JEANETTE S SANIATAN ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ, Υπόθεση Αρ. 644/2009, 31 Ιανουαρίου 2011
print
Τίτλος:
JEANETTE S SANIATAN ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ, Υπόθεση Αρ. 644/2009, 31 Ιανουαρίου 2011
JEANETTE S SANIATAN ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ, Υπόθεση Αρ. 644/2009, 31 Ιανουαρίου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 644/2009)

 

31 Ιανουαρίου, 2011

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

JEANETTE S. SANIATAN,

 

Αιτήτρια,

 

-ν-

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΩΝ:

1.      ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,

Φ/ΔΙ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΕΣΗΣ,

2.      ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Καθ΄ων η Aίτηση.

- - - - - -

Χρ. Χριστούδιας, για την Αιτήτρια.

 

Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή είναι μια από πολλές οι οποίες έχουν καταχωρηθεί και εξετασθεί δικαστικά, με τις οποίες προσβάλλεται η νομιμότητα απόφασης των καθ΄ων η αίτηση για την απόρριψη αιτήματος αλλοδαπού για παραχώρηση προς αυτόν του καθεστώτος του Επί Μακρόν Διαμένοντος στη Δημοκρατία προσώπου. Η αιτήτρια κατάγεται από τις Φιλιππίνες και το αίτημά της για την παραχώρηση του καθεστώτος είχε απορριφθεί με επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 19.3.2009. Με την επιστολή εκείνη, η αιτήτρια, η οποία εργοδοτείτο στην Κύπρο ως φροντίστρια σε ιδιωτική κλινική στην Πάφο, επληροφορείτο ότι η σχετική αίτηση την οποία είχε υποβάλει, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, απορρίφθηκε για δύο λόγους:

 

α. Επειδή η αιτήτρια είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία σε πέντε χρονικές περιόδους, ήτοι μεταξύ 9.9.2004 – 15.10.2004, 6.6.2005 – 26.10.2005, 9.9.2006 – 3.1.2007 και μεταξύ 9.9.2007 – 17.9.2007, περίοδοι οι οποίες ενέπιπταν εντός της 5ετίας πριν από την υποβολή της αίτησής της.  (άρθρο 18 Η του Νόμου αρ. 8(Ι)/2007), και,

 

β. Επειδή η παραμονή της στη Δημοκρατία ήταν αποκλειστικά επί προσωρινής βάσης και η διάρκεια της άδειας προσωρινής παραμονής της είχε επίσημα περιοριστεί ως μη ανανεώσιμη και τελική.

 

Με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την προαναφερθείσα απορριπτική του αιτήματός της απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, προβάλλουσα προς τούτο ικανό αριθμό λόγων ακύρωσης. Θα πρέπει όμως εδώ να σημειωθεί ότι, με σχετική δήλωση του συνηγόρου της αιτήτριας προς το Δικαστήριο στο στάδιο των προφορικών Διευκρινίσεων, άλλοι λόγοι ακύρωσης που αφορούσαν σε μη τήρηση τύπων, σύνθεσης της αρμόδιας Επιτροπής κλπ, αποσύρθηκαν. Παρέμειναν έτσι προς εξέταση λόγοι ακύρωσης οι οποίοι καθάπτονται της νομιμότητας ή βασιμότητας των προαναφερθέντων δύο λόγων τους οποίους επικαλέστηκαν οι καθ΄ων η αίτηση για την απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας.

 

Επιχειρηματολογώντας εναντίον της νομιμότητας του πρώτου λόγου που επικαλέστηκαν οι καθ΄ων  η αίτηση που αφορούσε στην ύπαρξη περιόδων εντός της 5ετίας πριν την υποβολή της αίτησης, κατά τις οποίες η αιτήτρια παρέμενε στην Κύπρο παράνομα, ο συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι οι αναφερόμενες περίοδοι αφορούσαν σε προπαρασκευαστικές πράξεις της αιτήτριας για την ανανέωση των εκάστοτε αδειών της και εκκρεμούσας της συμπλήρωσης τους, η αιτήτρια θεωρείται ως νομίμως παραμένουσα στη Δημοκρατία. Εάν δε, η αιτήτρια ήταν παράνομη, θα εκηρύττετο ως απαγορευμένη μετανάστιδα, πράγμα που δεν έγινε. Ούτε και ειδοποιήθηκε όπως αναχωρήσει από την Κύπρο, αλλ΄ αντίθετα της παραχωρείτο οιονεί καλυπτική άδεια για τα χρονικά κενά που παρατηρήθηκαν. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με το συνήγορο της αιτήτριας, το συνολικό άθροισμα των περιόδων παράνομης παραμονής που επικαλείται η διοίκηση, δεν υπερβαίνει τους 10 μήνες και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 18(2)(β) του Νόμου, δεν ήταν ικανό το διάστημα εκείνο να διακόψει τη συνέχεια της νόμιμης παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία επί 5ετία πριν την υποβολή της αίτησής της.

 

Σε σχέση με αυτή, την τελευταία από τις ανωτέρω θέσεις της αιτήτριας, θα πρέπει εξ αρχής να παρατηρήσω ότι αυτή εμφανώς δεν ευσταθεί. Το άρθρο 18(Η)2(β) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ειδικά αναφέρεται στον υπολογισμό περιόδων απουσίας εκτός των ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών, ως μη διακοπτουσών το αδιάλειπτο της 5ετίας και δεν αναφέρεται σε περιόδους παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Αντίθετα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18(Η)(1) αλλά και (2), εμφαντικά είναι που τονίζεται ότι για σκοπούς παραχώρησης του καθεστώτος, η παραμονή του αιτητή θα πρέπει να είναι “νόμιμη” και “αδιάλειπτη”.

 

Ως προς τα λοιπά, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι με θέμα παρόμοιο όπως και το εδώ εγειρόμενο, είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ σε πρόσφατη απόφασή μου ημερομηνίας 29.9.2010, στην Υπόθεση Αρ. 1654/20008, Ragab Abdel Ali v. Δημοκρατίας, όπου είχα αναφέρει και τα εξής:

 

“…Με την παρούσα προσφυγή και στο πλαίσιο των εμπλεκομένων σ΄ αυτήν γεγονότων και επίδικων θεμάτων, εγείρεται προς εξέταση το ζήτημα της σημασίας την οποία ενέχει ή πρέπει να ενέχει στον υπολογισμό της περιόδου που θα έδιδε το δικαίωμα σε αιτητή να ζητήσει όπως τύχει του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, το γεγονός ότι για κάποια ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, η παραμονή του στη Δημοκρατία δεν ήταν νόμιμη.

 

Συγκεκριμένα, το άρθρο 18Η, Θ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, προνοεί τα εξής:

 

“18Η.-(1) Η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης παραχωρεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.”

 

“18Θ. Ο υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές κατά τα πέντε τελευταία έτη πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης, κατά την έννοια των άρθρων 18Ζ και 18Η, μπορεί να αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Το αντίστοιχο καθεστώς έχει προσωποπαγή χαρακτήρα. Για την απόκτηση του πιο πάνω αναφερόμενου καθεστώτος πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις- ………”

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Σύμφωνα με τον αιτητή, η απορριπτική του αιτήματóς του προσβαλλόμενη απόφαση του καθ΄ου η αίτηση είναι νομικά εσφαλμένη και ελήφθη καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και νόμου. Όπως υποστηρίζει, ο αιτητής είχε αδιάλειπτη νόμιμη παραμονή στη Δημοκρατία για περίοδο πέραν των πέντε ετών, από το 2000 που πρωτοήλθε στην Κύπρο μέχρι σήμερα και οι λόγοι που πρόβαλε ο καθ΄ου η αίτηση, δεν ευσταθούν. Κυρίως, ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής παρέμεινε στην Κύπρο προηγουμένως παράνομα, είναι πεπλανημένος εφόσον ο αιτητής, καθ΄ όλους τους χρόνους παραμονής του στην Κύπρο, κατείχε τις απαραίτητες άδειες και ο καθ΄ου η αίτηση απέτυχε να διαπιστώσει τα πραγματικά γεγονότα. Περαιτέρω, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση δεν είναι καθόλου ή επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Βεβαίως, παρά τις ανωτέρω θέσεις του αιτητή, αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι, όπως είχε διαπιστώσει το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, σύμφωνα με τις αφιξοαναχωρήσεις του αιτητή και τις άδειες παραμονής του, κατά τα τελευταία πέντε χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησής του, δηλαδή από τις 9.1.2003 μέχρι τις 9.1.2008, αν και είχε αδιάλειπτη παραμονή, εν τούτοις είχε παραμείνει στη Δημοκρατία χωρίς άδεια για ένα μήνα και μία μέρα (4.8.2004 – 30.8.2004 και 23.3.2006 – 30.3.2006). Αυτό δε το γεγονός συνιστά, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της προαναφερθείσας νομοθετικής διάταξης, κώλυμα στην άσκηση του δικαιώματος αναγνώρισης καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος. Αυτό αποφασίστηκε και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 2097/2006, Aster Asefaw Araya v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.2.2008 (απόφαση Δ. Χατζηχαμπή, Δ.), όπου τονίστηκαν και τα εξής:

 

“… Σημειώνω όμως και ένα άλλο λόγο για τον οποίο η προσφυγή δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Η Αιτήτρια δεν είχε ποτέ την απαραίτητη πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησής της, όπως απαιτείται στην εν λόγω Οδηγία εφόσον με τη λήξη της άδειας παραμονής της την 9.7.2002 η περαιτέρω παραμονή της στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη μέχρι την παραχώρηση νέας άδειας προσωρινής παραμονής την 30.6.2004. Το διάστημα εκείνο λοιπόν διέκοπτε τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή της στη Δημοκρατία για τα απαιτούμενα στην Οδηγία πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης.”

 

 

Πριν από την ανωτέρω απόφαση είχε εκδοθεί και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 29, όπου είχαν λεχθεί και τα ακόλουθα:

 

“Η Αιτήτρια δεν είχε ποτέ την απαραίτητη πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησής της, όπως απαιτείται στην εν λόγω Οδηγία εφόσον με τη λήξη της άδειας παραμονής της την 9.7.2002 η περαιτέρω παραμονή της στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη μέχρι την παραχώρηση νέας άδειας προσωρινής παραμονής την 30.6.2004. Το διάστημα εκείνο λοιπόν διέκοπτε τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή της στη Δημοκρατία για τα απαιτούμενα στην Οδηγία πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης.”

 

 

Όπως διαπιστώνεται από τις πιο πάνω αποφάσεις, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της νομοθετικής διάταξης, η διαμονή κάθε αιτητή που επικαλείται τη διάταξη θα πρέπει να ήταν και νόμιμη και αδιάλειπτη κατά τα τελευταία πέντε χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης. Αυτό επιτάσσει ο Nόμος και δεν αφήνει περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας ανάλογα με το πόσο μακρά ή βραχεία υπήρξε η διακοπή της νομιμότητας στη διαμονή, ούτε στον καθ΄ου η αίτηση, ούτε και στο διοικητικό Δικαστήριο.

 

Συμφωνώ δε περαιτέρω, με τη θέση που πρόβαλε η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, ότι η μετέπειτα παράταση της άδειας διαμονής του αιτητή από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δεν ακυρώνει ούτε και καλύπτει την περίοδο παράνομης διανομής του στη Δημοκρατία. Ο σκοπός της ανανέωσης της άδειας διαμονής είναι η παροχή περαιτέρω χρονικής δυνατότητας παραμονής και εργασίας για περιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν προσφέρεται για αναδρομική τακτοποίηση της παρανομίας.

 

Με τα πιο πάνω δεδομένα κρίνεται και η τύχη της προσφυγής και καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση και με άλλα θέματα που είχαν εγερθεί στο πλαίσιο της προσφυγής. …..”

 

Υιοθετώντας και επαναλαμβάνοντας εδώ για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης την πιο πάνω προσέγγιση, συμπεραίνω ότι ορθά η διοίκηση επικαλέστηκε το μη αδιάλειπτο και νόμιμο της παραμονής της αιτήτριας, εφαρμόζοντας την κειμένη νομοθεσία.

 

Ως προς το δεύτερο λόγο που επικαλέστηκαν οι καθ΄ων η αίτηση, τη νομιμότητα του οποίου προσβάλλει η αιτήτρια, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι η απάντηση στα θέματα που ήγειρε η αιτήτρια δίδεται από την ίδια την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 29, στις σελίδες 36-37, της οποίας λέχθηκαν και τα ακόλουθα:

 

“Αυτή ταύτη η εξ αρχής προσωρινότητα του χαρακτήρα της παραμονής εξυπακούει και δικαιολογεί την εξαίρεση από τον κανόνα έστω και αν τελικά το εν λόγω πρόσωπο παραμείνει στη χώρα μέλος των πέντε ετών. Η περίπτωση που η άδεια παραμονής έχει «επίσημα περιορισθεί», είτε θεωρηθεί ως περίπτωση διαμονής αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα (του «ή» δηλαδή ερμηνευόμενου ως διαζευκτικού προς τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες περιπτώσεις) είτε θεωρηθεί ως ξεχωριστή εξαίρεση (του «ή» δηλαδή ερμηνευόμενου ως διαζευκτικού της διαμονής αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα), σαφώς παραπέμπει στη γενικότερη δυνατότητα που αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος να ρυθμίσει, στα πλαίσια της μεταναστευτικής πολιτικής του, μέσα από «επίσημους περιορισμούς» τις κατηγορίες εκείνες των αλλοδαπών οι οποίες, ως εκ της φύσης τους και του προσδιορισμένου και περιορισμένου του σκοπού της παραμονής, δεν μπορούν να έχουν την προοπτική της μονιμότητας που δημιουργεί εύλογη προσδοκία «εδραίωσης» και συνέχισης της παραμονής στο πνεύμα της Οδηγίας.

 

Η Κυπριακή Δημοκρατία, στα πλαίσια της Οδηγίας, έχει προβεί σε τέτοιες ρυθμίσεις, αφορώσες πολλές κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών, μέσα από την απόφαση της προς τούτο ορισθείσας Υπουργικής Επιτροπής, την οποία και ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο και η οποία εκφράζει την έννοια του «επίσημου περιορισμού». Η περίπτωση των οικιακών βοηθών είναι μία από τις κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που περιλαμβάνονται στις ρυθμίσεις αυτές. Η απόφαση όπως περιορίζεται χρονικά η άδεια παραμονής τους είναι αποκαλυπτική της αντίληψης της Δημοκρατίας ότι η φύση και ο σκοπός της παραμονής εσωτερικών οικιακών βοηθών, που η άδεια τους μάλιστα αφορά συγκεκριμένο εργοδότη, εμπεριέχει μια ειδικότητα και προσωρινότητα της παραμονής τους που να δικαιολογεί την εξαίρεση τους από το γενικό κανόνα. Σε αυτή τη βάση η αιτήτρια, από την άφιξη της στην Κύπρο και καθ΄ όλη τη διάρκεια της παραμονής της, εγνώριζε ότι αυτή θα ήταν περιορισμένης διάρκειας και δεν μπορούσε να της εδημιουργούντο ερείσματα εύλογων προσδοκιών για μονιμότερη παραμονή και εδραίωση της στην Κύπρο. Με κάθε ανανέωση μάλιστα της άδειας της, της ετονίζετο τούτο μέσα από την ένδειξη ότι η άδεια δεν θα ανανεώνετο περαιτέρω, δηλαδή πέρα του χρονικού ορίου που καθόριζε η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για το οποίο της εδίδετο η παράταση. Σαφώς συνιστούσε τούτο επίσημο περιορισμό της άδειας παραμονής της. Και μάλιστα περιορισμό που η αιτήτρια, αποδεχόμενη να έλθει και να παραμείνει νόμιμα στην Κύπρο μόνο ως εκ της άδειας παραμονής της για συγκεκριμένη εργασία, και η ίδια απεδέχθη εφόσον αυτός συνιστούσε αναπόσπαστο όρο της άδειας της. Δεν μπορεί τώρα, ανακρούουσα πρύμναν, να αρνείται την ίδια τη βάση της προσωρινότητας και του για περιορισμένο σκοπό της παραμονής της, ως εκ της οποίας και μόνο κατέστη δυνατή η νόμιμη παρουσία και εργασία της στην Κύπρο, και να ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η και χρονικά περιορισθείσα παραμονή της εκείνη της δημιούργησε συνθήκες εδραίωσης στην Κύπρο και ότι η απόρριψη της αίτησης της συνιστούσε άδικη μεταχείριση της. Η προοπτική τέτοιας εδραίωσης είχε εξ αρχής αναιρεθεί μέσα από τη φύση και το σκοπό της άδειας που της είχε δοθεί και τη διαχρονικά σαφέστατη προς την αιτήτρια θέση της Δημοκρατίας ότι αυτή δεν μπορούσε να αναμένει να παραμείνει στην Κύπρο πέραν του χρονικού ορίου και του σκοπού που η Δημοκρατία, ασκώντας τη μεταναστευτική πολιτική της, καθόρισε για την περίπτωση της. Να τονίσουμε ότι η πολιτική εκείνη συναρτάται προς τη στάθμιση όλων των παραγόντων που διέπουν τη μετανάστευση υπηκόων τρίτων χωρών, περιλαμβανομένης της έκτασης της δυνατότητας της Δημοκρατίας, ως εκ του μικρού μεγέθους της γεωγραφικής επικράτειας και του πληθυσμού της, να δεχθεί και να αφομοιώσει υπηκόους τρίτων χωρών, που συνιστά νόμιμη διάσταση στα πλαίσια της Οδηγίας…”.

 

Για τους πιο πάνω λόγους δεν μπορεί να ευσταθήσει κανένας από τους προωθηθέντες λόγους ακύρωσης.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον της αιτήτριας.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                            Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο