ΖΩΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1304/2009, 31 Μαΐου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1304/2009)

 

31 Μαΐου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΖΩΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

-  ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

----------------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

-----------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμος (Αρ. 4) του 2009, (Νόμος αρ. 53(ΙΙ)/2009), προνόησε για επιπρόσθετες και εξειδικευμένες πιστώσεις για διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου που καλύπτονταν από τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου.  Με βάση το Πρώτο Μέρος του Δευτέρου Πίνακα δημιουργούνταν νέες θέσεις, ενώ άλλες που αναφέρονταν στο Δεύτερο Μέρος του ιδίου Πίνακα καταργούνταν.  Στα πλαίσια αυτά ενεκρίθησαν τέσσερεις θέσεις Πρώτου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών στην κλίμακα Α14, καθώς και τέσσερεις θέσεις Ανώτερου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, κλίμακα Α13, προς αντικατάσταση αντιστοίχως των θέσεων Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας που προηγουμένως ήταν στην κλίμακα Α13 και Βοηθού  Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας, που ήταν στην  κλίμακα Α12.  Ο Συμπληρωματικός αυτός Προϋπολογισμός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 17.7.2009. 

 

        Η αιτήτρια με την προσφυγή της επιδιώκει δήλωση ότι η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας του καθ΄ ου, Υπουργού Οικονομικών, να την αναβαθμίσει από την κλίμακα Α12 + 2 στην κλίμακα Α14 και να την μετονομάσει σε Πρώτο Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών, ως κάτοχο πανεπιστημιακού διπλώματος, κατ΄ ίση μεταχείριση με τους  υπόλοιπους Βοηθούς Πρώτους Λειτουργούς Ευημερίας που κατέχουν επίσης πανεπιστημιακά προσόντα και μετονομάστηκαν, αναβαθμιζόμενοι, σε Πρώτους Λειτουργούς Κοινωνικών Υπηρεσιών, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερουμένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.  Το αιτητικό καταλήγει με τη θέση ότι ό,τι παραλήφθηκε δέον να διαταχθεί να γίνει. 

 

        Η αιτήτρια είναι κάτοχος διπλώματος στην Κοινωνική Πρόνοια που της απονεμήθηκε από το Αμερικάνικο Κολλέγιο Θηλέων (Pierce College) της Αθήνας το 1970.  Το δίπλωμα αυτό αναγνωρίστηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με το Β.Δ. 577/1063, ενώ στους κατόχους του διπλώματος χορηγήθηκε και άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του Κοινωνικού Λειτουργού σύμφωνα με το Β.Δ. 690/61.  Το εν λόγω Αμερικάνικο Κολλέγιο Θηλέων, όπως και άλλες Σχολές Κοινωνικής Πρόνοιας, όπως τις ΧΕΝ και Διακονισσών, από τις οποίες αποφοίτησαν άλλες λειτουργοί του Τμήματος Ευημερίας, μετονομάσθηκαν το 1974 σε Σχολές Κοινωνικής Εργασίας και κατατάγηκαν στην ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης.  Η αιτήτρια ενεγράφη επίσης στο Μητρώο Επαγγελματιών Κοινωνικών Λειτουργών Κύπρου, ενώ με βάση το προσόν αυτό ανελίχθη στην υπηρεσία της με αποτέλεσμα από το 1997 να κατέχει τη θέση Βοηθού Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας στο Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού.

 

        Τον Αύγουστο του 2009, τρεις συνάδελφοι της αιτήτριας που κατείχαν την ίδια θέση και με παρόμοια μ΄ αυτήν προσόντα αναβαθμίστηκαν μετονομαζόμενες από Βοηθοί Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας, σε Πρώτο Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών.  Η ίδια παρέμεινε όμως υποβαθμισμένη.  Εγείρεται λοιπόν ζήτημα ότι ο καθ΄ ου κατά πλάνη περί τα πράγματα και με έλλειψη δέουσας έρευνας δεν αναβάθμισε και την αιτήτρια, ενώ κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και κατά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, η Χρύσω Αδάμου, απόφοιτος Σχολής ΧΕΝ, η Ελένη Δημητρίου, καθώς και η Λουκία Μούντη, απόφοιτες Σχολής Διακονισσών, τριετούς επίσης φοίτησης, όπως και η σχολή από την οποία αποφοίτησε η αιτήτρια, έτυχαν αναβάθμισης σε αντίθεση με την αιτήτρια, η οποία δεν αναβαθμίστηκε χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε αιτιολογία και παρά το γεγονός ότι είχε  υποβληθεί από την ίδια αίτημα παρουσιάζοντας και στοιχεία που έχρηζαν έρευνας. 

 

        Ο καθ΄ ου αφού αναφέρεται στο ιστορικό που οδήγησε στην προαναφερθείσα νομοθεσία συμπληρωματικού προϋπολογισμού, στη βάση μελέτης διαχωρισμού διαζευκτικών προσόντων και στη βάση απόφασης της εξ Υπουργών Επιτροπής και της Μεικτής Επιτροπής Προσωπικού. Εισηγείται ότι στην περίπτωση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετονομασία και αναβάθμιση υπηρετούντων υπαλλήλων σε θέσεις επιστημονικού επιπέδου είναι η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε θέμα προβλεπόμενο από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας.  Η αιτήτρια είναι κάτοχος διπλώματος τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών, αλλά εφόσον δεν προσκόμισε πιστοποιητικό αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ, δεν κρίθηκε προσοντούχα για αναβάθμιση στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Ευημερίας κλίμακα Α13 + 2.  Αντίθετα η ίδια με επιστολή της ημερ. 7.1.08 είχε ενημερώσει τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ότι η αίτηση της στο ΚΥΣΑΤΣ, για ισοτιμία και αντιστοιχία του διπλώματος της, απορρίφθηκε.

 

Περαιτέρω τα διπλώματα του Pierce College δεν αναγνωρίζονται από την Ελληνική Δημοκρατία, η οποία δεν το αναγνώρισε ως ισότιμο και αντίστοιχο πανεπιστημιακών διπλωμάτων όπως έπραξε με τα Τ.Ε.Ι. και τις άλλες Σχολές Κοινωνικής Εργασίας.  Ούτε επομένως και το ΚΥΣΑΤΣ αναγνώρισε ισοτιμία και αντιστοιχία του Pierce College, με επέκταση ο Νόμος αρ. 41(Ι)/93, που επικαλείται η αιτήτρια, να μην έχει εφαρμογή στα παρόντα γεγονότα.  Η εγγραφή περαιτέρω στο Μητρώο Επαγγελματιών Κοινωνικών Λειτουργών Κύπρου δεν αποτελεί από μόνη της αναγνώριση του διπλώματος του Pierce College, ως πανεπιστημιακού προσόντος.  Σε σχέση δε με τις Χρύσω Αδάμου, Ελένη Δημητρίου και Λουκία Μούντη, αυτές προσκόμισαν σχετική βεβαίωση από το ΚΥΣΑΤΣ ως προς την αναγνώριση της ισοτιμίας και αντιστοιχίας των δικών τους διπλωμάτων και επομένως η περίπτωση τους διέφερε από αυτή της αιτήτριας, η οποία ουδόλως κατ΄ επέκταση αδικήθηκε ή έτυχε δυσμενούς και άνισης μεταχείρισης σε σχέση με αυτές.  Οι τέσσερεις θέσεις που καθορίσθηκαν στο Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό αφορούσαν τα τρία προαναφερθέντα άτομα και ακόμη ένα, το οποίο αφυπηρέτησε και σε καμία περίπτωση δεν αφορούσαν και την αιτήτρια.  Η απόφαση και η αιτιολογία της, εμπεριέχετο στον ίδιο το Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό εφόσον προβλεπόταν ότι οι τέσσερεις θέσεις που δημιουργήθηκαν προς αναβάθμιση αφορούσαν τους κατόχους των θέσεων που κατά την 11.6.2008 κατείχαν πανεπιστημιακό δίπλωμα και μετονομάσθηκαν σε Ανώτερους Λειτουργούς Κοινωνικών Υπηρεσιών.  Περαιτέρω, η αιτήτρια ουδέποτε παρουσίασε στοιχεία τα οποία έχρηζαν έρευνας, η δε χρήση του ΚΥΣΑΤΣ αποτελούσε ένα κομβικό σημείο στην όλη υπόθεση ενόψει του ότι προβλεπόταν πανεπιστημιακό δίπλωμα και επομένως ήταν αναγκαία η συσχέτιση των διπλωμάτων των κατόχων της προηγούμενης θέσης με το ζητούμενο από τον Προϋπολογισμό για πανεπιστημιακό δίπλωμα.

 

Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, σύμφωνα με τη νομολογία, θα πρέπει να εμπίπτει στην έννοια της «παράλειψης» του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.  Διαφορετικά πρόκειται για μη εκτελεστή διοικητική πράξη, όπως είναι η ρύθμιση μιας εσωτερικής λειτουργίας μιας αρχής ή ενός οργάνου.  (Κουκουλαρίδης ν. Ρ.Ι.Κ., υπόθ. αρ. 236/93, ημερ. 26.6.96 και Yiallourou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 214).  Η παράλειψη να τοποθετηθούν  οι επηρεαζόμενοι υπάλληλοι σε νέες κλίμακες αποφασίστηκε ότι είναι παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας αναθεωρήσιμη ως εκτελεστή διοικητική παράλειψη (Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 603).  Στη Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 165, λέχθηκε ότι «Παραλείψεις της Διοίκησης είναι εκτελεστές και μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο αναθεώρησης μόνο εφόσον η λήψη θετικής ενέργειας επιβάλλεται από το νόμο.».  (δέστε και Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 219).

 

Ο καθ΄ ου εδώ δεν αμφισβητεί ότι η περίπτωση της προσφυγής εμπίπτει στην περίπτωση της παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας και είναι εκτελεστή, συνεπώς, διοικητική κρίση.  Εκείνο που αμφισβητεί είναι τη δυνατότητα της αιτήτριας να δικαιούται στην αναβάθμιση, εφόσον δεν είναι κάτοχος του αναγκαίου πανεπιστημιακού πτυχίου ή τίτλου που να την κατατάσσει δικαιωματικά στην τέταρτη δημιουργηθείσα θέση.  Η διαφορά των διαδίκων εστιάζεται ακριβώς στην κατοχή ή μη του προσόντος από την αιτήτρια.  Κατ΄ αρχάς, απορρέει από το σύνολο των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων ότι λανθασμένα γίνεται λόγος από την αιτήτρια για αναβάθμιση στην κλίμακα Α14.  Πρόκειται για θέση στην κλίμακα Α13 του Ανώτερου Λειτουργού και όχι του Πρώτου Λειτουργού, όπως εύστοχα διευκρινίζεται από την κα Κυριακίδου στη γραπτή της αγόρευση σελ. 10, παρ. 5.6.  Όσον αφορά την τέταρτη θέση που δημιουργήθηκε με τον Προϋπολογισμό και δεν καταλήφθηκε από τις Αδάμου, Δημητρίου και Μούντη, παρέμεινε διαφορά κατά πόσον αυτή δόθηκε σε άλλο άτομο (που προφανώς είχε τα προσόντα), το οποίο αφυπηρέτησε. Το όνομα αυτού δεν αποκαλύπτεται, παρόλο που στην απαντητική αγόρευση η αιτήτρια στη σελ. 5, αμφισβητεί το γεγονός ότι η θέση πληρώθηκε από άλλο άτομο, εφόσον δεν φαίνεται από την Επίσημη Εφημερίδα η προαγωγή τέτοιου ατόμου στη θέση της Ανώτερης Λειτουργού.  Μάλιστα, ο συνήγορος της αιτήτριας απέστειλε και επιστολή στις 15.2.11 προς τη Νομική Υπηρεσία, ζητώντας την αποκάλυψη του ονόματος του Βοηθού Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας που ήδη αφυπηρέτησε, αλλά δεν φαίνεται να δόθηκε  οποιαδήποτε απάντηση, ούτε ο κατατεθείς διοικητικός φάκελος αναφέρει οτιδήποτε.

 

Η αιτήτρια παρουσιάζει στοιχεία τα οποία πιθανόν να την εντάσσουν στην ίδια κατάσταση όπως και τις Αδάμου, Δημητρίου και Μούντη.  Από τα συνημμένα στις αγορεύσεις εμφανίζονται να έχουν υπόσταση τα εξής:  (i) η αιτήτρια το 1970 απέκτησε δίπλωμα μετά από τριετή φοίτηση στο «Pierce College of Social Welfare» (Παράρτημα Χ στην αρχική της αγόρευση).  (ii) το Pierce College μετονομάστηκε σε Σχολή Κοινωνικής Πρόνοιας του Αμερικάνικου Κολλεγίου Θηλέων και αναγνωρίστηκε από το Ελληνικό κράτος με Βασιλικό Διάταγμα ως πληρόν τις προϋποθέσεις εκπαίδευσης Κοινωνικών Λειτουργών, και όπως αναφέρεται στη σχετική βεβαίωση (Παράρτημα Χ1), μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Σχολή Κοινωνικής Εργασίας καταταγείσα στην Ανώτερη Βαθμίδα Εκπαίδευσης.  (iii) η ισοτιμία του Pierce College με ανώτερης εκπαίδευσης έγινε από το 1972 από το αρμόδιο Υπουργείο της Ελλάδας, όπως φαίνεται και από το Παράρτημα Ψ1 στην απαντητική αγόρευση. 

 

Φαίνεται περαιτέρω να υπάρχει και ισοτιμία με την Ανωτέρα Σχολή Κοινωνικής Εργασίας Διακονισσών (απόφοιτες της οποίας είναι οι Δημητρίου και Μούντη) (σελ. 9 αρχικής αγόρευσης), εφόσον το Παράρτημα Χ2 από το ΤΕΙ Αθήνας, Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας ημερ. 9.9.97, πιστοποιεί ότι η Σχολή Διακονισσών εντάχθηκε στο ΤΕΙ, με δεδομένο ότι «…. ήταν πλήρη ακολουθία με το τότε πρόγραμμα για όλες τις Σχολές Κοινωνικής Εργασίας το εγκεκριμένο από το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών.».  Εφόσον όπως λέχθηκε και πριν και το Pierce College μετονομάστηκε σε Σχολή Κοινωνικής Εργασίας, έπεται ότι και αυτό εντάχθηκε στα ΤΕΙ, εφόσον υπάρχει ισοδυναμία με τη Σχολή Διακονισσών.  Όπως δε σημειώνει και ο κ. Αγγελίδης στην απαντητική του αγόρευση, στην ίδια έκδοση της Επίσημης Εφημερίδα όπου αναγνωρίστηκε το Pierce College ως Ανωτέρας Εκπαίδευσης, αναγνωρίστηκε με παρόμοιο, σχεδόν ταυτόσημο, Βασιλικό Διάταγμα και η Σχολή Κοινωνικής Πρόνοιας ΧΕΝ (Παράρτημα Ψ στην απαντητική αγόρευση).

 

Όλα τα πιο πάνω δεν απαντώνται στην ουσία από τον καθ΄ ου.  Το ουσιαστικό επιχείρημα που προβάλλει από την αγόρευση του είναι ότι η αιτήτρια όχι μόνο δεν παρουσίασε αναγνώριση του διπλώματος της από το ΚΥΣΑΤΣ, αλλά αντίθετα ενημέρωσε την διευθύντρια ότι το δίπλωμα της δεν έτυχε τέτοιας αναγνώρισης, σε αντίθεση με τις άλλες αναβαθμισμένες συναδέλφους της αιτήτριας των οποίων τα διπλώματα αναγνωρίστηκαν.  Το ζητούμενο εδώ είναι αν η αιτήτρια ήταν όντως υποχρεωμένη να παρουσιάσει αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ.  Κρίνεται ότι σ΄ αντίθεση με τη νομολογιακώς καθιερωθείσα θέση ότι είναι ο αιτητής που οφείλει να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για αναγνώριση ισοτιμίας του πτυχίου ή διπλώματος του, (Δημοκρατία ν. Χ»Γεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100), εδώ ο ίδιος ο Προϋπολογισμός δεν ζητούσε οτιδήποτε σχετικό, ούτε παρουσίαση πιστοποιητικού αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ, αλλά μόνο προέβλεψε για την κατοχή θέσεων από αυτούς που είχαν «πανεπιστημιακό δίπλωμα», σε θέμα που προβλέπεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας.  Η μη αναγνώριση του διπλώματος της αιτήτριας από το ΚΥΣΑΤΣ δημιουργεί άλλη εκτελεστή διοικητική πράξη εναντίον της κρίσης εκείνης, αλλά δεν είναι κατ΄ ανάγκην σχετική με τα παρόντα δεδομένα.

 

Η αιτήτρια δικαιούτο σε ισότιμη μεταχείριση εκ της δημιουργίας τεσσάρων νέων θέσεων.  Ο καθ΄ ου δεν προέβη σε δέουσα έρευνα σε σχέση με τα προσόντα της αιτήτριας, η οποία ομολογουμένως είχε ανελιχθεί στη θέση του Βοηθού Πρώτου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, στη βάση των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας που προνοούσε για πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην κοινωνική εργασία κλπ «…. ή δίπλωμα τριετούς φοίτησης σε αναγνωρισμένη Ανώτερη Σχολή Εργασίας/Ευημερίας/Πρόνοιας ….» (Παράρτημα 3 στην ένσταση).  Η αιτήτρια κατείχε το αναγνωρισμένο αυτό δίπλωμα τριετούς φοίτησης.   Τεκμαίρεται με άλλα λόγια η κατοχή του αναγκαίου προσόντος και δεν μπορεί να γίνεται βάσιμα λόγος για την ανάγκη παρουσίασης πιστοποιητικού από το ΚΥΣΑΤΣ.  Τίθεται δε και το εξής ερώτημα.  Ο Νόμος αρ. 53(ΙΙ)/09, αναφέρεται μόνο σε κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος, που προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, σχέδιο όμως που όπως αναφέρθηκε ήδη προνοούσε και διαζευκτικούς τρόπους κατοχής των προσόντων, όπως δίπλωμα τριετούς φοίτησης σε Ανώτερη Σχολή Ευημερίας/Πρόνοιας κλπ.  Η αιτήτρια δεν έτυχε κρίσης πάνω σ΄ αυτή τη βάση, αλλά παρείσφρυσε στη σκέψη της διοίκησης εξωγενές στοιχείο, αυτό της πιστοποίησης του κατεχόμενου υπ΄ αυτής προσόντος, από το ΚΥΣΑΤΣ.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η παράλειψη του καθ΄ ου να αναβαθμίσει την αιτήτρια αποτελεί προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας.  Παν παραλειφθέν, δέον όπως εκτελεσθεί.

 

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ΄ ου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και υπολογιστούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

                                Στ. Ναθαναήλ,

                                         Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο