση του σχεδίου υπηρεσίας και την πλάνη της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με την εφαρμογή του ορθού σχεδίου υπηρεσίας, να σημειωθεί κατ΄ αρχάς ότι εν τέλει επεξηγήθηκε με την αναμενόμενη λεπτομέρεια στο αιτητικό της προσφυγής ο λόγος αυτός, κατόπιν αίτησης τροποποίησης που έγινε δεκτή από τη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να παραμείνει άνευ  αντικειμένου,  η  κατά  τα   άλλα   ορθή   αναφορά   της  κας Κυριακίδου στη γραπτή της αγόρευση περί μη συμμόρφωσης του αιτητή με τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  Εν πάση περιπτώσει επί της ουσίας, η Δημοκρατία εισηγείται ότι κατόπιν διευκρινιστικών επιστολών (Παραρτήματα 1 και 2 στη γραπτή αγόρευση), η Ε.Δ.Υ. εφάρμοσε κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης το προϊσχύον σχέδιο υπηρεσίας πριν, δηλαδή, αυτό διαφοροποιηθεί με το νέο σχέδιο. 

 

        Αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι όντως η σύσταση του Διευθυντή και η επ΄ αυτής άνευ ετέρου ενέργεια της Ε.Δ.Υ. ήταν προβληματική, διότι στην ουσία μεθοδεύτηκε η ανάδειξη μιας πλασματικής υπεροχής σε αξία του ενδιαφερομένου μέρους με τη χρήση της αναγωγής των δεδομένων στα προηγούμενα δέκα έτη.  Είναι βέβαια ορθό και έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι είναι το σύνολο της εικόνας  που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και όχι οι επιμέρους διαφορές υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213 και Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105 στη σελ. 115).  Ταυτόχρονα, είναι νομολογημένο ότι το διορίζον όργανο οφείλει να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις πιο πρόσφατες εμπιστευτικές εκθέσεις όταν επίκειται η κρίση του υπαλλήλου για προαγωγή από τις οποίες και διαφαίνεται η πρόοδος στην όλη επαγγελματική του σταδιοδρομία.  (Georghiades v. Republic (1975) 3 C.L.R. 145, Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662, Μεϊτανή ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 589/2004, ημερ. 31.5.2005 και Ζήσης Καλλένου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 1280/2007, ημερ. 23.2.2010)

 

        Τα προηγούμενα της προαγωγής πέντε έτη αναδεικνύουν ουσιαστική ισοδυναμία των μερών εφόσον η μόνη διαφορά εντοπίζεται στο  πρώτο έτος κατά την περίοδο της πενταετίας 2003-2007, όπου ο αιτητής είχε επτά «εξαίρετα» και ένα «πολύ ικανοποιητικά», έναντι οκτώ «εξαίρετα» του ενδιαφερομένου μέρους.  Έχει δε νομολογηθεί σε σειρά υποθέσεων της Ολομέλειας ότι τέτοιες μικρές διαφορές είναι όντως οριακές, παραπέμπουσα  σε ουσιαστική ισοδυναμία των εμπλεκομένων.  Στη Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» κατά την τελευταία πενταετία θεωρήθηκε οριακή, ενώ στη Δημοκρατία ν. Φεσσά Α.Ε. αρ. 122/05, ημερ. 18.3.2009, τρία «εξαίρετα» περισσότερα σε μια πενταετία δεν αποτελούσαν διαφορά που προσέδιδαν οποιαδήποτε ιδιαίτερη υπεροχή σε αξία, ώστε να αντισταθμιστεί η υπέρτερη αρχαιότητα του εφεσίβλητου.  Παρόμοιες υποθέσεις είναι και οι Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Μάρθα Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 9/07, ημερ. 17.7.09 και Δημοκρατία ν. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473, οι οποίες και αναφέρθηκαν με επιδοκιμασία και στην πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Μαρούλα Θεοδότου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 23/07, ημερ. 18.1.2010, όπου υπήρχαν πράγματι διαφοροποιήσεις μεταξύ των υποψηφίων στα πλέον απομακρυσμένα χρόνια που προηγούντο της κρίσης, όχι πάντοτε όμως υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους.  (δέστε και την πρόσφατη απόφαση στην Ιωάννης Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1785/08, ημερ. 12.10.2010, (Νικολαΐδης, Δ.)).  Έπεται ότι αν διαφορές σε τρία μέχρι και πέντε «εξαίρετα», θεωρήθηκαν οριακές, πόσο μάλλον η διαφορά σε ένα «εξαίρετο» το 2003, στο πλέον δηλαδή απομακρυσμένο χρόνο της πενταετίας, που κάλυπτε την περίοδο 2003-2007.

 

        Απορρέει από τα πιο πάνω, ότι δεν υπήρχε ανάγκη η κρίση επί της αξίας των υποψηφίων να επεκταθεί σε επιπλέον μια πενταετία, με ακόμη πιο απομακρυσμένα δεδομένα.  Η δε θέση της κας Κυριακίδου στη γραπτή αγόρευση της ότι το κριτήριο της «διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας» στο οποίο υστερούσε ο αιτητής ήταν καθοριστικής σημασίας, παραγνωρίζει κατά πρώτο λόγο ότι αυτή η αξιολόγηση αφορούσε τα χρόνια 1998-2001, σε  πλέον απομακρυσμένο δηλαδή χρόνο σε σχέση με το χρόνο προαγωγής και κατά δεύτερο λόγο ότι ο αιτητής βελτιώθηκε κατά τα τελευταία πέντε χρόνια στο στοιχείο αυτό λαμβάνοντας «εξαίρετα» σε όλα τα  υπό κρίση χρόνια, ήτοι, 2003-2007.  Περαιτέρω, ούτε ο Διευθυντής ούτε η Ε.Δ.Υ. ανέφεραν ή τόνισαν αυτό το ζήτημα ώστε να αναδυόταν ως εξ αυτού μεγαλύτερη αξία του ενδιαφερομένου μέρους, έναντι του αιτητή, λόγω καλύτερης απόδοσης στο στοιχείο αυτό, έστω και στα πλέον απομακρυσμένα χρόνια.  Είναι γνωστό ότι διά της αγορεύσεως δεν μπορούν να προστεθούν γεγονότα ώστε να εξηγείται εκ των υστέρων η κρίση της διοίκησης.

 

        Ήταν λάθος, κρίνεται, η σύσταση του Διευθυντή ο οποίος αντί να αναδείξει την ουσιαστική ισοδυναμία του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, έδωσε αντίθετα έμφαση στα τελευταία δέκα χρόνια στα οποία μάλιστα απέδωσε «ιδιαίτερη βαρύτητα» επειδή υπήρχε ισοπεδωτική αξιολόγηση τα τελευταία πέντε έτη.  Κάτι που ήταν εν πάση περιπτώσει λάθος διότι δεν ήταν ισοπεδωτική η εικόνα των δύο υποψηφίων, εφόσον υπήρχε έστω αυτή η οριακή διαφορά υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους.  Επομένως, η αναφορά του Διευθυντή στη σύσταση του στα τελευταία δέκα χρόνια έγινε σκόπιμα για να αναδειχθεί η θεωρούμενη κατά τον ίδιο υπεροχή σε αξία του ενδιαφερομένου μέρους ενώ, όπως λέχθηκε και στη Μουσιούττας ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 339/03, ημερ. 24.3.2004, (Καλλής, Δ.), η ισοβαθμία των εκεί συγκρινομένων στις πλέον πρόσφατες αξιολογήσεις των τεσσάρων τελευταίων ετών ήταν σημαντική, ώστε διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» σε ένα σύνολο υπηρεσίας εννέα ετών να μην μπορούσε να δώσει προβάδισμα στον εκεί αιτητή.  Παρόμοια, με την παρούσα σύσταση του Διευθυντή με αναφορά στα τελευταία δέκα χρόνια και η οποία επίσης κρίθηκε προβληματική ενόψει της τήρησης παρόμοιας στάσης από την Ε.Δ.Υ., έγινε και στη Βασιλική Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 332/07, ημερ. 8.8.2008, (Κωνσταντινίδης, Δ.).  Και εκεί απομονώθηκε το κριτήριο της «διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας», σε χρόνο απομακρυσμένο, και ενώ προηγουμένως, αλλά και μεταγενέστερα, οι υποψήφιοι ισοβαθμούσαν σε όλα τα κριτήρια.  Ανεπίτρεπτο λοιπόν κρίθηκε με αναφορά και στην αξία των πλέον πρόσφατων εκθέσεων μέσα από τη Μεσαρίτης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 708/04, ημερ. 16.11.2005, Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626 και Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, το εγχείρημα διαμόρφωσης νέας κατάστασης πραγμάτων έξω ή σε αντίθεση με τις έγκυρες και δεδομένες ετήσιες αξιολογήσεις. 

 

        Όσον αφορά τα προσόντα, δεν έγινε καμιά αξιολόγηση από την Ε.Δ.Υ., αλλά φαίνεται να αποδέχθηκε τη σύσταση του Διευθυντή περί ισοδυναμίας των προσόντων.  Στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας (για την εφαρμογή του οποίου θα γίνει αναφορά κατωτέρω), δεν αναφέρεται ως προϋπόθεση η κατοχή οποιουδήποτε ακαδημαϊκού προσόντος, (η απόφαση στη Χριστάκης Λοΐζου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (2004) 3 Α.Α.Δ. 68, στην οποία παρέπεμψε η κα Καλλίγερου υπήρχε τέτοια ρητή αναφορά στο σχέδιο υπηρεσίας), προφανώς εφόσον αυτό  αφορούσε τη  θέση πρώτου διορισμού.  Η αναφορά όμως σε ισοδυναμία προσόντων έγινε εντελώς γενικευμένα και χωρίς την αναγκαία εξειδίκευση.  Διαπιστώνεται όντως ότι ο αιτητής είναι απόφοιτος εξατάξιου σχολείου και μάλιστα με άριστο βαθμό, έναντι της αποφοίτησης του ενδιαφερομένου μέρους από τετραετούς φοίτησης σχολείο.  Ποια η διαφορά τους δεν είναι δυνατόν να αποφασιστεί πρωτογενώς από το Δικαστήριο, εφόσον δεν απασχόλησε την Ε.Δ.Υ.  Δεν υπάρχει δε και απάντηση από τη Δημοκρατία σε σχέση με την εισήγηση της κας Καλλίγερου ότι το απολυτήριο Τεχνικής Σχολής (τετραετούς φοίτησης), δεν είναι αναγνωρισμένο ως απολυτήριο σχολείου μέσης εκπαίδευσης, αν τέτοια θέση είναι εν πάση περιπτώσει ορθή.  Η ουσία σ΄ ότι αφορά τα προσόντα έγκειται στο γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. απέτυχε να εντοπίσει την ενδεχόμενη διαφορά και να τη διερευνήσει.  Σ΄ αυτή την πτυχή υπάρχει, επομένως, έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

        Σ΄ ό,τι αφορά την αρχαιότητα, ο αιτητής υπερέχει κατά ενάμισυ σχεδόν χρόνο στη θέση του Βοηθού Αρχιεπιστάτη εφόσον προήχθηκε σε αυτή στις 15.8.1998, έναντι της 1.3.2000 για  το ενδιαφερόμενο μέρος.  Υπάρχει υπεροχή ακόμη και στη θέση πρώτου διορισμού κατά τέσσερα σχεδόν έτη εφόσον διορίστηκε στις 15.5.1989, έναντι 2.4.1992 του ενδιαφερομένου μέρους. Η αρχαιότητα είναι από τα στοιχεία και κριτήρια τα οποία έχουν τη δική τους βαρύτητα και όπως έχει αναγνωριστεί και σχετικά πρόσφατα στη Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, στη σελ. 412, το κριτήριο της αρχαιότητας δεν παύει να αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια στο οποίο πρέπει να αποδίδεται η δέουσα σημασία.  Μάλιστα στις Αντώνης Αντωνιάδης ν. Δημοκρατίας κ.α., συνεκδ. υποθ. αρ. 222/09, 223/09 και 224/09, ημερ. 18.10.2010 (Νικολαΐδης, Δ.), τονίσθηκε ότι:

 

 «Όσο και αν η αρχαιότητα έχει υποτιμηθεί στο παρελθόν δεν παύει να είναι ένα από τα τρία κριτήρια τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπ΄ όψιν και όπως έχει νομολογηθεί, στην περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία, η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει ακόμη και λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του προϊσταμένου (Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71,79).».

 

 Στην Κυριάκος Παρτάση ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1617/2007, ημερ. 9.12.2008, αρχαιότητα 18 μηνών θεωρήθηκε σημαντική και όχι οριακή, ενώ αρχαιότητα 11 μόνο μηνών προσμέτρησε ως μέτρο αξίας στις υποθέσεις Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410 στη σελ. 418 και στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 862/2007, ημερ. 3.4.2009 (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας, κατά πλειοψηφία).

 

        Με την αρχαιότητα, η νομολογία αναγνωρίζει και τη συνακόλουθη πείρα επιφέροντας έτσι ανάλογη υπεροχή.  (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731 στη σελ. 740, Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921 και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915).  Στη Δημοκρατία ν. Αργυρούλλα Βασιλείου (1990) 3 Α.Α.Δ. 226, αναγνωρίστηκε ακόμη ότι η αρχαιότητα, πέραν της επαύξησης της ίδιας της αξίας ως απορρέουσας από τη μεγαλύτερη πείρα, είναι δυνατό να ισοζυγίσει ακόμη και ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις. 

 

        Παρατηρείται ότι η Ε.Δ.Υ. υπό το φως των ανωτέρω δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στην υπέρτερη αρχαιότητα του αιτητή, ενώ θεώρησε λανθασμένα, όπως προαποφασίστηκε, ότι η αρχαιότητα μπορούσε να καμφθεί ενόψει της υπεροχής σε αξία του ενδιαφερομένου μέρους.  Διαπιστώθηκε ήδη, όμως, ότι η σύσταση του Διευθυντή και συνακόλουθα η κρίση της Ε.Δ.Υ. δεν ανταποκρινόταν στα απορρέοντα από τους φακέλους στοιχεία και ήταν ενάντια στην καθιερωμένη νομολογία περί της απόδοσης ιδιαίτερης σημασίας στα πρόσφατα χρόνια πριν την προαγωγή, δηλαδή, στα τελευταία πέντε έτη.

 

        Παρόλον που τα πιο πάνω σφραγίζουν την τύχη της προσφυγής, διαπιστώνεται πρόβλημα και σε σχέση με το σχέδιο υπηρεσίας που λήφθηκε υπόψη.  Η νομολογία που αναφέρει η    κα Καλλίγερου είναι ορθή στη βάση του ότι στη Δημοκρατία ν. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 1150, η Ολομέλεια αποφάσισε, με αναφορά και συζήτηση στην προηγηθείσα νομολογία, ότι το άρθρο 35(2)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, πρέπει να διαβάζεται κατά τρόπο που να μην οδηγεί σε παραδοξότητα εφόσον τα προσόντα που ορίζονται για συγκεκριμένη θέση από ένα σχέδιο υπηρεσίας πρέπει να κατέχονται κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Ε.Δ.Υ. η πρόταση για την πλήρωση της θέσης και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση.  Οι δύο χρονικές στιγμές πρέπει να συναρτώνται με το υφιστάμενο κατά το χρόνο της απόφασης για την πλήρωση της θέσης σχέδιο, ώστε ένας υποψήφιος, δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας εκείνου, να είναι δυνατό να τύχει προαγωγής, έστω και αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και μέχρι τη λήψη της απόφασης για την προαγωγή, το σχέδιο υπηρεσίας διαφοροποιήθηκε, αλλοιώνοντας έτσι τα απαιτούμενα προσόντα προς βλάβη του υποψηφίου.  Διαφορετικά, αποφάσισε η Ολομέλεια, θα υπήρχε αυτοαναίρεση της ίδιας της νομοθετικής πρόνοιας, ενώ θα παρείχετο και η δυνατότητα ουσιαστικής κατάργησης διά των σχεδίων υπηρεσίας, προνοιών του Νόμου ως προς τα απαιτούμενα προσόντα.  

 

        Μεταφερόμενα τα πιο πάνω στα υπό κρίση γεγονότα, παρατηρείται ότι η Ε.Δ.Υ., εφόσον και η ίδια η Δημοκρατία δέχεται ότι ήταν το αρχικό σχέδιο υπηρεσίας της 26.4.1979 που εφαρμόστηκε, απέτυχε να ερμηνεύσει την έννοια στα απαιτούμενα προσόντα περί της «μακράς και ικανοποιητικής υπηρεσίας» στη θέση Βοηθού Αρχιεπιστάτη.  Πιθανό και οι δύο  υποψήφιοι να ενέπιπταν στην έννοια αυτή εφόσον, όμως, ερμηνευόταν αναλόγως από την Ε.Δ.Υ. πριν την απόφαση για πλήρωση της θέσης.  Πιθανό όμως και όχι.  Αυτό παραμένει στη σφαίρα της εικασίας εφόσον παρά την εκ των υστέρων διαβεβαίωση της Ε.Δ.Υ. ότι εφαρμόστηκε το προηγούμενο σχέδιο υπηρεσίας, παραμένει αμφιβολία ως  προς το τι πράγματι έλαβε υπόψη της κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Όπως αποφασίστηκε και εντελώς πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Άντρος Μιχαηλίδης ν. Δήμου Αγλαντζιάς, Α.Ε. 119/07, ημερ. 28.9.2010:

 

«Όταν διορίζον όργανο βρίσκεται αντιμέτωπο με έννοιες λίγο πολύ ακαθόριστες, όπως για παράδειγμα ‘διοικητική πείρα’ ή ‘εποπτικά καθήκοντα’, θα πρέπει, κατ΄ αρχήν, να καθορίζει τη φύση των εννοιών αυτών και επιπλέον να εξηγεί με τρόπο που να καθιστά δυνατό το διοικητικό έλεγχο, γιατί τη συγκεκριμένη πείρα τη δέχεται ως διοικητική ……»

 

Και πιθανόν να ήταν διαφορετική η εκτίμηση της Ε.Δ.Υ. ως προς τους έξι ενώπιον της υποψηφίους, εάν εφάρμοσε όντως το προαπαιτούμενο με το προηγούμενο σχέδιο υπηρεσίας προσόν της μακράς και ικανοποιητικής πείρας αντί της τριετούς τουλάχιστον πείρας, στο νέο σχέδιο, ενόψει της διαφοράς στην υπηρεσία των έξι υποψηφίων στη θέση του Βοηθού Αρχιεπιστάτη, σε σχέση με την ημερομηνία προαγωγής. Εναπόκειτο στην Ε.Δ.Υ. να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας με βάση την καθιερωμένη νομολογιακή αντίκρυση του θέματος.  (δέστε Κωνσταντής Καντούνας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 40/07, ημερ. 6.7.10 και Δημοκρατία ν. Ανδρέα Ασσιώτη και Κτωρίδης ν. Ασσιώτη Α.Ε. αρ. 201/09 και 205/09, ημερ. 13.7.10).

 

        Ενόψει όλων των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500  έξοδα  πλέον Φ.Π.Α.  υπέρ  του  αιτητή  και εναντίον των

καθ΄ ων.  Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το         Άρθρο 146.4 (β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο