ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΚΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Υπόθεση Αρ. 851/2010, 30 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 851/2010)

 

30 Σεπτεμβρίου, 2011

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΚΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Μ. Κοτσώνη (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης των Kαθ’ ων η αίτηση ημερ. 3.5.2010 με την οποία τερμάτισαν την απασχόληση του αιτητή και/ή τον αποδέσμευσαν από την Εθνική Φρουρά από τις 11.6.2010, ενώ υπηρετούσε με συμβόλαιο που ίσχυε έως τον Αύγουστο του 2012.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Ο Αιτητής προσλήφθηκε στο Στρατό της Δημοκρατίας με το βαθμό του Λοχία, ως Εθελοντής Πενταετούς Υποχρεώσεως (ΕΠΥ).  Η σύμβαση πρόσληψής του ήταν αρχικά  πενταετούς διάρκειας, από 28.8.2002 μέχρι 27.8.2007, η οποία ανανεώθηκε για δεύτερη πενταετή περίοδο, που έληγε στις 27.8.2012.  Ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, ανήκε στο Όπλο του Πυροβολικού (ΠΒ) του Στρατού Ξηράς και υπηρετούσε με απόσπαση στην Εθνική Φρουρά.

 

Κατά τις τακτικές κρίσεις του Συμβουλίου Κρίσεων ΕΠΥ, κρίθηκε ομόφωνα ως μη προακτέος.  Ακολούθως, βάσει του Κανονισμού 30 των περί Εθελοντών Πενταετούς Υποχρεώσεως του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών του 1995 μέχρι 2002 (ΚΔΠ 44/95), στο εξής «οι Κανονισμοί», το όνομα αναγράφηκε στους σχετικούς Πίνακες μη προακτέων του όπλου που υπηρετούσε.  Στη συνέχεια, οι εν λόγω Πίνακες, τα πρακτικά του Συμβουλίου, καθώς και τα συνοπτικά στοιχεία του καθενός από τους κριθέντες ΕΠΥ, μεταξύ των οποίων και του Αιτητή, υποβλήθηκαν από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, στον Υπουργό Άμυνας, για κύρωση.  Στη συνέχεια ο Υπουργός, με απόφαση του ημερ. 23.12.2009, κύρωσε τους Πίνακες των κριθέντων ΕΠΥ, υιοθετώντας πλήρως το περιεχόμενό τους.

 

Όταν ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερ. 2.1.2010, επέλεξε να μην προσφυγή στο Συμβούλιο Επανακρίσεων, για επανεξέταση της περίπτωσής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 31 των σχετικών Κανονισμών.  Όμως άλλοι ΕΠΥ που κρίθηκαν μη προακτέοι, καταχώρησαν ιεραρχικές προσφυγές στο Συμβούλιο Επανακρίσεων, για επανεξέταση της περίπτωσής τους.  Μετά την αποπεράτωση της διαδικασίας, καμιά μεταβολή δεν επήλθε στους Πίνακες, οι οποίοι κατέστησαν οριστικοί.

 

Με την περάτωση της όλης διαδικασίας, ο Αρχηγός με επιστολή του ημερ. 21.4.2010 προς τον Υπουργό, εισηγήθηκε τον τερματισμό της σύμβασης απασχόλησης των ΕΠΥ, οι οποίοι κρίθηκαν ως μη προακτέοι, μεταξύ των οποίων και του Αιτητή, σύμφωνα με τον Κανονισμό 49(1)(στ) των σχετικών Κανονισμών.

 

Στις 3.5.2010 ο Υπουργός λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του προαναφερθέντος Κανονισμού και υιοθετώντας την εισήγηση του Αρχηγού, αποφάσισε και τον τερματισμό από 11.6.2010 της σύμβασης απασχόλησης του Αιτητή στο Στρατό της Δημοκρατίας.  

 

Ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερ. 6.5.2010, προβάλλει 3 λόγους ακύρωσης της πιο πάνω απόφασης:- (1) Παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, (2) πάσχουσα προπαρασκευαστική διαδικασία και πλάνη περί τα πράγματα του Υπουργού και (3) έλλειψη αιτιολογίας.

 

Η προδικαστική ένσταση

Οι Καθ’ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη ιδιωτικού δικαίου, αφού η εργοδότηση του Αιτητή διέπεται από σύμβαση μεταξύ του Αιτητή και του Υπουργείου Άμυνας.  Σύμφωνα με την παράγραφο 16 της Σύμβασης, η απασχόλησή του «τερματίζεται με απόφαση του Υπουργού, σε οποιοδήποτε στάδιο της Υπηρεσίας του» στις παρακάτω περιπτώσεις.  Μια από αυτές που απαριθμεί η παράγραφος 16 είναι και η περίπτωση που ΕΠΥ κριθεί «μη προακτέος», όπως ο Αιτητής.  Για να υποστηρίξει τις θέσεις του, ο δικηγόρος των Καθ’ ων η αίτηση αντιπαραβάλλει το καθεστώς των έκτακτων υπαλλήλων του δημοσίου, με αναφορά στην υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας στην Αντιγόνη Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 49 η οποία στηρίχθηκε και στις πρόνοιες της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ και στο Νόμο 98(Ι)/2003.

 

Από την άλλη, ο δικηγόρος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι πρόκειται για εκτελεστή διοικητική πράξη.  Η εκτελεστή απόφαση του Υπουργού ήταν «μηχανική», αντί να στηριχθεί στους σχετικούς Κανονισμούς και απορρόφησε την προπαρασκευαστική απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων, με την οποία ο Αιτητής κρίθηκε μη προακτέος.  Επομένως από τη στιγμή που βρεθεί ότι πάσχει η προπαρασκευαστική πράξη, συμπαρασύρει και την τελική.  Κατά τη δικηγόρο του Αιτητή, η απόφαση στην Αντιγόνη Αβραάμ ν. Δημοκρατία, πιο πάνω, δεν έχει καμιά σχέση με την παρούσα υπόθεση, αφού εκεί η πράξη τερματισμού σαφώς ήταν μηχανική ως αποτέλεσμα των προνοιών του σχετικού Νόμου και επομένως έξω από τη σφαίρα του δημοσίου.

 

Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την άποψή μου είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.  Αφενός παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα για τον Αιτητή (απολύεται από την εργασία του ακόμη και αν ήταν με σύμβαση) και αφετέρου για την έκδοσή της απαιτείται απόφαση του Υπουργού που κατά τη διαδικασία αυτή, αλλά και την προηγηθείσα, ασκείται δημόσια εξουσία.  Οι αναφορές του συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση στην περίπτωση εκτάκτων του δημοσίου, κατά την άποψή μου, δεν σχετίζονται με την παρούσα περίπτωση, αφού εδώ έχουμε απόφαση οργάνου που ασκεί δημόσια εξουσία κατά την έκδοσή της.  Επίσης δεν πρόκειται για «μηχανική πράξη τερματισμού» όπως στην περίπτωση του ιδιωτικού δικαίου, αλλά για διαδικασία όπου κατ’ αρχάς, με βάση ετήσια αξιολόγηση, διαπιστώθηκε ότι η βαθμολογία του ήταν χαμηλή και ο ίδιος είχε μειωμένη απόδοση.  Έτσι αφού κρίθηκε μη προακτέος από το Συμβουλευτικό όργανο, ακολούθως το αποφασίζον όργανο ασκώντας εκτελεστή διοικητική εξουσία, στη βάση των σχετικών Κανονισμών, όπως αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 6.5.2010, έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης - Λόγος ακύρωσης 1

Ο συνήγορος του Αιτητή συγκεκριμένα προβάλλει ότι βάσει του Καν. 49(2) των ΚΔΠ 44/95 των Κανονισμών, σε περίπτωση ΕΠΥ του οποίου η Σύμβαση προτίθεται να τερματισθεί λόγω μειωμένης απόδοσης, ο Υπουργός είχε υποχρέωση να του παράσχει το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων ενώπιόν του, πριν να εκδοθεί η απόφαση τερματισμού των υπηρεσιών του.  Αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα να παραβιάσει το δικαίωμα του Αιτητή για προηγούμενη ακρόασή του.  Πέραν των Κανονισμών, ο δικηγόρος του Αιτητή επικαλείται και τις σχετικές διατάξεις των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, που προβλέπουν ότι δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει, όχι μόνο όπου πρόκειται για μια δυσμενή ή πειθαρχική διοικητική πράξη, αλλά και όταν προβλέπεται ρητά από το Νόμο.

 

Από την άλλη, ο συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αντικρούοντας τα επιχειρήματα του δικηγόρου του Αιτητή, παραθέτει τον Κανονισμό 49, ο οποίος ενσωματώθηκε σχεδόν αυτούσιος στον όρο 16 της Σύμβασης Απασχόλησης, καθώς και σχετική παράγραφο από τη Σύμβαση Πρόσληψης του Αιτητή (και συγκεκριμένα τις περιπτώσεις που με απόφαση του Υπουργού τερματίζεται η απασχόλησή του), για να δείξει  ότι δικαίωμα προβολής παραστάσεων έχει ένας ΕΠΥ, μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει πρόθεση τερματισμού της σύμβασης απασχόλησης του λόγω «μειωμένης απόδοσης» και όχι στις περιπτώσεις όπου ΕΠΥ κρίνεται «μη προακτέος», όπως στην περίπτωση του Αιτητή.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Πριν προχωρήσω στην εξέταση του λόγου ακύρωσης, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο τον επίδικο Κανονισμό, ο οποίος προνοεί ότι:-

«49.-(1) Η απασχόληση του ΕΠΥ τερματίζεται, με απόφαση το Υπουργού, σε οποιαδήποτε στάδιο της υπηρεσίας του, στις παρακάτω περιπτώσεις:

(α)  Όταν λήξει η πενταετής περίοδος απασχόλησης του και δεν παρατείνεται η σύμβαση απασχόλησης του.

(β) Για λόγους υγείας, ύστερα από γνωμάτευση αρμόδιου     Ιατροσυμβουλίου.

(γ)  Όταν εκπέσει από το βαθμό του ή υποβιβαστεί.

(δ)  Όταν καταδικαστεί σε οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης για κακούργημα ή για αδίκημα ατιμωτικό ή ηθικής αισχρότητας ή για αδίκημα λιποταξίας.

(ε) Όταν στερηθεί των πολιτικών του δικαιωμάτων.

(στ) Όταν κριθεί μη προακτέος.

(ζ) Όταν έχει μειωμένη απόδοση.

(η) Όταν εκδηλώσει έλλειψη πίστης στο δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας.

(2) σε περίπτωση που υπάρχει πρόθεση τερματισμού της σύμβασης απασχόλησης ΕΠΥ λόγω μειωμένης απόδοσης, δίνεται από τον Υπουργό γραπτή ειδοποίηση στον επηρεαζόμενο για την πρόθεση αυτή, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι και με την οποία καλείται να υποβάλει γραπτώς οποιεσδήποτε παραστάσεις κρίνει σκόπιμο εναντίον του τερματισμού της απασχόλησης του. Μετά την εξέταση των παραστάσεων, ο Υπουργός δύναται είτε να τερματίσει την απασχόληση είτε να αποφασίσει συνέχιση της»

 

(Ο χρωματισμός είναι δικός μου)

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής απολύθηκε επειδή κρίθηκε «μη προακτέος δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του Καν. 49».  Επομένως το εδάφιο (2) του Κανονισμού, το οποίο αφορά σε απόλυση λόγω «μειωμένης απόδοσης» δυνάμει της παραγράφου (ζ) του Καν. 29(1), δεν εφαρμόζεται.  Ως εκ τούτου ο Υπουργός, από τη στιγμή που ενώπιον του δεν είχε περίπτωση απόλυσης λόγω «μειωμένης απόδοσης», δεν είχε υποχρέωση δυνάμει του Καν. 49(2) να δώσει γραπτή ειδοποίηση στον επηρεαζόμενο Αιτητή για την πρόθεση του να τον απολύσει.  Βέβαια, η δικηγόρος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι η κρίση του Αιτητή ως «μη προακτέου», εμπεριέχει και κρίση για μειωμένη απόδοση, με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής το εδάφιο (2) του Καν. 49.  Δεν συμφωνώ.  Αν ο Κανονισμός ήθελε να συμπεριλάβει και την περίπτωση του «μη προακτέου» δυνάμει της παραγράφου (στ), θα το έπραττε ρητώς στο εδάφιο (2).  Δεν το έπραξε όμως, δίδοντας στους επηρεαζόμενους σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το δικαίωμα της ιεραρχικής προσφυγής στο Συμβούλιο Επανακρίσεων για επανεξέταση της περίπτωσής τους, δυνάμει του Κανονισμού 31(2) των σχετικών Κανονισμών.  Στην προκειμένη περίπτωση, πράγματι ορισμένοι άλλοι ΕΠΥ που επίσης κρίθηκαν «μη προακτέοι», προσέφυγαν στο Συμβούλιο Επανακρίσεων, όχι όμως ο Αιτητής, ο οποίος τώρα παραπονείται ότι του στερήθηκε το δικαίωμα ακρόασης.  Δεν συμφωνώ.  Είχε το δικαίωμα ακρόασης και ο ίδιος το απεμπόλησε.

 

Ο Αιτητής με τα επιχειρήματα του δικηγόρου του φαίνεται να εξισώνει την περίπτωση απόλυσης με «μειωμένη απόδοση» (παράγραφος ζ), με την περίπτωση που ο επηρεαζόμενος κρίνεται «μη προακτέος» (παράγραφος στ).  Όμως δεν μπορεί να υπάρξει ταύτιση για σκοπούς του εδαφίου (2) του Κανονισμού 49, ο οποίος προβλέπει για την αποστολή γραπτής ειδοποίησης μόνο στην πρώτη περίπτωση της παραγράφου (ζ).

 

Ούτε το δεύτερο επιχείρημα του δικηγόρου του Αιτητή ευσταθεί, αναφορικά με το δικαίωμα ακρόασης δυνάμει του άρθρου 43 του Ν. 158(Ι)/99.  Όπως ορθά υπέδειξε ο δικηγόρος των Καθ’ ων η αίτηση, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου οι οποίες κωδικοποιούνται στο Νόμο 158(Ι)/99, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, οσάκις ένα θέμα ρυθμίζεται από νομοθετική διάταξη.  Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345 και επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3Β ΑΑΔ 1011, «Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου».

 

Πάσχουσα προπαρασκευαστική διαδικασία, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας - Λόγοι ακύρωσης 2 και 3

Συγκεκριμένα ο συνήγορος του Αιτητή, προβάλλει ότι λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και πραγματικής πλάνης, ακολούθησε λανθασμένη προπαρασκευαστική διαδικασία.  Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο Κρίσεων έλαβε υπόψη τις βαθμολογίες του Αιτητή των ετών 2005-2006 που υπήρχαν πριν την ανανέωση της Σύμβασης του το 2007 και όχι τις μεταγενέστερες εκθέσεις των ετών 2007, 2008 και 2009, οι οποίες ήταν θετικές.  Όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος του Αιτητή, οι βαθμολογίες του 2005 και 2006 είχαν ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο Κρίσεων ΕΠΥ, κατά τις τακτικές κρίσεις του Β΄ Εξαμήνου του έτους 2007, χωρίς όμως τότε να τον κρίνουν μη προακτέο και τον απολύσουν, όπως αντιφατικά έπραξαν τώρα.  Πρόσθετα ο Αιτητής παραπονείται ότι λήφθηκαν υπόψη και πειθαρχικές ποινές που του επιβλήθηκαν τα έτη (2004-2006), τις οποίες είχε εκτίσει και οι οποίες εν πάση περιπτώσει, λήφθηκαν υπόψη κατά την αξιολόγηση του το 2007, χωρίς να κριθεί μη προακτέος.  Κατά τον δικηγόρο του Αιτητή, ο ετεροχρονισμένος τερματισμός της υπηρεσίας του Αιτητή με βάση στοιχεία του 2007, λειτουργεί ως δεύτερος τιμωρός.

 

Ο λόγος ακύρωσης 2 δεν ευσταθεί.

 

Ο Καν. 23 των Κανονισμών, προβλέπει:- 

«23.—(1) Το Συμβούλιο Κρίσεων κρίνει τον ΕΠΥ με βάση τα στοιχεία του ΕΠΥ περιέχονται στον ατομικό του φάκελο.

(2) Στον ατομικό φάκελο κάθε ΕΠΥ πρέπει απαραίτητα να υπάρχουν—      

     (α)  Όλες οι εκθέσεις ικανότητας του που αναφέρονται στον      Κανονισμό 24 των παρόντων Κανονισμών

(β) όλες οι προηγούμενες αποφάσεις των Συμβουλίων Κρίσεων γι' αυτόν

(γ)   πιστοποιημένα αντίγραφα των ακαδημαϊκών του προσόντων   σχε­τικά με τη μέση, ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση και των δελτίων επίδοσης του στη στρατιωτική σχολή ή σχολές στις οποίες έχει τυχόν φοιτήσει·

    (δ)   στοιχεία των θέσεων στις οποίες έχει υπηρετήσει, καθώς και της χρονικής διάρκειας κατοχής καθεμιάς απ' αυτές·

    (ε) στοιχεία και εκθέσεις για την κατάσταση της υγείας του­

    (στ) τυχόν εκθέσεις ή στοιχεία για την πολεμική του δράση·

                (ζ) τυχόν προτάσεις και απονομές ηθικών αμοιβών

    (η) τυχόν καταδίκες του από ποινικά δικαστήρια· και

    (θ)   τυχόν επιβληθείσες σ' αυτόν πειθαρχικές ποινές οποιασδήποτε      μορ­φής και τα αιτιολογικά τους.

(3) Καταδίκη από ποινικό δικαστήριο ΕΠΥ διαγράφεται από τον    ατομικό του φάκελο, μόλις ο ΕΠΥ αποκατασταθεί για την καταδίκη αυτή με βάση τις διατάξεις του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου και η καταδίκη αυτή δεν επιτρέπεται να αποτελέσει στο μέλλον στοιχείο για την κρίση  του.  Επίσης διαγράφονται από τον ατομικό φάκελο του ΕΠΥ και δεν επιτρέ­πεται να αποτελέσουν στο μέλλον στοιχεία για την κρίση του και οι πειθαρχι­κές ποινές που έχουν επιβληθεί σ' αυτόν, έπειτα από παρέλευση δέκα ετών από την επιβολή τους.»

 

Ο Καν. 23 προβλέπει ρητά ότι το Συμβούλιο Κρίσεων κρίνει με βάση τα στοιχεία του ατομικού φακέλου.  Τι πρέπει απαραιτήτως να περιλαμβάνεται στον ατομικό φάκελο, προσδιορίζεται ρητά στο εδάφιο (2) του Καν. 23.  Τα δύο στοιχεία που δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, προσδιορίζονται στο εδάφιο (3), το οποίο προβλέπει για διαγραφή από τον ατομικό φάκελο:- (α) καταδίκης από ποινικό δικαστήριο μετά από αποκατάσταση δυνάμει του σχετικού Νόμου και (β) πειθαρχικών ποινών που έχουν επιβληθεί στους ΕΠΥ, έπειτα από παρέλευση δέκα ετών από την επιβολή τους.

 

Από την Έκθεση Κρίσης του Συμβουλίου, δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη οποιαδήποτε ποινική καταδίκη, αφού ο Αιτητής δεν είχε τέτοια.  Όμως λήφθηκαν υπόψη 20 πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία του επιβλήθηκαν ποινές τα έτη 2004, 2005 και 2006.  Οι πειθαρχικές αυτές ποινές ορθά λήφθηκαν υπόψη κατά την τελευταία τακτική κρίση του 2009, αφού δεν είχαν περάσει 10 χρόνια από την επιβολή τους, ώστε να εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (3) του Καν. 23.  Η σχετική εισήγηση του δικηγόρου του Αιτητή περί δεύτερης τιμωρίας, δεν ευσταθεί, αφού το Συμβούλιο Κρίσεων είχε ενεργήσει μέσα στο πλαίσιο που ορίζουν οι Κανονισμοί.  Αβάσιμη είναι και η εισήγηση ότι το Συμβούλιο Κρίσεων έλαβε υπόψη προηγούμενες εκθέσεις ικανότητας (2005 και 2006), οι οποίες λήφθηκαν υπόψη κατά την προηγούμενη αξιολόγηση του Αιτητή, το 2007, ενώ αγνοήθηκαν μεταγενέστερες εκθέσεις, στις οποίες ο Αιτητής αξιολογήθηκε άνω των 8.  Ο δικηγόρος του Αιτητή, παραπονείται ότι μετά την ανανέωση του Συμβολαίου το  2007 και της δεύτερης ευκαιρίας που του δόθηκε, ο Αιτητής κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες με αποτέλεσμα να αμειφθεί με άριστη βαθμολογία.

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι η βαθμολογία του Αιτητή για το 2009 δεν μπορούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο να ληφθεί υπόψη, αφού ήταν μεταγενέστερη (31.12.09) της επίδικης κρίσης (5-6 Νοεμβρίου 2009).  Πέραν τούτου, το Συμβούλιο Κρίσεων δυνάμει του Καν. 23(2)(α), μπορούσε και ορθά έλαβε υπόψη «όλες τις εκθέσεις ικανότητας που αναφέρονται στον Κανονισμό 24…».

 

Κατά την άποψή μου ο Αιτητής που είχε και το σχετικό βάρος, απέτυχε να αποδείξει ότι το Συμβούλιο Κρίσεων υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα.  Αντίθετα, το Συμβούλιο ερεύνησε όλα τα στοιχεία του φακέλου και έκρινε με βάση τις πρόνοιες του Καν. 23 και 24, χωρίς να εντοπίζεται οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα κατά της προπαρασκευαστικής διαδικασίας.  Κατ’ επέκταση δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός ότι η απόφαση του Υπουργού, που υιοθέτησε την κρίση του Συμβουλίου, είναι πεπλανημένη, ως αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

 Ούτε ο λόγος ακύρωσης 3 ευσταθεί.  Κατά την άποψή μου η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη, αφού περιλαμβάνει τόσο τη νομική βάση, ήτοι την σχετική Νομοθεσία, όσο και την πραγματική βάση, ήτοι τις βαθμολογίες του Αιτητή καθώς και τις πειθαρχικές ποινές πού του επιβλήθηκαν καθ’ όλη την διάρκεια της υπηρεσίας του, ώστε εύλογα ο Υπουργός κατέληξε ότι η υπηρεσία του θα έπρεπε να τερματισθεί.  Για τα όσα ισχυρίζεται ο δικηγόρος του Αιτητή σε σχέση με τις βαθμολογίες του 2005-2006 και τη θετική αξιολόγηση του Αιτητή κατά την τακτική κρίση του 2007, έχω ασχοληθεί στα πλαίσια του λόγου ακύρωσης 2 και δεν χρειάζεται να προσθέσω οτιδήποτε άλλο.  Ως προς το περιεχόμενο της αιτιολογίας της απόφασης του Υπουργού, δεν συμφωνώ ότι αυτή είναι κοινότυπη και χωρίς τις απαιτούμενες λεπτομέρειες.  Η αιτιολογία για να είναι πλήρης δεν εξαρτάται από την έκταση της, αλλά από το εάν περιλαμβάνει εκείνα τα ουσιώδη στοιχεία, ώστε αφενός μεν το αποφασίζον όργανο να καταλήγει σε εύλογα συμπεράσματα, αφετέρου δε να παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου της ορθότητάς της από το Δικαστήριο. Αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν στην παρούσα περίπτωση.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.300 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο