ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΥΔΟΥΝΑ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ, Υπόθεση Αρ. 592/2009, 30 Δεκεμβρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 592/2009)

 

30 Δεκεμβρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΥΔΟΥΝΑ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

-----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής επί τη προοπτική της αφυπηρέτησης του στις 13.12.2009, απηύθυνε επιστολή ημερ. 19.2.2009 στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, Υπουργείο Οικονομκών, ζητώντας να του αναγνωρισθεί για σκοπούς σύνταξης η πραγματική του υπηρεσία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου υπηρέτησε κατά το χρονικό διάστημα 8.5.1976-1.3.1979, ως διοικητικός λειτουργός.  Στην επιστολή επισυνάφθηκε σχετικό πιστοποιητικό του Πανεπιστημίου, από το οποίο προκύπτει ότι είχε διοριστεί στις 8.5.1976, σε κενή οργανική θέση του Α1 Κλάδου Διοικητικού,      Α΄ Κατηγορίας, στον όγδοο εισαγωγικό βαθμό με διετή δοκιμασία. Μονιμοποιήθηκε με πρυτανική πράξη ημερ. 27.5.1978, με ανάλογη δε πρυτανική πράξη στις 19.3.1979, έγινε δεκτή η παραίτηση του, με ισχύ από 1.3.1979, από τη θέση του Κλάδου ΑΤ1 Διοικητικού-Λογιστικού, στον έβδομο βαθμό. 

 

        Οι καθ΄ ων σε συνεδρία τους ημερ. 5.3.2009, αποφάσισαν για την περίπτωση του αιτητή ότι το αίτημα του δεν μπορούσε να γίνει δεκτό εφόσον αφορά υπηρεσία που δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις των προνοιών που ισχύουν από την περί Συντάξεων Νομοθεσία.  Δεν ενέπιπτε, όμως, ούτε στις πρόνοιες της Σύμβασης μεταξύ της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας για συνταξιοδότηση κρατικών υπαλλήλων:

 «…. γιατί τόσο η Σύμβαση Κύπρου-Ελλάδος όσο και οι Κοινοτικοί Κανονισμοί, διαλαμβάνουν τον επιμερισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στα δύο κράτη ανάλογα με την υπηρεσία που έχει κάποιος  σε    αυτά.   Η  Ελληνική  Δημοκρατία  (στην περίπτωση του το Α.Π.Θ.) θα καταβάλει στον κ. Κουδουνά συνταξιοδοτικά ωφελήματα για την υπηρεσία του στην Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία για την υπηρεσία του στην Κύπρο.»

 

        Ακολούθησε επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 26.3.2009, που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη με την οποία ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι στη βάση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε προσκομίσει, η υπηρεσία του στο Πανεπιστήμιο «…. δεν μπορεί, δυστυχώς να λογιστεί ως συντάξιμη υπηρεσία, καθότι η περί Συντάξεων Νομοθεσία προνοεί ρητά για τις περιπτώσεις όπου η προϋπηρεσία υπαλλήλου μπορεί να λογιστεί ως συντάξιμη υπηρεσία και η περίπτωση σας δεν εμπίπτει στις πρόνοιες αυτές.»

 

        Παρά τους έντεκα νομικούς λόγους επί των οποίων ο αιτητής βασίζει την προσφυγή του, στη γραπτή του αγόρευση περιορίζει τους ισχυρισμούς του στη λανθασμένη μη εφαρμογή της Σύμβασης Κύπρου-Ελλάδας, στην έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, στην άνιση μεταχείριση σε σύγκριση με καθηγητές και δασκάλους και στη μη τήρηση άρτιων πρακτικών. 

        Οι καθ΄ ων απαντούν ότι η Σύμβαση ορθά ερμηνεύθηκε αφού η περίπτωση του αιτητή εξετάστηκε διεξοδικά, διότι η Σύμβαση είχε σκοπό τον συντονισμό των συστημάτων των δημοσιουπαλληλικών συντάξεων ώστε όσοι υπηρέτησαν και στις δύο χώρες να λαμβάνουν αντίστοιχη σύνταξη, επιμερίζοντας το ποσό της καταβλητέας παροχής στα δύο κράτη.  Έπεται ότι η περίπτωση του αιτητή δεν καλύπτεται ούτε από τις πρόνοιες της περί Συντάξεων Νομοθεσίας, ενώ η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας στη βάση των στοιχείων που ο ίδιος ο αιτητής παρουσίασε, με αιτιολογία που είναι πλήρης και νόμιμη και που συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου.  Τέλος, η υπογραφή στην προσβαλλόμενη πράξη λειτουργού του Τμήματος Δημοσίας Διοίκησης και Προσωπικού «για Διευθυντή», υποδηλώνει λογικά την αναγκαία απόφαση εκ μέρους του ιδίου του Διευθυντή που εξωτερικεύθηκε με την τυπική διαδικασία παραγωγής της επίδικης απόφασης.  Το τεκμήριο της νομιμότητας με κανένα τρόπο δεν έχει ανατραπεί.

 

        Εξετάζοντας την αίτηση  θα πρέπει να αναφερθεί αρχικά σε σχέση με τη μη τήρηση άρτιου πρακτικού  που εξαντλείται στη φερόμενη εξουσιοδότηση του υπογράφοντος την επίδικη απόφαση, ότι η προσβαλλόμενη πράξη, όπως αναγράφεται στην επιστολή ημερ. 26.3.2009, (Παράρτημα 3 στην ένσταση), δεν πάσχει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο λόγω του ότι αυτή είναι υπογραμμένη από τον Χρίστο Χρυσοστομίδη «για Διευθυντή Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού».  Η νομολογία που ο κ. Αγγελίδης αναγράφει στη γραπτή του αγόρευση (Πέτεβης και Γεωργιάδης Συνεργάτες ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 138 και Ρομπέρτου Βραχίμη ν. Δημοκρατίας  (1995) 4 Α.Α.Δ. 1233) δεν έχει καμία σχέση με την προβαλλόμενη αιτίαση.  Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, είτε δεν τηρήθηκαν ή έλειπαν εντελώς πρακτικά που θα ήταν η αυθεντική πηγή των όσων διημείφθηκαν, είτε  έλειπε η ίδια η γραπτή διοικητική απόφαση και βεβαίως η αιτιολογία αυτής.  Εδώ, ο διοικητικός φάκελος παρουσιάστηκε, η ίδια η επιστολή εμπεριέχει τη διοικητική πράξη, η οποία ακολουθεί και είναι συνέπεια της συνεδρίας ημερ. 5.3.2009, όπου εξετάστηκε η αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής.

 

 Η υπογραφή «για το Διευθυντή» δεν είναι αντίθετη με το τεκμήριο της νομιμότητας και την ορθή δημιουργία της διοικητικής πράξης εφόσον είναι σαφές ότι η απόφαση προέρχεται από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, το οποίο και ορθά βεβαίως προστίθεται ως διάδικος στην προσφυγή.  Έχει παραχθεί από το αρμόδιο όργανο και είναι συνεπώς γραμμένη σε επιστολόχαρτο του Υπουργείου Οικονομικών – Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού – και δεν είναι νοητή η προβαλλόμενη θέση από πλευράς του αιτητή ότι έπρεπε να υπάρχει οπουδήποτε αλλού, άλλη απόφαση του ίδιου του Διευθυντή προσωπικά είτε επιβεβαιώνουσα την απόφαση της αρμοδίας Επιτροπής ημερ. 5.3.2009 (Παράρτημα 2 στην ένσταση), είτε εξουσιοδοτούσα τον  Χρίστο Χρυσοστομίδη να υπογράψει την προσβαλλόμενη πράξη.  Παρόμοιο ουσιαστικά επιχείρημα προβλήθηκε από τον κ. Αγγελίδη και στη Βάσος Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας, μέσω Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 6/2007, ημερ. 26.3.2009 και απερρίφθη.  Τα πρακτικά εδώ έχουν τηρηθεί, είναι πλήρη και κατά πόσον είναι και αιτιολογημένα θα εξεταστεί στη συνέχεια.

 

        Όσον αφορά την ουσία, η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε κατά την κρίση του Δικαστηρίου εντός της διακριτικής ευχέρειας του αποφασίζοντος οργάνου με επάρκεια έρευνας και με ανάλογη εύλογη αιτιολογία.  Ο κ. Αγγελίδης προωθώντας τη θέση του, μέσω της γραπτής αγόρευσης του, προσδιορίζει το ερμηνευτικό άρθρο 2 καθώς και τα προνοούμενα στο άρθρο 26 του περί Συντάξεως Νόμου αρ. 97(Ι)/97 , ως τροποποιήθηκε, ως παρέχοντα το νομιμοποιητικό βάθρο για τη χορήγηση στον αιτητή της πρόσθεσης των ετών κατά τα οποία αυτός ήταν διορισμένος στο Πανεπιστήμιο, ως συνταξίμων ετών.  Από τα ίδια τα άρθρα αυτά δεν προκύπτει αυτοδύναμα και αυτοτελώς τέτοιο δικαίωμα, εφόσον το άρθρο 26 αφορά στην ουσία το λογισμό ως συντάξιμης υπηρεσίας εκείνης της προϋπηρεσίας σε οργανισμό ή σε κρατική υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία και περιλαμβάνει τη δημόσια υπηρεσία.  Ο περί Συντάξεων Νόμος εφαρμόζεται βεβαίως εντός της επικράτειας της Κύπρου και με αναφορά στις υπηρεσίες υπαλλήλου είτε στο δημόσιο τομέα, είτε σε οργανισμό που σημαίνει νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύθηκε όμως προς το δημόσιο συμφέρον.  Στην ουσία ο κ. Αγγελίδης αναγνωρίζει την αδυναμία του να στηριχθεί μόνο στον περί Συντάξεων Νόμο και εξ αυτού συνδυάζει τις προαναφερόμενες πρόνοιες με τη διμερή Διεθνή Σύμβαση Κύπρου-Ελλάδας, όπως αυτή δημοσίευθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 2.9.1994.  Δίδει όμως μια ερμηνεία στην ανάλογη πρόνοια του Άρθρου 6, που τιτλοφορείται «θεμελίωση δικαιώματος» που δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο.  Η σχετική αυτή πρόνοια έχει ως εξής:

 

«1.  Εφόσον η νομοθεσία του ενός από τα δύο συμβαλλόμενα Κράτη απαιτεί για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας και εφόσον ο χρόνος που ο ενδιαφερόμενος έχει διανύσει στο Κράτος αυτό δεν επαρκεί για τη θεμελίωση του δικαιώματος κατά τη νομοθεσία του, ο αρμόδιος φορέας συνυπολογίζει και το χρόνο υπηρεσίας που πραγματοποίησε ο ενδιαφερόμενος στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, τόσο χρόνο όσο απαιτείται για τη θεμελίωση του δικαιώματος.»

 

        Η πιο πάνω πρόνοια στην ουσία προδιαγράφει, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, μόνο το δικαίωμα με την προσθήκη και το συνυπολογισμό του χρόνου υπηρεσίας του ενδιαφερομένου στο έτερο των συμβαλλομένων κρατών εκείνης της περιόδου που είναι αναγκαία για να συμπληρωθεί ο χρόνος υπηρεσίας προς θεμελίωση του ιδίου του δικαιώματος σε σύνταξη.  Το λεκτικό του άρθρου αυτού στη γραμματική ερμηνεία του δεν σχετίζεται με τη συμπλήρωση της ανώτατης περιόδου συντάξεως, αλλά μόνο με τη συμπλήρωση του ελάχιστου απαιτούμενου  ορίου ώστε να θεμελιώνεται το καθαυτό δικαίωμα σε σύνταξη, όπου και όταν χρειάζεται.  Η χρήση των λέξεων «ορισμένου χρόνου» που και ο συνήγορος τονίζει στην απαντητική του αγόρευση, επιβεβαιώνει τη θέση αυτή.  Εάν, για παράδειγμα, απαιτείται από το ένα εκ των συμβαλλομένων κρατών συνεχής υπηρεσία τριάντα ετών για να αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος συνταξιοδοτικό δικαίωμα, αλλά  στο κράτος από όπου αφυπηρετεί έχει υπηρεσία στην κρατική μηχανή ή  στο δημόσιο οργανισμό  μόνο 25 ετών , τότε θα μπορεί να προστεθεί και τυχόν υπηρεσία στο άλλο κράτος. περιόδου ίσης με τουλάχιστον μια πενταετία ώστε να θεμελιωθεί το συνταξιοδοτικό δικαίωμα.  Εξ ου και το Άρθρο 6 φέρει ως τίτλο, τη «Θεμελίωση δικαιώματος».

 

        Ανεξάρτητα από την πιο πάνω ερμηνεία, θα πρέπει το Άρθρο 6 να συνδυαστεί και με το Άρθρο 7 που τιτλοφορείται «καθορισμός του ποσού της παροχής», το οποίο προνοεί επιμερισμό του ποσού της καταβλητέας συνταξιοδοτικής παροχής στα δύο κράτη ανάλογα με τη διάρκεια υπηρεσίας στο κάθε ένα από αυτά και είναι επ΄ αυτού που στοιχειοθετήθηκε η προσβαλλόμενη πράξη.  Το εδάφιο (2) του άρθρου 7, μάλιστα προνοεί ότι για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, ο χρόνος υπηρεσίας που ελήφθη υπόψη στο ένα κράτος δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος στο άλλο κράτος.  Και για το σκοπό αυτό οι συνταξιοδοτούμενοι υποβάλλουν και αντίγραφο της πράξης συνταξιοδότησης από το κράτος αφυπηρέτησης.  Συμφώνως δε του εδαφίου (3), ο αρμόδιος φορέας καταβάλλει τις συντάξεις απευθείας στους δικαιούχους.  Το σχετικό Άρθρο 7, έχει ως εξής:

 

«1. Στις  περιπτώσεις που σύμφωνα με το άρθρο 6 συνυπολογίζεται χρόνος υπηρεσίας που ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε στο άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, το ποσό της καταβλητέας παροχής καθορίζεται ως εξής:

 

(α)  Ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της παροχής που δικαιούται ο ενδιαφερόμενος κατά τη νομοθεσία του Κράτους του με βάση τη συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στο Κράτος αυτό και τις συντάξιμες απολαβές που λαμβάνονται υπόψη κατά την εν λόγω  νομοθεσία.  Ως απολαβές νοούνται στην περίπτωση της Ελλάδος, για όσους μεν αφυπηρετούν από αυτή, οι αποδοχές που καταβάλλονται κατά το χρόνο αφυπηρέτησης, για όσους δε αφυπηρετούν από την Κύπρο, οι αποδοχές που καταβάλλονται σε ομοιόβαθμο υπάλληλο ή λειτουργό ή σε υπάλληλο ή λειτουργό με τα ίδια τυπικά προσόντα και συνολικά έτη υπηρεσίας.»

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη δεν πάσχει από έλλειψη έρευνας γιατί ακριβώς το αιτιολογικό της απόρριψης όπως έχει καταγραφεί στη σύσκεψη ημερ. 5.3.2009, γίνεται αναφορά (i) ότι η περίπτωση του αιτητή δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε πρόνοια της ισχύουσας περί Συντάξεως νομοθεσίας και (ii) ότι εξετάστηκαν και οι πρόνοιες της Σύμβασης καθώς και οι Κοινοτικοί Κανονισμοί οι οποίες αφορούν στον επιμερισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στα δύο κράτη. (σχετική και η έκθεση που περιέχεται στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Α» ημερ. 15.7.2009).  Δέουσα έρευνα σύμφωνα με τη νομολογία είναι εκείνη που ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης θεωρείται επαρκής προς εξέταση του αιτήματος του διοικούμενου και μπορεί να επεκτείνεται σε οτιδήποτε το διοικητικό όργανο θεωρεί αναγκαίο.  (Σολωμού ν. Αρχηγού Αστυνομίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 271 Motorways Limited v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).  Ορθά η κα Κυριακίδου στη δική της γραπτή αγόρευση παρατηρεί ότι δεν έχει εξηγηθεί από τον αιτητή τι άλλο έπρεπε να διερευνηθεί και δεν διερευνήθηκε ή τι έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη που δεν λήφθηκε.  Τα δεδομένα ήταν απλά.  Η αξίωση του αιτητή εμπεριέχετο στην επιστολή του ημερ. 19.2.2009, στην οποία επισύναψε και το σχετικό πιστοποιητικό του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (το οποίο και δεν αμφισβητήθηκε) και συνεπώς όλα τα δεδομένα ήσαν ενώπιον του διοικητικού οργάνου.  Δεν υπολοιπόταν οτιδήποτε για περαιτέρω διερεύνηση από πλευράς γεγονότων.   Παρέμενε μόνο η εξέταση της αιτήσεως επί της ουσίας της και η επ΄ αυτής απόφαση.

 

        Όσον αφορά την αιτιολογία, η απόφαση είναι μεν λιτά εκφρασμένη, αλλά αναμφιβόλως επαρκής.  Όπως έχει  ήδη καταγραφεί, η διοίκηση στήριξε την απόφαση της σε δύο δεδομένα, στην μη κάλυψη της περίπτωσης του αιτητή από τον περί Συντάξεως Νόμο και στη μη εφαρμογή της διμερούς Σύμβασης, επικαλούμενη μάλιστα και το λόγο, αυτό δηλαδή του επιμερισμού των αντίστοιχων συνταξιοδοτικών ετών υπηρεσίας σε έκαστο των κρατών.  Εν πάση περιπτώσει η αιτιολογία συμπληρώνεται με πλήρη επάρκεια από τα στοιχεία του φακέλου, κατά τα προνοούμενα από την κωδικοποιημένη αρχή που περιέχεται στο άρθρο 29 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99. Αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ. (2006), Τόμος ΙΙ, σελ. 143-145, και ιδιαίτερα στην παρ. 517, ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από στοιχεία και εξηγήσεις της διοίκησης που αναφέρονται σε γεγονότα  προγενέστερα  της  πράξης  και  προκύπτουν    βεβαίως  από  τα  στοιχεία  του  φακέλου. Στο  δε  σύγγραμμα  του  Μ. Στασινόπουλου: Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών, 3η έκδ.,  σελ. 227-228, η αναπλήρωση της αιτιολογίας από το φάκελο είναι επιτρεπτή, αναπληρώνοντας έτσι τη ρητή αιτιολογία, έχει δε επικουρικό χαρακτήρα υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι τα αναπληρούντα στοιχεία προϋπήρχαν της πράξης και δεν δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα. Εδώ, όλα στα στοιχεία προϋπήρχαν της έκδοσης της πράξης και την αιτιολογούν πλήρως.

 

        Τα περί ανισότητας που αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή διακατέχονται από αοριστία και δεν αρκεί η επίκληση, κατά γενικό τρόπο, της αναγνώρισης από τον περί Συντάξεων Νόμο της υπηρεσίας των καθηγητών και δασκάλων στο Ελληνικό Δημόσιο, για να καταδειχθεί ανισότητα στη μεταχείριση του αιτητή.  Πέραν του  ότι το ζήτημα αφορά την ενδεχόμενη επέκταση του ιδίου του περί Συντάξεων Νόμου και σε περιπτώσεις όπως αυτές του αιτητή και αφορά βεβαίως αποκλειστικά τη Βουλή των Αντιπροσώπων και όχι το Δικαστήριο το οποίο δεν νομοθετεί, (δέστε Βάσος Κωνσταντίνου και Ανδρούλλα Σταύρου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267 και Μαρία Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78), ο αιτητής είναι δημόσιος υπάλληλος και όχι καθηγητής και επομένως εντοπίζεται άμεσα διαφοροποιητικό στοιχείο, ενώ ο αιτητής δεν έχει δείξει ότι έχει υποστεί άνιση μεταχείριση σε σχέση με άλλους δημόσιους υπαλλήλους στην ίδια θέση.

 

        Ενόψει  όλων  των  πιο   πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με  €1.300  έξοδα  εναντίον του  αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.   Η   προσβαλλόμενη  πράξη  επικυρώνεται  με   βάση   το    Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                      Στ. Ναθαναήλ,

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο