ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1552/2008)
31 Ιανουαρίου, 2011
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΣΧΙΖΑ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Aίτηση.
- - - - - -
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Β. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 24.7.2008, με την οποία προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστάκη Σεργίδη στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, από την 1.8.2008.
Μετά τη δημοσίευση γνωστοποίησης για την πλήρωση της θέσης, η οποία είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, αιτήσεις υπέβαλαν εννέα συνολικά πρόσωπα προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ αποφάσισε όπως η εν λόγω θέση ενταχθεί στην υπό εξέλιξη διαδικασία για την πλήρωση μιας άλλης ίδιας θέσης, έτσι ώστε οι υπό πλήρωση θέσεις ανήλθαν σε δύο. Ο Γενικός Διευθυντής, με έκθεση την οποία υπέβαλε προς την καθ΄ης η αίτηση εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έκρινε ως προσοντούχους υποψηφίους επτά από τους αιτητές, μεταξύ των οποίων και την αιτήτρια, τους οποίους και σύστηνε ως κατάλληλους για επιλογή. Ακολούθως, η καθ΄ης η αίτηση αποφάσισε όπως καλέσει τους συστηθέντες υποψηφίους σε προφορικές συνεντεύξεις ενώπιόν της, οι οποίες και διεξήχθηκαν στις 24.7.2008, παρισταμένου και του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Κατά την ακολουθήσασα αξιολόγηση όλων των στοιχείων των υποψηφίων μετά το πέρας των συνεντεύξεων, ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος Σεργίδη και ένα άλλο πρόσωπο, του οποίου η προαγωγή δεν προσβάλλεται μέσω αυτής της προσφυγής.
Η καθ΄ης η αίτηση προχώρησε στη δική της αξιολόγηση των υποψηφίων ως προς την απόδοσή τους κατά τις συνεντεύξεις υπό το φως και των κρίσεων του Διευθυντή και προέβηκε σε γενικότερη αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Κατέληξε δε η καθ΄ης η αίτηση στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Εγείροντας και προωθώντας το αίτημά της για ακύρωση της επίδικης απόφασης ως προς την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, η αιτήτρια προέβαλε διάφορους λόγους ακύρωσης τους οποίους και θα εξετάσω στη συνέχεια.
1ος Λόγος Ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό μη τήρηση άρτιων πρακτικών από την καθ΄ης η αίτηση και τη Συμβουλευτική Επιτροπή και η πάσχουσα σύνθεση και λειτουργία των συλλογικών οργάνων.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, την οποία ετοίμασε και υπέβαλε προς την καθ΄ης η αίτηση η Συμβουλευτική Επιτροπή, η Επιτροπή συνεδρίασε για προώθηση του ανατεθέντος σ΄ αυτήν έργου, σε τρεις ημερομηνίες, ως εξής:
1. 20.9.2007: Πρώτη συνεδρίαση – Αξιολόγηση υποβληθεισών αιτήσεων, διαπίστωση ως προς το ποιοι υποψήφιοι είναι προσοντούχοι, λήψη απόφασης όπως οι προσοντούχοι υποψήφιοι κληθούν σε προφορική εξέταση.
2. 19.10.2007: Συνεδρίαση της Επιτροπής κατά την οποία αποφασίστηκε ο τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση με διαβάθμιση από “Εξαίρετος” έως “Καλός”, διεξαγωγή ενώπιον της Επιτροπής προφορικής εξέτασης των υποψηφίων και αξιολόγηση της απόδοσης ενός εκάστου και γενικότερη αξιολόγηση.
3. 6.11.2007: Συνεδρίαση της Επιτροπής κατά την οποία αποφασίστηκε όπως περιληφθούν στον κατάλογο συστηνομένων και οι επτά υποψήφιοι τους οποίους συστήνει ως καταλληλότερους.
Όπως επισημαίνει ο συνήγορος του αιτητή, η πιο πάνω Έκθεση της Επιτροπής είναι περιγραφική άλλων συνεδριάσεων για τις οποίες δεν υπάρχουν επί μέρους πρακτικά τα οποία να είχαν τηρηθεί, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας, και δη του άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, το οποίο προβλέπει:
“24.-(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.”
Παρέπεμψε προς τούτο το Δικαστήριο ο συνήγορος του αιτητή και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 550, στην οποία, μεταξύ άλλων, λέχθηκαν και τα εξής:
“Τα πρακτικά αποτελούν, ως η μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία, προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης. Χωρίς αυτά καθίσταται εν προκειμένω ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος και η προβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση.”
Στην ίδια την υπόθεση Χρυσάφη, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε λόγω μη τήρησης άρτιων πρακτικών υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ γινόταν αναφορά σε τρεις συνεδριάσεις στις οποίες εξέτασε το επίδικο θέμα, ξεχωριστά πρακτικά για τις εργασίες τους δεν υπήρχαν. Αναφερόμενη η Έκθεση σε μια από τις συνεδριάσεις παρέλειπε να καταγράψει ποιοι ήσαν παρόντες, αν και αφηνόταν να νοηθεί ότι υπήρξε συμμετοχή όλων, του Προέδρου και των τεσσάρων μελών. Η Έκθεση υπογραφόταν από 3 από τα 5 μέλη της Επιτροπής, που ήσαν εκείνα ενώπιον των οποίων είχε διεξαχθεί η προφορική εξέταση και αποτελούσαν απαρτία.
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 1296/2007, Δρ. Χριστόδουλος Στυλιανίδης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.3.2009, ο Κραμβής, Δ., αποδέχτηκε λόγο ακύρωσης για μη τήρηση άρτιων πρακτικών από Συμβουλευτική Επιτροπή, εκεί όπου, παρά το γεγονός ότι η τελική Έκθεση της Επιτροπής ήταν υπογεγραμμένη από την πλήρη σύνθεση της Επιτροπής, εν τούτοις, δεν υπήρχαν καθόλου πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής στις εργασίες των οποίων γινόταν αναφορά στην Έκθεση. Όπως αιτιολόγησε την απόφασή του το Δικαστήριο, υπό εκείνες τις συνθήκες, παρέμενε άγνωστο το ποια ήταν η σύνθεση της Επιτροπής σε κάθε μια συνεδρία, αν ήταν η ίδια σε όλες τις συνεδρίες ή μεταβλήθηκε κλπ.
Στις Υποθέσεις αρ. 1185/2007 κ.ά., Στέλλα Πλέϊπελ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22.7.2010 (απόφαση Ναθαναήλ, Δ.), είχε απορριφθεί λόγος ακύρωσης που αφορούσε μη τήρηση άρτιων πρακτικών, υπό τις ακόλουθες συνθήκες: Εκεί, υπήρχαν ξεχωριστά πρακτικά για κάθε μια συνεδρίαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην οποία γινόταν αναφορά στην Έκθεσή της. Τα ξεχωριστά πρακτικά δεν ήσαν υπογεγραμμένα από τους συμμετέχοντες σε κάθε συνεδρίαση, αλλά αναγραφόταν στο καθένα ποιοι ήσαν παρόντες. Η τελική έκθεση ήταν υπογεγραμμένη από όλα τα μέλη και έδιδε πλήρεις λεπτομέρειες για τα διαδραματισθέντα κατά τη διαδικασία. Όπως έκρινε το Δικαστήριο:
“Είναι φανερό ότι η Συμβουλευτική υιοθέτησε όλες τις προηγηθείσες συνεδρίες, ως γενόμενες ορθά και τυπικά. Προκύπτει επομένως ότι τηρήθηκαν λεπτομερή πρακτικά των συνεδριών της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως συλλογικού οργάνου, στα οποία αποτυπώθηκαν με σαφήνεια οι αποφάσεις που λήφθηκαν σε κάθε στάδιο, κατά την επιταγή του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 και της επ΄αυτού νομολογίας.”
Εγκύπτοντας στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ τα εξής:
Η Έκθεση της Συμβουλευτικής είναι συντεταγμένη κατά τρόπο άρτιο και επεξηγεί με επάρκεια και λεπτομέρεια τον τρόπο διεκπεραίωσης του έργου που είχε ανατεθεί στην Επιτροπή. Τηρήθηκαν ξεχωριστά πρακτικά των εργασιών της Επιτροπής για κάθε μια συνεδρίαση στην οποία γίνεται αναφορά στην Έκθεση και τα πρακτικά αυτά αποδίδουν με επάρκεια και σε λεπτομέρεια το τι έλαβε χώρα σε κάθε μια συνεδρίαση. Η μόνη παράλειψη η οποία παρατηρείται είναι η μη καταγραφή στο πρακτικό κάθε μιας συνεδρίασης, των παρουσιών, από πλευράς Μελών και Προέδρων. Όμως, η τελική Έκθεση της Επιτροπής, στην οποία γίνεται λεπτομερής αναφορά στις προηγηθείσες συνεδριάσεις, είναι υπογεγραμμένη από όλα ανεξαίρετα τα Μέλη της Επιτροπής και, βέβαια, από τον Πρόεδρό της. Στην Έκθεση καμιά αναφορά δεν υπάρχει στο ότι κατά τη μια ή την άλλη συνεδρίαση της Επιτροπής κάποιο ή κάποια μέλη ήσαν απόντα. Δεδομένου δε ότι στην ίδια την Έκθεση παρατίθενται, μεταξύ άλλων, και λεπτομέρειες της αξιολόγησης των υποψηφίων, ξεχωριστό έγγραφο για την οποία επισυνάπτεται στην Έκθεση και έχει μονογραφηθεί από όλους τους συμμετέχοντες στην Επιτροπή, πιστεύω ότι, υπ΄ αυτές τις περιστάσεις, μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένο, στην απουσία οποιουδήποτε στοιχείου ή ισχυρισμού περί του αντιθέτου, ότι παρόντα σε όλες τις συνεδριάσεις ήσαν όλα τα μέλη της Επιτροπής. Η δε παράλειψη ειδικής αναφοράς σ΄ αυτό το γεγονός στα επί μέρους τηρηθέντα πρακτικά, υπ΄ αυτές τις περιστάσεις, δεν θα έπρεπε να ενέχει επιπτώσεις εφ΄ όλης της ακολουθηθείσας διαδικασίας. Σ΄ αυτή μου την κατάληξη συνέτεινε και το γεγονός ότι, εν πάση περιπτώσει, με την Έκθεσή της η Συμβουλευτική Επιτροπή τελικά συνέστησε ως καταλληλότερους για επιλογή στις επίδικες θέσεις και τους επτά υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και την αιτήτρια, η δε καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ δεν περιορίστηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τις προφορικές εξετάσεις, αλλά διεξήγαγε και δική της εξέταση και αξιολόγηση.
2ος Λόγος Ακύρωσης – Μη επαρκής ή νόμιμη αιτιολογία για την κρίση ως προς την απόδοση κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Όπως υποστηρίζει ο συνήγορος της αιτήτριας, η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα τηρηθέντα πρακτικά συνεδριάσεών της, πάσχουν από μη επαρκή ή νόμιμη αιτιολογία της κρίσης ως προς την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της Επιτροπής προφορική εξέταση και ως προς το γεγονός ότι η Επιτροπή προτίμησε την προφορική και όχι τη γραπτή εξέταση.
Θα είμαι σύντομος. Η μελέτη της αξιολόγησης και κρίσης της απόδοσης των υποψηφίων, όπως αυτή καταγράφηκε και αιτιολογήθηκε στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και επαρκής είναι και λεπτομερής και πλήρως αιτιολογημένη. Στην κρίση που καταγράφηκε για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά, γίνεται αναφορά στο πόσο ικανοποιητικά είχε απαντήσει στις ερωτήσεις που του είχαν υποβληθεί, στον τρόπο σκέψης του, στις γνώσεις του στον τομέα αρμοδιοτήτων της επίδικης θέσης, σε εμφανείς ικανότητες τις οποίες είχε ή δεν είχε, σε εκφάνσεις του χαρακτήρα του ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης καταστάσεων κλπ. Όπως ορθά βέβαια εισηγείται και ο συνήγορος της αιτήτριας, είναι πράγματι δύσκολο έργο η αξιολόγηση και εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τα πιο πάνω στοιχεία ενός εκάστου υποψηφίου στο ολιγόλεπτο χρονικό διάστημα που διάρκεσε η προφορική εξέταση. Είναι όμως και γι΄ αυτό το λόγο που η νομολογία υποδεικνύει ότι, παρά τη χρησιμότητα ή και αναγκαιότητα διεξαγωγής προσωπικών συνεντεύξεων ή εξετάσεων, δεν πρέπει ν΄ αποδίδεται στο αποτέλεσμά τους υπέρμετρη βαρύτητα. (Smyrnios v. The Republic (1983) 3 CLR 124, Triantafyllides and others v. The Republic (1970) 3 CLR 235).
Επίσης, κατά την επιλογή του Προέδρου και των μελών κάθε Συμβουλευτικής Επιτροπής, θα πρέπει να ασκείται προσοχή, έτσι ώστε αυτή να στελεχώνεται από έμπειρα και ικανά πρόσωπα τα οποία, λόγω της πείρας και τριβής τους σε θέματα διοίκησης και προσωπικού, να είναι σε θέση να επιτελέσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο τους. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση καμιά ένδειξη περί του αντιθέτου δεν έχει προταθεί.
Εν πάση δε περιπτώσει, όπως ορθά υποδεικνύει και η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση, εκείνο το οποίο επιτάσσει το άρθρο 34(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου δεν είναι άλλο παρά να καταγράφεται σε πρακτικό και να αιτιολογείται η “γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής”, όσον αφορά στην απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση.
Ως προς το γεγονός ότι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή επιλέγηκε η μέθοδος της προφορικής αντί της γραπτής εξέτασης, αναφορά μπορεί να γίνει στο άρθρο 34(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, το οποίο δίδει την εξουσία στην Επιτροπή για επιλογή της μεθόδου εξέτασης χωρίς ιδιαίτερη αιτιολόγηση. Εν πάση δε περιπτώσει, τίποτε δεν έχει προταθεί ή εντοπισθεί στην παρούσα περίπτωση, το οποίο να καταδεικνύει ότι η επιλογή της προφορικής εξέτασης δεν ενδείκνυτο ή επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την υποψηφιότητα της αιτήτριας.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
3ος Λόγος Ακύρωσης – Το κατ΄ ισχυρισμό αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Προωθώντας αυτό το λόγο ακύρωσης, ο συνήγορος της αιτήτριας, αν και δέχθηκε ότι ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος στο άρθρο 34 δεν απαιτεί όπως η σύσταση του προϊσταμένου του οικείου Τμήματος είναι αιτιολογήμενη, εν τούτοις, υπέβαλε ότι το γεγονός πως η σύσταση του Διευθυντή στην παρούσα περίπτωση ήταν αναιτιολόγητη, αυτό ήταν “κάτι που δεν μπορούσε να συμβάλει βοηθητικά στην επιλογή του πραγματικά καλύτερου.”
Χωρίς να εξετάζω τι θα ήταν ενδεχόμενα βοηθητικό στη θεσμοθετημένη διαδικασία, πέραν εκείνου που απαιτείται από το Νόμο, η σχετική επί του θέματος νομολογία επιβεβαιώνει ότι αναιτιολόγητη σύσταση προϊσταμένου τμήματος, είναι νόμιμη. Όπως λέχθηκε, μεταξύ άλλων και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Χριστάκης Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 644, με αναφορά στη Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 643, ορθά κρίθηκε ότι, ελλείψει νομοθετικής υποχρέωσης αιτιολόγησης της σύστασης του Διευθυντή σε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, η σύσταση χωρίς αιτιολογία είναι καθόλα νόμιμη.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
4ος Λόγος Ακύρωσης – Το κατ΄ ισχυρισμό αναιτιολόγητο της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση και η υπέρμετρη βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική συνέντευξη.
Όπως περαιτέρω επιχειρηματολόγησε ο συνήγορος της αιτήτριας, η ίδια η κρίση της καθ΄ης η αίτηση επί της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αποδεικνύει ότι δόθηκε στο στοιχείο τούτο αποφασιστική σημασία και έπασχε και για το λόγο ότι χρησιμοποιούσε μη κοινούς ή ίδιους ή ίσης σημασίας χαρακτηρισμούς.
Η σημασία και βαρύτητα η οποία πρέπει να αποδίδεται στην απόδοση υποψηφίων σε προφορική εξέταση ή συνέντευξη, έχει επεξηγηθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως είχε λεχθεί και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση The Republic v. Panayiotides (1987) 3B CLR 1081, η απόδοση ενός υποψηφίου σε συνέντευξη είναι στοιχείο το οποίο υποβοηθεί στην αξιολόγηση του υποψηφίου, κυρίως από την άποψη της αξίας και, επίσης, σε κάποιο βαθμό, και των προσόντων του. Βαρύτητα πέραν της δέουσας όμως δεν πρέπει να δίδεται στο στοιχείο τούτο, αν και η απόδοση μεγάλης σημασίας δεν συνιστά κατ΄ ανάγκη λόγο ακύρωσης, εάν τούτο υπαγορεύεται από τις περιστάσεις μιας περίπτωσης και εφαρμόζεται κατά τρόπο συνεπή προς την ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ.
Κατά την υπό εξέταση περίπτωση, η ελαφρά καλύτερη απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους, τόσο στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής εξέταση, όσο και ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, ήταν ένα από τα στοιχεία τα οποία λήφθηκαν υπόψη ως προσθέτον στην αξία του υποψηφίου. Τίποτε δεν επιμαρτυρεί ότι η σημασία ή βαρύτητα που δόθηκε στο στοιχείο εκείνο ήταν πέραν της δέουσας. Όπως συνάγεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, η καθ΄ης η αίτηση επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος επειδή, κατά την εκτίμησή της, υπερείχε σε αξία λόγω της σύστασης του Διευθυντή, της απόδοσης κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά και ενώπιον της ΕΔΥ, και της γενικότερης αξιολόγησης στην οποία αυτή προέβηκε.
Στην αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας γίνεται και αναφορά σε παρατηρήσεις κατά την παράθεση της κρίσης της καθ΄ης η αίτηση ως προς την απόδοση υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, για να καταδειχθεί ότι, κατά τον ισχυρισμό, η καθ΄ης η αίτηση χρησιμοποίησε “μη κοινούς ή ίδιους ή ίσης σημασίας χαρακτηρισμούς”. Είπε π.χ. η καθ΄ης η αίτηση για το ενδιαφερόμενο μέρος “σοβαρός, ευγενικός και σεμνός”, ενώ για την αιτήτρια, “την διέκρινε κάποια δειλία…” και “διστακτικότητα”.
Διερωτάται, συνακόλουθα, ο συνήγορος της αιτήτριας κατά πόσο κρίθηκε δηλαδή ότι η αιτήτρια δεν ήταν σοβαρή, ευγενική και σεμνή; Και η “διστακτικότητα”, οι κάποιες απαντήσεις σε ερωτήσεις είναι στοιχείο νόμιμης κρίσης;
Σε σχέση με τούτα θα πρέπει να παρατηρήσω ότι η εξαγωγή ενός συμπεράσματος ως προς ένα χαρακτηριστικό, το οποίο προέκυπτε από την παρουσίαση ενός υποψηφίου, είναι κάτι το επιτρεπτό και δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι του στοιχείου εκείνου στερείται ή ότι σ΄ αυτό υστερεί ένας άλλος υποψήφιος. Απλά αναφέρεται ως κάτι το διακριτό ή πιο έντονο στην περίπτωση του ενός σε σχέση με άλλο υποψήφιο. Στοιχεία δε όπως είναι π.χ. η ετοιμότητα στις απαντήσεις ή η ετοιμολογία, η ταλάντευση, διστακτικότητα κλπ. είναι και αυτά στοιχεία τα οποία τυγχάνουν παρατήρησης και νόμιμης αξιοποίησης κατά την αξιολόγηση της απόδοσης υποψηφίου. Αυτής της φύσης τα στοιχεία μπορεί να διακρίνονται σε ένα υποψήφιο και όχι σε άλλο, οπότε είναι επιτρεπτό να αναφέρονται μόνο στην περίπτωση του ενός, χωρίς αυτό να δημιουργεί θέμα διάκρισης ή άνισης μεταχείρισης.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
5ος Λόγος Ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό αντίθεση της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση προς τα στοιχεία των φακέλων.
Σύμφωνα πάντα με την πλευρά της αιτήτριας, η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, πεπλανημένα θεώρησε και κατέγραψε στο τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας της, ότι η αιτήτρια δεν υπερέχει σε προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους. Όπως αναφέρεται και στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η αιτήτρια είναι κάτοχος Διπλώματος στην Πολεοδομία “The joint Distance Learning Diploma” και διπλώματος στο Περιβάλλον και Ανάπτυξη του Open University. Αυτά τα προσόντα, τα οποία είναι απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, δεν τα κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ η υπηρεσία τα αξιοποιούσε για χρόνια μέσω της εργασίας που ανέθετε στην αιτήτρια, συνεχίζει το επιχείρημα της αιτήτριας, πλην όμως η καθ΄ης η αίτηση, τα παραγνώρισε εντελώς.
Ως προς αυτό το θέμα, οι εφαρμοζόμενες αρχές συνοψίστηκαν με σαφήνεια στην Αναθεωρητική Έφεση Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3Α ΑΑΔ 374, ως εξής:
“Τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα, αφ΄ ενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.”
Στην υπό εξέταση υπόθεση, διαπιστώνεται ότι στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους σε σύγκριση με την αιτήτρια, προσμέτρησε υπέρ του δίδοντας σ΄ αυτόν υπεροχή, η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής επιτροπής η οποία συνέπεσε με αυτή της καθ΄ης η αίτηση που παρουσίαζε ως υπερτερούντα το ενδιαφερόμενο μέρος λόγω της σύστασης του Διευθυντή και της καλύτερης απόδοσης στην προφορική συνέντευξη. Επιπλέον, όπως εντοπίζετο και στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, και το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, το οποίο και δεν προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε συνιστά πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εν τούτοις όμως ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Επομένως, το παράπονο τούτο της αιτήτριας δεν είναι δικαιολογημένο.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.500, πλέον ΦΠΑ, έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο