ISSAM LOTFY MOHAMED EL AASSY ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 1252/2010, 17 Μαΐου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1252/2010)

 

17 Μαΐου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ISSAM LOTFY MOHAMED EL AASSY,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ   -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

 ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

Αίτηση ημερ. 28 Μαρτίου 2011 για επαναφορά

Α. Καρεκλάς, για τον Αιτητή.

Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Κατά την πρώτη εμφάνιση της υπόθεσης στις 23.11.2010, για τον μεν αιτητή δεν υπήρξε αρχικά οποιαδήποτε εμφάνιση, ενώ εμφανίσθηκε για τους καθ΄ ων Δικηγόρος της Δημοκρατίας.  Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση περαιτέρω στις 12.1.2011, ώρα 8.30 π.μ., με οδηγίες όπως καταχωρηθεί η ένσταση εντός έξι εβδομάδων.  Λίγο αργότερα την ίδια ημέρα δηλαδή στις 23.11.2010, εμφανίσθηκε ο κ. Α. Καρεκλάς για τον αιτητή στην απουσία των καθ΄ ων.  Τηρήθηκε το εξής πρακτικό: 

 

        «Καρεκλάς:  Θα αποσύρω την προσφυγή διότι ο αιτητής θα μας προσκόμμιζε κάποια πιστοποιητικά για να δικαιολογήσουμε την προσφυγή αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε να μας παρουσιάσει τίποτε.  Γι΄ αυτό δεν υπάρχει αντικείμενο της προσφυγής.

 

        Δικαστήριο:  Με την άδεια του Δικαστηρίου η προσφυγή αποσύρεται και απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

         Η ημερομηνία 12 Ιανουαρίου 2011 που είχε δοθεί για σκοπούς ένστασης ακυρώνεται.

 

         Η Δημοκρατία να ειδοποιηθεί από το Πρωτοκολλητείο.»

 

        Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται η επαναφορά της προσφυγής στη βάση των Καν. 18 και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, των Δ.26. θ.14,  Δ.48, θ.9 και Δ.57, των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, καθώς και των συμφυών εξουσίων του Δικαστηρίου.  Η αίτηση υποστηρίχθηκε από συνημμένη ένορκη δήλωση του ιδίου του κ. Καρεκλά, στην οποία αναφέρεται ότι στις 23.11.2010, από δικό του λάθος και χωρίς να έχει τη συγκατάθεση του αιτητή, διότι σύγχυσε την παρούσα υπόθεση με άλλη υπόθεση Αιγύπτιου πολίτη, απέσυρε την προσφυγή, ενώ, ως γίνεται αντιληπτό, είχε οδηγίες από τον άλλο αιτητή για απόσυρση της δικής του υπόθεσης.  Την προσφυγή απέσυρε πριν να καταχωρηθεί η ένσταση ενώ, ως δηλώνεται, από τα πρακτικά του Δικαστηρίου πρέπει να αποδεικνύεται η σύγχιση που έγινε «….. γιατί κατ΄ αρχήν είχα αναφέρει ότι δεν είχε γίνει επίδοση και από το φάκελο φάνηκε ότι είχε γίνει επίδοση».

 

 Ο ενόρκως δηλών προσθέτει επίσης στην επόμενη παράγραφο ότι είχε αναφέρει στο Δικαστήριο την υπόσχεση του αιτητή  να φέρει προς ενίσχυση της προσφυγής του πιστοποιητικά προς υποστήριξη αυτής εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ενώ η παρούσα προσφυγή   στρέφεται  εναντίον της   απόφασης  της   Λειτουργού Μετανάστευσης.  Επομένως είναι πρόδηλο, κατά τον κ. Καρεκλά, ότι η απόσυρση έγινε από δικό του λάθος, χωρίς να το γνωρίζει ο αιτητής, χωρίς να έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτόν και χωρίς να έχει παραιτηθεί του δικαιώματος της προσφυγής.  Καταληκτικά καταγράφεται η θέση ότι είναι ορθό και δίκαιο προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης να επαναφερθεί η προσφυγή. 

        Η κα Χριστοφόρου, εκ μέρους των καθ΄ ων, δήλωσε ότι δεν είχε ένσταση στην επαναφορά της προσφυγής. 

 

        Το Δικαστήριο, παρά τη θέση της Δημοκρατίας, αναζήτησε περαιτέρω τις απόψεις των συνηγόρων ως προς τη δυνατότητα επαναφοράς προσφυγής μετά την απόρριψη  της , ενόψει  και  της παρόδου του αναγκαίου χρόνου των 75 ημερών που αποτελεί ανατρεπτική προθεσμία για τη νόμιμη καταχώρηση οποιασδήποτε αιτήσεως ακυρώσεως.  Ο  κ. Καρεκλάς παρέπεμψε το Δικαστήριο σε παρόμοια υπόθεση στην Ανδρέα Μαύρου ν. Δημοκρατίας της Κύπρου διά της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών,  υπόθ. αρ. 492/97, ημερ. 2.12.97 δημοσιευμένη στο (1997) 4 Α.Α.Δ. 3020 (Αρτεμίδης, Δ., ως ήταν τότε).  Στην εν λόγω υπόθεση, ο δικηγόρος του αιτητή απέσυρε την προσφυγή με γραπτή ειδοποίηση που καταχωρήθηκε στο Πρωτοκολλητείο ημερ. 29.9.97.  Η ειδοποίηση προφανώς ανέγραφε ότι δεν επιθυμούσε τη συνέχιση της προσφυγής, ο δε δικηγόρος της Δημοκρατίας σημείωσε επ΄ αυτής τη συναίνεση του για την απόσυρση και ότι δεν ζητούνταν οποιαδήποτε έξοδα.  Μέχρι τις 29.9.97, είχαν ανταλλαγεί οι αγορεύσεις του δικηγόρου του αιτητή και του δικηγόρου της Δημοκρατίας.  Λίγες μόνο μέρες μετά, στις 2.10.97, καταχωρήθηκε αίτηση για επαναφορά της προσφυγής με το επιχείρημα ότι ο συνήγορος είχε αποσύρει την προσφυγή λόγω δικού του λάθους, χωρίς εξουσιοδότηση από τον ίδιο τον αιτητή, το δε λάθος αφορούσε το γεγονός ότι άλλος πελάτης του  συνέπεσε να έχει το ίδιο όνομα με τον αιτητή και ήταν εκείνος που είχε δώσει οδηγίες για απόσυρση της δικής του προσφυγής.  Απεσύρθη όμως εκ λάθους η προσφυγή για την οποία ζητήθηκε η επαναφορά της.  Ο Αρτεμίδης, Δ., παρατήρησε ότι δεν υπάρχει στην ουσία δικονομικός μηχανισμός που να επιτρέπει την επαναφορά προσφυγής, ο δε Καν. 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίο του 1962, που προνοεί για την κατ΄ αναλογία εφαρμογή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στη διοικητική διαδικασία, δεν βοηθούσε ενόψει του ότι στους Θεσμούς δεν απαντάται οτιδήποτε που να άπτεται του συγκεκριμένου ζητήματος.

 

 Το Δικαστήριο στην απόφαση του αναπαρήγαγε αποσπάσματα από το σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου: Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2η έκδ., σελ. 302, παρ. 398 και από  το σύγγραμμα του καθηγητή Τσάτσου: Αίτηση Ακυρώσεως, που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην  The President of the Republic v. Yiannakis Louca and others (1984) 3(Α) C.L.R. 241, από τα οποία εξάγεται το αβίαστο συμπέρασμα ότι η διοικητική δίκη καταργείται με την παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικόγραφο του, η οποία παραίτηση  είναι ισχυρή, όταν δεν περιέχει όρους ή αιρέσεις και δεν μπορεί να ανακληθεί.  Το Δικαστήριο, όμως, στη συνέχεια έθεσε το ίδιο το ερώτημα το οποίο και απάντησε αρνητικά, κατά πόσο ο αιτητής είχε πράγματι παραιτηθεί του δικαιώματος με την καταχώρηση της ειδοποίησης απόσυρσης της προσφυγής υπό τις συνθήκες που αναφέρθηκαν.  Θεωρώντας ότι ο δικηγόρος εκπροσωπεί τον πελάτη του στην επί Δικαστηρίω διαδικασία, δεσμεύοντας τον στα πλαίσια αυτής της εκπροσώπησης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έκρινε ότι στα γεγονότα που παρουσιάσθηκαν ο συνήγορος δεν άσκησε καθήκον μέσα στα πλαίσια αυτής της εκπροσώπησης, διότι δεν είχε οδηγίες να αποσύρει την προσφυγή και επομένως ο αιτητής δεν είχε παραιτηθεί του δικαιώματος να προχωρήσει με την αίτηση ακυρώσεως.  Διατάχθηκε επομένως η επαναφορά της προσφυγής.

 

        Το Δικαστήριο στην έρευνα του εντόπισε και άλλες αποφάσεις σχετικά με αιτήσεις επαναφοράς προσφυγής.  Στην Ευγενία Παπαγεωργίου Καρακάννα ν. Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 627 (απόφαση Νικολάου, Δ.), το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για επαναφορά της προσφυγής με γνώμονα το κατά πόσο πράγματι δεν υπήρχε πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής από τον αιτητή.  Εκεί η αιτήτρια είχε καταχωρήσει την προσφυγή στις 13.1.1999 και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 5.7.1999, όταν διαπιστώθηκε από την πορεία της υπόθεσης ότι δεν υπήρχε ενδιαφέρον για συνέχιση της ενόψει απουσίας της αιτήτριας ή του δικηγόρου της κατά την εκφώνηση της υπόθεσης σε διάφορα στάδια.  Δύο μέρες μετά την απόρριψη, στις 7.7.1999, καταχωρήθηκε αίτηση για επαναφορά στην οποία εξηγείτο ότι η μη εμφάνιση εκ μέρους της αιτήτριας στις 5.7.1999, οφειλόταν σε λανθασμένη καταχώρηση στο ημερολόγιο της δικηγόρου που εμφανιζόταν για την αιτήτρια.  Αφού έγινε αναφορά σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις για τον τρόπο που η νομολογία αντικρύζει το αίτημα επαναφοράς, σημειώθηκε η βασική αρχή που εξαγόταν από αυτές ότι «προσφυγή η οποία, χωρίς να εξεταστεί, απορρίπτεται επειδή λόγω έλλειψης προώθησης θεωρείται ως εγκαταληφθείσα μπορεί να επαναφερθεί εφόσον φανεί στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα εγκατάλειψη».  Υποδείχθηκε επίσης ότι η προσέγγιση αυτή επιβάλλεται από τη φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι οι κατ΄ αναλογίαν εφαρμοζόμενοι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν καλύπτουν ειδικά αίτημα επαναφοράς προσφυγής σε συνθήκες όπως στην εκεί υπό κρίση περίπτωση.  Λέχθηκε επίσης, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1, ότι η αίτηση για επαναφορά για να επιτύχει, θα πρέπει να γίνεται μέσα σε εύλογα σύντομο χρόνο. 

 

        Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Βάσος Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 384, απορρίφθηκε αίτηση για επαναφορά της προσφυγής μετά την απόρριψη έφεσης που συναρτάτο και με το διαχωρισμό δικογράφου, ώστε η δεύτερη αιτούμενη θεραπεία να αποτελεί τη θεραπεία νέας προσφυγής.  Κρίθηκε με αναφορά στο δικαιοδοτικό πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας πρωτόδικα και κατ΄ έφεση και στις αποφάσεις Ορφανίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44 και Ανδρέας Χαραλαμπίδης ν. Αλίκη Παναγιώτου Μελωδία (1997) 1 Α.Α.Δ. 724, ότι μετά την εκδίκαση της προσφυγής εξαντλείται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και δεν υφίσταται δικαιοδοσία αναβίωσης προσφυγής προς αναζήτηση νέων θεραπειών. 

 

        Στη Μαρίνα Νεοφύτου ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 478, εξετάστηκε από την Ολομέλεια και αίτηση για επαναφορά λόγω απόσυρσης εκ λάθους συγκεκριμένου αιτήματος της προσφυγής κατά τη διαδικασία αίτησης διαχωρισμού των προσβαλλομένων πράξεων.  Κρίθηκε ότι ήταν προφανές από το ιστορικό ότι η απόσυρση αναφορικά με την πολεοδομική άδεια οφείλετο σε αθώο λάθος κατά τη σύνταξη του αιτήματος για διαχωρισμό. 

 

        Με βάση όλες τις πιο πάνω αποφάσεις διαπιστώνονται τα ακόλουθα: Όπως αποφασίστηκε και στη Μαύρου ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – όντως δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που εφαρμόζονται με βάση τον Καν. 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, για επαναφορά αγωγής και κατ΄ επέκταση προσφυγής στην αναθεωρητική δικαιοδοσία, στην περίπτωση όπου η αγωγή ή η προσφυγή ρητά αποσύρεται και απορρίπτεται.  Η Δ.26 θ.14, στην οποία επίσης βασίζεται η αίτηση, δεν έχει καμία σχέση εφόσον αναφέρεται στην περίπτωση απόφασης ερήμην, η οποία στην κατάλληλη περίπτωση μπορεί να παραμεριστεί, ενώ η Δ.57, η οποία επίσης μνημονεύεται στην αίτηση, αφορά γενικώς το χρόνο εντός του οποίου δύναται να επισυμβεί γεγονός και στην εξουσία του Δικαστηρίου να επεκτείνει ή να συντομεύει το χρόνο ανάλογα.

 

        Πέραν της ανυπαρξίας συγκεκριμένου δικονομικού πλαισίου που να υποστηρίζει την αίτηση επαναφοράς, και το εν γένει ανεπιθύμητο ο δικηγόρος να προβαίνει και σε ένορκη δήλωση, αυτή δεν μπορεί να επιτύχει ακόμη και με γνώμονα τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου διότι κρίνεται ότι δεν έχει υποστηριχθεί με επάρκεια, ούτε το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί, ότι ο αιτητής όντως δεν είχε πρόθεση να εγκαταλείψει την προσφυγή του.  Το τι λέχθηκε από το συνήγορο του αιτητή στις 23.11.2010, έχει καταγραφεί αυτούσιο στην αρχή του σκεπτικού.  Αναφέρθηκε ρητά ότι δεν υπήρχε πλέον αντικείμενο της προσφυγής διότι ο αιτητής δεν προσκόμισε τα αναγκαία πιστοποιητικά προς δικαιολόγηση της.  Δεν λέχθηκε τίποτε αναφορικά με επίδοση που δεν είχε γίνει, όπως διατείνεται σήμερα ο αιτητής μέσω του συνηγόρου του στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση, ούτε είχε λεχθεί οτιδήποτε στο στάδιο της απόσυρσης ότι αυτή αποσυρόταν διότι θα έπρεπε να είχε εγερθεί εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αντί της απόφασης του Λειτουργού Μετανάστευσης.  Σε κάποιο βαθμό μάλιστα οι δύο αυτές αιτιάσεις ή αιτιολογίες, που καταγράφονται  στις παρ. 3 και 4 της ένορκης δήλωσης, έρχονται σε   αντίθεση  με  τα όσα  καταγράφονται  στην  παρ. 2,  ότι  ο   κ. Καρεκλάς είχε συγχύσει την παρούσα υπόθεση με άλλη υπόθεση Αιγύπτιου πολίτη την οποία είχε οδηγίες να αποσύρει.  Να σημειωθεί ότι καμία απολύτως λεπτομέρεια δεν δίνεται σε σχέση με τον αριθμό ή το όνομα του άλλου Αιγύπτιου πολίτη, ώστε να δικαιολογείται ενδεχομένως η σύγχυση, την  οποία εκ των υστέρων επικαλείται ο κ. Καρεκλάς, κατά τρόπο που να εντάσσει την αίτηση του στα δεδομένα της υπόθεσης Μαύρου – πιο πάνω –.  Οι λεπτομέρειες αυτές θα ήταν αναγκαίες όπως είχαν δοθεί στην υπόθεση Μαύρου – ανωτέρω – όπου δηλώθηκε ότι δύο προσφεύγοντες είχαν το ίδιο ακριβώς όνομα, με αποτέλεσμα να  ήταν δικαιολογημένος ο ισχυρισμός ότι καλόπιστα  είχε επισυμβεί το σχετικό λάθος.

 

        Παράλληλα, η υπό κρίση αίτηση εισήχθηκε πολύ καθυστερημένα χωρίς να εξηγείται καν ο λόγος της καθυστέρησης, με δεδομένο ότι η προσφυγή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 23.11.2010, η δε αίτηση εισήχθηκε μήνες αργότερα, στις 28.3.2011.

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο