NANDANIE LAUDENI PATHIRANNEHELAGE ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1072/2011, 2 Δεκεμβρίου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1072/2011)

 

 2 Δεκεμβρίου, 2011

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

NANDANIE LAUDENI PATHIRANNEHELAGE,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

3.    ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Χρ. Χριστούδιας, για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Η Αιτήτρια ζητά επτά θεραπείες.  Στην ουσία, όλες στοχεύουν στην ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση, εναντίον της Αιτήτριας, στις 7.8.2011.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Σρι Λάνκα και αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο την 1.6.2001 και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι την 1.6.2003, για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός, στη Λευκωσία.

 

Την 21.8.2001 η Αιτήτρια εγκατέλειψε τον χώρο εργασίας της και υπέβαλε παράπονο εναντίον του εργοδότη της για μη καταβολή μισθών και παράβαση των όρων εργασίας της.  Στις 30.10.2001, εξετάστηκε το παράπονο της από το Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας το οποίο έκρινε υπέρ της. Κατόπιν τούτου, της δόθηκε άδεια για αλλαγή εργοδότη εντός 30 ημερών, γεγονός το οποίο της κοινοποιήθηκε στις 16.11.2001.

 

Ο δικηγόρος της Αιτήτριας, στις 8.1.2002 φαίνεται να απέστειλε επιστολή στους Καθ’ ων η αίτηση με την οποία ζητούσε, όπως παραταθεί η περίοδος των 30 ημερών.  Η επιστολή αυτή δεν περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο, αν και γίνεται αναφορά σ’ αυτήν, στην παράγραφο 4 της ένστασης.  Οι Καθ’ ων η αίτηση, με επιστολή τους ημερ. 14.2.2002, χωρίς να αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή του δικηγόρου της Αιτήτριας, ζητούσαν από αυτήν όπως αναχωρήσει από την Κύπρο εντός 15 ημερών εφόσον έχει παρέλθει το περιθώριο των 30 ημερών που της δόθηκε από 16.11.2001.  Επειδή η Αιτήτρια δεν είχε αναχωρήσει και συνέχισε να παραμένει χωρίς άδεια στη Δημοκρατία, στις 7.2.2002, εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης και τα προσωπικά της στοιχεία τοποθετήθηκαν στον «κατάλογο απαγορευμένων προσώπων».  Όμως η Αιτήτρια δεν εντοπίστηκε για να συλληφθεί και συνέχισε να παραμένει παράνομα στην Κύπρο.  Στις 16.12.2003 τέλεσε πολιτικό γάμο με τον ελληνοκύπριο Παναγιώτη Χρήστου.  Ως αποτέλεσμα τούτου, στις  2.1.2004  υπέβαλε  αίτηση  για  παραχώρηση  άδειας παραμονής ως σύζυγος Κύπριου υπηκόου, η οποία και της παραχωρήθηκε μέχρι 7.9.2005, ενώ τα στοιχεία της αφαιρέθηκαν από το «stop-list» από 13.9.2004.

 

Στο μεταξύ, στις 25.8.2005 η Αιτήτρια και ο κύπριος σύζυγος της απέστειλαν, μέσω δικηγόρου, επιστολή στους Καθ’ ων η αίτηση, με την οποία ζητούσαν να παραχωρηθεί θεώρηση εισόδου στα δύο παιδιά της από προηγούμενο γάμο στη Σρι-Λάνκα.  Το αίτημά της έγινε αποδεκτό και αυτά αφίχθηκαν στην Κύπρο στις 25.11.2005.  Έκτοτε διαμένουν στη Δημοκρατία.

Ακολούθως η Αιτήτρια στις 27.12.2005 υπέβαλε αίτηση για παράταση της άδειάς της, η οποία όμως δεν της εγκρίθηκε, για το λόγο ότι, κατά τη διάρκεια εξέτασης της αίτησης για παραχώρηση θεώρησης εισόδου της ίδιας και των αλλοδαπών παιδιών της, διαπιστώθηκε ότι δεν συμβιούσε με τον κύπριο σύζυγο της, ενώ υπήρχε πληροφόρηση ότι ο τελευταίος προτίθετο να υποβάλει αίτηση διαζυγίου.  Τα πιο πάνω περιλαμβάνονται σε χειρόγραφη σημείωση του Λοχ. 3350 προς τον Διοικητή της ΥΑΜ, στον οποίο εισηγείται την απέλαση της Αιτήτριας και των παιδιών της, εφόσον δεν υφίστατο πλέον λόγος παραμονής της στην Κύπρο (Τεκμήριο 10 στην ένσταση).

 

Όταν όμως η Αιτήτρια στις 17.10.2006, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας ως σύζυγος κύπριου υπηκόου, αυτή εγκρίθηκε μέχρι τις 30.7.2007, αφού νεότερη έκθεση της Αστυνομίας κατέδειξε ότι το ζεύγος συμβιούσε αρμονικά.  Όμως η διοίκηση άρχισε έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσον ο γάμος της Αιτήτριας ήταν γνήσιος.

 

Στη συνέχεια, στις 28.8.2007 η Αιτήτρια, μέσω του δικηγόρου της, υπέβαλε αίτημα για παραχώρηση του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένοντος, δυνάμει της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ.  Το αίτημα όμως δεν έγινε αποδεκτό, «λόγω της προηγούμενης παράνομης παραμονής της στην Κύπρο».  Η ίδια ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 11.10.2007.

 

Στο μεταξύ, την 1.8.2007 ο σύζυγος της Αιτήτριας, υπέβαλε αίτηση διαζυγίου.  Ως αποτέλεσμα τούτου, η άδεια προσωρινής παραμονής της Αιτήτριας που ίσχυε μέχρι 23.11.2007, ακυρώθηκε με επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 25.10.2007 και η Αιτήτρια κλήθηκε γραπτώς να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία.

 

Εν τω μεταξύ, μεσολάβησε στις 28.12.2006 η υποβολή αίτησής της για εγγραφή της ως κύπριας πολίτιδος, λόγω του γάμου της με κύπριο πολίτη.  Η αίτησή της απορρίφθηκε δυνάμει της προϋπόθεσης (α) του άρθρου 110(2) του Ν. 141(Ι)/2002, λόγω της προηγούμενης παράνομης παραμονής της στην Κύπρο κατά τις περιόδους 1.6.2003-2.1.2004, 7.9.2005-17.10.2006 και 30.11.2007-23.5.2008.  Η Αιτήτρια ενημερώθηκε γραπτώς με επιστολή ημερ. 29.9.2008.  Εναντίον της απόφασης αυτής η Αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή αρ. 1879/08, η οποία στις 26.10.2009 απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Στο μεταξύ η Αιτήτρια στις 14.5.2009, επανήλθε με νέα αίτηση για χορήγηση άδειας παραμονής ως σύζυγος κυπρίου, η οποία όμως απορρίφθηκε στις 11.11.2010, αφού διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε συμβίωση με τον κύπριο σύζυγό της.

 

Μετά από αυτή την εξέλιξη, η Αιτήτρια μέσω του δικηγόρου της, υπέβαλε στις 3.12.2010 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, αίτημα για επανεξέταση-αναθεώρηση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση 2, το οποίο όμως απορρίφθηκε στις 3.3.2011 και έτσι η Αιτήτρια κλήθηκε εκ νέου να αναχωρήσει καθότι αυτή διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Νέο αίτημα της μέσω δικηγόρου ημερ. 19.4.2011 προς τον Υπουργό, επίσης απορρίφθηκε και πάλι με το ίδιο σκεπτικό της μη συμβίωσης της με τον κύπριο σύζυγό της.

 

Στις 7.8.2011 η Αιτήτρια συνελήφθη για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία και την επομένη εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης.

 

Η Αιτήτρια, προς ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων, προβάλλει ουσιαστικά 7 λόγους ακύρωσης, ότι αυτά:- (1) Εκδόθηκαν κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, (2) είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, (3) είναι αποτέλεσμα υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας, (4) είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, (5) είναι αποτέλεσμα μη δέουσας αιτιολογίας, (6) εκδόθηκαν κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και (7) εκδόθηκαν κατά παράβαση του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 (Ν.7(1)/2007).

 

Κατά πόσον τα διατάγματα εκδόθηκαν κατά παράβαση του Κεφ. 105 και κατά πόσον υπήρξε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας - Λόγοι ακύρωσης 1 και 3

Ο συνήγορος της Αιτήτριας συγκεκριμένα προβάλλει ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν στις 8.8.2011 δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105, με δεδομένο ότι η Αιτήτρια ήταν απαγορευμένη μετανάστης.  Σύμφωνα με τον Καν. 19 των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κανονισμών του 1972 (ΚΔΠ 242/1972), πριν την κήρυξη της Αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας, θα έπρεπε να προηγηθεί σχετική ειδοποίηση προς την Αιτήτρια, πράγμα που δεν έγινε, με αποτέλεσμα να υπάρχει παραβίαση ουσιώδους τύπου.  Περαιτέρω προβάλλει, σε σχέση με τον λόγο ακύρωσης 3, ότι στη σχετική Νομοθεσία δεν υπάρχει πρόβλεψη ότι αν προκύψουν προβλήματα σε κανονικό γάμο (όχι εικονικό), τα οποία οδήγησαν το ζευγάρι να μην διαμένουν μαζί, οι καθ’ ων η αίτηση έχουν δικαίωμα να απελάσουν την αλλοδαπή σύζυγο.  Στην προκειμένη περίπτωση, εισηγήθηκε ο κ. Χριστούδιας, από τη στιγμή που οι Καθ’ ων η αίτηση παραδέχονται ότι ο γάμος της Αιτήτριας δεν ήταν εικονικός, δεν είχαν εξουσία να προχωρήσουν στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, έστω και αν δεν υπήρχε συμβίωση, ιδιαίτερα όταν ο γάμος δεν διαλύθηκε μέσω δικαστηρίου.  Τέλος εισηγήθηκε, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.

 

Από την άλλη, ο συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν νομότυπα, αφού η Αιτήτρια ειδοποιήθηκε στις 8.8.2011 ότι κηρύχθηκε σε απαγορευμένη μετανάστρια, προσθέτοντας ότι η σχετική επιστολή ημερ. 8.8.2011 υπάρχει στο φάκελο.

 

Οι λόγοι ακύρωσης ευσταθούν.

 

Με βάση τον Καν. 19 των Κανονισμών, ΚΔΠ 242/1972:-

«19. Λειτουργός μεταναστεύσεως, όστις αποφασίζει ότι πρόσωπον τι είναι απαγορευμένος μετανάστης δέον όπως επιδώσει εις αυτό ειδοποίησιν συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισμών.»

 

Σύμφωνα με τον Καν. 19 η Αιτήτρια, πριν να εκδοθούν τα εναντίον της επίδικα διατάγματα, τα οποία στηρίζονταν στο γεγονός ότι ήταν απαγορευμένη μετανάστρια, θα έπρεπε πρώτα να πληροφορηθεί με ειδοποίηση που θα της επιδιδόταν, ότι κηρύχθηκε σε απαγορευμένη μετανάστρια.  Με βάση τα στοιχεία του φακέλου, κατά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, στις 8.8.2011 δεν έχει αποδειχθεί ότι επιδόθηκε στην Αιτήτρια ειδοποίηση ότι είχε κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια.  Το γεγονός ότι υπάρχει στο διοικητικό φάκελο δαχτυλογραφημένη η επιστολή-ειδοποίηση, δεν αποδεικνύει αυτόματα ότι αυτή επιδόθηκε στην Αιτήτρια.  Στην αγόρευση του δικηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση, δεν αναφέρεται οτιδήποτε που θα μπορούσε να ρίξει φως στο θέμα της επίδοσης της ειδοποίησης.  Στην προκειμένη περίπτωση, δεν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις του Νόμου για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων και ως εκ τούτου τα διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά την άποψή μου εκδόθηκαν κατά παράβαση του Καν. 19 των Κανονισμών, ΚΔΠ 242/1972.  Η συγκεκριμένη παράβαση συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, αφού η Αιτήτρια στην ουσία ουδέποτε μέχρι την έκδοση των διαταγμάτων είχε πληροφορηθεί για το γεγονός της κήρυξης της σε απαγορευμένη μετανάστρια ώστε να λάβει, αν ήθελε, τα αναγκαία νομικά μέτρα.  Περαιτέρω διαπιστώνεται κατάχρηση εξουσίας, αφού οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ακολούθησαν τη νενομισμένη διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, στις περιπτώσεις που υπάρχει υποψία για εικονικό γάμο, ως αποτέλεσμα μη συμβίωσης.  Από την άλλη, αν ο γάμος θεωρηθεί κανονικός, το γεγονός της μη συμβίωσης θα έπρεπε να είχε ερευνηθεί δεόντως.  Από το φάκελο προκύπτουν αντιφατικές αναφορές αναφορικά με το θέμα της συμβίωσης (Βλ. Σημειώματα 27, 38 και 58 (μη συμβίωση), σε αντίθεση με τα Σημειώματα 23, 38 και 47 που υποστηρίζουν ότι υπάρχει συμβίωση).  

 

Μη δέουσα έρευνα - Λόγος ακύρωσης 2

Ο συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ότι η διαπίστωση των Καθ’ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια, κατά πάντα τον ουσιώδη χρόνο δεν συμβιούσε με τον κύπριο πολίτη σύζυγο της, που ήταν η προϋπόθεση για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας για τους ακόλουθους λόγους:-

 

(α) Στις 14.9.2010 αστυνομικοί που υπηρετούσαν στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας Λευκωσίας, επισκέφθηκαν την κατοικία της Αιτήτριας για να εξετάσουν κατά πόσον αυτή συμβιεί με το σύζυγό της.  Εκεί βρήκαν τόσο την ίδια, όσο και το σύζυγό της.  Μεταφέρουν το σύζυγό στο καφενείο του χωριού και εκμαιεύουν από αυτόν ότι δεν συμβιεί με τη σύζυγό του, ενώ γνώριζαν ότι είναι άρρωστος και αλκοολικός και το μυαλό του δεν λειτουργεί κανονικά.  Την ίδια ώρα, ενώ βρίσκουν και την ίδια στο συζυγικό οίκο, δεν την ρωτούν για τη θέση της.

(β) Ουδέποτε τέθηκε στην Αιτήτρια οτιδήποτε για το γάμο της.

(γ) Οι θέσεις των Καθ’ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια δεν συζεί με το σύζυγό της, αναιρούνται από τα πιο κάτω έγγραφα:-

i«Δήλωση Ανδρογύνου» ημερ. 12.10.2002 που υπογράφεται και από το σύζυγό της, ενώπιον του Κοινοτάρχη Περιστερώνας, όπου βρίσκεται η συζυγική κατοικία.

ii.  Βεβαίωση του Πρωτοκολλητή ότι η Αίτηση Διαζυγίου 449/07 που καταχωρήθηκε από το σύζυγο της Αιτήτριας στο Οικογενειακό Δικαστήριο την 1.8.2007, απορρίφθηκε στις 22.10.2007 ως μη προωθηθείσα.

iii.  Ενυπόγραφη δήλωση του Κοινοτάρχη Περιστερώνας, ημερ. 29.11.10, ότι η Αιτήτρια συζεί αρμονικά με το σύζυγό της.

iv.  Χειρόγραφη δήλωση του συζύγου της Αιτήτριας ημερ. 7.12.2010 στην οποία γίνεται αναφορά στην Αιτήτρια την οποία συνεχίζει να θεωρεί σύζυγό του.

v.  Βεβαίωση του συζύγου της Αιτήτριας, ημερ. 8.12.2010, ότι από 3.11.2003 μέχρι την ημέρα της δήλωσης, συζεί με τη σύζυγό του.

vi.  Έγγραφο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 6.5.2011, το οποίο υπογράφεται από το σύζυγο ότι η Αιτήτρια είναι εξαρτώμενή του.

 

Ο συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, στην γραπτή του αγόρευση δεν απαντά σε κανένα από τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς και στην ουσία δεν αντικρούει τα όσα πρόβαλε ο δικηγόρος της Αιτήτριας περί έλλειψης έρευνας.  Το μόνο που σημειώνει, είναι ότι η κρίση της διοίκησης ότι η Αιτήτρια δεν συμβιώνει με τον σύζυγό της, «αποτελεί ουσιαστική κρίση, η οποία παραμένει δικαστικά ανέλεγκτη».  

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να επισημάνω ότι η απάντηση του συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση είναι τόσο γενική και τόσο αόριστη που στην ουσία αφήνει τον λόγο ακύρωσης αναντίλεκτο.  Από τα στοιχεία των φακέλων προκύπτει ότι η έρευνα που έγινε στην παρούσα περίπτωση ήταν ελλιπέστατη και ανεπαρκής.  Η αρχική θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια δεν συμβιούσε με τον κύπριο σύζυγό της, βασίστηκε σε καταγγελία του συζύγου της Αιτήτριας το 2006 ότι η σύζυγός του δεν διαβιούσε μαζί του.  Το παράπονο αυτό καταγράφεται στο Σημείωμα 23 του φακέλου, από τον Λοχία 3250 (Τεκμήριο 10).  Παραδόξως, ενώ αναφέρεται ότι ο σύζυγος της Αιτήτριας προσήλθε στο κλιμάκιο και  δήλωσε ότι δεν συμβιώνει με τη σύζυγό του, δεν κρίθηκε αναγκαίο να του ληφθεί γραπτή κατάθεση.  Στο ίδιο σημείωμα γίνεται αναφορά σε επικείμενη καταχώρηση αίτησης διαζυγίου, χωρίς να ερευνηθεί στη συνέχεια κατά πόσον αυτή καταχωρήθηκε και τι απέγινε.  Ακόμη και στο σημείωμα (58) αναφέρεται ότι η Αιτήτρια συνελήφθη στον ίδιο τον συζυγικό οίκο, ενώ οι Καθ’ ων η αίτηση συνεχίζουν να ισχυρίζονται αόριστα ότι αυτή δεν διέμενε εκεί.  Στη συνέχεια η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια και ο σύζυγός της δεν συμβίωναν στα χρόνια που ακολούθησαν, αναιρέθηκε, αφού μέσα στο φάκελο της υπόθεσης υπάρχουν αναφορές της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του 2007 και 2009 ότι η Αιτήτρια συμβιώνει κανονικά με το σύζυγό της.  Επίσης στο φάκελο της υπόθεσης υπάρχει Βεβαίωση ημερ. 12.10.2006 από μέρους του Κοινοτάρχη του τόπου διαμονής της Αιτήτριας και του συζύγου της, ότι οι δύο συμβιώνουν αρμονικά.  Περαιτέρω υπάρχει ο ισχυρισμός του συνηγόρου της  Αιτήτριας ότι όταν στις 14.9.2010 διεξήχθη έρευνα, στην οποία βασίστηκαν οι Καθ’ ων η αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η Αιτήτρια και ο σύζυγος της διαβιούσαν κανονικά στη δηλούμενη κατοικία τους και ότι με παράνομο τρόπο απομόνωσαν το σύζυγό της και του απέσπασαν δήλωση ότι δεν συμβιεί με την Αιτήτρια.  Ισχυρισμός ο οποίος παρέμεινε αναντίλεκτος από μέρους του συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα - Λόγος ακύρωσης 4

Ο συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ότι επειδή ο σύζυγος της Αιτήτριας στις 8.1.2007 καταχώρησε αίτηση διαζυγίου εναντίον της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση πεπλανημένα θεώρησαν δεδομένη τη λύση του γάμου και τη μη συμβίωση, προχωρώντας στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων εναντίον της Αιτήτριας.  Όμως η αίτηση διαζυγίου  απορρίφθηκε στις 22.10.2007, λόγω μη προώθησης, ενώ η μη συμβίωση της Αιτήτριας δεν αποδεικνύεται από τα αντικρουόμενα στοιχεία που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο. 

 

Ο συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση δεν απαντά στο λόγο ακύρωσης.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, όντως πεπλανημένα προχώρησαν στη διαπίστωση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της μη συμβίωσης της Αιτήτριας με τον κύπριο πολίτη σύζυγό της.  Τα ενώπιον τους στοιχεία ήταν αντικρουόμενα και δεν δικαιολογούσαν ένα τέτοιο συμπέρασμα χωρίς περαιτέρω έρευνα.  Η καταχώρηση αίτησης διαζυγίου από μέρους του συζύγου, ήταν ένα στοιχείο που έχρηζε διερεύνησης.  Όμως από μόνο του δεν ήταν αρκετό ώστε να εξάξουν συμπέρασμα μη συμβίωσης και να προχωρήσουν στην έκδοση επίδικων διαταγμάτων.  Οι Καθ’ ων η αίτηση, ως αποτέλεσμα της ελλιπούς έρευνας, απέτυχαν να αξιολογήσουν τα ενώπιον τους πραγματικά γεγονότα, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να πλανηθούν ως προς το θέμα της συμβίωσης και της σημασίας της αίτησης διαζυγίου, η οποία στη συνέχεια απορρίφθηκε λόγω μη προώθησής της, χωρίς οι Καθ’ ων η αίτηση να αξιολογήσουν το στοιχείο αυτό.

Έλλειψη δέουσας αιτιολογίας – Λόγος ακύρωσης 5

Ο συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει επίσης ότι τα επίδικα διατάγματα δεν αιτιολογούνται δεόντως, ενώ παρατίθεται απλά η σχετική νομοθεσία και δεν αναφέρονται οι λόγοι βάσει των οποίων, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν σ’ αυτά. Περαιτέρω ότι η έλλειψη αιτιολογίας δεν συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης.

 

Ο συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση προς απάντηση, περιορίζεται στο να παραθέσει αυτούσιο το περιεχόμενο των διαταγμάτων για να εισηγηθεί ότι από αυτό είναι εμφανής η αιτιολογία.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Από τη στιγμή που τα δύο διατάγματα στηρίζονται στο ότι η Αιτήτρια είχε νόμιμα κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια, κάτι που όπως ανέφερα κατά την εξέταση του λόγου ακύρωσης 1 δεν έγινε νομότυπα, καταρρέει και η αιτιολογία για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.

 

Κατά πόσον η διαδικασία έκδοσης των διαταγμάτων συνιστά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης - Λόγος ακύρωσης 6

Ο συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ότι η όλη συμπεριφορά των Καθ’ ων η αίτηση έναντι της Αιτήτριας, παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.  Η Αιτήτρια ενώ διέμενε στην Κύπρο από το 2001 και το 2003 τέλεσε με κύπριο πολίτη γάμο, ο οποίος υφίσταται μέχρι σήμερα, οι Καθ’ ων η αίτηση χωρίς δέουσα έρευνα και πεπλανημένα κατέληξαν στο συμπέρασμα, παρά τα αντικρουόμενα στοιχεία, ότι ως εκ της καταχώρησης αίτησης διαζυγίου, ο γάμος της Αιτήτριας δεν υφίστατο πλέον και ότι η Αιτήτρια δεν διέμενε με το σύζυγό της, με αποτέλεσμα να αρνηθούν ανανέωση της άδειας παραμονής της.  Όλα αυτά κατά τον κ. Χριστούδια συνιστούν παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης εκ μέρους της διοίκησης.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η διοίκηση δεν ενήργησε σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα και ούτε προσπάθησε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του νόμου να αποφύγει ανεπιεικείς και άδικες λύσεις.  Χωρίς να υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι η Αιτήτρια δεν συμβιώνει και αγνοώντας όλα τα στοιχεία που υπήρχαν περί συμβίωσης, προχώρησε στην ανεπιεική και άδικη λύση της σύλληψης και απέλασης.  Η διοίκηση δεν ενήργησε αμερόληπτα, αλλά με τρόπο αντίθετο με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη.  Περαιτέρω, η διοίκηση δεν ενήργησε με καλή πίστη, αφού αγνόησε όλα τα ευνοϊκά για την Αιτήτρια στοιχεία που υπάρχουν στο φάκελο και τα οποία συνηγορούν υπέρ της συμβίωσης.

 

Ενόψει της επιτυχίας των πιο πάνω λόγων ακύρωσης, θεωρώ αχρείαστο να εξετάσω το λόγο ακύρωσης 7 που αφορά στο κατά πόσον ο περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος του 2007 (Ν. 7(1)/2007) εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση.  Εξάλλου, υπάρχει νομολογία επί του θέματος (βλ. Svetlana Shaleva v. Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 45/07, ημερ. 27.4.10).

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει.  Επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ.  Η προσβαλλόμενη απόφαση και τα επίδικα διατάγματα ακυρώνονται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο