ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 52/2009)
30 Δεκεμβρίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΩΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
---------------------------------
Αίτηση ημερ. 3.9.2010 για προσαγωγή μαρτυρίας
Ε. Μυριανθέας, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μετά την ολοκλήρωση της καταχώρησης των γραπτών αγορεύσεων των διαδίκων και πριν τον ορισμό της υπόθεσης για διευκρινίσεις, καταχωρήθηκε αίτηση για την προσαγωγή προφορικής ή διά ενόρκου δηλώσεως μαρτυρίας από πλευράς του αιτητή σε σχέση με γεγονότα που οι καθ΄ ων αρνούνται στα πλαίσια της προσφυγής.
Επιδιώκεται επομένως η μαρτυρία του Χαράλαμπου Χατζηγεωργίου που κατά την περίοδο 2003-2005 ήταν ειδικός σύμβουλος αδειοδότησης στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας Κύπρου, εκτελώντας καθήκοντα προϊσταμένου στον τομέα αδειοδότησης κατόπιν ειδικού ορισμού του από το Διευθυντή του Τμήματος. Η μαρτυρία χρειάζεται, ως γίνεται αντιληπτό, για να εξηγηθούν ζητήματα κατά τη μεταβατική περίοδο κατά την οποία επήλθε μετάβαση από την εθνική αεροπορική νομοθεσία στην αντίστοιχη Ευρωπαϊκή και ότι ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση «…… για ανανέωση των ειδικοτήτων εκπαιδευτή πτήσεων για μονοκινητήρια και με περισσότερες από μια μηχανές αεροσκάφη, οι οποίες βρίσκονταν ενσωματωμένες στην Κυπριακή άδεια PPL την οποία κατείχε από το 1981, σύμφωνα με τα όσα είχαν καθοριστεί στη σχετική εγκύκλιο C05/2003.». Περαιτέρω, ότι η άδεια PPL και ότι οι επισυνημμένες σ΄ αυτή ειδικότητες του αιτητή «….. δεν ανανεώθηκαν διότι εκκρεμούσε το θέμα της καταβολής των σχετικών τελών και επιπρόσθετα ζητήθηκε από τον αιτητή να υποβληθεί σε πτητική εξέταση αλλά ουδέποτε το Τμήμα κατά τον ουσιώδη χρόνο υπέδειξε στον αιτητή εξουσιοδοτημένο εξεταστή.». Ζητείται επίσης «ότι ο αιτητής πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για την ανανέωση των ειδικοτήτων του.».
Καταχωρήθηκε ένσταση συνοδευόμενη από σχετική ένορκη δήλωση με την οποία θεωρείται ότι με την επιδιωκόμενη αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας επιχειρείται να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία που δεν υπήρχε ενώπιον της αρμοδίας αρχής στον ουσιώδη χρόνο, μαρτυρία που εν πάση περιπτώσει είναι αόριστη και απαράδεκτη, άσχετη με τα επίδικα θέματα, επιδιώκουσα την αμφισβήτηση τεχνικών θεμάτων και εμπειρογνωμόνων και επεξηγούσα εκ των υστέρων τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Καταχωρήθηκαν σχετικές γραπτές αγορεύσεις όπου αναφέρεται η νομολογία ως προς το πότε επιτρέπεται η προσαγωγή μαρτυρίας, αλλά και σε ό,τι αφορά την ουσία της αναγκαιότητας της μαρτυρίας αυτής, με εκάτερο των διαδίκων να υποστηρίζει τη δική του θέση.
Είναι αναγκαίο να καταγραφούν συνοπτικά τα δεδομένα που οδήγησαν στην καταχώρηση της προσφυγής. Διατείνεται ο αιτητής, υπάλληλος στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας και κάτοχος αδείας χειριστή αεροσκάφους («Private Pilot Licence» ή «PPL»), που εκδόθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1981 και επανεκδόθηκε το 1988, ότι λανθασμένα οι καθ΄ ων αρνήθηκαν να ανανεώσουν την πιο πάνω άδεια, καθώς και αυτή της ειδικότητας εκπαιδευτή πτήσεων («Flight Instructor Rating»), με απόφαση τους ημερ. 11.11.2008. Στην άδεια PPL είχε προστεθεί αρχικά η ειδικότητα εκπαιδευτή πτήσεων για μονοκινητήρια αεροσκάφη και αργότερα η ίδια ειδικότητα για αεροσκάφη με περισσότερες από μια μηχανές. Ο αιτητής είναι επίσης κάτοχος δύο αδειών χειριστή αεροσκάφους που εκδόθηκαν από την Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου το 2008, μια για Commercial Pilot και μια για Air Transport Pilot. Όταν εισήχθη ο Νόμος αρ. 213(Ι)/02, οι καθ΄ ων ζήτησαν από τον αιτητή να ανανεώσει την Κυπριακή άδεια του, αλλά παρά το γεγονός ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτηση, οι καθ΄ ων αδικαιολόγητα και μετά από μεγάλη καθυστέρηση τον παρέπεμψαν με επιστολή τους ημερ. 11.11.2008, στη χώρα έκδοσης της Αγγλικής άδειας, ήτοι στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η προσφυγή έχει ως έρεισμα αυτή την άρνηση ανανέωσης της άδειας PPL, λόγω της εκ μέρους των καθ΄ ων πραγματικής και νομικής πλάνης περί της κείμενης νομοθεσίας και ως ερχόμενης σε αντίθεση με τις σχετικές οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόσθετα, θεωρείται αποτέλεσμα κακής πίστης, μη χρηστής διοίκησης και ληφθείσα αναιτιολογήτως. Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων μέσα από την ένσταση, είναι ότι ο αιτητής δεν ακολούθησε τις μεταβατικές διατάξεις που ίσχυαν τα έτη 2002-2003 και δεν συμμορφώθηκε με τις εκδοθείσες εγκυκλίους από το Τμήμα που σκοπό είχαν την υιοθέτηση των απαιτήσεων από τη Δημοκρατία ώστε οι εκπαιδευτές εξεταστές να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις για να μετατραπεί η άδεια τους σε άδεια σύμφωνα με τις Συνδυασμένες Αρχές Πολιτικής Αεροπορίας. Με Υπουργικό Διάταγμα ημερ. 10.10.2003, η Δημοκρατία υιοθέτησε τους σχετικούς Κανονισμούς των Συνδυασμένων Αρχών Πολιτικής Αεροπορίας.
Αναφέρεται στην παρ. 9 της ενστάσεως, ότι ο τότε υπεύθυνος αδειοδότησης Χατζηγεωργίου, ενημέρωσε στις 2.3.2005 τον αιτητή ότι για την ειδικότητα του εκπαιδευτή πτήσεων θα έπρεπε να επιτύχει στην πτητική εξέταση με εξουσιοδοτημένο εξεταστή, όσον αφορούσε δε την ανανέωση της Κυπριακής άδειας ιδιωτικού αεροσκάφους, αυτή θα μπορούσε να ανανεωθεί σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς και την καταβολή των απαραιτήτων τελών. Ο αιτητής υπέβαλε στις 22.3.2005 αίτηση για ανανέωση και ακολούθησε εσωτερική αλληλογραφία μεταξύ του Χατζηγεωργίου και του ιδίου. Τον Ιανουάριο του 2008, το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας επιθεωρήθηκε από την JAA (Συνδυασμένες Αρχές Πολιτικής Αεροπορίας), η οποία αποφάσισε την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών που εκδίδονται στη Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, όταν στις 16.3.2008 ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση, εφόσον η προηγηθείσα αίτηση δεν είχε προχωρήσει γιατί δεν είχαν καταβληθεί τα τέλη, ο αιτητής δεν μπορούσε να κατέχει δεύτερη JAA άδεια, εφόσον ήδη κατείχε την Αγγλική επαγγελματική άδεια με την οποία μπορούσε να εκτελεί πτήσεις χωρίς πρόβλημα. Στις 15.10.2008, ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση ανανέωσης, με δε την προσβαλλόμενη απάντηση πληροφορήθηκε ότι με τους Κανονισμούς της JAA, ένα άτομο μπορεί να κατέχει μόνο μια άδεια και εφόσον κατείχε επαγγελματική άδεια στην Αγγλία, θα έπρεπε να απευθυνθεί εκεί για την έκδοση της άδειας.
Είναι υπό το φως των πιο πάνω βασικών δεδομένων που υπεβλήθη η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, στους Κανονισμούς 18 και 19 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμού του 1962. Η νομολογία αντιμετωπίζει τις αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας με εξαιρετική φειδώ, επιβεβαιώνουσα το γνωστό κανόνα ότι το Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ουδέποτε υπεισέρχεται σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων ή στην αξιολόγηση των δεδομένων από πλευράς πραγματικών στοιχείων, ούτε βέβαια προβαίνει σε κρίση επί αντικρουόμενων θέσεων. Όπως έχει αναφερθεί και στη Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835, ο ρυθμιστικός ρόλος του Δικαστηρίου στη διοικητική δίκη, είναι διάφορος από αυτό που επικρατεί στο δικονομικό σύστημα στην πολιτική δίκη. Η προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνο εφόσον είναι σχετική με τα επίδικα θέματα (Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106 και Sportsman Betting Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591). Η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν μπορεί να διαφοροποιεί, μεταβάλλει ή αλλοιώσει τα στοχεία που ήδη λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 345).
Το πρώτο που διαπιστώνεται, όπως ορθά παρατηρεί και η Δημοκρατία στη δική της αγόρευση, είναι η απουσία στην υπό κρίση αίτηση υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης. Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, δεν προβλέπει βέβαια για τέτοιες λεπτομέρειες όπως την αναγκαιότητα υποστήριξης μιας αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας με ένορκη δήλωση. Προβλέπει όμως γενικότερα με τον Καν. 18, ότι θα ισχύουν τηρουμένων των αναλογιών και θα εφαρμόζονται, εφόσον οι περιστάσεις το επιτρέπουν, οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί. Επίσης προβλέπεται στον Καν. 10(2), ότι το Δικαστήριο μπορεί να δώσει τέτοιες οδηγίες σε σχέση με θέματα που προκύπτουν κατά τη διαδικασία όπως, για παράδειγμα, αναφορικά με περαιτέρω έγγραφες προτάσεις, λεπτομέρειες, αποκάλυψη ή επιθεώρηση εγγράφων, αποδεικτικά μέσα κ.ά., ως ήθελε κριθεί αναγκαίο. Και ιδιαιτέρως με τον Καν. 11, το Δικαστήριο δύναται να καλέσει οποιοδήποτε πρόσωπο να δώσει μαρτυρία ή να προσαγάγει έγγραφα και βεβαίως δυνάμει του Κανονισμού 19, να εκδώσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας τέτοιες οδηγίες όπως απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι μια αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας, όπως η παρούσα, την οποία ο αιτητής εισάγει προς τεκμηρίωση των λόγων της προσφυγής του, ορθό είναι να συνοδέυεται από την αναγκαία ένορκη δήλωση. Η παράλειψη αυτή του αιτητή είναι ουσιώδης εφόσον το περιεχόμενο μιας τέτοιας ένορκης δήλωσης θα μπορούσε να βοηθήσει το Δικαστήριο να αντιληφθεί το λόγο και την αναγκαιότητα προσαγωγής μαρτυρίας, ενόψει και του αντίστοιχου κανόνα ότι ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει την έκδοση οδηγιών για την προσαγωγή μαρτυρίας, πρέπει να προσδιορίζει με την ανάλογη λεπτομέρεια τα δεδομένα εκείνα τα οποία του δίνουν αυτό το δικαίωμα (Ιωσηφίδης ν. Ρ.Ι.Κ. (2006) 3 Α.Α.Δ. 677). Αναμφίβολα η αίτηση είναι απογυμνωμένη από οποιαδήποτε υποστηρικτικά στοιχεία που θα τη δικαιολογούσαν, εφόσον το μόνο που αναφέρεται στην παρ. Α, είναι η με γενικότητα καταγραφή της θέσης ότι η μαρτυρία επιζητείται «….. αναφορικώς με τα γεγονότα, τα οποία οι καθ΄ ων η αίτηση αρνούνται στα πλαίσια της παρούσα προσφυγής ……».
Η αίτηση είναι απορριπτέα διότι εκτός της ήδη διαπιστωθείσας παράλειψης να υποστηριχθεί από ένορκη δήλωση, η νομολογία επίσης αποκαλύπτει ότι το τι επιδιώκεται πρέπει να είναι σαφές χωρίς γενικότητα και να προσδιορίζονται με επάρκεια και λεπτομέρεια τα γεγονότα να οποία επιδιώκονται να αποδειχθούν. Η λεπτομέρεια αλλά και η σαφήνεια της επιδιωκόμενης μαρτυρίας είναι αναγκαίες για να μπορέσει το Δικαστήριο να ελέγξει και τη σχετικότητα της σε σχέση με τα επίδικα θέματα. (Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Ρ.Ι.Κ., υπόθ. αρ. 300/03, ημερ. 20.11.2003). Ο τρόπος διατύπωσης εδώ του αιτητικού της επίδικης αίτησης δεν είναι καθόλου σαφής και αρκεί η ανάγνωση των πέντε παραγράφων, οι οποίες υποστηρίζουν το τι ζητείται να προσαχθεί ως μαρτυρία, για να αποδειχθεί του λόγου το αληθές. Αναφέρονται ουσιαστικά σε δεδομένα που υπήρχαν εν πάση περιπτώσει, όπως ότι ο Χατζηγεωργίου ήταν τότε προϊστάμενος ως ειδικός σύμβουλος στον τομέα αδειοδότησης, ότι είχε εξουσία να αποφασίζει για τεχνικά θέματα, ότι ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση για ανανέωση των αδειών του και ότι η άδεια PPL και οι συνημμένες σ΄ αυτή ειδικότητες δεν ανανεώθηκαν διότι εκκρεμούσε το θέμα της καταβολής των τελών και ότι το Τμήμα ουδέποτε υπέδειξε εξουσιοδοτημένο εξεταστή. Τέλος, ότι ο αιτητής πληρούσε τις προϋποθέσεις για ανανέωση των ειδικοτήτων του. Όλα αυτά όμως αφενός ήταν δεδομένα, αφετέρου αποτελούν και το ζητούμενο, δηλαδή, κατά πόσο ορθά ή όχι με την προσβαλλόμενη πράξη το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε.
Ορθά κρίνεται η Δημοκρατία ενίσταται στην προσαγωγή της μαρτυρίας διότι αφενός η αιτούμενη προσαγωγή μαρτυρίας είναι αόριστη και ασαφής, δεν συνδέεται με τους συγκεκριμένους νομικούς λόγους ακύρωσης, επιδιώκεται εμμέσως διά της μαρτυρίας του Χατζηγεωργίου να διαφοροποιηθεί η δική του ανάμειξη, όπως αυτή είναι ήδη καταγραμμένη στο διοικητικό φάκελο, αλλά και ενδεχομένως να αμφισβητηθούν εκ των υστέρων τεχνικά θέματα και να εισαχθούν ζητήματα που δεν ήταν ενώπιον της αρμοδίας αρχής κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση δεν εξηγεί οτιδήποτε το ιδιάζον πέραν της παράθεσης της νομολογίας και την αόριστη θέση ότι το Δικαστήριο μπορεί να διαγνώσει τη διάσταση επί των γεγονότων και των θέσεων των δύο πλευρών. Αυτά τα γεγονότα που ο αιτητής διατείνεται ότι διΐστανται μεταξύ της αίτησης ακυρώσεως και της ενστάσεως της Δημοκρατίας, ουδόλως είναι αναγνωρίσιμα, ιδιαιτέρως, σε μια αναμφιβόλως τεχνική εν πολλοίς υπόθεση με ιδιαίτερο αντικείμενο, εξ ου και χρειαζόταν η υποστήριξη της αιτήσεως με ένορκη δήλωση. Το αναθεωρητικό δικαστήριο διατηρεί το δικαίωμα υπό το φως του Καν. 19, να ελέγξει το δικαίωμα των διαδίκων να προσκομίσουν μαρτυρία. (Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507).
Ενόψει όλων των πιο πάνω δεν διαπιστώνεται λόγος έγκρισης της αιτήσεως, η οποία και απορρίιπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, όπως θα υπολογιστούν στο τέλος της όλης διαδικασίας.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο