ΛΟΪΖΟΣ ΠΑΝΑΓΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 118/2009 και 125/2009, 3 Nοεμβρίου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 118/2009 και 125/2009

 

3 Nοεμβρίου, 2011

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 118/2009

 

ΛΟΪΖΟΣ ΠΑΝΑΓΗ

Αιτητής

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 125/2009

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ

Αιτήτρια

 

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Άντης Κωνσταντίνου για τους αιτητές και στις δυο προσφυγές.

Λαμπρινή Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Κύπρος Ιωαννίδης για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,  Δ.:  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), στις 7.5.07, διόρισε την Παντελίτσα Τσέντα-Κουπεπίδου στη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών.  Οι αιτητές άσκησαν προσφυγές και ο διορισμός ακυρώθηκε.  (Βλ. Λοΐζος Παναγή κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 822/07 κ.α., ημερομηνίας 12.11.08)Η ενδιαφερομένη άσκησε έφεση αλλά η ΕΔΥ προχώρησε σε επανεξέταση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο αναδρομικός επαναδιορισμός της ενδιαφερομένης.  Οι αιτητές άσκησαν τις παρούσες προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν.  Εκκρεμούσας της παρούσας διαδικασίας εκδόθηκε η απόφαση της Ολομέλειας στην έφεση. Ήταν απορριπτική και δεν χρειάστηκε να εξεταστεί η «αντέφεση» που ασκήθηκε από τον αιτητή, για να εξεταστούν λόγοι που δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως.  (Βλ. Λοΐζος Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 189/08 και Παντελίτσα Κουπεπίδου ν. Λοΐζου Παναγή κ.α., ΑΕ 196/08, ημερομηνίας 4.3.11.)

 

Δεν δημιουργούνται περιπλοκές αφού η απόφαση της Ολομέλειας, που εκδόθηκε εκ των υστέρων, ήταν επικυρωτική των κρίσεων που οδήγησαν στην αρχική ακύρωση του διορισμού, στο πλαίσιο των προσφυγών 822/07 κ.α.  Δεν την είχε, βεβαίως, υπόψη η ΕΔΥ αλλά δεν αλλάζει η κατάσταση, από την άποψη του δεδικασμένου, ούτως ή άλλως.

 

Οι αιτητές, και οι δυο, ήταν αρχαιότεροι της ενδιαφερομένης.  Επίσης, υπερείχαν, έστω οριακά, στη βαθμολογία στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και δεν χρειάζεται για τους σκοπούς της παρούσας να εμπλακώ σε συζήτηση αναφορικά με τη σημασία των δυο «Εξαίρετος» που είχαν περισσότερα κατά τα τελευταία χρόνια.  Περαιτέρω, οι αιτητές είχαν το πλεονέκτημα που πρόβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας.  Δηλαδή μεταπτυχιακό προσόν στη φαρμακευτική ή κλάδο αυτής.  Ο αιτητής κατείχε διδακτορικό στη φαρμακευτική αλλά, περαιτέρω, και το πρόσθετο, που κρίθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ΜΒΑ.  Η αιτήτρια είχε μεταπτυχιακό στη φαρμακευτική.

 

Εν τούτοις, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας, κατά την αρχική διαδικασία, σύστησε την ενδιαφερομένη.  Η σύσταση του ήταν αναιτιολόγητη όπως θα μπορούσε να ήταν στη βάση της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης.  Θεωρήθηκε, όμως, με την πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή 822/07 κ.α. πως συγκρουόταν προς τα στοιχεία του φακέλου.  Που ιδιαίτερα περιλάμβαναν το γεγονός ότι οι αιτητές κατείχαν το πλεονέκτημα.  Αυτός ήταν ο πρώτος λόγος ακυρότητας που διαπιστώθηκε και αυτή η κρίση κρίθηκε ορθή από την Ολομέλεια. Όσο και αν δεν απαιτείτο αιτιολογία της σύστασης, η αξία της «μειωνόταν σημαντικά».

 

Η ΕΔΥ, κατά την αρχική διαδικασία, είχε υποβάλει τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση.  Αξιολόγησε την ενδιαφερομένη ως εξαίρετη και τους αιτητές ως πολύ καλούς και αυτό, σε συνδυασμό προς τη σύσταση, οδήγησε στην επιλογή της ενδιαφερομένης.  Κρίθηκε πρωτοδίκως, στις προσφυγές 822/07 κ.α., πως έλειπε η ειδική και πειστική αιτιολογία που απαιτείτο για  παραγνώριση του πλεονεκτήματος και πως στοιχειοθετείτο συναφώς περαιτέρω λόγος ακυρότητας.  Και αυτή η πρωτόδικη κρίση επικυρώθηκε από την Ολομέλεια, η οποία αναφέρθηκε συναφώς και στην έλλειψη αναφοράς στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, στα οποία υπερείχαν οι αιτητές, για να καταλήξει πως η επίκληση της προφορικής εξέτασης και της σύστασης δεν ικανοποιούσε, στο πλαίσιο των δεδομένων,  την ανάγκη για ειδική και πειστική αιτιολογία.

 

Η ΕΔΥ, κατά την επανεξέταση, προχώρησε στη βάση των ήδη υπαρχόντων δεδομένων που περιλάμβαναν τη δοθείσα σύσταση και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης.  Ως προς τη σύσταση απλώς επανέλαβε πως συνιστούσε στοιχείο που συνηγορούσε υπέρ της επιλογής της ενδιαφερομένης.  Χωρίς όμως οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς το δεδικασμένο, έστω όπως το καθόριζε τότε η πρωτόδικη απόφαση, ενόψει της οποίας προχώρησε στην επανεξέταση.  Αλλά και ως προς τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης δεν ήταν διαφορετικός, στην ουσία του, ο χειρισμός.  Εξήγησε η ΕΔΥ τη στόχευση της προφορικής εξέτασης και την αντίληψη που σχημάτισε για τους ουσιώδεις τομείς που ανέφερε.  Επίσης τους λόγους για τους οποίους η προφορική εξέταση θα έπρεπε, στη βάση και νομολογίας που παρέθεσε, να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού η θέση ήταν διευθυντική, πρώτου διορισμού και προαγωγής, ώστε να υπερνικά, μαζί με τη σύσταση, το πλεονέκτημα των αιτητών αλλά και την αρχαιότητά τους και τα πρόσθετα προσόντα και τη συγκριτική τους βαθμολογία.  Παραθέτω ολόκληρο το εκτεταμένο απόσπασμα από τα πρακτικά της ΕΔΥ:

         

«Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως αυτά ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση (που διεξήχθη στις 7.5.07) και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολο τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση σ' αυτές των τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα.

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων, καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων, όπως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, περιλαμβανομένων και τωγ καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολο τους, έκρινε ότι η ΚΟΥΠΕΠΙΔΟΥ-ΤΣΕΝΤΑ Παντελίτσα υπερέχει γενικά των υπόλοιπων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτήν διορισμό στη μόνιμη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, αναδρομικά από 15.5.07.

 

Επιλέγοντας την Κουπεπίδου-Τσέντα Παντελίτσα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή έχει αξιολογηθεί ως Εξαίρετη κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης και σε υψηλότερο σημείο από τους μη επιλεγέντες, είναι περίπου ισοδύναμη ή υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων δέκα προ του ουσιώδους χρόνου ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα και, επιπλέον, έχει υπέρ της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

 

Η Επιτροπή σημείωσε ότι, μέσα από τις ερωτήσεις που η ίδια υπέβαλε στους υποψηφίους κατά την ενώπιον της προφορική τους εξέταση, είχε την ευκαιρία να σχηματίσει ιδίαν αντίληψη των ιδιοτήτων και ικανοτήτων τους, προκειμένου ν' ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, η οποία είναι Διευθυντική και για την οποία η κρίση της για την απόδοση και το χαρακτήρα/προσωπικότητα των υποψηφίων είχε αυξημένη σημασία. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ιδιαιτερότητα των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, που αφορούν την οργάνωση, διοίκηση, εποπτεία, έλεγχο και ομαλή λειτουργία της ευαίσθητης αυτής υπηρεσίας, τον καταρτισμό καταστάσεων των αναγκών των κυβερνητικών ιατρικών υπηρεσιών σε φαρμακευτικές προμήθειες, την εξασφάλιση, εναποθήκευση και προώθηση αυτών στους τόπους χρησιμοποιήσεώς τους, καθώς επίσης και τη γνωμάτευση σ' ό,τι αφορά την εισαγωγή, εμπορία, ασφαλή φύλαξη και έλεγχο επί φαρμάκων, τον έλεγχο της άσκησης της φαρμακευτικής και λειτουργίας των ιδιωτικών φαρμακείων και την εισαγωγή ή αναθεώρηση νομοθεσίας που αφορά τα ζητήματα αυτά.

 

Σ' ό,τι αφορά τη βαρύτητα της απόδοσης στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, η Επιτροπή καθοδηγήθηκε από τη σχετική νομολογία και, συγκεκριμένα, την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 62/2003 (Γιάννος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας), ημερ. 10.8.07, όπου αναφέρεται ότι:

 

«Η απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Ε. Δ. Υ. προφορική εξέταση λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. Η υπεροχή στην προφορική εξέταση είναι στοιχείο που ανάγεται στην αξία, βασικό κριτήριο επιλογής για τη θέση. Το γεγονός ότι η θέση βρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχίας καθιστούσε την προσωπικότητα των υποψηφίων ιδιαίτερης σημασίας, σ' ό,τι αφορά την καταλληλότητά τους για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά.).»

 

Επίσης, στις συνεκδικασθείσες Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3773 (Δημοκρατία ν. Αντώνη Βασιλειάδη κ.ά.) και Αρ. 3774 (Στέλλα Ιωαννίδου ν. Αντώνη Βασιλειάδη κ.ά.), η Ολομέλεια έκρινε ότι:

 

«Η επίδικη θέση ήταν θέση ψηλά στην ιεραρχία και σύμφωνα με τη νομολογία το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια όπως δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Εδώ ο αιτητής αρ. 4 κρίθηκε πολύ κατώτερος από τη συστηθείσα. Η Ε. Δ. Υ. δεν έχει παραβιάσει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια. Επομένως ο λόγος αυτός απορρίπτεται.»

 

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι μη επιλεγέντες υποψήφιοι Κοκκίνου Παναγιώτα και Παναγή Λοΐζος διαθέτουν το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, θεώρησε, όμως, ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι η Κουπεπίδου-Τσέντα, η οποία διαθέτει και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και αξιολογήθηκε σε αρκετά υψηλότερο από αυτούς επίπεδο κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση (Εξαίρετη και Πολύ καλοί, αντίστοιχα), είναι η καταλληλότερη για τη θέση.

 

Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφασή της, η Επιτροπή έλαβε υτόψη και τη σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν καθορίζει αφ' εαυτής και εκ των προτέρων τον καταλληλότερο υποψήφιο. Στη Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 911/93 κ.ά., ημερομηνίας 18.4.97 (απόφαση της Ολομέλειας), λέχθηκε ότι:

 

«η κατοχή πλεονεκτήματος δεν προδιαγράφει και επιλογή του υποψηφίου που το κατέχει. Μπορεί σε κάθε περίπτωση να επιλεγεί άλλος υποψήφιος ενόψει πειστικών λόγων που δικαιολογούν την παραγνώρισή του.»

 

Περαιτέρω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η θέση είναι Διευθυντική, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία των θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία και, ως εκ τούτου, έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, όπως αναφέρεται αναλυτικότερα πιο πάνω.

 

Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος (Κουπεπίδου) υστερεί των Αιτητών (Κοκκίνου και Παναγή), αλλά το στοιχείο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, σε Διευθυντική θέση, όπως η παρούσα, είναι πολύ περιορισμένης σημασίας (Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 875/2002, ημερ. 13.11.03) (Καφάς ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 537/2004, ημερ. 18.8.05). Ειδικά στην παρούσα περίπτωση, δε διέλαθε της προσοχής της Επιτροπής ότι η Κουπεπίδου (Κλίμακα Α13+2) υστερεί έναντι της Αιτήτριας στην Προσφυγή Αρ. 846/07 (Παναγιώτα Κοκκίνου ν. Δημοκρατίας) σε αρχαιότητα λόγω κλίμακας. Ωστόσο, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, η διαφορά αρχαιότητας λόγω κατοχής θέσης με ανώτερη μισθολογική κλίμακα μόνο μικρή σημασία έχει, ιδίως σε θέσεις διευθυντικές όπως η παρούσα (βλ. Α.Ε. 3568, ημερ. 8.11.05).

 

Τέλος, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι μη επιλεγέντες υποψήφιοι Ισσέγιεκ Άρθουρ, Μανώλης Ανδρέας και Παναγή Λοΐζος διαθέτουν μεταπτυχιακά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αυτά όμως δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, εν πάση περιπτώσει, αφού απέδωσε στα εν λόγω προσόντα τη δέουσα βαρύτητα, τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης.»

 

 

Στην πραγματικότητα έχουμε επαναφορά εκείνων που αποδοκιμάστηκαν δικαστικώς.  Στο πλαίσιο των δεδομένων είχε κριθεί, και αυτό δέσμευε την ΕΔΥ, πως ούτε η σύσταση με τις επικρίσεις που τη συνόδευαν ούτε οι εντυπώσεις από την προφορική εξέταση ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι συνιστούσαν την απαιτούμενη ειδική και πειστική αιτιολογία.

 

Συζητήθηκαν και ενώπιόν μου ζητήματα σε σχέση με την κατά περίπτωση βαρύτητα είτε της αναιτιολόγητης σύστασης είτε των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης.  Με περαιτέρω αναφορά στη σημασία της αρχαιότητας, της όποιας διαφοράς στη βαθμολογία στις υπηρεσιακές εκθέσεις, στη βαρύτητα του πλεονεκτήματος αλλά και πρόσθετων μη απαιτούμενων προσόντων.  Όπως και ζητήματα σχετικά προς την αντίστοιχη πείρα των τριών, είτε ενόψει της αρχαιότητας είτε και για άλλο λόγο.  Η βαρύτητα όμως του κάθε στοιχείου δεν είναι πλέον, στην προκείμενη περίπτωση, θέμα αναζήτησης ώστε να είναι επιτρεπτό να επεκταθώ προς τέτοιες κατευθύνσεις.  Εδώ έχουμε ορισμένο δεδικασμένο, σύμφωνα με το οποίο, επαναλαμβάνω, κάτω από τα δεδομένα στο σύνολό τους, ούτε η σύσταση ούτε η προφορική εξέταση συνιστούσαν ειδική και πειστική αιτιολογία.  Η ΕΔΥ, επανήλθε, ακριβώς στα ίδια, έχουμε κατ’ ευθείαν σύγκρουση προς το δεδικασμένο και ασφαλώς στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

 

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Ως προς τα έξοδα οι αιτητές και οι καθ’ ων η αίτηση δήλωσαν συμφωνία.  Στη βάση της επιδικάζονται €800 έξοδα πλέον ΦΠΑ για  την κάθε προσφυγή, υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

/μσιαμπαρτά

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο