IRENE FESENKO ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, 21 Δεκεμβρίου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1051/2010)

 

21 Δεκεμβρίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

IRENE FESENKO,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------------

Α. Καρεκλάς, για την Αιτήτρια.

Β. Καρλεττίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η αιτήτρια, καταγόμενη από την Γεωργία, αφίχθηκε παρανόμως στη Δημοκρατία, μέσω Τουρκίας  στις 20.2.2007, υπέβαλε δε αίτηση για πολιτικό άσυλο στις 2.5.2007, η οποία εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και απερρίφθη στις 21.11.2008. Ιεραρχική προσφυγή που κατεχωρήθη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (εφεξής «η Αρχή»), επίσης απερρίφθη με σχετική απόφαση ημερ. 28.6.2010.

 

        Εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή, με βασικούς λόγους ότι δεν δόθηκε στην αιτήτρια η ευκαιρία να αναφερθεί στα γεγονότα που είχαν συμβεί στη Γεωργία μετά τον πόλεμο με την Οσετία και Ρωσία και να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα της, καθώς και τους κινδύνους που αυτή θα αντιμετωπίσει εάν επιστρέψει.  Δεν κλήθηκαν οι δικηγόροι της να δώσουν σ΄ αυτή νομική υποστήριξη, ούτε εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις παροχής προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.  Ούτε κλήθηκε η ίδια σε ακροαματική διαδικασία προς επεξήγηση των δεδομένων.  Η απόφαση δε, της απεστάλη στα Ελληνικά, γλώσσα που η ίδια δεν κατανοεί και εν γένει παραβιάστηκαν σωρηδόν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα της.

 

        Η αιτήτρια κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ως άτομο που δεν μπορούσε να ενταχθεί στις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, ούτε έχρηζε αναγνώρισης για συμπληρωματική προστασία δυνάμει του άρθρου 19(1) και (2), εφόσον δεν απέδειξε κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.  Δεν επιβεβαιώθηκε ούτε δικαιολογημένος φόβος δίωξης ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, αλλά ούτε και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για παραμονή στη Δημοκρατία, για ανθρωπιστικούς λόγους.  Αυτά, παρά το γεγονός ότι η αιτήτρια κρίθηκε εν γένει αξιόπιστη εφόσον η Υπηρεσία Ασύλου αποδέχθηκε ότι από τον Σεπτέμβριο 2006 είχε σταματήσει να εργάζεται διότι η εταιρεία στην οποία εργαζόταν εκκαθαρίστηκε, δεν είχε σπίτι ή εργασία στη χώρα της και μοναδικός συγγενής της ήταν ο αδελφός της, ο οποίος έμενε στο χωριό με τη δική του οικογένεια.  Στην απορριπτική της απόφαση που κοινοποίησε στην αιτήτρια, Παράρτημα 6 στην ένσταση, η Υπηρεσία Ασύλου αναφέρθηκε στη διαπίστωση της ότι ήταν οικονομικοί οι λόγοι που ώθησαν την αιτήτρια να καταφύγει στη Δημοκρατίας και να ζητήσει άσυλο.

 

        Κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, η Αρχή μελέτησε όλα τα συναφή δεδομένα όπως αυτά ήταν ενώπιον της, υπό το φως και των λόγων που αναπτύχθηκαν από το νομικό εκπρόσωπο της αιτήτριας.  Η κατάληξη της Αρχής ήταν ότι τα περιστατικά της υπόθεσης δεν υποστήριζαν καμιά από τις διατυπωθείσες θέσεις της ώστε η αιτήτρια να τύχει αναγνώρισης ως πρόσφυγας, εφόσον δεν υπήρχαν βάσιμοι φόβοι δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς ή πολιτικούς λόγους, ούτε η αιτήτρια ανήκε σε κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ή άλλη ομάδα που της δημιουργούσε  πρόβλημα παραμονής στη χώρα της.  Ούτε και στοιχειοθετήθηκαν λόγοι προς παροχή συμπληρωματικής ή ανθρωπιστικής προστασίας.  Η Αρχή επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ότι η αιτήτρια δεν ήταν άτομο που ενέπιπτε στην κατηγορία του πρόσφυγα, ούτε και χρειαζόταν ή δικαιούτο διεθνούς προστασίας.  Στο σκεπτικό της, η Αρχή εξέτασε ένα προς ένα τους λόγους που ο νομικός εκπρόσωπος της αιτήτριας υπέβαλε προς ανατροπή της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  Σημείωσε ότι η αιτήτρια είχε, ως δήλωσε στην αίτηση της, εγκαταλείψει τη χώρα της λόγω πολιτικών προβλημάτων, χωρίς όμως να δώσει σχετικές λεπτομέρειες, και ότι κατά τη συνέντευξη της είχε δηλώσει επίσης ότι ουδέποτε είχε παρενοχληθεί ή διωχθεί, συλληφθεί ή κρατηθεί για πολιτικό ή συναφή λόγο, ότι τα πολιτικά προβλήματα που εννούσε ήταν η γενική κατάσταση στην πατρίδα της, ότι ήρθε στην Κύπρο βασικά για σκοπούς εργασίας, εφόσον είχε οικονομικά προβλήματα και ότι η κυβέρνηση της Γεωργίας θα της επιτρέψει την είσοδο στη χώρα, αν ήθελε να επιστρέψει, αλλά θα αντιμετωπίσει ως συνέπεια το γεγονός ότι δεν θα έχει εκεί ούτε σπίτι, ούτε εργασία.

 

        Η προσφυγή δεν είναι δυνατόν να επιτύχει.  Οι πλείστοι λόγοι ακύρωσης αορίστως προβάλλονται και δεν υπάρχει έρεισμα στις διάφορες αιτιάσεις που καταγράφονται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.  Εξετάζοντας τους λόγους ακύρωσης, αναφέρεται κατ΄ αρχάς ότι η πράξη λήφθηκε χωρίς να δοθεί το δικαίωμα στην αιτήτρια να συνοδεύεται από το δικηγόρο της ώστε να της παρασχεθεί νομική υποστήριξη κατά παράβαση, ως είναι η εισήγηση, του άρθρου 18(4) του Νόμου.  Το ορθό άρθρο είναι το άρθρο 18(1), που εισήχθηκε στο Νόμο με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 9(Ι)/04 και που προνοεί ότι κατά τη διάρκεια συνέντευξης κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου του ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα και του αναγκαίου διερμηνέα δεν δύναται να παραστεί, εκτός αν ο ίδιος ο αιτητής το ζητήσει.  Η πρόνοια δεν επιβάλλει την παρουσία των αναφερομένων εκεί προσώπων, αλλά δίνει δικαίωμα σ΄ αυτούς αν επιθυμούν να παραστούν να το πράξουν.

 

        Η υπόθεση Harizi v. Γαλλίας η οποία αναφέρεται στην αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας χωρίς να δίδονται άλλες λεπτομέρειες, (η πλήρης αναφορά είναι (2005) ECHR 191), δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τα υπό κρίση γεγονότα.  Η υπόθεση αφορούσε παραβίαση του δικαιώματος εκπροσώπησης του αιτητή από δικηγόρο διότι δεν του επετράπη να παρουσιαστεί στο Γαλλικό Εφετείο στο Παρίσι στην απουσία του ιδίου του αιτητή, ο οποίος είχε καταδικαστεί ερήμην σε εξάμηνη φυλάκιση μετά που είχε απελαθεί στην Αλγερία ως αποτέλεσμα έκδοσης εναντίον του διατάγματος απέλασης.  Η υπόθεση αφορούσε ποινικής φύσεως διαδικασία και διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 6 παρ. 1 και 3(c) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

 Η αιτήτρια εν πάση περιπτώσει όπως φαίνεται από το διοικητικό φάκελο και το Παράρτημα 8 της ένστασης, ερυθρό 54, που είναι η έκθεση του αρμοδίου λειτουργού της Αρχής, παρά το δικαίωμα που ο Νόμος χορηγεί σε αιτούμενο πολιτικό άσυλο να εκπροσωπείται από δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο ενώπιον της Υπηρεσίας ασύλου, δεν άσκησε αυτό το δικαίωμα.  Αυτό πιστοποιείται και από το Παράρτημα 4 στην ένσταση.  Άλλωστε, σύμφωνα με το Παράρτημα 3, ημερ. 3.10.2008, η αιτήτρια ειδοποιήθηκε να παραστεί στη συνέντευξη στις 2.5.2007 και επομένως θα ηδύνατο να ενημερώσει αναλόγως η ίδια το δικηγόρο της. 

 

        Παρεμφερές με το πιο πάνω, είναι και η συναφής θέση ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία ή το δικαίωμα στην αιτήτρια να ακουστεί από την ίδια την Αρχή, σε παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και επομένως δεν υπήρξε ούτε δέουσα έρευνα.  Το άρθρο 28Ζ, όμως, του Νόμου παρέχει στην Αρχή το δυνητικό δικαίωμα να καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και ακόμη και όπου παρέχονται νέα στοιχεία προς την Αρχή, κατά τη διοικητική προσφυγή, η Αρχή δύναται, αλλά δεν υποχρεούται, να καλέσει αυτόν σε προσωπική συνέντευξη ή σε ακροαματική διαδικασία, όπως ήθελε κρίνει σκόπιμο.  Να σημειωθεί ότι προσωπική συνέντευξη είχε η αιτήτρια ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, με τη βοήθεια διερμηνέα.

 

        Γενικώς η νομολογία έχει καθορίσει ότι η παρουσίαση ενός αιτητή κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής (Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 383, Kalam v. Δημοκρτίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 595, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, Sabur v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 133/08, ημερ. 23.3.2010 και Barakan Petrosyan κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ.    αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010).  Το ζήτημα έχει και τελεσίδικα εξεταστεί στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Harpeet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393.

 

        Το επόμενο επιχείρημα περί αποστολής της απόφασης σε γλώσσα μη κατανοητή σ΄ αυτή, είναι εξίσου ανεδαφικό.  Όπως λέχθηκε στην Singh v. Δημοκρατίας – ανωτέρω – εφόσον η απόφαση αποστέλλεται σε γλώσσα κατανοητή στον αιτητή, δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση αν το σκεπτικό της αιτιολογίας αποστέλλεται στα ελληνικά.  Δεν υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο να πληροφορηθεί η αιτήτρια το περιεχόμενο της απόφασης και την αιτιολογία αυτής, ούτε και επηρεάστηκαν τα δικαιώματα της εφόσον έχει δυνηθεί να καταχωρήσει την αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Περαιτέρω, το άρθρο 28Ε(2), επιβάλλει στην Αρχή την έκδοση αιτιολογημένης απόφασης μετά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής επκυρώνοντας ή ακυρώνοντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και αυτό ακριβώς έπραξε και εδώ η Αρχή.  Εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση την οποία απέστειλε στην αιτήτρια, επεξηγώντας της το γεγονός της απόρριψης και επισυνάπτοντας το σκεπτικό στη γλώσσα της Δημοκρατίας.  Ουδεμία υποχρέωση υπάρχει από το Νόμο για μετάφραση στη γλώσσα καταγωγής του αιτητή, και ορθά βεβαίως, εφόσον πρακτικώς θα ήταν αδύνατο να παρέχεται η δυνατότητα μετάφρασης σε τόσες γλώσσες που υπάρχουν και μπορεί να ομιλούνται από τον κάθε αιτητή ασύλου.  Στην Singh v. Δημοκρατίας, μάλιστα, αμφισβητήθηκε κατά πόσο το Άρθρο 30 του Συντάγματος καλύπτει και διοικητικές διαδικασίες, αλλά εν πάση περιπτώσει αυτό δεν επιβάλλει την υποχρέωση έκδοσης της όποιας απόφασης στη γλώσσα του διαδίκου.

 

        Η ευρύτερη αιτίαση της αιτήτριας αναφορικά με την ανεπάρκεια της κρίσης της Αρχής ή και της Υπηρεσίας Ασύλου επί τω ότι δεν διερευνήθηκε επαρκώς η όλη κατάσταση πραγμάτων και λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα ή είναι αποτέλεσμα πραγματικής ή νομικής πλάνης, ουδόλως ευσταθεί.  Υπενθυμίζεται κατ΄ αρχάς ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του διαδικασία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα, η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας, της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας,  (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609, Latif  v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533 και MD Julas Miah v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1758/06, ημερ. 10.2.2009).

 

        Όσον αφορά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, ορθώς η δικηγόρος της Αρχής εντοπίζει ότι δεν τέθηκε ενώπιον της Αρχής κατά τη διοικητική προσφυγή, λόγος που αφορούσε στο αναιτιολόγητο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, αναδρομή δε στην επιστολή του συνηγόρου της αιτήτριας ημερ. 10.12.2008 με την οποία υπεβλήθη η διοικητική προσφυγή (Παράρτημα 7 στην ένσταση), πιστοποιεί τη θέση αυτή.  Υπό το φως, εν πάση περιπτώσει των απαντήσεων της αιτήτριας  και της παροχής των όποιων στοιχείων η ίδια έδωσε κατά τη συνέντευξη της, πιστοποιούν ότι αυτή στην ουσία ήταν  οικονομικός μετανάστης, που δεν ταξινομείται στην κατηγορία των πολιτικών προσφύγων (δέστε Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, υπόθ. αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).

 

        Κατά τη διοικητική προσφυγή, ουδέν νέο στοιχείο παρουσιάστηκε από την αιτήτρια ή το νομικό της εκπρόσωπο και εύλογα η Αρχή παρέμεινε στην εξέταση της προσφυγής χωρίς να θεωρήσει αναγκαίο να καλέσει την ίδια σε προσωπική συνέντευξη ή ακροαματική διαδικασία.  Σύμφωνα με τη νομολογία εναπόκειτο στην αιτήτρια να πείσει ότι υπήρξε θύμα πολιτικής ή άλλης δίωξης στη χώρα της ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά τις προϋποθέσεις για την παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή για την παροχή συμπληρωματικής προστασίας ή και προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους,  (δέστε William Crisantha Mal Francis Karunarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1875/08, ημερ. 1.3.2010 και Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, με βάση το οποίο ο αιτητής φέρει αφενός το βάρος της απόδειξης και της ειλικρινούς προσπάθειας θεμελίωσης των ισχυρισμών του και αφετέρου, η παρ. 62 αυτού, καθορίζει ότι μετανάστης που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του ωθούμενος από οικονομικά κίνητρα, δεν είναι πρόσφυγας).

 

        Η Αρχή ορθά θεώρησε την όλη περίπτωση της αιτήτριας ως εμπίπτουσας στην εγκατάλειψη της χώρας της για οικονομικούς λόγους.  Αντίθετα με το τι είχε δηλώσει αρχικά στην αίτηση της ότι έφυγε από τη Γεωργία για πολιτικούς λόγους, χωρίς την παροχή οποιωνδήποτε λεπτομερειών, διευκρίνισε κατά τη συνέντευξη της ότι ήταν ο δικηγόρος της που είχε δηλώσει την ύπαρξη πολιτικών προβλημάτων και ότι κατά την επεξήγηση που της ζητήθηκε, πρόσθεσε ότι αναφερόταν γενικά στην πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα της και ότι η ίδια ως άτομο δεν είχε πολιτικά προβλήματα, αλλά μόνο οικονομικά.  Δεν ανήκε σε κανένα πολιτικό ή άλλο οργανισμό ή ομάδα, δεν είχε παρενοχληθεί ή διωχθεί ποτέ για τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις της, ούτε υπέστη ποτέ σωματική ή άλλη ψυχική κακομεταχείριση, οι δε αρχές της χώρας της, θα της επιτρέψουν την είσοδο πίσω σ΄ αυτήν.

 

        Η Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να διεξάγει νέα έρευνα, εφόσον η διαπίστωση της πρέπει να αναφέρεται στο κατά πόσο η έρευνα που έγινε από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων, (Yuriy Polischchuk v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 27/05, ημερ. 19.11.2005).  Η διαπίστωση αυτή εξαντλείται στον εντοπισμό οποιωνδήποτε λαθών από την Υπηρεσία Ασύλου ή την μη επάρκεια της δικής της έρευνας υπό το φως των όσων η ίδια η αίτητρια είχε θέσει ενώπιον της, (Aida Oganezov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1869/08, ημερ. 4.3.2010 και Muhammad Igbal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1629/2007, ημερ. 14.4.2009).

 

        Η αιτήτρια δεν συγκέντρωνε τα βασικά προαπαιτούμενα ως προς το χαρακτηρισμό της ως πολιτικού πρόσφυγα, με βάση είτε το άρθρο 3, είτε το άρθρο 19 του Νόμου.  Δεν διαπιστώθηκε να υπάρχει πραγματικός ή οποιοσδήποτε κίνδυνος για την αιτήτρια εάν επιστρέψει στη χώρα της.  Η ίδια δήλωσε ότι δεν υφίστατο για αυτήν οποιοδήποτε πρόβλημα πέραν του οικονομικού.  Δεν υπήρχαν ασάφειες ή αμφιβολίες ως προς τα όσα είχε καταθέσει η αιτήτρια ώστε να τίθεται θέμα να της δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας δυνάμει της παρ. 204 του Εγχειριδίου, ιδιαιτέρως εφόσον αυτή κρίθηκε αξιόπιστη.  Όσον αφορά τα προβλήματα που αναφέρθηκαν από το δικηγόρο της στην επιστολή που λειτούργησε ως διοικητική προσφυγή, για τη διαφορά μεταξύ Γεωργίας-Ρωσσικής Ομοσπονδίας, ουδόλως στοιχειοθετήθηκαν συγκεκριμένοι λόγοι φόβου ή δίωξης.

 

        Η Αρχή διερεύνησε πλήρως και με λεπτομέρεια ό,τι τέθηκε ενώπιον της από την αιτήτρια, και εύλογα απέρριψε με την οκτασέλιδη επιστολή της, τη διοικητική προσφυγή.

 

        Τέλος, να λεχθεί ότι τέθηκε και ζήτημα κακής σύνθεσης ή αναρμοδιότητας της Αρχής, αλλά αυτό με πλήρη αοριστία και χωρίς επεξήγηση.  Αντίθετα, όπως υποδεικνύει και η δικηγόρος της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 28Ε(3), κάθε μέλος της Αρχής δικαιούται να ασκεί την αρμοδιότητα χειρισμού και εξέτασης της διοικητικής προσφυγής επί οποιασδήποτε αρνητικής απόφασης των Προϊσταμένων της Υπηρεσίας Ασύλου, μεταξύ άλλων και δυνάμει των άρθρων του Νόμου που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Ε, όπως είναι και η παρούσα περίπτωση.

 

        Η προσφυγή ενόψει όλων των ανωτέρω, απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και  υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του           Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο