ΑΝΤΗ-ΣΧΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1617/2009 και 1647/2009, 31 Οκτωβρίου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1617/2009 και 1647/2009)

 

31 Οκτωβρίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 1617/2009

 

ΑΝΤΗ-ΣΧΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 1647/2009

 

ΕΡΜΗΣ ΚΛΟΚΚΑΡΗ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση αρ. 1617/2009.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση αρ. 1647/2009.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθηκε στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας από 1.11.2009 με σχετική απόφαση της Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της    ημερ. 15.10.2009, δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 20.11.2009.

 

        Αμφότεροι οι αιτητές στις συνενωθείσες αυτές προσφυγές επιδιώκουν την ανατροπή της απόφασης της Ε.Δ.Υ., θεωρώντας ότι η κρίση του διοικητικού οργάνου είχε ληφθεί κατά παράβαση του νόμου, σε κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας και με προφανή πλάνη περί τα πράγματα ενόψει του ότι ήσαν υπέρτεροι σε προσόντα, αρχαιότητα και αξία από το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Τα συγκριτικά στοιχεία των διαδίκων έχουν ως εξής:

 

(i)               Η αιτήτρια στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1617/2009 (εφεξής «η αιτήτρια»), γεννήθηκε στις 28.10.1950 και κατέχει δίπλωμα Αρχιτέκτονα Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, δίπλωμα στην Πολεοδομία-Joint Distance Learning και δίπλωμα στο Περιβάλλον και την Ανάπτυξη από το Open University.  Διορίστηκε ημερομίσθια Λειτουργός Πολεοδομίας στις 15.10.1973 και μετά Λειτουργός Πολεοδομίας 2ης τάξης στις 15.2.1977, προαχθείσα σε 1ης τάξης στις 15.5.1980 και σε Ανώτερη Λειτουργό Πολεοδομίας την 1.9.1992. 

 

(ii)             Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1647/2009 (εφεξής «ο αιτητής»), γεννήθηκε στις 15.7.1954 και είναι κάτοχος διπλώματος Αρχιτεκτονικής από τη Σχολή Luminy της Μασσαλίας, κατέχει δε και δίπλωμα Πολεοδομίας/Χωροταξίας DESS από το Ινστιτούτο Πολεοδομίας και Χωροταξίας I.AR. της Προβηγκίας, καθώς και δίπλωμα Πολεοδομίας/Χωροταξίας DEA από το Ινστιτούτο Πολεοδομίας και Χωροταξίας I.AR. της Προβηγκίας.  Διορίστηκε έκτακτος Λειτουργός Πολεοδομίας τον Ιανουάριο του 1981 και μετά Λειτουργός Πολεοδομίας 2ης τάξης τον Νοέμβριο του 1985, προαχθείς σε 1ης τάξης τον Δεκέμβριο του 1988 και Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας από 1.9.1997.

 

(iii) Το ενδιαφερόμενο  μέρος Μιρέττα Ιωαννίδου γεννήθηκε στις 13.4.1953 και κατέχει δίπλωμα του πανεπιστημίου της Φλωρεντίας στον κλάδο της Αρχιτεκτονικής και Diploma in Town Planning από το University of the West of EnglandJoint Distance Learning.  Διορίστηκε Λειτουργός Πολεοδομίας 2ης τάξης με σύμβαση την 1.3.1977 και Λειτουργός Πολεοδομίας 2ης τάξης την 1.10.1977.  Στη συνέχεια προήχθηκε σε Λειτουργό Πολεοδομίας 1ης τάξης στις 15.6.1982 και στη θέση της Ανώτερης Λειτουργού Πολεοδομίας στις 15.1.1999.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού θεώρησε ότι οι διάδικοι κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα τους κάλεσε, μαζί με άλλους υποψήφιους, σε προφορική εξέταση στις 10.2.2009, συστήνοντας κατ΄ αλφαβητική σειρά τους αιτητές, το ενδιαφερόμενο μέρος (κρίνοντας και τους τρεις «εξαίρετους») και ένα ακόμη άτομο ως υποψήφιους για επιλογή στη μια προκηρυχθείσα θέση του Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας.  Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. δέχθηκε σε προφορική εξέταση αριθμό υποψηφίων πέραν εκείνων που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην οποία παρευρίσκετο και ο διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Ο διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης  χαρακτηρίζοντας το ενδιαφερόμενο μέρος ως «σχεδόν εξαίρετη», τον αιτητή ως «σχεδόν εξαίρετο» και την αιτήτρια ως «εξαίρετη», συστήνοντας για προαγωγή την αιτήτρια.

 

 Η Ε.Δ.Υ. επανασυνεδρίασε στις 15.10.2009, αξιολογώντας τους αιτητές και ενδιαφερόμενο μέρος ως εξής:  Την μεν αιτήτρια κατά πλειοψηφία ως «πάρα πολύ καλή», τον δε αιτητή ομόφωνα ως «σχεδόν εξαίρετο». Το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε κατά πλειοψηφία ως «εξαίρετη». Στη συνέχεια, διαφωνούντος ενός μέλους, έκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος ως υπερέχον των υπολοίπων υποψηφίων και της πρόσφερε την προαγωγή με το εξής σκεπτικό: κρίθηκε ως εξαίρετη κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και από την πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. κατά την προφορική εξέταση, ενώ διέθετε και το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πρόσθετο προσόν για «πολύ καλή γνώση  των ειδικών συνθηκών που αφορούν θέματα πολεοδομίας, χωροταξίας και οικήσεως στην Κύπρο».  Απέδωσε επίσης τη δέουσα βαρύτητα στο πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν της, το οποίο δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα, αλλά ήταν σχετικό με τα καθήκοντα και ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης.  Θεωρώντας την απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση ως αυξημένης βαρύτητας εφόσον η θέση αφορούσε υψηλή διευθυντική θέση στη ιεραρχία, δεν ακολούθησε τη σύσταση του διευθυντή για προαγωγή της αιτήτριας. Πέραν των πιο πάνω, συγκρινόμενο το ενδιαφερόμενο μέρος με την αιτήτρια, οι δύο υποψήφιες ισοδυναμούσαν σε αξία, αλλά η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι η υπεροχή της αιτήτριας σε αριθμητικά περισσότερα πρόσθετα προσόντα δεν μπορούσε να ανατρέψει την υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση.  Έκρινε επίσης ότι η υπεροχή της αιτήτριας κατά έξι χρόνια και τέσσερεις μήνες στην προηγούμενη θέση έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, είχε περιορισμένη σημασία «…… στις περιπτώσεις ανώτατων διευθυντικών θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως η παρούσα.». 

Σε σχέση με τον αιτητή, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ενώ αξιολογήθηκε στο ίδιο επίπεδο με αυτόν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «εξαίρετη», εν τέλει ο αιτητής στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως «σχεδόν εξαίρετος», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετη» κατά πλειοψηφία.  Καταγράφηκε επίσης η ίση αξία των δύο αυτών υποψηφίων, καθώς και το γεγονός ότι και ο αιτητής, όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος, διέθεταν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα μη απαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας και μη αποτελούντα πλεονέκτημα ή θεωρούμενα ως πρόσθετο προσόν, αλλά σχετικά με τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, στα οποία δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.  Και εδώ η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι η αριθμητική υπεροχή του αιτητή σε επιπρόσθετα προσόντα δεν μπορούσε να ανατρέψει την υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους στην ενώπιον της προφορική εξέταση.  Σημειώθηκε τέλος ότι η αρχαιότητα του αιτητή στην παρούσα θέση ήταν περιορισμένης σημασίας εφόσον η υπό πλήρωση θέση ήταν ψηλά στην ιεραρχία και ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. 

 

Κοινοί είναι ουσιαστικά οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής και η αιτήτρια θεωρούν ότι ήταν λανθασμένη η κρίση της Ε.Δ.Υ.  Με δεδομένη την ισοτιμία των υποψηφίων ως προς την αξία, έχοντας τις ίδιες εξαίρετες αξιολογήσεις κατά τα τελευταία πέντε έτη, η αιτήτρια εισηγείται ότι  κατέχει  εκτός από το προβλεπόμενο προσόν και δύο επιπρόσθετα διπλώματα στην Πολεοδομία, καθώς και τον επαγγελματικό τίτλο Member RTPI, όλα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.  Τα προσόντα αυτά αγνοήθηκαν από την πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ., όπως αγνοήθηκε  και η έκδηλη υπεροχή της σε αρχαιότητα κατά 6 χρόνια, 4 μήνες και 15 ημέρες.  Αυτό, εφόσον η  μεν αιτήτρια προήχθηκε στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Πολεοδομίας από 1.9.1992, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος από 15.1.1999.  Παραγνωρίστηκε επίσης η υπέρ της σύσταση από το διευθυντή χωρίς να έχει καταγραφεί από την Ε.Δ.Υ. ειδική αιτιολογία προς απόκλιση από αυτή.  Αποκλειστικό επομένως κριτήριο για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους υπήρξε η απόδοση αυτού στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της Ε.Δ.Υ.

 

 Παρόμοιο ζήτημα εγείρει και ο αιτητής, ο οποίος κατέχει πέραν του διπλώματος Αρχιτέκτονα και δίπλωμα Πολεοδομίας και Χωροταξίας, το οποίο εισηγείται ότι κατά τρόπο δεδικασμένο αναγνωρίστηκε από την Ε.Δ.Υ. και το Ανώτατο Δικαστήριο ως μεταπτυχιακό προσόν στις υποθέσεις Αγαπίου ν. Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 1092/04, ημερ. 3.7.2006 και Κλόκκαρη ν. Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 1039/97, ημερ. 30.6.2000.  Πέραν όμως της υπεροχής του αιτητή σε προσόντα, αυτός είναι και αρχαιότερος του ενδιαφερόμενου μέρους κατά 1 χρόνο και 4½ μήνες, ενώ η διαφορά στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. ήταν ελάχιστη αφού ο μεν αιτητής βαθμολογήθηκε ως «σχεδόν εξαίρετος», το δε ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετη».  Παρά ταύτα η  Ε.Δ.Υ., με  μόνη  αυτή τη διαφορά, θεώρησε κατά πλάνη, το ενδιαφερόμενο μέρος ως καταλληλότερο                                                                                                                                                                                                                          για προαγωγή.

 

Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, απαιτεί για σκοπούς προαγωγής, όπως ήταν εδώ η περίπτωση, τριετή τουλάχιστον πείρα στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Πολεοδομίας, και, πέραν της ακεραιότητας χαρακτήρα κλπ και της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και Αγγλικής Γλώσσας, θεωρεί ως επιπρόσθετο προσόν την «πολύ καλή γνώση των ειδικών συνθηκών που αφορούν θέματα Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Οικήσεως στην Κύπρο.».

 

Η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί έναντι και του αιτητή και της αιτήτριας.  Ο βασικός λόγος είναι η απόδοση υπέρμετρης και κατά παράβαση της νομολογίας σημασίας στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Ε.Δ.Υ.  Η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποίησε αυτή την προφορική εξέταση προς αντιστάθμιση όλων των υπολοίπων στοιχείων τα οποία ήταν υπέρ των συνυποψηφίων του ενδιαφερομένου μέρους και τα οποία στην ουσία κατά πλάνη αγνοήθηκαν.  Όπως έχει λεχθεί στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, η σημασία της προφορικής εξέτασης και του αποτελέσματος της, έστω και αν πρόκειται για θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, δεν μπορεί από μόνη της «….. να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπόψιν.».  Σημειώθηκε επίσης στην εν λόγω απόφαση ότι η προφορική αξιολόγηση από την Ε.Δ.Υ., όταν βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου, αλλά και τη διαφορετική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην ουσία παραμένει «….. αντικειμενικά» να μην είναι «μετρήσιμη». 

 

Συγκεκριμένα για τον αιτητή, η αξιολόγηση αυτού σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν όντως οριακή εφόσον λανθασμένα δόθηκε μια υπέρ της δέουσας βαρύτητα από την Ε.Δ.Υ. σε μια διαφορά της τάξης του «εξαίρετα» με του «σχεδόν εξαίρετα».  Τέτοια διαφορά είναι στην ουσία αμελητέα εφόσον έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι διαφορές μεταξύ της αξιολόγησης «εξαίρετος» και του «πάρα πολύ καλός», χαρακτηρίζονται ως «οριακές», ή «ελάχιστες», ή «μικρές». Στη Χαράλαμπος Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, η διαφορά μεταξύ «πολύ καλός» και «εξαίρετος» χαρακτηρίστηκε οριακή, ενώ στη Δημοκρατία ν. Λάζαρου Σαββίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 69, η διαφορά μεταξύ «πάρα πολύ καλός» και «πολύ καλός», χαρακτηρίστηκε ως ελαφρά.  Οριακή χαρακτηρίστηκε και η διαφορά μεταξύ του «πάρα πολύ καλή» και «εξαίρετη» στην Ειρήνη Χριστοδούλου – πιο πάνω –.

 

Έναντι της πιο πάνω ελάχιστης διαφοράς στην αξιολόγηση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε την αρχαιότητα του αιτητή κατά 1 χρόνο και 4½ μήνες, η οποία έχει νομολογιακά αναγνωριστεί ότι πέραν του ότι έχει τη δική της σημασία ως θεσμοθετημένο κριτήριο, επιφέρει ταυτόχρονα και υπεροχή σε πείρα που προσθέτει στην αξία του υποψηφίου.  Στο στοιχείο αυτό της πείρας ως συνακόλουθο της αρχαιότητας η Ε.Δ.Υ. στην παρούσα περίπτωση δεν έκανε καμία απολύτως αναφορά.  Έχει και πρόσφατα αναγνωριστεί στη Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 156/2008, ημερ. 29.9.2011, ότι η πείρα προσθέτει στην αξία, παρόλο που δεν αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης, επιβεβαιώνοντας προηγούμενη και παλαιότερη νομολογία όπως τις υποθέσεις Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756.  Η ολοκληρωτική απουσία οποιασδήποτε μνείας της πείρας από την απόφαση της Ε.Δ.Υ. ως συνακόλουθης της αρχαιότητας του αιτητή αποτέλεσε σφάλμα κατά την αξιολόγηση των δύο υποψηφίων με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται πλάνη. 

 

Παραγνωρίστηκε επίσης η εξειδικευμένη αναφορά στα πρόσθετα προσόντα του αιτητή ώστε να συγκεκριμενοποιηθεί η βαρύτητα που απεδόθη από την Ε.Δ.Υ. στο κάθε προσόν που θεωρείτο πρόσθετο και σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.  Με δεδομένο ότι και ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν το υπό του σχεδίου υπηρεσίας πρόσθετο προβλεπόμενο προσόν, (η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι το πρόσθετο αυτό προσόν το κατείχαν όλοι οι υποψήφιοι λόγω της ενασχόλησης τους με το εξειδικευμένο αντικείμενο της πολεοδομίας και χωροταξίας για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών πέραν των δέκα ετών που απαιτούνταν δυνάμει της παρ. 3Α(2) των σχεδίων υπηρεσίας), η Ε.Δ.Υ. στην ουσία με μια γενικόλογη αναφορά απλώς κατέγραψε τη θέση της ότι δεν είχε παραλείψει να λάβει υπόψη ότι ο αιτητής διέθετε περισσότερα επιπρόσθετα προσόντα από το ενδιαφερόμενο μέρος, χωρίς ταυτόχρονα να σημειώσει οτιδήποτε σε σχέση με ένα έκαστο εξ αυτών ώστε να τους αποδώσει τη δέουσα βαρύτητα.  Υπό το πρίσμα αυτό και πάλι η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. ήταν ελλιπής, εφόσον όπως διαπιστώθηκε και στην υπόθεση Ειρήνης Χριστοδούλου, πιο πάνω, η λεκτική απλώς αναγνώριση της ύπαρξης πρόσθετου προσόντος και του γεγονότος ότι αυτό λήφθηκε υπόψη δεν αφήνει περιθώρια στο αναθεωρητικό Δικαστήριο να αντιληφθεί το βαθμό στον οποίο το προσόν λήφθηκε όντως υπόψη και πώς επέδρασε στην κρίση της Ε.Δ.Υ.  Η νομολογία που παραθέτει η συνήγορος των καθ΄ ων ως προς τα προσόντα δεν διΐσταται βέβαια των αναγνωρισμένων αρχών.  Το ζητούμενο είναι πώς στην πράξη η Ε.Δ.Υ. συνυπολόγισε τα πρόσθετα προσόντα.  Πόσον μάλλον εδώ που ο αιτητής, και δεν υπάρχει αντίλογος επ΄ αυτού, κατέχει δύο τουλάχιστον πρόσθετα προσόντα εκ των οποίων το ένα, δηλαδή, το μεταπτυχιακό δίπλωμα Πολεοδομίας και Χωροταξίας, αναγνωρίστηκε όντως ως μεταπτυχιακό που ήταν βεβαίως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης όπως σημειώθηκε στις υποθέσεις Αγαπίου και Κλόκκαρη – πιο πάνω –.

 

Να σημειωθεί στο στάδιο αυτό, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορεί διά της αγορεύσεως του ή κατά τις διευκρινίσεις να αμφισβητεί την κρίση της Ε.Δ.Υ. ως προς την πραγματική κατοχή των πρόσθετων προσόντων από τον αιτητή, διότι με αυτό τον τρόπο καταφέρεται εναντίον της κρίσης της, αντί να την  υποστηρίζει (δέστε Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Στέλιος Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1719/07, ημερ. 22.7.2010).

 

Τα πιο πάνω ισχύουν κατά μείζονα λόγο και ως προς την αιτήτρια. Η αιτήτρια, υπενθυμίζεται, είχε έναντι του ενδιαφερομένου μέρους υπεροχή σε αρχαιότητα κατά έξι χρόνια και τέσσερεις μήνες, μια περίοδος χρόνου που δεν είναι ευκαταφρόνητη και η οποία στην ουσία παραγνωρίστηκε πλήρως από την Ε.Δ.Υ.  Αυτό, διότι η Ε.Δ.Υ. αρκέστηκε στο να καταγράψει, όπως και για τον αιτητή, ότι «….. η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία όταν πρόκειται για περιπτώσεις ανώτατων διευθυντικών θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, όπως η παρούσα», με αναφορά σε απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Πανταζή ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 47.  Η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε όμως ως προς το σημείο αυτό διότι και πάλι δεν αξιολόγησε καθόλου κατά την εξέταση των δεδομένων της αιτήτριας την πείρα που συνακόλουθα αυτή είχε ως εκ της σοβαρής αρχαιότητας της έναντι του ενδιαφερομένου μέρους. 

 

Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία στα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας, όλα απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.  Με αναφορά στην υπόθεση Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, η Ε.Δ.Υ. όφειλε να σταθμίσει στην ουσία την αξία των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας ώστε να συνυπολογιστούν κατά τον τρόπο που η νομολογία έχει καθορίσει: δηλαδή αφενός να μην δώσει υπερβολική βαρύτητα ώστε να αποδώσει στον κάτοχο των πρόσθετων προσόντων έκδηλη υπεροχή, ούτε όμως να θεωρήσει τα πρόσθετα προσόντα ως εντελώς οριακά ως θα ήταν εάν δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (δέστε και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –).  Στην απόφαση της η Ε.Δ.Υ. απλώς σημείωσε ότι η αιτήτρια διέθετε «….. αριθμητικά περισσότερα επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία, όμως έκρινε ότι δεν μπορούν ανατρέψουν την επιλογή της επιλεγείσας Ιωαννίδου …..».  Αυτό διότι ως η Ε.Δ.Υ. σημείωσε, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αξιολογηθεί σε υψηλότερο επίπεδο κατά την προφορική εξέταση ενώ ήταν και ίση σε αξία  όπως προέκυπτε από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών στις οποίες αποδόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα.

 

Παρατηρείται επομένως ότι η Ε.Δ.Υ. προσπέρασε στην ουσία τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα της αιτήτριας χωρίς να τους δώσει οποιαδήποτε ουσιαστική σημασία, ενώ αποκλειστική και πάλι βαρύτητα έδωσε στην ενώπιον της αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση σε αντιστάθμισμα όλων των υπολοίπων υπέρ της αιτήτριας στοιχείων: δηλαδή τόσο τη σύσταση που είχε υπέρ της από το διευθυντή, όσο και τη μεγάλη αρχαιότητα της (με τη συνακόλουθη πείρα), αλλά και τα αριθμητικά πρόσθετα προσόντα.  Παρεμβάλλεται εδώ ότι λανθασμένα το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τις διευκρινίσεις αναφέρθηκε σε ασυνέπεια του διευθυντή κατά τη σύσταση του υπέρ της αιτήτριας, σ΄ αντίθεση με τα σχόλια του σε υπηρεσιακές εκθέσεις.  Ορθά υποδεικνύει ο  κ. Αγγελίδης ότι αν η σύσταση του διευθυντή έπασχε, τότε αυτό ήταν στοιχείο που εν πάση περιπτώσει δεν θα ενίσχυε την κρίση της Ε.Δ.Υ., την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος όφειλε να συνδράμει.

 

 Δεν υπήρξε επομένως ούτε ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση της υπέρ της σύσταση από το διευθυντή διότι κατά τα αποφασισθέντα στην Ειρήνη Χριστοδούλου – πιο πάνω – η προφορική εξέταση και η καλύτερη απόδοση σ΄ αυτή δεν αποτελεί ειδική αιτιολογία προς παραγνώριση της σύστασης του διευθυντή υπέρ της αιτήτριας.  Ισχύουν στην περίπτωση της αιτήτριας τα όσα λέχθηκαν στη Χαράλαμπος Σπανός ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 77/01, ημερ. 12.9.2003, ότι το κριτήριο των συνεντεύξεων, που από τη φύση του είναι υποκειμενικό, κατέστη υπερκριτήριο.  Το ενδιαφερόμενο μέρος εισηγήθηκε, με αναφορά και στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Ασσιώτης και Κτωρίδης ν. Ασσιώτης, Α.Ε. αρ. 201/09 και 205/09, ημερ. 13.7.2010, ότι δεν είναι άτοπο να δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης σε διευθυντικές θέσεις και ότι εναπόκειται στην Ε.Δ.Υ. να αποδώσει αυξημένη βαρύτητα στην προσωπικότητα των υποψηφίων όπως αναδύεται από αυτήν.  Όμως είναι η στάθμιση όλων των κριτηρίων που αποκτά σημασία ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε  υπόθεσης.  Στην Ασσιώτης – πιο πάνω – τα δεδομένα ήταν διαφορετικά της παρούσας υπόθεσης.  Το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε πρόσθετα προσόντα που δεν κατείχε ο αιτητής, του οποίου η αρχαιότητα αναγόταν στην κλίμακα και μόνο και ήταν πολύ περιορισμένης σημασίας. 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης, εκάστη των οποίων επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και του αιτητή αντίστοιχα και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το                  Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο