ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1002/2009, 27 Οκτωβρίου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1002/2009)

 

27 Οκτωβρίου, 2011

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΚΩΣΤΑΣ  ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

Αγνή Ευσταθίου Νικολετοπούλου (κα), για τον Αιτητή.

Φίλιππος Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Άντης Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητείται από τον αιτητή η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), ημερομηνίας 15/5/2009, για διορισμό του Ιωάννη Παπαστυλιανού, (ενδιαφερόμενο μέρος), στη μόνιμη θέση Διευθυντή Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών, (η επίδικη θέση), αναδρομικά από 1/5/2007 μέχρι 1/2/2009 που αφυπηρέτησε.

 

Η Ε.Δ.Υ., στις 4/4/2007, στα πλαίσια διαδικασίας για την πλήρωση της επίδικης θέσης (θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής), αφού διενήργησε προφορική εξέταση πέντε υποψηφίων, επέλεξε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, ακολουθώντας τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, (ο «Γενικός Διευθυντής»).  Η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε λόγω ψηλότερης αξιολόγησης στην προφορική εξέταση και υπεροχής του σε προσόντα.

 

Ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο ακύρωσε το διορισμό, γιατί δεν είχε τεκμηριωθεί η απαιτούμενη δέουσα έρευνα σε σχέση με το προσόν των μεταδιδακτορικών σπουδών του ενδιαφερόμενου μέρους ως προς το επίπεδο και, γενικότερα, την υπόσταση του, ούτε και αυτό συνεκτιμήθηκε με τα επιπρόσθετα προσόντα του αιτητή και τη βεβαίωση παρακολούθησης δύο ενοτήτων μεταπτυχιακού προγράμματος Διεύθυνσης και Δημόσιας Διοίκησης, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος ως προς το βάσιμο της αιτιολόγησης από την Ε.Δ.Υ. της απόκλισής της από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και της προτίμησης του ενδιαφερόμενου μέρους - (βλ. Κώστας Γρηγορίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 814/07, 2/4/2009).

 

Ενόψει του ακυρωτικού αποτελέσματος, η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το όλο ζήτημα.  Κατά τη συνεδρία της στις 15/5/2009, επιλήφθηκε του θέματος κατοχής εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους μεταδιδακτορικού προσόντος.  Προς το σκοπό αυτό, αφού μελέτησε επιστολή του Πανεπιστημίου Δυτικής Αυστραλίας (University of Western Australia), κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, τον ουσιώδη χρόνο, κατείχε το συγκεκριμένο μεταδιδακτορικό προσόν.  Θεώρησε, επίσης, ενεργώντας σύμφωνα με το ΄Αρθρο 34Α του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), (όπως τροποποιήθηκε), την κρίση που αποκόμισε για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση της αρχικής διαδικασίας, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής είχε αξιολογηθεί ως «πάρα πολύ καλός» και το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετος», ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος.  Στη συνέχεια, προέβη σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου.  ΄Ελαβε δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση, την αρχαιότητά τους, καθώς και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του αιτητή, μέρος και αυτή του πραγματικού καθεστώτος.  Σημείωσε ότι δεν μπορούσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του αιτητή, επειδή το ενδιαφερόμενο μέρος, με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία, «υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων».  Κατέγραψε στα πρακτικά της και τα εξής:-

 

«Η Επιτροπή, επιλέγοντας τον Παπαστυλιανού, έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από την ίδια την Επιτροπή, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και σε υψηλότερο επίπεδο από τους άλλους υποψηφίους και ειδικότερα από το συστηθέντα Γρηγορίου Κώστα (Εξαίρετος και Πάρα πολύ καλός, αντίστοιχα).  Υπερέχει σε προσόντα, αφού, όπως αποδεικνύεται από σχετική βεβαίωση του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστραλίας, η οποία ανάγεται στον ουσιώδη χρόνο, πέραν του Διδακτορικού τίτλου, που κατέχουν και οι άλλοι υποψήφιοι, έχει και Μεταδιδακτορικές Σπουδές.  ΄Οσον αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές της τελευταίας προ του ουσιώδους χρόνου δεκαετίας, λόγω ισοπέδωσης στις αξιολογήσεις της τελευταίας πενταετίας, είναι ίσος με τους υποψήφιους Παπαχριστοφόρου Χριστάκη και Μάρκου Μαρίνο, ενώ υστερεί πολύ οριακά έναντι του συστηθέντα Γρηγορίου Κώστα, σε ένα μόνο στοιχείο στο έτος 1996.

 

Επιλέγοντας τον Παπαστυλιανού, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι αυτός υστερεί έναντι του συστηθέντα Γρηγορίου όσον αφορά την αρχαιότητα.  Η αρχαιότητα, όμως, αυτή οφείλεται στην κλίμακα της θέσης που κατέχει και η οποία σε διευθυντική θέση, όπως η υπό πλήρωση, σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 3568, ημερ. 8.11.05, Γ. Χόπλαρος και Α. Μακρής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι περιορισμένης σημασίας.»

 

 

 

Ο αιτητής, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, προβάλλει ότι, με αυτήν, παραβιάζεται το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στην Κώστας Γρηγορίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (πιο πάνω).  Από το περιεχόμενο των πρακτικών της Ε.Δ.Υ., προκύπτει, ισχυρίζεται, παραβίαση δεδικασμένου σε σχέση με:-

 

 (α)  Το μεταδιδακτορικό προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

(β)  Τα επιπρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα του αιτητή· και

 

(γ)  Την αιτιολόγηση της απόκλισης από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

 

Διατείνεται ότι η αναφορά στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ότι αυτή μελέτησε την επιστολή του Πανεπιστημίου σε σχέση με τη συμπλήρωση των μεταδιδακτορικών σπουδών του ενδιαφερομένου μέρους στο θέμα “Plant Analysis”, δεν είναι αρκετή.  Η Ε.Δ.Υ. θα έπρεπε να απαντήσει τα ερωτηματικά που δημιουργήθηκαν και αναφέρονται στην ακυρωτική απόφαση.  Περαιτέρω, το Δικαστήριο, στην ακυρωτική απόφασή του, ενώ ανέφερε ότι το προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους δεν συνεκτιμήθηκε με τα επιπρόσθετα προσόντα του αιτητή, η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να τα αξιολογήσει και να καταλήξει αν αυτά ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, να τα συνεκτιμήσει με το επιπρόσθετο προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους και, ανάλογα, να καταλήξει στο βαθμό βαρύτητάς τους, σε συνάρτηση και με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης.  Στο μεταπτυχιακό τίτλο του αιτητή δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά αλλά ούτε και στις μεταπτυχιακές σπουδές του, που αφορούσαν τις δύο πρώτες ενότητες του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Διεύθυνσης και Δημόσιας Διοίκησης του Μεσογειακού Ινστιτούτου Διεύθυνσης Κύπρου, που αυτός παρακολούθησε.  Σύμφωνα με την εισήγησή του, η παραβίαση του δεδικασμένου επεκτείνεται και στην απουσία από τα πρακτικά εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης της απόκλισης της Ε.Δ.Υ. από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

 

Τόσο οι καθ’ ων η αίτηση όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος υποστηρίζουν την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Εισηγείται ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ενώπιον της Ε.Δ.Υ., πριν την επανεξέταση, τέθηκε με επιστολή του συνηγόρου του αιτητή το μεταπτυχιακό προσόν του, αναντίλεκτα σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και, συνεπώς, δεν έχρηζε ειδικότερης αναφοράς στα πρακτικά.

 

Οι υποχρεώσεις της διοίκησης μετά από μια ακυρωτική απόφαση συνίστανται στην αποκατάσταση των πραγμάτων στη θέση που ήταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης και στην επανεξέταση του θέματος, με πλήρη συμμόρφωση προς το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης.  Η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υπήρχαν κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης και στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης.  Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης η οποία εκδόθηκε μετά από επανεξέταση διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα - (βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608· Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38).  Στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 614-615)

 

«... οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη:  Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.  ΄Οπως όμως επισημαίνεται στην Pieris, ανωτέρω, στη σελ. 1065:

 

As it can be gathered from a study of a number of English and Cyprus cases, the doctrine of res judicata, as applied in civil cases, has many features in common with the doctrine of res judicata as applied in administrative law.  In both fields there must be an adjudication on the merits, similarly the estoppel arising therefrom extends to all matters in issue, directly or by necessary implication.

 

Πρόσφατα ο Πικής Π., που είχε εκδώσει την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην Pieris συνόψισε στην πρόσφατη απόφαση του στην προσφ. αρ. 515/93, Μιχαλάκης Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 19/1/98 ως εξής τη βασική αρχή που διέπει το δεδικασμένο:

 

‘Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επιδίκου θέματος ................................................................................................

..............................................................................................................  Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του.  Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση.  Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση, υπέχει όμως υποχρέωση και σ’ εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.’»

 

 

 

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω απόσπασμα από την ακυρωτική απόφαση στην Κώστας Γρηγορίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (πιο πάνω), ως αποτέλεσμα της οποίας προέκυψε η επανεξέταση:-

 

«Προκύπτει από τα πρακτικά της επίδικης διαδικασίας ότι η επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου για την επίδικη θέση έχει γίνει για δύο λόγους, πρώτον για το ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης, από όλους τους άλλους υποψηφίους, κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση και δεύτερον για το ότι θεωρήθηκε ότι ‘υπερέχει σε προσόντα αφού, πέραν του Διδακτορικού τίτλου που κατέχουν και οι άλλοι υποψήφιοι, έχει και Μεταδιδακτορικές Σπουδές.’

 

 Ο αιτητής κατέχει δίπλωμα Γεωπονίας από την Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Κατέχει επίσης διδακτορικό τίτλο Γεωπονικών Επιστημών από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.  Διδακτορικό τίτλο κατέχει και το ενδιαφερόμενο μέρος από το Πανεπιστήμιο Αδελαΐδας στην Αυστραλία.  Σημειώνεται ότι ο διδακτορικός τίτλος, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι απαιτούμενο προσόν.

 

Ο αιτητής στο έντυπο της αίτησης για την επίδικη θέση, στο σημείο 23 κατέγραψε τα διπλώματα πιστοποιητικά και βεβαιώσεις των σχετικών προσόντων του επισυνάπτοντας αντιστοίχως τα φωτοαντίγραφα τους. Μεταξύ αυτών επισύναψε φωτοαντίγραφο του μεταπτυχιακού του τίτλου MSc από το University of the West Indies, (11/12/1980) και σχετική Βεβαίωση από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης ημερ.27.Μαΐου 2005 με την οποία βεβαιούται ότι ο αιτητής συμπλήρωσε με επιτυχία τις δύο ενότητες του μεταπτυχιακού προγράμματος Διεύθυνσης και Δημόσιας Διοίκησης (Φεβρουάριο - Δεκέμβριο 2000).

 

Αντίστοιχα το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο έντυπο της αίτησης για την επίδικη θέση στο ίδιο σημείο 23 κατέγραψε τα δικά του διπλώματα, πιστοποιητικά και βεβαιώσεις των σχετικών προσόντων του επισυνάπτοντας αντιστοίχως φωτοαντίγραφα αυτών. Μεταξύ εκείνων επισύναψε επιστολή του Διευθυντή Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών κ. Σεργίου προς την Γραμματεία Επιτροπής Υποτροφιών ημερομηνίας 24.6.1991, την οποία πληροφορεί ότι για τις Μεταδιδακτορικές Σπουδές στη Δυτική Αυστραλία του Δρα Ι. Παπαστυλιανού ‘έχουν γίνει όλες οι διευθετήσεις με το Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας και ο Δρ. Ι. Παπαστυλιανού αναχωρεί για τις σπουδές του την 29η Ιουνίου, 1991’.

 

Σημειώνω συναφώς ότι οι μεταδιδακτορικές σπουδές του ενδιαφερόμενου προσώπου προσδιορίζονται και στον επισυνημμένο στην ΄Ενσταση Κατάλογο των υποψηφίων για την προφορική εξέταση κάτω από τον τίτλο Ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας ως ‘Μεταδιδακτορικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας (6-9/1991)’.  Παρατηρώ όμως ότι δεν υπάρχει, στον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερόμενου προσώπου, οποιοδήποτε πιστοποιητικό το οποίο να βεβαιώνει τη φύση και το είδος του ‘μεταδιδακτορικού προσόντος’ του.

 

Σημειώνω επίσης ότι στον ίδιο κατάλογο, κάτω από τον ίδιο τίτλο, δεν περιέχεται οποιαδήποτε αναφορά στη σχετική Βεβαίωση του αιτητή από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης ημερ. 27 Μαΐου 2005, ότι παρακολούθησε, με επιτυχία, τις δύο ενότητες του μεταπτυχιακού προγράμματος Διεύθυνσης και Δημόσιας Διοίκησης (Φεβρουάριο - Δεκέμβριο 2000). Υπάρχει, ωστόσο, ξεχωριστή στήλη στον ίδιο κατάλογο κάτω από τον τίτλο ‘΄Αλλα προσόντα’ στην οποία, για άλλα προσόντα των υποψηφίων, γίνεται παραπομπή στον αριθμό των προσωπικών φακέλων τους.

 

Ελλείψει οποιουδήποτε πιστοποιητικού, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τόσο στο διοικητικό φάκελο όσο και στον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερόμενου προσώπου ως προς το είδος και τη φύση του μεταδιδακτορικού του προσόντος, κρίνω ότι δεν τεκμηριώθηκε, στην προκείμενη περίπτωση, η απαιτούμενη από την ΕΔΥ δέουσα έρευνα             σε σχέση με το προσόν των μεταδιδακτορικών σπουδών του ενδιαφερόμενου προσώπου, ως προς το επίπεδο και γενικότερα την υπόσταση του, ούτε αυτό συνεκτιμήθηκε με τα επιπρόσθετα προσόντα του αιτητή, Master of Science in Tropical and Subtropical Agriculture, University of Trinidad, Δυτικές Ινδίες (1980) και τη βεβαίωση παρακολούθησης των δύο ενοτήτων του μεταπτυχιακού προγράμματος Διεύθυνσης και Δημόσιας Διοίκησης (Φεβρουάριο - Δεκέμβριο 2000), με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος ως προς το βάσιμο της αιτιολόγησης, από το διορίζον όργανο, της απόκλισής του από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και της προτίμησης του ενδιαφερόμενου μέρους.»

 

 

 

Προκύπτει, από τα ενώπιόν μου τεθέντα, ότι η Ε.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση της 15/5/2009, είχε ενώπιόν της την επιστολή του Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Δυτικής Αυστραλίας, ημερομηνίας 22/7/2008, με την οποία δίδονταν πληροφορίες αναφορικά με το επίπεδο, τη φύση και το είδος των μεταδιδακτορικών σπουδών του ενδιαφερομένου μέρους.

 

Σύμφωνα με αυτήν, το προσόν αφορούσε μεταδιδακτορική μελέτη που ολοκληρώθηκε επιτυχώς κατά το χρονικό διάστημα Ιουνίου - Σεπτεμβρίου 1991. Ο Αντιπρύτανης βεβαίωνε, επίσης, ότι, αν και οι μεταδιδακτορικές σπουδές είναι ψηλότερου επιπέδου από τις διδακτορικές, δεν επισφραγίζονται με την απονομή κάποιου διπλώματος και το μόνο αποδεικτικό είναι η σχετική δημοσίευση της εργασίας σε επιστημονικό περιοδικό.  Στην ίδια επιστολή, δίδονταν και τα ακριβή στοιχεία της δημοσίευσης της εργασίας του αιτητή, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται στον Προσωπικό του Φάκελο, με τίτλο “Diurnal variation of nitrate concentration in cereals grown under rainfed Mediterranean conditions” και έχει δημοσιευθεί στην επιστημονική σειρά “Communications in Soil Science and Plant Analysis 1995  26 (7 & 8), 1121-1131”.

 

Ενώπιον της Ε.Δ.Υ., υπήρχε, επίσης, επιστολή από το δικηγόρο του αιτητή, στην οποία γινόταν αναφορά στην ακυρωτική απόφαση στη Βεβαίωση σε σχέση με το διδακτορικό του ενδιαφερομένου μέρους και στα επιπρόσθετα προσόντα του αιτητή, με ιδιαίτερη έμφαση στο Master of Science του Πανεπιστημίου Δυτικών Ινδιών με θέμα την Τροπική και Υποτροπική Γεωπονία και στην επιτυχή συμπλήρωση δύο ενοτήτων του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Διεύθυνσης και Δημόσιας Διοίκησης του Μεσογειακού Ινστιτούτου Διεύθυνσης.

 

΄Οπως έχει νομολογηθεί, το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μία θέση είναι θέμα πραγματικό, εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ.  Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας - (βλ. Theodoros G. Papapetrou and The Republic (Public Service Commission) 2 R.S.C.C. 61· Δημοκρατία κ.ά. ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286· Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 543).

 

Από τα όσα καταγράφονται στο πρακτικό της Ε.Δ.Υ. και από το σύνολο των εγγράφων που βρίσκονταν ενώπιόν της κατά την επανεξέταση, προκύπτει ότι η Ε.Δ.Υ. εξέτασε, αξιολόγησε και συνεκτίμησε τα πρόσθετα προσόντα των διαδίκων, συμμορφούμενη με τις υποδείξεις της ακυρωτικής απόφασης.

 

Λαμβανομένης υπόψη της σχετικής διευκρίνισης που δόθηκε από τον Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Δυτικής Αυστραλίας - ότι οι μεταδιδακτορικές σπουδές βρίσκονται σε πιο ψηλό επίπεδο από τις διδακτορικές - η κατάληξη της Ε.Δ.Υ. για υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους στα προσόντα ήταν εύλογα επιτρεπτή και απαλλαγμένη από τις νομικές πλημμέλειες της ακυρωθείσας απόφασής της.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους είναι αποτέλεσμα ουσιώδους πλάνης της Ε.Δ.Υ.  Ο ίδιος υπερείχε έναντι του ενδιαφερομένου μέρους και στα τρία νομολογημένα κριτήρια.  Ειδικότερα, αμφισβητεί την κρίση της Ε.Δ.Υ. περί υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους σε προσόντα, επισημαίνοντας ότι, στην επιστολή του Πανεπιστημίου Δυτικής Αυστραλίας, υπάρχει χρονική ανακρίβεια αναφορικά με τη διάρκεια των εν λόγω σπουδών του.  Ενώ σ’ αυτήν αναφέρεται ότι η μεταδιδακτορική μελέτη συμπληρώθηκε επιτυχώς κατά τη διάρκεια της περιόδου Ιουνίου - Σεπτεμβρίου 1991, από έγγραφα του Προσωπικού Φακέλου του ενδιαφερομένου μέρους προκύπτει ότι αυτό είχε αναχωρήσει για την Αυστραλία στις 29/6/1991, η δε υποτροφία που του παραχωρήθηκε για την ερευνητική εργασία ήταν τρίμηνης διάρκειας, με έναρξη την 1/7/1991.  Ως αποτέλεσμα, κακώς έχει συνυπολογιστεί και ο Ιούνιος στη χρονική περίοδο των μεταδιδακτορικών του σπουδών.

 

Αναφερόμενος στα δικά του πρόσθετα προσόντα, ο αιτητής υποβάλλει ότι αυτά ήταν απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, του προσέδιδαν ξεκάθαρη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος σε προσόντα και κακώς δεν συνεκτιμήθηκαν με το μεταδιδακτορικό προσόν του ενδιαφερομένου μέρους.

 

΄Οπως έχω, ήδη, αναφέρει, η Ε.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση, είχε ενώπιόν της όλα τα σχετικά στοιχεία, τα οποία αξιολόγησε και κατέληξε στην εκτίμησή της για υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους στα προσόντα.  Η επιστολή του Πανεπιστημίου Δυτικής Αυστραλίας αποτελούσε ορθή βάση για ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με τη φύση και το επίπεδο του μεταδιδακτορικού προσόντος του ενδιαφερόμενου μέρους, χωρίς να χρειάζεται η αναζήτηση άλλων πηγών πληροφόρησης.  Η φύση και το επίπεδο του μεταδιδακτορικού προσόντος του ενδιαφερομένου μέρους αποτελούσαν, άλλωστε, και τα λειτουργικά ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης, η οποία οδήγησε στην επανεξέταση.   

 

Η «χρονική ανακρίβεια», που επισημάνθηκε από τον αιτητή σε ό,τι αφορά την ημερομηνία έναρξης της μεταδιδακτορικής έρευνας, είναι εντελώς επουσιώδες ζήτημα που δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα.  Το ουσιώδες εδώ ήταν το επίπεδο του τίτλου και όχι η χρονική διάρκεια απόκτησής του.

 

Τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή, όπως έχω ήδη αναφέρει, ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και αξιολογήθηκαν.  Η διαπίστωση, όμως, ότι οι μεταδιδακτορικές σπουδές του ενδιαφερομένου μέρους είναι ψηλότερου επιπέδου από τις διδακτορικές έδιδε σ’ αυτό υπεροχή έναντι του αιτητή στο ζήτημα των προσόντων.

 

΄Οπως έχει νομολογηθεί, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα.  Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει.  Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ’ αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα. (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων, οι διάδικοι είχαν διοριστεί στη Δημόσια Υπηρεσία την ίδια ημερομηνία - (15/12/1972) - στη θέση του Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών. Προήχθησαν, στη συνέχεια, στις 15/1/1983, στη θέση Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών Α΄ και, ακολούθως, στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών, με προβάδισμα του αιτητή, ο οποίος προήχθη στις 15/2/1994, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος στις 15/2/2000, θέση που κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο αιτητής προήχθη, περαιτέρω, στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών από 1/12/2000.

 

Με βάση την πιο πάνω εικόνα, ο αιτητής εισηγείται ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατείχε θέση ιεραρχικά και οργανικά ανώτερη και ότι προΐστατο του ενδιαφερομένου μέρους για περισσότερα από έξι χρόνια, γιατί με την τελευταία προαγωγή του της 1/12/2000, του είχαν ανατεθεί καθήκοντα Υπεύθυνου Τομέα Παραγωγής.  Ως εκ τούτου, είναι η θέση του ότι η σχετική αναφορά της Ε.Δ.Υ. είναι ουσιωδώς πεπλανημένη, γιατί παραβλέπει ένα προβάδισμα αρχαιότητάς του, που, συνολικά, υπερβαίνει τα δώδεκα χρόνια και αγνοεί την υπέρτερη πείρα του, που αποκτήθηκε από την ημερομηνία προαγωγής του (1/12/2000) στην τελευταία, πριν την επίδικη, θέση.

 

Η αρχαιότητα είναι νομολογημένο ότι λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν όλα τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα - (βλ. Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56· Βασιλειάδης κ.ά. ν. Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403).  Σε περιπτώσεις δε πλήρωσης θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και/ή θέσεων ψηλά στην ιεραρχία, όπως είναι η επίδικη, η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία - (βλ. Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47).

 

΄Οπως προκύπτει από τα πρακτικά της επανεξέτασης, η Ε.Δ.Υ. συνυπολόγισε την αρχαιότητα μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια, με ιδιαίτερη αναφορά στο προβάδισμα του αιτητή, για το οποίο σημείωσε ότι οφείλεται στην κλίμακα της θέσης που κατείχε και είχε, λόγω της διευθυντικής φύσης της επίδικης θέσης, περιορισμένη σημασία.

 

Είναι προφανές ότι η αρχαιότητα του αιτητή και η, εξ’ αυτής, προερχόμενη πείρα λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ., η οποία, μάλιστα, διατύπωσε σχετική κρίση, ότι, δηλαδή, η εν λόγω αρχαιότητα του αιτητή δε θα μπορούσε να υπερισχύσει της υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους στα άλλα κριτήρια.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η βαθμολογική υπεροχή του κατά ένα «εξαίρετος» περισσότερο στη “Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα” για το έτος 1996 δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως πολύ οριακή από την Ε.Δ.Υ., αλλά, αντίθετα, λόγω και της ισοπεδωτικής βαθμολόγησης των δημόσιων υπαλλήλων, που είχε επισημανθεί από την Ε.Δ.Υ., και της υπεροχής του στα λοιπά κριτήρια, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη.

 

Υπεροχή, βασισμένη σε ένα ή δύο στοιχεία βαθμολογημένα ψηλότερα, είναι εντελώς πλασματική.  Τέτοιου είδους διακυμάνσεις στην υπεροχή είναι χωρίς ουσιαστική σημασία - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374· Βασιλειάδης κ.ά. ν. Τσιάππα κ.ά., (πιο πάνω)).

 

Στην παρούσα περίπτωση, δεδομένης της ισοδυναμίας των μερών σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης της περιόδου 1997 - 2006, η κατά ένα «εξαίρετος» διαφορά υπέρ του αιτητή, αναγόμενη, μάλιστα, στο έτος 1996, δεν μπορούσε να έχει τέτοια σημασία, που να επηρεάζει τη νομιμότητα της κατάληξης της Ε.Δ.Υ.

 

Εισηγείται, περαιτέρω, ο αιτητής ότι είχε υπέρ του και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, στοιχείο κρίσεως μεγάλης σημασίας, που άπτεται άμεσα της καταλληλότητας των υποψηφίων για την καλύτερη δυνατή εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης.  Ως εκ τούτου, η Ε.Δ.Υ. όφειλε να δώσει ειδική και πειστική αιτιολογία για την παραγνώρισή της.

 

Η εισήγηση του αιτητή δε βρίσκω να ευσταθεί.  ΄Οπως προκύπτει από το απόσπασμα του πρακτικού της Ε.Δ.Υ. που έχω, ήδη, παραθέσει, η απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή έγινε λόγω των υπέρτερων προσόντων του ενδιαφερομένου μέρος και του ψηλότερου επιπέδου αξιολόγησης της απόδοσής του κατά την προφορική εξέταση.  Δόθηκε, συνεπώς, ειδική αιτιολογία γιατί δεν ακολουθήθηκε η σύσταση.

 

΄Αλλος ισχυρισμός, που προβάλλει ο αιτητής, είναι ότι, επειδή, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αυτός κατείχε τη θέση του Πρώτου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών, που προηγείται της επίδικης και η οποία είναι ανώτερη μισθολογικά και ιεραρχικά από τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά και επειδή είχε προβάδισμα αρχαιότητας έξι χρόνων έναντι του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού και   διετέλεσε τρεις φορές Αναπληρωτής Διευθυντής και άλλες τριάντα έξι ως αντικαταστάτης, διέθετε υπέρτερη πείρα, αποφασιστικής σημασίας, η οποία αγνοήθηκε.

 

΄Οπως έχω, ήδη, αναφέρει, κατά την εξέταση παρόμοιων εισηγήσεων σχετικά με την αρχαιότητα, όλα τα υπηρεσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων και όσων τεκμηρίωναν την πείρα των υποψηφίων, ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και συνεκτιμήθηκαν με τα υπόλοιπα κριτήρια.  Η Ε.Δ.Υ. συμπεριέλαβε στο αιτιολογικό της ιδιαίτερη αναφορά στην αρχαιότητα του αιτητή, σημειώνοντας τους λόγους που, κατά την άποψή της, δεν μπορούσε να έχει βαρύνουσα σημασία, έτσι ώστε ο πιο πάνω ισχυρισμός του αιτητή να καθίσταται αβάσιμος.

 

Ο αιτητής προβάλλει ότι η απόδοσή του στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε από το Γενικό Διευθυντή, που κατείχε εξειδικευμένες γνώσεις στο αντικείμενο της επίδικης θέσης, σε ανώτερο επίπεδο από το ενδιαφερόμενο μέρος - («σχεδόν εξαίρετος» έναντι «πάρα πολύ καλού») - ενώ η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε τον αιτητή ως «πάρα πολύ καλό» και το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετο», βαθμολογική διαφορά που έχει χαρακτηριστεί από τη νομολογία ως οριακή - (βλ. Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432) - και που κακώς προσέλαβε, κατά την άποψή του, υπέρμετρη βαρύτητα.

 

Στην Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83, έχει αναφερθεί ότι η άποψη του Διευθυντή αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, όπως στην παρούσα περίπτωση, δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής αλλά παράγοντα που βοηθά στη διαμόρφωση άποψης ως βοηθητικό στοιχείο.

 

Ως προς τη βαρύτητα των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316, έχει αποφασιστεί ότι η απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις έχει αυξημένη βαρύτητα, όταν πρόκειται για πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και θέσεων που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, όπου η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων τους, προϋποθέτει πρόσωπα που διαθέτουν προσωπικότητα, ιδίως για περιπτώσεις διευθυντικών θέσεων.

 

Στην παρούσα περίπτωση, η απόκλιση από τη σύσταση δεν αιτιολογήθηκε με αναφορά μόνο στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, όπως ήταν η περίπτωση στη Σπανός ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), που επικαλείται ο αιτητής, αλλά ήταν το συνδυασμένο αποτέλεσμα των διαπιστώσεων της Ε.Δ.Υ. για υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε προσόντα και της καλύτερης απόδοσής του στην προφορική εξέταση.

 

Με δεδομένο ότι η επίδικη θέση βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου ήταν ευρεία - (βλ. Δημοκρατία ν. Πανταζή, (πιο πάνω)· Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 130 και Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673).

 

Υπό τις περιστάσεις, θεωρώ ότι η βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική εξέταση δεν εξέρχεται των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η Προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                      Δ.

 

 

/ΔΓ, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο