ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 688/2008)
28 Φεβρουαρίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΎΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΞΕΤΑΣΤΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
Ν. Παπαμιλτιάδους, για τον Αιτητή.
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής αφυπηρέτησε από τις τάξεις της Αστυνομίας από το βαθμό του Λοχία, στη βάση σύστασης του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 1.6.2000 και μετά την ενεργοποίηση του Καν. 20(3) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, (Κ.Δ.Π. 51/89). Αυτά περιέχονταν σε επιστολή που απέστειλε προς τον αιτητή ο τότε Αρχηγός Αστυνομίας ημερ. 3.7.2000 με την οποία ο αιτητής πληροφορείτο ότι είχε αποφασιστεί η αφυπηρέτηση του από τις τάξεις της Αστυνομίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος (υγείας).
Ενόψει της ως άνω αφυπηρέτησης του, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα για σύνταξη ανικανότητας με τη συμπλήρωση του σχετικού εντύπου που τιτλοφορείται «Αίτηση για σύνταξη ανικανότητας» που παρελήφθη από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις 12.12.2000. Η αίτηση συνοδευόταν από ιατρική έκθεση του θεράποντα ιατρού του Δρ. Σίμου Νησιώτη. Στις 30.1.2001, το Ορθοπεδικό Χειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο απαρτιζόμενο από τους Δρ. Αγγελίδη και Δρ. Γεωργίου, έκρινε ότι ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία εισηγούμενο την παραπομπή του σε αρμόδιο ιατρικό συμβούλιο για αναφερόμενο πρόβλημα ιλίγγου. Στις 20.2.2001, ο αιτητής παρουσίασε ιατρική έκθεση από νευροχειρούργο, κλήθηκε δε στη συνέχεια σε Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο. απαρτιζόμενο από τους Δρ. Διέτη και Δρ. Μαλλεκίδου το οποίο επίσης έκρινε πως ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία. Συνακόλουθα το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε την αίτηση του ημερ. 12.12.2000 για σύνταξη ανικανότητας με επιστολή του ημερ. 8.3.2001, με την λακωνική αιτιολογία ότι ήταν ικανός για εργασία.
Ο αιτητής υπέβαλε ένσταση στις 18.3.2001 και παρά την αρχική αρνητική απάντηση του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι η απόφαση δεν μπορούσε να αναθεωρηθεί, μετά από παρέμβαση της Επιτρόπου Διοικήσεως η υπόθεση επανεξετάστηκε, ο δε αιτητής παραπέμφθηκε και πάλι σε εξέταση από Νευροχειρουργικό Ιατροσυμβούλιο απαρτιζόμενο από τους Δρ. Διέτη και Δρ. Γεωργίου το οποίο στις 22.9.2003 γνωμάτευσε ότι ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία. Απερρίφθη λοιπόν εκ νέου η αίτηση, αυτή τη φορά δε ο αιτητής αντέδρασε με την καταχώρηση της υπ΄ αρ. 1179/03 προσφυγής. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε στις 31.3.2006 ακυρωτική απόφαση για το λόγο ότι οι καθ΄ ων είχαν καθήκον να ερευνήσουν το ζήτημα της ανικανότητας του αιτητή στη βάση και της θετικής για τον αιτητή απόφασης του ιατροσυμβουλίου ημερ. 1.6.2000, η οποία δεν φαίνεται να είχε τεθεί ενώπιον του νέου ιατροσυμβουλίου που είχε εξετάσει τον αιτητή το 2003 πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, ή, τουλάχιστον δεν δόθηκε αιτιολογία που να εξηγούσε τη διάσταση θέσεων μεταξύ των δύο ιατροσυμβουλίων. Ακυρώθηκε επομένως η απόφαση ως προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και έλλειψης αιτιολογίας.
Οι καθ΄ ων ζήτησαν με σχετική επιστολή τους ημερ. 29.11.2007, απευθυνόμενοι προς τους Δρ. Διέτη και Δρ. Γεωργίου, την επανεξέταση της περίπτωσης του αιτητή υπό το φως και της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτως ώστε να αιτιολογηθεί η απόφαση που είχε ληφθεί από αυτούς στις 22.9.2003 «….. υποδεικνύοντας στοιχεία που περιέχονταν στο φάκελο ή που προσκόμισε ο αιτητής, στα οποία στηρίξατε τη γνωμάτευση σας. Ζητείται επίσης να επεξηγήσετε τυχόν απόκλιση ή μη δέσμευση σας από τα ευρήματα του προαναφερθέντος Κυβερνητικού Ιατροσυμβουλίου.». Στις 19.12.2007, οι ιατροί Διέτης και Γεωργίου συνυπέγραψαν την ακόλουθη επιστολή που απηύθυναν στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων:
(διατηρείται το επακριβές λεκτικό)
«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με αρ. φακ 435939 ημερομηνίας 29 Νοεμβρίου 2007 σχετικά με το πιο πάνω θέμα, και σας πληροφορώ ότι στις 22/9/2003 εξετάσαμε στο ιατρείο μου μαζί με τον Δρ. Γεωργίου την περίπτωση του κύριου Ιωάννη Παπαδόπουλου ημερ. γενν. 3/3/1949 ο οποίος υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας. Είχαμε εξετάσει τον κύριο Παπαδόπουλο κλινικά. Η κινητικότης της σπονδυλικής στήλης ήταν φυσιολογική και δεν παρουσίαζε παθολογικά νευρολογικά σημεία. Ο ακτινολογικός έλεγχος που προσκόμισε έδειξε την ύπαρξη οστεραρθριτικών αλλοιώσεων στην σπονδυλική στήλη συμβατών με την ηλικία του.
Ως εκ τούτου ουδεμία παθολογία που να συνιστά ανικανότητα πέρα του 66 2/3% είχε διαπιστωθεί για να δικαιούται ο κύριος Παπαδόπουλος σύνταξη ανικανότητας.
Επίσης μελετήσαμε και την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου από το Γραφείο του Πρώτου Ιατρικού Λειτουργού Λευκωσίας και είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο κύριος Παπαδόπουλος ήταν ικανός για εργασία αφού το πόρισμα ήταν οστεοαρθρίτις, φυσικό εύρημα για την ηλικία του.»
Στις 27.2.2008 οι καθ΄ ων απέστειλαν απορριπτική επιστολή με αναφορά στο αρχικό αίτημα του για σύνταξη ανικανότητας ημερ. 12.12.2000, με το σκεπτικό ότι στη βάση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι ιατροί είχαν εξετάσει τον αιτητή στις 22.9.2003, κλήθηκαν να αιτιολογήσουν τη γνωμάτευση τους, οι οποίοι αφού «…… μελέτησαν επισταμένα και με κάθε λεπτομέρεια και σοβαρότητα όλες τις εκθέσεις που είχαν σχέση με το πρόβλημα υγείας σας, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήσασταν ανίκανος να ασκείτε το επάγγελμα σας.». Επομένως, κατέληγε η επιστολή, η αίτηση για σύνταξη ανικανότητας δεν μπορούσε να εγκριθεί.
Η παρούσα προσφυγή επιδιώκει την ανατροπή της κρίσης αυτής για σειρά λόγων που καταγράφονται στην αίτηση ακύρωσης και υποστηρίζονται περαιτέρω στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, ενώ αντιθέτως οι καθ΄ ων υποστηρίζουν την ορθότητα της προσβαλλόμενης πράξης ισχυριζόμενοι ότι έγινε πλήρης επανεξέταση της υπόθεσης, δεν παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης του πολίτη, η δε ληφθείσα απόφαση η οποία διίστατο με την πρώτη απόφαση του ιατροσυμβουλίου, δεν ήταν αναιτιολόγητη.
Παρόλον που εγείρονται πολλά ζητήματα στους νομικούς λόγους της προσφυγής, οι οποίοι και εξειδικεύονται περαιτέρω στη γραπτή αγόρευση του αιτητή, η ουσία του θέματος είναι κατά πόσο η νέα διοικητική απόφαση έχει συμμορφωθεί με το λόγο της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως δεν αποκτούν σημασία ζητήματα που ανάγονται κατά την πρώτη εξέταση της υπόθεσης του αιτητή ως προς την παράλειψη δέουσας έρευνας, ή την εχθρική νοοτροπία με την οποία οι καθ΄ ων αντιμετώπισαν τον αιτητή ή η απόκρυψη γνωμάτευσης από νέο ιατροσυμβούλιο, από τους ιατρούς Χριστόπουλο και Στυλιανού που δεν ήταν βεβαίως το αρμόδιο να κρίνει κατά την επανεξέταση, ή, και θέματα ουσιαστικά μαρτυρίας ή γνώμης του αιτητή ή του δικηγόρου του που παρείσφρυσαν ανεπίτρεπτα στην αγόρευση. Το ουσιώδες, όπως αναφέρθηκε πριν, είναι οι καταληκτικές θέσεις του συνηγόρου που καταγράφονται στις σελ. 10 έως 12 της γραπτής του αγόρευσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας και του αναιτιολόγητου, εκ νέου, της διάστασης των απόψεων των Ιατροσυμβουλίων.
Έχει κατ΄ επανάληψη αποφασιστεί ότι η επανεξέταση διενεργείται από το διοικητικό όργανο «…. στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος.». (δέστε Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, Ιωσηφίδη ν. Δαβερώνα (2002) 3 Α.Α.Δ. 147, Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης (2002) 3 Α.Α.Δ. 61 και Δημοκρατία ν. Τούλας Κούλουμου κ.ά., Α.Ε. αρ. 195/07 και 202/07, ημερ. 16.6.2010). Περαιτέρω το διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση δεσμεύεται από τα τυχόν διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, οι δε διάδικοι σύμφωνα και με την Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413, δεν δύνανται να εγείρουν θέματα τα οποία μπορούσαν να είχαν εγερθεί σε προγενέστερη μεταξύ των ιδίων διαδίκων διαδικασία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην ακυρωτική του απόφαση στην υπόθ. αρ. 1179/03, ημερ. 31.3.2006, (Παπαδοπούλου, Δ.), κατέληξε ως εξής;
«Έχω τη γνώμη ότι οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν καθήκον να ερευνήσουν το ζήτημα, θέτοντας υπόψη του Ιατροσυμβουλίου που εξέτασε τον αιτητή το 2003 την Έκθεση, η οποία προϋπήρχε, αφού ήδη ο αιτητής, με την αίτησή του ημερομηνίας 12/12/2000, τους γνωστοποίησε ότι είχε σταματήσει να εργάζεται ως αστυνομικός από 1/6/2000 για λόγους δημοσίου συμφέροντος (υγείας). Ήταν σε γνώση τους ότι από άλλο Ιατροσυμβούλιο κρίθηκε ανίκανος για εργασία. Η επιλογή της απόφασης, αναντίλεκτα, ανήκει σ΄ αυτούς, εφόσον, όμως το ζήτημα διερευνηθεί σε βάθος και αιτιολογηθεί.»
Αποκτά επομένως σημασία κατά πόσο η διοίκηση κατά την επανεξέταση και την έκδοση της υπό κρίση πράξης συμμορφώθηκε με το ακυρωτικό αυτό αποτέλεσμα, στη βάση και των όσων ορθά η Νομική Υπηρεσία υπέδειξε στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την επιστολή της ημερ. 22.9.2006 μέρος των ερυθρών 119-123 του κατατεθέντος κατά τις διευκρινίσεις διοικητικού φακέλου, Τεκμ. Α. Στην προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 27.2.2008 αναφέρεται, όπως καταγράφηκε προηγουμένως, ότι το νέο Ιατροσυμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν ήταν ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματος του και αυτό μετά από μελέτη των διαφόρων ιατρικών πιστοποιητικών που είχαν εκδοθεί από τον Δρ. Σίμο Νησιώτη στις 25.1.2000, 3.12.2000, 22.3.2001, 17.1.2002 και 10.12.2002, ιατρική βεβαίωση από τη Φυσιοθεραπεύτρια Β΄ Δέσποινα Δημητρίου, ημερ. 8.6.1994, ιατρικό πιστοποιητικό από τον Ανώτερο Ειδικό Χειρούργο Π. Συμεωνίδη, ημερ. 25.1.2000, έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου, ημερ. 30.1.2001, ιατρική έκθεση του Δρ. Αχιλλέα Περδίου, ημερ. 19.2.2001, έκθεση Ιατρικού Συμβουλίου, ημερ. 5.3.2001, έκθεση Ιατρικού Συμβουλίου στο οποίο είχε παραπεμφθεί από την υπηρεσία του ημερ. 1.6.2000 και τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης που έτυχε στο Ιατρικό Συμβούλιο ημερ. 22.9.2003 καθώς και τον ακτινολογικό έλεγχο που ο αιτητής είχε προσκομίσει.
Δεν αναφέρεται όμως ο,τιδήποτε το συγκεκριμένο στην προσβαλλόμενη πράξη που να αποτελεί κρίση ως προς το λόγο της απόκλισης ή της μη δέσμευσης από τη γνωμάτευση που περιείχετο στην έκθεση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 1.6.2000, με την αντίθετη γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 22.9.2003. Παραπομπή δε στο διοικητικό φάκελο προς τυχόν συμπλήρωση της αιτιολογίας και πάλι δεν αποκαλύπτει την καταγραφή οποιασδήποτε αιτιολογίας που να είναι δυνατό να ελεγχθεί από το Δικαστήριο εφόσον η καταληκτική παράγραφος της επιστολής των ιατρών Διέτη και Γεωργίου ημερ. 19.12.2007, που παρατέθηκε αυτούσια προηγουμένως, δεν αποτελεί αιτιολόγηση της απόκλισης, αλλά πρόκειται στην ουσία για μια απλή καταγραφή της δικής τους θέσης ότι ο αιτητής είχε οστεαρθρίτιδα, φυσιολογική για την ηλικία του. Αυτό σε πλήρη παραγνώριση του γεγονότος ότι στη βάση εκείνης της γνωμάτευσης η αστυνομία είχε αποφασίσει την αναγκαστική αφυπηρέτηση του αιτητή από τις τάξεις της από την 1.6.2000.
Η προσβαλλόμενη πράξη που στην ουσία ενσωματώνει την εκφρασθείσα θέση των ιατρών Διέτη και Γεωργίου, δεν μπορούσε να αλλοιώσει δεδομένα και γεγονότα που ήσαν υπαρκτά κατά την αφυπηρέτηση του αιτητή, η οποία λήφθηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αυτού κρινομένου ως ανίκανου να εκτελεί τα καθήκοντα αστυνομικού με βάση την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 1.6.2000. Δεν ήταν δυνατό για τους ιατρούς Διέτη και Γεωργίου να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η μελέτη της απόφασης του τότε Ιατροσυμβουλίου τους οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι τη δεδομένη εκείνη χρονική περίοδο «….. ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία αφού το πόρισμα ήταν οστεαρθρίτις, φυσιολογικό εύρημα για την ηλικία του.». Αναδρομή στο πόρισμα της 1.6.2000, δεν πιστοποιεί αυτή τη θέση εφόσον το τι καταγράφηκε από τους εκεί ιατρούς (Δρ. Ρωσσίδου και Δρ. Σχίζα), ήταν ότι ο αιτητής θεωρείτο «ανίκανος για εργασία από σήμερα 1.6.2000», (Παράρτημα 1β στην αίτηση), ενώ με επιστολή ίδιας ημερομηνίας προς το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, (Παράρτημα 1γ στην αίτηση), οι εν λόγω ιατροί έγραψαν ότι ο αιτητής «…. πάσχει από σοβαρά αυχενική σπονδυλοαρθροπάθεια συνοδευόμενη από πόνο, ζαλάδες και πονοκεφάλους» καταλήγοντας ότι «…. κατά την άποψη του ιατροσυμβουλίου είναι ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντα του αστυνομικού από σήμερα 1.6.2000». Η εν λόγω επιστολή διαβιβάστηκε προς τον Αρχηγό Αστυνομίας την ίδια ημέρα, όπως φαίνεται από το ίδιο το Παράρτημα 1γ, μετά την οποία αποφασίστηκε η αφυπηρέτηση του αιτητή. Ουδέν ανεφέρθη τότε ότι τα προβλήματα οφείλονταν σε αλλοιώσεις φυσιολογικές για την ηλικία του αιτητή.
Στο έντυπο που συμπληρώθηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο που εξέτασε τον αιτητή στις 22.9.2003 στο Μέρος VI «Γνωμοδότηση Ιατρικού Συμβουλίου» στο στοιχείο 1 που αφορά την απάντηση κατά πόσο ο αιτητής είναι «….. σήμερα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του αστυνομικού» (η λέξη «αστυνομικού» τέθηκε ιδιοχείρως), το Ιατροσυμβούλιο κύκλωσε τη διαζευκτική λύση «Όχι», ενώ στο επόμενο στοιχείο 2(β), κατά πόσο μπορεί ο αιτητής «….. να ασκεί οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, εκτός του συνήθους επαγγέλματος; Ναι/Όχι», ουδέν απαντήθηκε και απλώς στην επόμενη πρόταση που έπρεπε να συμπληρωθεί σε περίπτωση που η απάντηση ήταν καταφατική ώστε να διαφανεί κατά πόσο ο αιτητής μπορεί «….. να εκτελέσει εργασία χειρονακτικής φύσεως, εργασία που απαιτεί περιορισμένες δυνάμεις, καθιστική εργασία κλπ.» απλώς ανεγράφη «Είναι ικανός για εργασία.». Στο δε Μέρος ΙΙΙ που τιτλοφορείται «Πληροφορίες που πρέπει να λάβει υπόψη το Ιατρικό Συμβούλιο» στο στοιχείο 1 που αφορά το επάγγελμα του αιτητή, ανεγράφη ιδιοχείρως η λέξη «αστυνομικός».
Είναι φανερό ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα εφόσον ενώ το Ιατροσυμβούλιο ημερ. 1.6.2000, είχε γνωματεύσει κατά σαφή τρόπο ότι ο αιτητής ήταν ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντα του αστυνομικού, η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 22.9.2003, (ερυθρά 52, 53 του διοικητικού φακέλου Τεκμ. Α), σε πλήρη αντίφαση καθόρισε ότι ο αιτητής ήταν ικανός τρία και πλέον χρόνια μετά να ασκεί το επάγγελμα του αστυνομικού. Όπως δε αναφέρθηκε ήδη και πιο πάνω, η επιστολή των ιατρών Διέτη και Γεωργίου ημερ. 19.12.2007 (ερυθρό 99), δεν αιτιολογεί τη διαφωνία του κατά επιστημονικό τρόπο με την κατάληξη του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 1.6.2000, ενώ είναι σαφές ότι δεν έγινε επαρκής διερεύνηση εκ νέου της περίπτωσης του αιτητή, ως οφειλόταν εκ της ακυρωτικής αποφάσεως, διότι δεν εξηγείται πώς από την απλή μελέτη της απόφασης του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 1.6.2000, ήταν δυνατό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία. Πρόκειται σαφώς για πλάνη περί τα πράγματα διότι, όπως υποδείχθηκε ήδη, το πόρισμα των ιατρών Ρωσσίδου και Σχίζα, αφορούσε πάθηση σοβαράς αυχενικής σπονδυλοαρθροπάθειας.
Στην απόφαση της Ολομέλειας Χρίστος Ηροδότου ν. Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Α.Ε. 148/07, ημερ. 11.5.2010, η πρωτόδικη κρίση ότι ήταν ορθή η απόφαση των εφεσιβλήτων να τερματίσουν την πληρωμή σύνταξης ανικανότητας στη βάση επανεξέτασης από Ιατροσυμβούλιο, ακυρώθηκε διότι υπήρχε έλλειψη δέουσας έρευνας από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις εφόσον στοιχεία στο σχετικό έντυπο-έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου είχαν μείνει ασυμπλήρωτα, με αποτέλεσμα και η αιτιολογία που δόθηκε για τον τερματισμό της πληρωμής να ήταν ανεπαρκής.
Διαπιστώνεται επομένως ότι παρά την επανεξέταση η προσβαλλόμενη πράξη παρέμεινε αναιτιολόγητη και λήφθηκε στη βάση πλάνης περί τα πράγματα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο