ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 700/2007, 761/2007 και 799/2007, 4/3/2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις  Αρ. 700/2007, 761/2007 και 799/2007)

 

4 Μαρτίου, 2011

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ.  700/2007)

 

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 


(Υπόθεση Αρ. 761/2007)

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΕΛΕΒΑΝΤΟΣ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

(Υπόθεση Αρ. 799/2007)

 

1.     ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

2.    ΣΟΦΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

3.    ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

4.    ΚΥΡΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,

5.    ΚΟΥΛΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,

6.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΝΩΛΗΣ,

Αιτητές,

ΚΑΙ

 

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Α. Ευσταθίου (κα.), για  τους Αιτητές στις 700/07 και 761/07.

Χρ. Χριστάκη, για τους Αιτητές στην 799/07.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα.), Ανώτερη  Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Νεοκλέους, για το Ε/Μ αρ. 1.

_____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:      Οι αιτητές με τις  καταχωρισθείσες συνεκδικαζόμενες προσφυγές  ζητούν δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας  30/3/2007 και με την οποία προήγαγαν στην μόνιμη θέση Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού, Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από την 1/3/2007 το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κ. Νίκο Νεοκλέους, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος. Η επίδικη θέση είναι θέση Προαγωγής.

 

Στη συνέχεια παρατίθεται αυτούσιο το περιεχόμενό του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης:

 

«ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΥΔΡΑΥΛΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ: (Θέση Προαγωγής) Εγκεκριμένη Μισθοδοτική Κλίμακα: Α13

 

Καθήκοντα και Ευθύνες:

 

(α) Υπεύθυνος για την οργάνωση και διοίκηση ενός ή περισσότερων Τομέων η Επαρχιακών Γραφείων του Τμήματος, τον προγραμματισμό, μελέτη, κατασκευή, διαχείριση, λειτουργία και συντήρηση έργων υδατικής ανάπτυξης.

 

(β) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα που θα του ανατεθούν.

 

Απαιτούμενα Προσόντα:

 

1. Μεταπτυχιακή πείρα οκτώ τουλάχιστον ετών σε έργα υδατικής ανάπτυξης από την οποία τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού, 1ης Τάξης/Τοπογράφου Μηχανικού Άρδευσης, 1 ης Τάξης.

 

2. Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική πείρα και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

 

3. Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.

­

4. Μεταπτυχιακό προσόν σε θέμα ή θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης θα θεωρείται πλεονέκτημα.»

 

 

Κατά την προαγωγική διαδικασία,  κλήθηκε ο Διευθυντής Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων για να υποβάλει τη σύστασή του. Ο Διευθυντής σύστησε τον υποψήφιο αρ. 6, κ. Νίκο Νεοκλέους.

 

Στη σύσταση του ο Διευθυντής ανέφερε  συγκεκριμένα  τα εξής:

«Ο Νεοκλέους Νίκος εργάζεται στον Κλάδο Κατασκευών στο Επαρχιακό Γραφείο του Τμήματος στη Λεμεσό.

 

Η θέση του Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού είναι θέση της οποίας ο κάτοχος αναλαμβάνει την οργάνωση και διοίκηση ενός από τους τομείς (υπηρεσίες) του Τμήματος. Προς τούτο, το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτεί, μεταξύ άλλων, ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική πείρα και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία. Τα στοιχεία αυτά αξιολογούνται και αντικατοπτρίζονται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις.

 

Όσον αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία δέκα χρόνια, στα οποία αποδίδω ιδιαίτερη βαρύτητα λόγω της καθολικής σχεδόν ισοπέδωσης κατά τα πέντε τελευταία χρόνια, ο Νεοκλέους Νίκος, συγκρινόμενος με τους υποψηφίους που προηγούνται αυτού σε αρχαιότητα, που ανάγεται στην παρούσα ή στην προηγούμενη θέση, έχει αξιολογηθεί στο ίδιο περίπου με αυτούς επίπεδο και, επιπλέον, ουδενός υστερεί σε προσόντα και κατέχει το πλεονέκτημα, εφόσον έχει εξασφαλίσει από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Πιστοποιητικό Ισοτιμίας και Διπλώματος Πολιτικού Μηχανικού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που κατέχει, με μεταπτυχιακό δίπλωμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Πλεονέκτημα διαθέτουν επίσης και οι υποψήφιοι υπ' αρ. 16, 17, 18 και 21 του καταλόγους Α, καθώς και η υποψήφια υπ' αρ. 3 του καταλόγου Β. Έχω σημειώσει ότι ο υποψήφιος με αρ. 21 του Καταλόγου Α, πέραν του πτυχίου M.Sc. που κατέχει σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και του προσδίδει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, διαθέτει και το πτυχίο Master in Public Sector Management του CIIM, που επίσης είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν αποτελεί πρόσθετο προσόν ή πλεονέκτημα. Έχω, επίσης, σημειώσει ότι η υποψήφια με αρ. 3 του Καταλόγου Β, πέραν του πτυχίου Master in Business Administration που κατέχει, που είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και της προσδίδει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, διαθέτει δύο πρώτα πτυχία, που επίσης είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν αποτελούν πρόσθετο προσόν ή πλεονέκτημα.

 

Συναξιολογώντας τα πιο πάνω στοιχεία κρίσης, συμπεριλαμβανομένων και των προσόντων των υποψηφίων, και έχοντας υπόψη την ευθύνη μου που απορρέει από τον Νόμο να συστήσω τον καταλληλότερο για την υπό πλήρωση θέση υποψήφιο, συστήνω το Νεοκλέους Νίκο ως τον καταλληλότερο για προαγωγή.»

 

 

Η ΕΔΥ, υιοθετώντας την υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους σύσταση, επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος ως καταλληλότερο.

 

Σημειώνεται παρενθεντικά ότι στις 18.7.2003 δημοσιεύθηκαν οι Περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2003 (ΚΔΠ 594/2003). Στον Κανονισμό 2 της ΚΔΠ 594/03, ο οποίος τροποποιεί τον Κανονισμό 3 των βασικών Κανονισμών προνοούνται τα εξής:

 

«Νοείται ότι, οι κάτοχοι τίτλων σπουδών που εκδίδονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, τα οποία λειτουργούν ­

 

(ι) Σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε

 

(ιι) σε χώρες με τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία συνδέεται με

διμερή συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης τίτλων σπουδών,

 

και τα οποία χορηγούν τίτλους δεύτερου επιπέδου, χωρίς ενδιάμεσο πρώτο καταληκτικό τίτλο, μπορούν να τύχουν και αναγνώρισης του τίτλου τους ως ισότιμου ή ισότιμου και αντίστοιχου «πτυχίου» σε συγκεκριμένη ειδικότητα και ταυτόχρονα ως «μεταπτυχιακού διπλώματος επιπέδου MASTER

 

Σημειώνω επίσης ότι κατόπιν σχετικής αίτησης του ενδιαφερόμενου προσώπου, το  ΚΥΣΑΤΣ στη συνεδρία του στις 21.3.2006  αναγνώρισε το Δίπλωμα  που του είχε απονεμηθεί από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο  ως ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση πολιτικού μηχανικού και ως τίτλο ισότιμο προς Μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master.

Προσφυγές  αρ. 700/2007 και 761/2007.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές Δημοσθένης Αντωνίου και Μιχάλης Τελεβάντος δεν έχουν  έννομο συμφέρον προώθησης των Συνεκδικαζομένων  Προσφυγών Aρ. 700/07 και 761/07, καθότι δεν πληρούν  τα απαιτούμενα προσόντα και συγκεκριμένα την παράγραφο (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προαγωγής.

 

Η  προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί κατά την κρίση μου για τους ακόλουθους λόγους:

 

Οι  αιτητές,  σύμφωνα με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 14 στην Ένσταση, κατέχουν  τη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού 1ης Τάξης, συγκεκριμένα από την 15.10.83. Εξάλλου είναι προφανές από τα σχετικά πρακτικά της προαγωγικής διαδικασίας ότι οι αιτητές  Μιχάλης Τελεβάντος και Δημοσθένης Αντωνίου αντίστοιχα, εκρίθηκαν  από την ΕΔΥ ότι κατέχουν  τα απαιτούμενα προσόντα:   «Η Επιτροπή ασχολήθηκε με τον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων που υπηρετούν ως Εκτελεστικοί  Μηχανικοί 1 ης Τάξης, Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων και έκρινε ότι προάξιμοι είναι οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 1 μέχρι 22 ...».   Ειδικότερα σημειώνω ότι η Επιτροπή έκανε ειδική μνεία του αιτητή Αντωνίου Δημοσθένη.

Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνω αβάσιμη την προδικαστική ένσταση και την απορρίπτω. Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από τους αιτητές με σκοπό την ακύρωση της προαγωγής στην επίδικη θέση.

 

Αποτελεί κοινό λόγο ακύρωσης  ότι τόσο ο Διευθυντής, κατά τη σύστασή του, όσο και η ΕΔΥ,  παρερμήνευσαν  τον Κανονισμό 2 της ΚΔΠ 594/03 πιστώνοντας το Ε/Μ  με το  ίδιο προσόν δύο φορές.

 

Αναφέρει  συγκεκριμένα, η  ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών,  ότι το ενδιαφερόμενο μέρος απέκτησε το Δίπλωμα Πολιτικού Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στις 27.7.1978.  Με  το  δίπλωμα του εκείνο, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εισήχθη στην υπηρεσία ως Εκτελεστικός Μηχανικός 2ης Τάξης στις 15.9.1984 και  με το ίδιο προσόν, που εκλήφθηκε ως πρώτος τίτλος κατά το διορισμό του  στη θέση Έκτακτου Μηχανικού 2ης Τάξης, προάχθηκε στη συνέχεια στη θέση Έκτακτου Μηχανικού 1ης Τάξης.  Κατά  τη διαδικασία  πλήρωσης της επίδικης θέσης, το  ίδιο πτυχίο εκλήφθηκε  και σαν μεταπτυχιακός τίτλος κατά τρόπο που πιστώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος το πλεονέκτημα της παραγράφου 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ο ίδιος δηλαδή τίτλος σπουδών στη βάση του οποίου το ενδιαφερόμενο μέρος εισήχθη το 1984 στη Δημόσια Υπηρεσία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως πρώτος τίτλος και στη συνέχεια, το 2006, και ως μεταπτυχιακός τίτλος. Αναφέρει στη συνέχεια η κα Ευσταθίου,  ότι στην ΚΔΠ 594/03 γίνεται αναφορά σε τίτλους σπουδών από εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης τα οποία χορηγούν τίτλους δεύτερου επιπέδου «χωρίς ενδιάμεσο πρώτο καταληκτικό τίτλο» . Και επομένως, η περίπτωση του ενδιαφερομένου μέρους είναι ιδιαίτερη, ισχυρίζεται, αφού το πτυχίο του ενδιαφερομένου μέρους αποτελούσε πρώτο καταληκτικό τίτλο τόσο κατά το διορισμό του όσο και κατά την προηγούμενη προαγωγή του. Θα έπρεπε να είχαν εξεταστεί τα ιδιαίτερα περιστατικά της περίπτωσης  του ενδιαφερόμενου προσώπου, τονίζει η κα Ευσταθίου ,  λαμβανομένης υπόψη της θέσης της νομολογίας επί του θέματος, ότι δεν μπορεί το ίδιο προσόν να προσμετρά διπλά.  

 

Από την άλλη πλευρά,  οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου προσώπου αντιτείνουν ότι το περιεχόμενο των πιο πάνω κανονισμών είναι ξεκάθαρο και δεν αφήνει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ερμηνεία του.   Είναι δεδομένο ότι το  Ε/Μ εξασφάλισε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. πιστοποιητικό ισοτιμίας του Διπλώματος Πολιτικού Μηχανικού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου που κατέχει, με μεταπτυχιακό τίτλο. Συνακόλουθα στη βάση αυτή , νόμιμα κρίθηκε από την ΕΔΥ ως σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης  και ως πλεονέκτημα.

 

Τα λεχθέντα στην προσφυγή Πρίαμος Ιωαννίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ.  αρ. 670/05, ημερ. 10/08/2007, υποστηρίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου προσώπου , αποτελούν την αντίκρουση των επιχειρημάτων των αιτητών και απάντηση στις υποθέσεις τις οποίες  επικαλέστηκαν οι αιτητές.  Εξάλλου, οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκαν οι αιτητές   είχαν εκδοθεί πριν την  τροποποίηση της ΚΔ.Π 594/2003 και επομένως  δεν μπορούν να τύχουν   εφαρμογής.

 

Γίνεται αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την  Ιωαννίδης  (ανωτέρω), προς ενίσχυση της θέσης τους:

 

 «Ο αιτητής, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, προβάλλει σειρά νομικών ισχυρισμών, οι οποίοι, κατά την εισήγησή του, τεκμηριώνουν λόγους ακυρότητας. Υποστηρίζει πως η Ε.Ε.Υ παρερμήνευσε τους περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμούς του 1999 μέχρι 2003, (Κ-Δ.Π.594/2003), (οι «Κανονισμοί»). Εσφαλμένα, υπέβαλε, θεώρησε ότι το πτυχίο δεύτερου επιπέδου ΜSC in Physical Education του Πανεπιστημίου Καρόλου της Πράγας, Τσεχία, χωρίς ενδιάμεσο καταληκτικό τίτλο, που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος 2 - Βασίλειος Συμιλλίδης, μπορούσε να ληφθεί υπόψη δύο φορές - δηλαδή και προς ικανοποίηση της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας και της παραγράφου 3(2).

 

Ο ισχυρισμός αυτός του αιτητή δεν ευσταθεί.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Η Ε.Ε.Υ., κατά την εξέταση του θέματος, είχε υπόψη της γνωμάτευση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, με το πιο κάτω απόσπασμα της οποίας και συμφωνώ:­

‘.... η οποιαδήποτε νομολογία αναφορικά με την έννοια του μεταπτυχιακο προσόντος αντικαταστάθηκε από νομοθετική διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι κάτοχοι τίτλων σπουδών που εκδίδονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης που λειτουργούν σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία χορηγούν τίτλους δεύτερου επιπέδου χωρίς ενδιάμεσο πρώτο καταληκτικό τίτλο, μπορούν να αναγνωρίζονται ως ισότιμα αντίστοιχου πτυχίου σε συγκεκριμένη ειδικότητα και ταυτόχρονα ως μεταπτυχιακά διπλώματα επιπέδου Master. Επομένως, η όποια νομολογία προηγήθηκε της ΚΔ.Π 594/2003 θα πρέπει να θεωρείται ότι αντικαταστάθηκε, στην έκταση που είναι αντίθετη με τη νομοθετική διάταξη, και δεν πρέπει να εφαρμόζεται, νοουμένου βέβαια ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την εν λόγω Κ.Δ.Π’».

 

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία ως προς το ζήτημα  και δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης της πιστοποίησης από το  ΚΥΣΑΤΣ ότι  το δίπλωμα  που απονεμήθηκε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο είναι ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο /ειδίκευση πολιτικού μηχανικού και  ισότιμο προς Μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master.

 

Η προβληματική όμως διάσταση του θέματος έγκειται στο αναιτιολόγητο συμπέρασμα ότι κατοχή του πιο πάνω μεταπτυχιακού τίτλου αυτόματα συνεπάγεται και  την υπαγωγή του σε μεταπτυχιακό   προσόν,  σε θέμα ή θέματα, σχετικά με τα εξειδικευμένα καθήκοντα της θέσης που περιγράφονται στην παράγραφο (1) του σχεδίου υπηρεσίας και σχετίζονται με έργα υδατικής ανάπτυξης .

 

Ναι μεν υπάρχει η πιστοποίηση ότι το πτυχίο του ενδιαφερόμενου προσώπου στον κλάδο πολιτικού μηχανικού εξομοιώνεται με  Masters, αλλά αυτό από μόνο του δεν απαλλάσσει, κατά την κρίση μου, την ΕΔΥ από την υποχρέωση να ερευνήσει κατά πόσο η μεταπτυχιακή εκπαίδευση που περιλαμβάνεται στον καταληκτικό τίτλο σπουδών του ενδιαφερόμενου προσώπου είναι σε θέματα συναφή με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Χωρίς τη διαπίστωση αυτή, το συμπέρασμα  ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος του ενδιαφερόμενου προσώπου αυτόματα και άνευ ετέρου συνιστά και  το πλεονέκτημα της παραγράφου (4) του σχεδίου υπηρεσίας, είναι ακροσφαλές. Ποιός  άλλωστε ο σκοπός της συγκεκριμένης πρόνοιας στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προαγωγής, με τη συγκεκριμένη διατύπωση ότι, μεταπτυχιακό προσόν σε θέμα ή θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης συνιστά πλεονέκτημα. Καμιά  έρευνα δεν έγινε προς διερεύνηση της πτυχής αυτής και καμιά αναφορά κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, κατά το τελευταίο χρόνο των σπουδών του (1977-1978), εξειδικεύτηκε σε έργα υδατικής ανάπτυξης  (π.χ. λειτουργίας και συντήρησης έργων υδατικής ανάπτυξης) ή ότι η  διπλωματική του εργασία ήταν στη συγκεκριμένη κατεύθυνση των υδάτινων πόρων.  Είναι αρμοδιότητα της ΕΔΥ να κρίνει κατά πόσο  η μεταπτυχιακή εκπαίδευση που περιλαμβάνεται στον καταληκτικό τίτλο του σχετικού Διπλώματος, ήταν σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, ώστε να συνιστά το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας.

Συνακόλουθα κρίνω ότι η πρόσδοση του πλεονεκτήματος στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν έχει αιτιολογηθεί επαρκώς, σε συνάρτηση με τη φύση της μεταπτυχιακής του εξειδίκευσης.  Δεν έγινε συνάρτηση του  μεταπτυχιακού του τίτλου με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διαμορφώσει πρωτογενή κρίση σε σχέση με το ζήτημα αυτό.

 

Συνεπώς, η απόφαση της ΕΔΥ να πιστώσει το ενδιαφερόμενο μέρος με το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι πάσχουσα ως προϊόν μη δέουσας έρευνας και ως εκ τούτου αναιτιολόγητη. Η στοιχειοθέτηση επομένως αυτού του λόγου ακύρωσης  συνεπάγεται ακυρότητα του  διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου λόγω της άγνωστης επίπτωσης  που θα μπορούσε να είχε η ορθή αντιμετώπιση του κενού που εντοπίστηκε.

 

Οι προσφυγές 700/07 και 761/07 επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Έξοδα υπέρ των αιτητών να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.   

 

 

 

 

 

Προσφυγή αρ. 799/2007.

 

Οι αιτητές,  στην  Προσφυνή αρ. 799/2007 ισχυρίζονται πρωτίστως ότι το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας είναι αντισυνταγματικό και/ή ultra vires και ότι αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας. Συγκεκριμένα, διατείνονται ότι το επίδικο Σχέδιο Υπηρεσίας Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας που προνοεί το άρθρο 28 του Συντάγματος καθότι προβλέπει την προαγωγή μόνον Εκτελεστικών Μηχανικών και Τοπογράφων Μηχανικών Αρδεύσεως 1ης Τάξης αποκλείοντας όλες τις υπόλοιπες ειδικότητες περιλαμβανομένων εκείνων των αιτητών.

 

Η συγκεκριμένη πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης που προβλέπει ως απαιτούμενο προσόν «Μεταπτυχιακή πείρα οκτώ τουλάχιστον ετών σε έργα υδατικής ανάπτυξης από την οποία τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού 1ης Τάξης/Τοπογράφου Μηχανικού Άρδευσης, 1ης Τάξης » είναι, σύμφωνα με την εισήγηση των αιτητών, αντισυνταγματική  καθότι θα έπρεπε να γίνεται αναφορά και σε τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στις ειδικότητες που κατείχαν οι ίδιοι.

 

Οι αιτητές  κατέχουν την ειδικότητα του Μηχανολόγου Μηχανικού, Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Χημικού και Υγειονομικού Μηχανικού  ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο την ειδικότητα του Εκτελεστικού Μηχανικού.

Από την άλλη πλευρά, είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν παραβιάζει το άρθρο 28 του Συντάγματος  αφού πρόκειται για διαφορετικές ειδικότητες και επομένως δεν τίθεται θέμα παρανομίας ή υπέρβασης  του Ν.1/90

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου προσώπου προσθέτει ότι οι  θέσεις προαγωγής ναι μεν αφορούν και απευθύνονται σε πρόσωπα που κατέχουν την αμέσως προηγούμενη θέση, αλλά η επιλογή περιορίζεται σε αυτούς που κατέχουν τα προσόντα που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας. Σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου Ν.1/90, τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της καθορίζονται στα Σχέδια Υπηρεσίας, τα οποία καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με κανονισμούς που εγκρίνει η Βουλή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 87. Τα  σχέδια υπηρεσίας αποτελούν μέσο για την άρτια στελέχωση δημόσιας αρχής ή οργάνου  και ο καταρτισμός τους σχετίζεται άμεσα με την εκτίμηση των λειτουργικών αναγκών της υπηρεσίας και συνιστά πτυχή της εκτελεστικής λειτουργίας. Εφόσον το επίδικο Σχέδιο Υπηρεσίας δεν περιλαμβάνει τις ειδικότητες των αιτητών και αναφέρεται σε διαφορετικές  ειδικότητες, η επίδικη προαγωγική διαδικασία με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη.  Οι καθ' ων η Αίτηση άσκησαν επομένως νόμιμα τη διακριτική ευχέρεια τους και ορθά επέλεξαν το Ενδιαφερόμενο Μέρος, μετά από νόμιμη αξιολόγηση και σύγκριση λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Περαιτέρω, υποβάλλουν οι καθ΄ ων η αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι απόλυτα αιτιολογημένη. Η ΕΔΥ ορθά απέκλεισε τους αιτητές από την προαγωγική διαδικασία , αφού εστερούντο απαραίτητου προσόντος του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.

 

Συμφωνώ με τις πιο πάνω επισημάνσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των καθ΄ ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου προσώπου. Η ερμηνεία και η εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας  και η κρίση ως προς τη συνδρομή των αναγκαίων τυπικών προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων, ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και το  Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, εκτός εάν η ερμηνεία που δόθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή ή εμφιλοχώρησε πλάνη στη διεξαχθείσα έρευνα.

 

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς των αιτητών περί αντισυνταγματικής πρόνοιας του υφιστάμενου σχεδίου υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Υδραυλικού, τον παράνομο αποκλεισμό τους και  την αιτούμενη θεραπεία για ακύρωση της προαγωγής που έγινε,  θα υιοθετήσω το συλλογισμό και τα συμπεράσματα μου από την πρόσφατη απόφασή μου στην προσφυγή Χριστάκης Χριστοδουλίδης κ.α v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ.  αρ. 641/2008, ημερ. 10.2.2011,  η οποία αφορούσε τους ίδιους αιτητές ,  οι οποίοι είχαν προσβάλει  την προαγωγή άλλου ενδιαφερόμενου προσώπου, στη θέση και πάλι του Ανώτερου υδραυλικού και είχαν προβάλει  τους ίδιους ισχυρισμούς με αυτούς  στην εξεταζόμενη προσφυγή.

 

Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα από την προσφυγή εκείνη, στο οποίο και διατυπώνεται το καταληκτικό της κρίσης μου, περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των αιτητών,  το οποίο υιοθετώ και στην παρούσα υπόθεση:

 

«Η ενδεχόμενη, όμως, δικαστική κρίση ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας είναι παράνομη θα είχε ως επακόλουθο το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας να ακυρωθεί στην ολότητά του. Ορθά επισημαίνει ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερομένου προσώπου ότι δεν μπορεί να ακυρωθεί  μόνο η συγκεκριμένη πρόνοια  της παραγράφου (1) των «απαιτούμενων προσόντων», καθότι αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ενιαίου συνόλου του επίδικου σχεδίου υπηρεσίας. Ούτε και το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να διαγράψει ή να προσθέσει ή να αντικαταστήσει ή και να επεκτείνει τη συγκεκριμένη πρόνοια  στο επίδικο Σχέδιο Υπηρεσίας ώστε να περιλαμβάνει και την κατηγορία της ειδικότητας  των αιτητών αφού τα σχέδια υπηρεσίας καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με κανονισμούς που εγκρίνει η Βουλή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 87 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, όπως τροποποιήθηκε.  Ο καταρτισμός των σχεδίων υπηρεσίας και συνεπώς η τροποποίηση τους σχετίζεται άμεσα με την εκτίμηση των λειτουργικών αναγκών της Δημόσιας Υπηρεσίας και συνιστά πτυχή της εκτελεστικής λειτουργίας. (Δέστε: απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χατζηπαύλου ν. ΑΗΚ (1991) 3 ΑΑΔ, 11 όπου  αναλύεται η φύση των σχεδίων υπηρεσίας και εξηγούνται οι παράμετροι της εφαρμογής τους).

 

Συνακόλουθα  αν  η συγκεκριμένη παράγραφος κριθεί από το Δικαστήριο ως αντισυνταγματική ή/και ultra vires, τότε  ολόκληρο  το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προαγωγής θα καταρρεύσει και αυτό, κατ΄ επέκταση, θα έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της βάσης πάνω στην οποία  οι αιτητές ουσιαστικά διεκδικούν   την   επίδικη θέση. Η βάση αυτή είναι το επίδικο (υφιστάμενο) Σχέδιο Υπηρεσίας που, όπως ορθά αναφέρει ο κ. Κωνσταντίνου, με την ακύρωσή του  συνεπάγεται και ακύρωση της διαδικασίας της  επίδικης θέσης. Συνακόλουθα η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης θα πρέπει να τερματιστεί εφόσον  θα είναι αδύνατο να πληρωθεί η επίδικη θέση με επανεξέταση. Η  ακύρωση του επίδικου σχεδίου υπηρεσίας θα επιφέρει τέτοιο κενό, όπως εύστοχα επισημαίνει ο κ. Κωνσταντίνου, στην πλήρωση της θέσης,  ώστε   θα είναι αδύνατο να πληρωθεί η επίδικη θέση προαγωγής από την  ΕΔΥ, χωρίς να υπάρχει (νέο) έγκυρο Σχέδιο Υπηρεσίας.

 

Στη βάση αυτών των προεκτάσεων,  αναιρείται  το νομοποιητικό έρεισμα  των αιτητών για προσβολή της προαγωγής που έγινε και το αίτημα των αιτητών από μόνο του, για κήρυξη δηλαδή του επίδικου σχεδίου ως αντισυνταγματικού, καθίσταται  αλυσιτελές.   Συμφωνώ με τον κ. Κωνσταντίνου ότι η υπόθεση Λουκής Καλαθάς ν Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, αρ. Προσφυγής 150/06, ημερ. 8.10.2007 είναι σχετική με την εξεταζόμενη προσφυγή και καθοδηγητική. Στην υπόθεση εκείνη που  επρόκειτο για πλήρωση θέσης προαγωγής, ο αιτητής είχε προβάλει θέμα ότι το διορίζον όργανο ήταν συγκροτημένο κατά παράβαση του Νόμου. Ο αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης έκρινε ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να προβάλει τέτοιο λόγο γιατί τυχόν ακύρωση της πράξης, για το λόγο εκείνο, θα αναιρούσε το νομοποιητικό έρεισμά του για προσβολή της προαγωγής που έγινε.  Υιοθετώ το σκεπτικό της απόφασης Καλαθάς (ανωτέρω).

 

Τυχόν επιτυχία, λοιπόν, της εξεταζόμενης προσφυγής και ακύρωση του επίδικου σχεδίου δεν θα μπορούσε να επιφέρει κατά την κρίση μου οποιοδήποτε άμεσο και συγκεκριμένο όφελος στους αιτητές και θα ήταν αλυσιτελής, εφόσον οποιαδήποτε νέα διαδικασία δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει χωρίς τυχόν έκδοση νέου σχεδίου υπηρεσίας και με την προσθήκη ενδεχομένως νέων υποψηφίων που θα είχαν  στο μεταξύ, από το 2007, αποκτήσει τα προσόντα.

 

Η αυστηρή ερμηνεία των προνοιών του Άρθρου 146 προϋποθέτει ότι το "συμφέρον" που καθορίζει το άρθρο 146.2 για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει νομικό έρεισμα και  να είναι παρόν (ενεστώς) με την έννοια του ότι πρέπει να είναι υπαρκτό, κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής.  Ο στερούμενος προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή.

        

Το «ενεστώς έννομο συμφέρον» εξυπακούει την άμεση προσβολή υφιστάμενου συμφέροντος του αιτητή που απορρέει από το Νόμο.  Ο όρος "ενεστώς" μπορεί να συμπεριλάβει και το συμφέρον που απειλείται, με βεβαιότητα, στο άμεσο μέλλον (Δέστε:  Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 73).» 

 

 

      

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω  πιο πάνω, η Προσφυγή  799/2007 απορρίπτεται λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος των αιτητών.  Έξοδα εις βάρος των αιτητών, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.

 

 

 

 

                                                        Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                      Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο