ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 76/2010)
27 Σεπτεμβρίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΣΑΒΒΑΣ ΒΡΑΧΙΜΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η αίτηση
----------------------------------
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για την Καθ΄ης η αίτηση.
A. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Παραπονείται ο αιτητής για την μη προαγωγή του στη μόνιμη θέση του Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων από 1.4.07 και την αντ΄αυτού επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ως του πλέον κατάλληλου. Να σημειωθεί ότι η προσφυγή αφορά την απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 15.1.2010, μετά από διαδικασία επανεξέτασης λόγω της ακύρωσης στις 19.6.2009 από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπ΄αρ. 661/07 προσφυγή, της προαγωγής και πάλι του ενδιαφερόμενου μέρους, λόγω σφάλματος που διαπιστώθηκε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σ΄ότι αφορούσε την αξιολόγηση του μεταπτυχιακού προσόντος του αιτητή και το λανθασμένο της κρίσης της Ε.Δ.Υ. όσον αφορούσε την αιτιολογία παραγνώρισης του πλεονεκτήματος.
Αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είναι προσοντούχοι πολιτικοί μηχανικοί από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο Αιτητής γεννηθείς στις 17.2.51, κατέχει επίσης MSc in Engineering Rock Mechanics το 1985, καθώς και Diploma in Engineering Rock Mechanics το 1984-1985. Διορίστηκε στις 15.11.77 Εκτελεστικός Μηχανικός 2ης Τάξης, προαχθείς σε 1ης Tάξης στις 15.3.1982. Στις 15.9.1999 προάχθηκε σε Ανώτερο Εκτελεστικό Μηχανικό. Το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε Εκτελεστικός Μηχανικός 2ης Τάξης την 1.7.77, προάχθηκε σε 1ης Τάξης στις 15.3.82 και στη θέση του Ανώτερου Εκτελεστικού Μηχανικού την 1.9.98. Αμφότεροι, αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος, είναι μέλη του ΕΤΕΚ.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι στις ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων ετών υπάρχει απόλυτη ισοδυναμία, ενώ ο αιτητής υστερεί σε αρχαιότητα κατά ένα έτος στην τελευταία θέση. Κύριο βάθρο της επιχειρηματολογίας του αιτητή, όπως εξάγεται από την κατάληξη της γραπτής του αγόρευσης, αποτελεί το αναιτιολόγητο και το πεπλανημένο της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, του Αναπληρωτή Διευθυντή κατά τη σύσταση και τελικά της ίδιας της Ε.Δ.Υ.
Αρχίζοντας από τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το παράπονο του αιτητή είναι η μη αξιολόγηση του αιτητή κατ΄υπέρτερο τρόπο από το ενδιαφερόμενο μέρος μετά την ακυρωτική απόφαση. Διατείνεται, επομένως, ότι ενώ η Συμβουλευτική Επιτροπή, συμμορφούμενη με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, έκρινε τον αιτητή κατά την επανεξέταση ως «εξαίρετο», αναβαθμίζοντας υπέρ του την προηγούμενη αξιολόγησή της σε «σχεδόν εξαίρετο», αφού συνυπολόγισε πλέον και το πλεονέκτημά του, έπρεπε ταυτόχρονα να υποβαθμίσει την «εξαίρετη» προηγούμενη αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους, αφού αυτό δεν κατείχε το πλεονέκτημα. Η θέση αυτή δεν ελέγχεται λογικά ή νομικά ως ορθή. Η Συμβουλευτική Επιτροπή στην προφορική εξέταση της έκρινε τον αιτητή ως «Σχεδόν Εξαίρετο», προσθέτοντας δε το πλεονέκτημα, τον έκρινε «εξαίρετο». Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε όμως ήδη κριθεί στην προφορική εξέταση ως «εξαίρετη», της ίδιας κρίσης παραμένουσας και κατά την τελική αξιολόγηση, και δεν θα ήταν δυνατόν εκ των υστέρων να διαφοροποιηθεί η αξιολόγησή της, άνευ αποχρώντος λόγου ή για λόγο που θα αφορούσε αποκλειστικά στα δικά της στοιχεία αξιολόγησης. Κάτι τέτοιο θα παραβίαζε το δεδικασμένο.
Σε σχέση με την κρίση του αναπληρωτή Διευθυντή (εφεξής «ο διευθυντής»), ο αιτητής παραπονείται ότι αυτή συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου, ενώ έχει παραγνωρίσει το πλεονέκτημα χωρίς ειδική αιτιολογία. Ο διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ως «πάρα πολύ καλός» για τον αιτητή και «εξαίρετη» για το ενδιαφερόμενο μέρος, συστήνοντας το τελευταίο για προαγωγή. Κατ΄αρχάς, αποτελεί κοινό τόπο ότι η σύσταση του διευθυντή κατά το άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, που αφορά, όπως και εδώ, θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Η σύσταση, βεβαίως, δεν πρέπει να συγκρούεται με τα αναντίλεκτα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων, αλλά δεν έχει διαφανεί ότι η προς όφελος του ενδιαφερόμενου μέρους σύσταση, κατά την αρχική διαδικασία, προσέκρουε σε τέτοιο δεδομένο.
Ο ρόλος του διευθυντή είναι βοηθητικός και δεν είναι αναγκαία η αιτιολόγηση του λόγου μη σύστασης του αιτητή επειδή κατέχει το πλεονέκτημα. Αν όφειλε να δίδει αιτιολογία ο διευθυντής σε τέτοιες περιπτώσεις, τότε θα ήταν άνευ σημασίας το αποδεκτό της αναιτιολόγητης σύστασης κατά το πιο πάνω άρθρο. Βεβαίως, εκεί που ο Διευθυντής παρέχει αιτιολογία, τότε, αυτή ελέγχεται αρμοδίως. Ο αιτητής προσπαθεί, στην ουσία, να παρακάμψει τη νομοθετημένη ρύθμιση του θέματος στο άρθρο 34(9). Δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό το επιχείρημα ότι θα έπρεπε να αιτιολογηθεί ρητά η «παραγνώριση» του πλεονεκτήματος του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Αυτό είναι έργο της ίδιας της Ε.Δ.Υ., ως διορίζον όργανο. Ο διευθυντής, όπως αναφέρει η νομολογία, έχει συμβουλευτικό ρόλο να διαδραματίσει.
Απομονώνεται από τον αιτητή το στοιχείο του πλεονεκτήματος για το οποίο ο διευθυντής, όπως απορρέει από το οικείο πρακτικό της 14.3.07 (επισυνημμένο 1 στη γραπτή αγόρευση του αιτητή), είχε στη διάθεσή του τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετησίων υπηρεσιακών εκθέσεων, τους οποίους επαρκώς μελέτησε. Είναι επομένως στη βάση του συνόλου των στοιχείων που ο διευθυντής προέβηκε στη δική του σύσταση. Άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρηθεί, εξ αναιτιολογήτου κρίσεως, ότι παρέχεται περιθώριο ανάδειξης σύγκρουσης με τα στοιχεία των φακέλων, επειδή δεν έγινε ρητή αναφορά στο πλεονέκτημα. Ούτε εξάγεται ως απόλυτο συμπέρασμα ότι ο διευθυντής σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος στη βάση της προφορικής εξέτασης. Η εκ μέρους του αξιολόγηση από την προφορική συνέντευξη, όπως καταγράφηκε στο σχετικό πρακτικό, δεν αποτέλεσε το ουσιαστικό στοιχείο της σύστασής του. Τα όσα αναφέρθηκαν σχετικά στην Αντώνης Καφά v Δημοκρατίας Α.Ε. αρ. 103/05, ημερ. 1.2.10, και, εντελώς πρόσφατα, στην Δημοκρατία v Χριστιάνας Σαββίδου, Α.Ε. αρ. 96/08, ημερ. 13.9.11, απολήγουν στο λανθασμένο της υπό του διευθυντή σύστασης εάν χρησιμοποιεί για την κρίση του μόνο τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, η οποία διενεργείται προς όφελος της Ε.Δ.Υ. Δεν απαγορεύεται, ως γίνεται αντιληπτό, η έκφραση γνώμης από τον προϊστάμενο ο οποίος παρευρίσκεται στη διαδικασία της συνέντευξης (Χατζηγεωργίου v Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 23). Τέτοια έκφραση γνώμης δια της αξιολόγησης των υποψηφίων και από τον προϊστάμενο, είναι απλώς βοηθητική, η δε Ε.Δ.Υ. δεν δεσμεύεται απ΄αυτή (Ειρήνη Χριστοδούλου v Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164, σελ. 169.) Από τα εδώ στοιχεία δεν κρίνεται ότι ο διευθυντής σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος αποκλειστικά και μόνο στη βάση της προφορικής συνέντευξης.
Πρέπει, στο σημείο αυτό, να λεχθεί και το εξής: η ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 661/07 ημερ. 19.6.09 (Ηλιάδης Δ.), άφησε αλώβητη τη σύσταση του διευθυντή. Ορθά, κατά συνέπεια, η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση, την έλαβε υπόψη, η οποία και προϋπήρχε της απόφασης Καφά v Δημοκρατίας – ανωτέρω -. Ο αιτητής, ως επιτυχών διάδικος στην εν λόγω προσφυγή, δεν εφεσίβαλε την κρίση αυτή, ως μη εξετασθείσα πρωτοδίκως, παρόλο που είχε προβληθεί. Εφόσον προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του αιτητή, πρέπει να αμφισβητείται κατ΄έφεση (Σωτήρης Χ¨Γεωργίου v ΚΥΣΑΤΣ (2008) 3 ΑΑΔ 82). Διαφορετικά, παραμένει δεσμευμένος από αυτή (Γεώργιος Παπά v Αρχή Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 2/09, ημερ. 15.9.10 και Ανδρέας Δημοσθένους v Ε.Δ.Υ., υπ΄αρ. 968/09, ημερ. 30.9.10). Ο αιτητής δεν μπορεί να επανέρχεται στα ίδια θέματα κατά το δοκούν, όπως δεν είναι ελεύθεροι οι διάδικοι να εγείρουν θέματα που σε προγενέστερη διαδικασία θα μπορούσαν να εγερθούν (Παρτασίδου v Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 413). Επομένως, ο αιτητής κωλύεται, στην ουσία, από του να εγείρει το ζήτημα στην παρούσα προσφυγή.
Η ίδια η Ε.Δ.Υ. κατά την ενάσκηση της αρμοδιότητας της, λειτούργησε, κρίνεται, εντός των ευλόγων παραμέτρων της διακριτικής της ευχέρειας. Λανθασμένα εισηγείται ο αιτητής ότι η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε ή δεν έδωσε ειδική πειστική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, που δεν κατείχε τέτοιο πλεονέκτημα. Αντίθετα, όπως απορρέει από το σχετικό τηρηθέν πρακτικό, η Ε.Δ.Υ. κατηύθυνε ειδικά τη σκέψη της στο πλεονέκτημα, το οποίο ρητά μνημόνευσε, αναφέροντας ότι προς αντιστάθμισή του, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε καλύτερη αξιολόγηση στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, εφόσον κρίθηκε «εξαίρετη» έναντι «πάρα πολύ καλός», είχε υπέρ του τη σύσταση του διευθυντή και υπερείχε επίσης σε αρχαιότητα. Είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι αυτή η καταγραφή της θέσης της Ε.Δ.Υ. δεν αποτελούσε, εντός των παραμέτρων της νομολογίας, ειδική αιτιολογία προς παράκαμψη του πλεονεκτήματος.
Η δοθείσα αιτιολογία δεν παραβιάζει το δεδικασμένο εκ της ακυρωτικής απόφασης, ούτε και χρησιμοποιήθηκαν, ανεπίτρεπτα, τα ίδια κριτήρια ως και προηγουμένως. Εντοπίζεται επαρκής διαφορά στο αιτιολογικό ενόψει του ότι: (i) ενώπιόν της, η Ε.Δ.Υ. είχε τη νέα αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έχοντας επομένως συμμορφωθεί με το σχετικό μέρος του λόγου ακύρωσης της προηγούμενης απόφασης της Ε.Δ.Υ. και (ii) εξειδικεύτηκαν στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. όλα τα σχετικά κριτήρια τα οποία συνυπολόγισε, ήτοι, την αρχαιότητα, την καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση και τη σύσταση του διευθυντή. Η συνολικότητα των στοιχείων που χρησιμοποίησε η Ε.Δ.Υ., αποτελεί ικανή αιτιολόγηση για παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Είναι η εξειδικευμένη καταγραφή των λόγων που κρίνονται ότι αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα (Δημοκρατία v Υψαρίδη (αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 342 και Δημοκρατία v Ταλιώτη Α.Ε. αρ. 190/07 ημερ. 13.7.10).
Στην ακυρωτική απόφαση, υπενθυμίζεται, εκείνο το οποίο κρίθηκε λανθασμένο στην τότε απόφαση της Ε.Δ.Υ., ήταν η παραγνώριση του πλεονεκτήματος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (που παρέσυρε και την κρίση της ίδιας της Ε.Δ.Υ.), αλλά και ο συνδυασμός αυτού με το αναιτιολόγητο της σύστασης του διευθυντή και της καλύτερης απόδοσης στην προφορική συνέντευξη. Τα πιο πάνω θεωρήθηκαν ότι δεν αποτελούσαν επαρκείς πειστικούς λόγους για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Ουδέποτε ελέγχθηκε, κατά την ακυρωτική απόφαση, η επάρκεια της συνδυασμένης αιτιολογίας που χρησιμοποίησε η Ε.Δ.Υ., με αναφορά στην αρχαιότητα, την καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη και τη σύσταση του διευθυντή.
Είναι κατάλληλο το σημείο να αναφερθεί ότι ο αιτητής διεκδικεί και πρόσθετο προσόν, μη απαιτούμενο. Το εντοπίζει στην κατοχή του Diploma in Engineering in Rock Mechanics. Η Ε.Δ.Υ. δεν ανέφερε οτιδήποτε εξειδικευμένο περί τούτου, προφανώς, μη θεωρώντας ότι αποτελούσε όντως πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν. Ο αιτητής δεν παραπονείται για τον τρόπο καταγραφής του σκεπτικού της Ε.Δ.Υ.. Το ενδιαφερόμενο μέρος στην αγόρευσή του, αλλά και κατά τις διευκρινήσεις, εισηγήθηκε ότι το πιο πάνω δίπλωμα δεν είναι πρόσθετο προσόν, εφόσον στην ουσία αποτελούσε τιμητικό τίτλο δοθείς από το ίδιο Πανεπιστήμιο σε λιγότερο από ένα μόλις μήνα μετά την απόκτηση του MSc in Engineering in Rock Mechanics. Αναδρομή στο σχετικό διοικητικό φάκελο του αιτητή, Τεκμ. «Α(1)», πιστοποιεί του λόγου το αληθές στα ερυθρά 59 και 58. Το MSc δόθηκε στις 6.11.85, το δε Diploma στις 3.12.85. Παρατηρείται επίσης ότι, ενώ το MSc αναφέρεται να έχει απονεμηθεί στον αιτητή μέσα από τις νενομισμένες εξετάσεις στις οποίες παρακάθησε («passed the prescribed examinations»), το Diploma φαίνεται απλώς να χορηγήθηκε («has conferred on»).
Η θέση της Ε.Δ.Υ., δια της αγορεύσεως της Δημοκρατίας, ότι το προσόν του Diploma περιλαμβάνεται στο MSc ως προστάδιο, δεν φαίνεται ορθή, εφόσον χορηγήθηκε μετά την απόκτηση του MSc. Η ουσία είναι ότι και στο Παράρτημα 7 στην ένσταση, όπου καταγράφονται τα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή, το Diploma αναφέρεται μεν, αλλά δεν διαβαθμίζεται ή αριθμείται ως ξέχωρο προσόν. Παρουσιάζεται, επομένως, ορθή η θέση του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ο μεν αιτητής δεν ζήτησε ποτέ να του αναγνωριστεί το Diploma ως ξέχωρο πρόσθετο προσόν, αλλά και το Diploma χορηγείται μετά το MSc στη βάση του «DIC Awards List» του Imperial College of Science and Technology (σχετικά είναι τα ερυθρά 45-47 του Τεκμ. «Α(1)».
Ούτε ορθή είναι η θέση του αιτητή ότι κωλύεται το ενδιαφερόμενο μέρος να εισηγηθεί ότι δεν υπάρχει πρόσθετο προσόν. Η Ε.Δ.Υ. δεν αναγνώρισε ρητά το Diploma ως πρόσθετο προσόν. Η κρίση παρουσιάζεται να περιέλαβε και το Diploma μαζί με το MSc εφόσον στα προσόντα του ατητή, αυτό καταγραφόταν, η δε Ε.Δ.Υ. στα πλαίσια της κανονικότητας τεκμαίρεται να το είχε υπόψη της. Περαιτέρω, στην ακυρωτική απόφαση της υπ΄ αρ. 661/07 προσφυγής ημερ. 19.6.09, ουδέν λέχθηκε περί πρόσθετου προσόντος μη απαιτούμενου. Όπως απορρέει από το κείμενο της απόφασης, η ακύρωση της τότε πράξης της Ε.Δ.Υ. αφορούσε τον μη υπολογισμό του πλεονεκτήματος, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και από την ίδια την Ε.Δ.Υ. Εάν είχε τεθεί θέμα από τον αιτητή στην τότε προσφυγή του και για το πρόσθετο προσόν, θα μπορούσε να είχε εφεσιβάλει την απόφαση, εφόσον προέκυπτε προς βλάβη του ζήτημα μη αποφασισθέν. Ισχύουν, συνεπώς, τα όσα επί του θέματος αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Όσον αφορά την προφορική εξέταση, ο αιτητής παραπονείται ότι κατά πλάνη η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη σε υπέρμετρο βαθμό τη διαφορά μεταξύ της απόδοσης του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, μόνο οριακή σημασία είχε. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Σπανού v Δημοκρατίας, (1999) 3 ΑΑΔ 432, διαφορά μεταξύ του «εξαίρετος» και του «πολύ καλός» κρίθηκε ως οριακή, ενώ στην Δημοκρατία v Λάζαρου Σαββίδη (1995) 3 ΑΑΔ 69, διαφορά μεταξύ του «πάρα πολύ καλός» και του «πολύ καλός» κρίθηκε από την Ολομέλεια, ως ελαφρά. Στην Ειρήνη Χριστοδούλου v Δημοκρατίας – ανωτέρω - , η Πλήρης Ολομέλεια, κατά πλειοψηφία, έκρινε ως οριακή την διαφορά του «εξαίρετη», με το «πάρα πολύ καλή».
Η νομολογία, έχει βέβαια διαχρονικά δεχθεί ότι η απόδοση στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, αποκτά ιδιαίτερη σημασία με την ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. να είναι ευρεία στο θέμα. (Αριστοτέλους v Δημοκρατίας (1988) 3 ΑΑΔ 673 και Δημοκρατία v Ασσιώτη, Α.Ε. 201/09, ημερ. 13.7.10). Ο λόγος που δίνεται η αναγκαία σημασία στην απόδοση των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά την προφορική εξέταση ή συνέντευξη, ιδιαίτερα σε διευθυντικές θέσεις, είναι, όπως έχει αναφέρει η νομολογία, η κρίση που θα αποδώσει η Ε.Δ.Υ. στην προσωπικότητα των υποψηφίων. Το στοιχείο της εν γένει προσωπικότητας αποτελεί, βέβαια, κριτήριο σημαντικό προς επιλογή του πλέον κατάλληλου υποψηφίου.
Ο αιτητής δεν διαφωνεί, βεβαίως, με την πιο πάνω νομολογία. Εκείνο που τονίζει, είναι ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στην κρίση της Ε.Δ.Υ., διότι αυτή τόνισε ιδιαιτέρως την απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους στην προφορική εξέταση, κατά τρόπο που να εξουδετέρωνε, ουσιαστικά, το στοιχείο της οριακής διαφοράς που η νομολογία έχει καθορίσει στην περίσταση. Υπενθυμίζεται ότι ο αιτητής αξιολογήθηκε ως «πάρα πολύ καλός», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετη». Ορθά, στο σημείο αυτό, το ενδιαφερόμενο μέρος εντοπίζει, στη δική του αγόρευση, ότι δεν δόθηκε τέτοια υπέρμετρη βαρύτητα στην αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από την Ε.Δ.Υ., προς βλάβη του αιτητή. Πράγματι, πουθενά στο σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. δεν καταγράφεται τέτοια κρίση που να δικαιολογεί το παράπονο του αιτητή ότι αυτή έδωσε υπέρμετρη ή ιδιαίτερη βαρύτητα στην διαφορά που είχε προκύψει μεταξύ των δύο υποψηφίων. Ούτε δόθηκε τεράστια σημασία στη μεταξύ τους διαφορά, ως εισηγείται ο αιτητής, χρησιμοποιώντας την, μάλιστα, προς παράκαμψη του πλεονεκτήματος του αιτητή.
Το σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. αποκαλύπτει ότι καταγράφησαν απλώς τα γεγονότα, δηλαδή ότι ο μεν αιτητής αξιολογήθηκε ενώπιον της σε χαμηλότερο επίπεδο από το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη». Κατέγραψε, επίσης, ότι υπήρξε υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους έναντι του αιτητή στην ενώπιόν της προφορική εξέταση (η επί μέρους αιτιολόγηση για κάθε έναν από τους δύο υποψηφίους είναι αρκούντως αποκαλυπτική), χωρίς να υπερτονίσει σε οποιοδήποτε σημείο ως ιδιαίτερης κρίσης ή σημασίας, αυτή τη διαφορά. Η παράθεση της νομολογίας από την Ε.Δ.Υ., και συγκεκριμένα της υπόθεσης Nτόνεβ v Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 10/04, ημερ. 20.4.05, είχε, προφανώς, σκοπό να τονίσει τη διαφορά στην αξιολογική διαβάθμιση μεταξύ των διαφόρων υποψηφίων στις συνεντεύξεις. Η απόφαση, μεταξύ άλλων, αφορούσε και την προτίμηση από την Ε.Δ.Υ. του εκεί ενδιαφερομένου μέρους έναντι του αιτητή, παρά την κατοχή πλεονεκτήματος από τον τελευταίο. Δεν διαπιστώνεται, επομένως, πλάνη της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τον τρόπο κρίσης και αξιολόγησης της απόδοσης στην προφορική εξέταση των δύο υποψηφίων.
Τέλος, ο αιτητής, σε σχέση με την αρχαιότητα, εισηγείται ότι αυτή ήταν περιορισμένης σημασίας, εν όψει του γεγονότος ότι η επίδικη θέση ήταν υψηλά στην ιεραρχία. Υπενθυμίζεται ότι ο αιτητής υστερούσε έναντι του ενδιαφερομένου μέρους στην αρχαιότητα κατά ένα χρόνο, αρχαιότητα που, μέσα από τη νομολογία, όντως, δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για θέση υψηλά στην ιεραρχία, όπου, βεβαίως, τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα. Αυτό δε σημαίνει ότι η αρχαιότητα δε λαμβάνεται υπόψη ως νομοθετημένο στοιχείο κρίσης, εφόσον έχει κατ΄ επανάληψη λεχθεί ότι για την ανεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου, συνυπολογίζονται όλα τα κριτήρια επιλογής (Χαραλάμπους v Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 97 και Δημοκρατία v Αγγελή (1999) 3 ΑΑΔ 161). Η αρχαιότητα εδώ, κατά ένα έτος του ενδιαφερομένου μέρους, δεν θα μπορούσε νόμιμα να παραγνωριστεί από την ΕΔΥ, όπως και δεν παραγνωρίστηκε, εφόσον προσέθετε αναλόγως στα υπέρ του δεδομένα.
Στις υποθέσεις Ιωσηφίδης v Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 410 και Ειρήνη Χριστοδούλου v Δημοκρατίας – πιο πάνω –, αρχαιότητα έντεκα μόνο μηνών θεωρήθηκε επαρκής, μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία, για να υπολογιστεί υπέρ του κατόχου της. Άλλωστε, η μεγαλύτερη αρχαιότητα φέρει μαζί της και συνακόλουθη πείρα, που επαυξάνει την αξία του υποψηφίου (Δημοκρατία v Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731 και Μουρτζή v Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 915). Περαιτέρω, έχει ορθά σημειωθεί σε υποθέσεις όπως την Ζωδιάτης v Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 406, ότι στο κριτήριο της αρχαιότητας πρέπει να αποδίδεται η δέουσα σημασία, παρόλο που αυτή κατά καιρούς έχει ατονήσει.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. έλαβε την προσβαλλόμενη πράξη εντός της διακριτικής της ευχέρειας, και δεν διαπιστώνεται λόγος προς ακύρωσή της. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του την αρχαιότητα, τη σύσταση του διευθυντή και την καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη. Αυτά τα τρία στοιχεία εύλογα μπορούσαν να θεωρηθούν σωρευτικά ως λόγοι για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, κατά προτίμηση, του αιτητή. Στο σύνολο των στοιχείων, η Ε.Δ.Υ. εύλογα έκρινε ότι μπορούσε να παραγνωρίσει το πλεονέκτημα του αιτητή ως αντικειμενικό στοιχείο, χωρίς να είχε υπεισέλθει στην κρίση της οποιαδήποτε πλάνη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ΄ης η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Καμία διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ
Δ.
/ΜΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο