ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΑΤΣΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 240/2010 και 265/2010, 29 Δεκεμβρίου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 240/2010 και 265/2010)

 

29 Δεκεμβρίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 240/2010)

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΑΤΣΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 265/2010)

Α/ΛΟΧ. 2813 ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗ,

Αιτητή,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

Μ. Φλωρέντζος με Ν. Ζερβού (κα), για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 240/2010.

Γ. Καραπατάκης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 265/2010.

Ε. Καρακάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

------------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αιτήτρια και  αιτητής στις συνενωμένες αυτές προσφυγές επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 21.12.2009, όπως δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας Κύπρου, με την οποία προήχθησαν αντ΄ αυτών τα ενδιαφερόμενα μέρη (όχι κατά ανάγκην  τα ίδια), στο βαθμό του Υπαστυνόμου από τις 18.12.2009. 

 

        Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 240/2010, προβάλλει ως βασικό επιχείρημα προς ακύρωση της πράξης τη θέση ότι ολόκληροι  οι  περί  Αστυνομίας  (Προαγωγές) (Κανονισμοί)) του 2004, (Κ.Δ.Π. 214/04 όπως  τροποποιήθηκαν  με  την  Κ.Δ.Π. 350/05),  είναι  ultra vires του περί Αστυνομίας Νόμου αρ. 73(Ι)/04, (εφεξής «ο Νόμος»), διότι εκδόθηκαν καθ΄ υπέρβαση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 13, 16 και 17, αριθμοποιώντας τα τρία κριτήρια προαγωγής (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), λόγω του ότι η αριθμοποίηση αυτή δεν μπορούσε λογικά και ερμηνευτικά να υπαχθεί σε ένα από τα πιο πάνω άρθρα. Διαζευκτικά, λανθασμένα οι καθ΄ ων δεν έδωσαν δύο πρόσθετες μονάδες στην αιτήτρια για το δίπλωμα Γραμματειακών Σπουδών που είχε αποκτήσει μεταξύ του 1985-1987 από το English Tutorial Centre με επί μέρους σπουδές από το Pitman Examination Institute, το London Chamber of Commerce and Industry και το Cyprus Ministry of Education Examinations. Τόσο η Επιτροπή Αξιολόγησης, όσο και το Συμβούλιο Κρίσεως, αναιτιολόγητα και λανθασμένα δεν έδωσαν στην αιτήτρια τις δύο αυτές μονάδες αποστερώντας την έτσι από βαθμολογία αποφασιστικής σημασίας για την ενδεχόμενη προαγωγή της. Ταυτόχρονα, λανθασμένα η Επιτροπή Ενστάσεων απέρριψε τη σχετική ένσταση της να μην δοθούν οι δύο αυτές μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης.  Κατά την αιτήτρια, το άρθρο 17 του Νόμου δεν απαιτεί αναγνώριση προσόντων, διπλωμάτων ή ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης από οποιοδήποτε άλλο σώμα όπως είναι το ΚΥΣΑΤΣ ή το ΣΕΚΑΠ, («Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης»), ιδιαιτέρως διότι οι Νόμοι που αφορούν τα δύο προηγηθέντα σώματα εκδόθηκαν μόλις το 1996, πολύ μεταγενέστερα δηλαδή της χρονολογίας απόκτησης των σχετικών διπλωμάτων της αιτήτριας.  Επομένως λανθασμένα οι καθ΄ ων αναζήτησαν την αναγνώριση των διπλωμάτων αυτών από αυτά τα Σώματα. 

 

        Οι καθ΄ ων ενεργώντας πρόσθετα αντιφατικά με προηγούμενη απόφαση τους, δεν αποδέχθηκαν την απόδοση των δύο μονάδων για σκοπούς προαγωγής, παρά το γεγονός ότι το 2004, η Επιτροπή Αξιολόγησης είχε αποδεχθεί το δίπλωμα διετούς φοίτησης της αιτήτριας και της είχαν δοθεί οι σχετικές μονάδες.  Και ευρύτερα όμως η απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης είναι αναιτιολόγητη διότι το κάθε μέλος αυτής έδινε στους υποψηφίους ορισμένες μονάδες χωρίς αιτιολογία ώστε να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.  Πρόσθετα, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, η σύγκριση δε των βαθμολογιών μεταξύ της αιτήτριας και των ενδιαφερομένων μερών αποκαλύπτει ότι η αιτήτρια θα περιλαμβανόταν στους προαχθέντες στο βαθμό του Υπαστυνόμου αν της παρέχονταν οι δύο μονάδες για τη διετή φοίτηση της σε ανώτερη εκπαίδευση. 

 

        Ο αιτητής στην υπ΄ αρ. 265/2010 προσφυγή, εισηγείται ότι η αξιολόγηση του από την Επιτροπή Αξιολόγησης πάσχει διότι τόσο η δοθείσα βαθμολογία από τα μέλη της, όσο και η τελική βαθμολογία από αυτή ήταν αναιτιολόγητη, και για τον ίδιον και για τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η βαθμολογία που δόθηκε συγκρούεται περαιτέρω με τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων και των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης κατά την τελευταία πενταετία.  Σε αντίθεση με τους προηγούμενους Κανονισμούς Κ.Δ.Π. 52/89, οι υφιστάμενοι Κανονισμοί με την Κ.Δ.Π. 214/04, όπως τροποποιήθηκαν από την Κ.Δ.Π. 350/05, απαιτούν ρητή αιτιολογία κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων.  Προκύπτει επομένως ανακολουθία σχετικά με το προβάδισμα που δόθηκε στα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία κατά την τελευταία τετραετία είχαν χειρότερη βαθμολογία από τον αιτητή, ως αποτέλεσμα της βαθμολογίας που δόθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης.  Περαιτέρω, τα μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως λανθασμένα και αναιτιολόγητα έδωσαν τη σχετική βαθμολογία στον αιτητή κατά την προσωπική συνέντευξη κατά παράβαση και πάλι  των υφισταμένων Κανονισμών, οι οποίοι προϋποθέτουν όπως η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως καταγράφεται στα πρακτικά και αιτιολογείται.  Τέλος, ενώ ο αιτητής υπερείχε του ενδιαφερομένου μέρους Ανδρέα Νικολάου, εν τούτοις δεν προήχθη με μοναδικό κριτήριο την απόδοση κατά την προφορική συνέντευξη. 

 

        Οι καθ΄ ων απαντούν στις αντίστοιχες αιτιάσεις της αιτήτριας και του αιτητή με διάφορα επιχειρήματα, η ουσία των οποίων είναι ότι ουδέν λανθασμένο, παράτυπο ή παράνομο έγινε κατά τη διαδικασία προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών.  Όσον αφορά την αιτήτρια, η απόφαση να μην παραχωρηθούν σ΄ αυτήν οι δύο μονάδες ήταν ορθή στα πλαίσια της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης εφόσον ούτε το ΚΥΣΑΤΣ, ούτε το ΣΕΚΑΠ αναγνωρίζουν το δίπλωμα που κατέχει η αιτήτρια, το δε γεγονός ότι προηγουμένως της είχαν αναγνωρισθεί οι δύο μονάδες δεν επάγεται και τη διαιώνιση της προηγούμενης λανθασμένης απόφασης υπερακονίζοντας έτσι τη νομιμότητα.  Περαιτέρω, ούτε η Κ.Δ.Π. 214/04, είναι ultra vires του Νόμου, ούτε η απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης πάσχει ως αναιτιολόγητη ή άλλως πως.  Αιτιολογημένη είναι και η γενική εντύπωση, όπως αυτή βαθμολογήθηκε, της απόδοσης της αιτήτριας από το Συμβούλιο Κρίσεως και επομένως η αιτήτρια δεν έχει απωλέσει οποιοδήποτε προβάδισμα ή πλεονέκτημα λόγω αρχαιότητας.

        Όσον αφορά τον αιτητή η βασική θέση των καθ΄ ων είναι ότι σε όλα τα στάδια αξιολόγησης η κρίση των αρμοδίων οργάνων των καθ΄ ων ήταν αιτιολογημένη και δεν έχει δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. 

 

        Προέχει η εξέταση του ζητήματος του ultra vires των Κανονισμών έναντι του εξουσιοδοτικού Νόμου και ιδιαιτέρως των άρθρων 13, 16 και 17 αυτού, που μόνο η αιτήτρια εγείρει.  Η εισήγηση δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο.  Το άρθρο 17 προνοεί με γενικότητα ότι οι όροι και η διαδικασία διορισμού, εγγραφής, προαγωγής, υπηρεσίας και απόλυσης μελών της Αστυνομίας μέχρι και το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου θα προβλέπονται από Κανονισμούς.  Το λεκτικό είναι αρκούντως ευρύ ώστε όσον αφορά τις προαγωγές, που είναι εδώ το ζητούμενο, να δίδει το δικαίωμα του καθορισμού αριθμητικών μονάδων για επί μέρους στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τις προαγωγές.  Η αριθμοποίηση είναι αποδεκτή ως βοηθητικό εγχείρημα κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων προς προαγωγή και εφόσον ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο για όλους τους υποψηφίους αποτελεί και στοιχείο ισοδυναμίας και προάγει την ισότητα με χρήση του ιδίου μέτρου κρίσης.  Δεν χρειαζόταν ρητή προς τούτο αναφορά στο Νόμο, ο οποίος άφησε  το  έργο  του  τρόπου  εφαρμογής των όρων και της διαδικασίας προαγωγής στην ευχέρεια του Αρχηγού Αστυνομίας, ο οποίος συστήνει την έκδοση κανονισμών οι οποίοι και εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και στη συνέχεια εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.  Το ότι αριθμοποιήθηκε ρητά το σύστημα κρίσης διορισμού και προαγωγής στην εκπαιδευτική υπηρεσία με το σχετικό Νόμο      αρ. 10/69, ως τροποποιήθηκε, ήταν επιλογή του νομοθέτη, αλλά αντίθετα με το επιχείρημα της αιτήτριας, εξ αντιδιαστολής δεν σημαίνει ότι επειδή δεν προβλέφθηκε ρητά στην αστυνομική νομοθεσία, οι σχετικοί Κανονισμοί είναι και ultra vires του Νόμου.

 

        Ούτε το έτερο επιχείρημα περί μη αριθμοποίησης για προαγωγές των Ανωτέρων Αξιωματικών υποδεικνύει ή συνεπάγεται το μη επιτρεπτό της αριθμοποίησης των κατώτερων βαθμίδων στην Αστυνομία.  Οι ανώτερες βαθμίδες επιδέχονται και ευρύτερης διακριτικής ευχέρειας κατά την εξέταση των τριών κριτηρίων κρίσης, ήτοι, αξία, προσόντα και αρχαιότητα, τα οποία αναφέρονται ως η βάση στον Καν. 3 για την προαγωγή των μελών της Αστυνομίας.

 

        Επιστρέφοντας στους Κανονισμούς που αφορούν τις βαθμίδες μέχρι και του Ανώτερου Υπαστυνόμου, παρατηρείται επίσης ότι το άρθρο 13(1) του Νόμου δίδει τη γενική εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει κανονισμούς «…. για την ευταξία, διοίκηση και διακυβέρνηση της Αστυνομίας ….», μεταξύ άλλων και για την αξιολόγηση μελών της Αστυνομίας μέσω ετήσιων εμπιστευτικών εκθέσεων, (παρ. (κα)) του εδαφίου (2) του άρθρου 13), και βεβαίως αυτό χωρίς βλάβη στη γενικότητα των εξουσιών που χορηγούνται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 13.  Εξ αυτών, άλλωστε, το άρθρο 17  προνοεί εξειδικευμένα για κανονισμούς που αφορούν και την προαγωγή των μελών της Αστυνομίας μέχρι τον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου.  Η Κ.Δ.Π. 214/04, εκδόθηκε δυνάμει των       άρθρων 13, 16 και 17 και επομένως εκδόθηκαν κατά εξουσιοδότηση του Νόμου και εντός των παραμέτρων που ορίζουν τα πιο πάνω άρθρα, όπως ήδη εξηγήθηκε.  Έπεται ότι η Κ.Δ.Π. 214/04, συμμορφώνεται πλήρως και με τις πρόνοιες του άρθρου 60 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, στο οποίο επίσης παραπέμπει ο συνήγορος της αιτήτριας.

 

        Τα όσα ο συνήγορος της αιτήτριας αναφέρει σε σχέση με το προϊσχύον  καθεστώς  είτε  του περί Αστυνομίας Νόμου, ή των καταργηθέντων Κανονισμών  περί προαγωγών με την Κ.Δ.Π. 52/89, δεν έχουν σχέση με τα παρόντα δεδομένα.  Ο Νομοθέτης, είτε πρωτογενώς, είτε δευτερογενώς, διέβλεψε την ανάγκη εκσυγχρονισμού του τρόπου διενέργειας προαγωγών και ως εκ τούτου δεν σημαίνει ότι επειδή προηγουμένως δεν είχε καθιερωθεί το αριθμοποιημένο σύστημα, τώρα που καθιερώθηκε αυτό πάσχει.  Η θεσμική αριθμοποίηση κριτηρίων είναι εύλογη εφόσον είναι intra vires του εξουσιοδοτούντος Νόμου, όπως και εδώ. Άλλωστε, έχει αποφασιστεί ότι ακόμη και η αριθμοποίηση κριτηρίων που δεν προβλέπεται θεσμικά είναι επιτρεπτή, αλλά το Δικαστήριο δύναται  βέβαια να ελέγξει τη βαρύτητα που δίδεται σ΄ αυτά.  (Κουντούρη κ.ά. ν. Α.Η.Κ. (2001) 4 Α.Α.Δ. 366 (απόφαση Νικολάου, Δ.), Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 9/03, ημερ. 28.3.2005 (Νικολάου, Δ) και Δημοκρατία ν. Θεοδώρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 149, (απόφαση Ολομέλειας)).  Στη δε Ελισσαίου ν. Α.Η.Κ. (2004) 3 Α.Α.Δ. 412, επικροτήθηκε η αριθμοποίηση (εκεί πρόκειτο για μονάδες που είχαν δοθεί αντιστοίχως στην προφορική εξέταση, το προσωπικό περίγραμμα και την πείρα), με επισήμανση ότι η κατανομή των μονάδων είχε εκ των προτέρων, και ορθά, γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους.

 

        Επί των άλλων ζητημάτων που εγείρει η αιτήτρια, το κυρίαρχο σημείο είναι η μη απόδοση των 2 μονάδων για τη διετή φοίτηση της στο English Tutorial Centre.  Ο Καν. 7(3)(α) της Κ.Δ.Π. 214/04, προνοεί  ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης βαθμολογεί τα ακαδημαϊκά προσόντα, μεταξύ άλλων, με 2 μονάδες για διετή φοίτηση σε αναγνωρισμένη Ανώτερη και Ανώτατη εκπαίδευση σε προγράμματα συναφή με τα αστυνομικά καθήκοντα.  Ο λόγος μη απόδοσης των μονάδων έγκειτο στο γεγονός ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης θεώρησε το English Tutorial Centre, από όπου η αιτήτρια έλαβε το 1987, δίπλωμα στο Secretarial Studies ως μη περιλαμβανόμενο στα αναγνωρισμένα από το ΣΕΚΑΠ εκπαιδευτικά ιδρύματα και συνεπώς ούτε οι τίτλοι σπουδών που χορηγήθηκαν από αυτό ήταν αναγνωρισμένοι.  Ένσταση που καταχωρήθηκε από την αιτήτρια και το δικηγόρο της σε σχέση με το ζήτημα, απερρίφθη από την Επιτροπή Ενστάσεων με επιστολή της ημερ. 12.8.2009 (Τεκμ. «Θ» στην ένσταση).

 

        Η αιτήτρια παραπονείται πολλαπλώς για το θέμα.  Πρώτα εισηγείται ότι το English Tutorial Centre ήταν από το 1983 αναγνωρισμένο και εγγεγραμμένο στο σχετικό μητρώο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού δυνάμει του περί Ιδιωτικών Σχολείων και Φροντιστηρίων Νόμου αρ. 5/71, ως τροποποιήθηκε, επισυνάπτει δε προς τούτο σχετικό αντίγραφο του μητρώου ως Τεκμήριο 3, στη γραπτή της αγόρευση.  Έπειτα, ότι αυτό μετονομάστηκε σε Global College, επίσης αναγνωρισμένο από το Υπουργείο και η βεβαίωση ήταν ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης.  Και επίσης ότι λανθασμένα η Επιτροπή Αξιολόγησης αναζήτησε απόψεις από το ΚΥΣΑΤΣ εφόσον ο Νόμος δεν καθορίζει την αναγκαιότητα για τέτοια αναζήτηση, ενώ εν τέλει οι 2 μονάδες είχαν πιστωθεί παλαιότερα και εσφαλμένα δεν  της αποδόθηκαν τώρα.

 

        Οι αιτιάσεις που προβάλλονται δεν είναι ορθές.  Ο           Καν. 7(3)(α), προνοεί ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα πρέπει να είναι σε «αναγνωρισμένους κλάδους σπουδών».  Το διοικητικό όργανο οφείλει να διαπιστώσει το γεγονός ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα είναι όντως σε αναγνωρισμένους κλάδους και εφόσον το πράξει τούτο, προχωρεί στην εξέταση ότι αυτές οι σπουδές είναι και συναφείς με τα αστυνομικά καθήκοντα.  Είναι νομολογημένο ότι η διερεύνηση των προσόντων ανήκει στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου, επέμβαση δε χωρεί μόνον όταν διαπιστώνεται υπέρβαση της ακραίας διακριτικής ευχέρειας του (Φανίδης κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 396 και Χριστοφίδου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 80, σελ. 85).  Η αιτήτρια προσέκρουσε στο πρώτο απαιτούμενο.  Εφόσον η ίδια η αιτήτρια δεν είχε προσκομίσει πιστοποιητικό ισοτιμίας ή αναγνώρισης του τίτλου που είχε λάβει από το English Tutorial Centre και προφανώς δεν υπήρχε οτιδήποτε το σχετικό στον προσωπικό ή υπηρεσιακό της φάκελο, η Επιτροπή Αξιολόγησης έπραξε το αυτονόητο προς την κατεύθυνση της διαπίστωσης αν και κατά πόσο, ο τίτλος ήταν όντως αναγνωρισμένος: Αποτάθηκε στο ΚΥΣΑΤΣ προς λήψη της θέσης του σχετικά με τον τίτλο αυτό, αναζητώντας τη βοήθεια της διοικητικής λειτουργού Μαρίας Τούρου, η οποία περιορίστηκε στο να εξηγήσει κατά πόσο οι διάφοροι τίτλοι σπουδών που είχαν εκδοθεί από τα διάφορα πανεπιστήμια και κολλέγια για τα οποία ρωτήθηκε ήταν ή όχι αναγνωρισμένα.  Η Μ. Τούρου διαπίστωσε ότι ο τίτλος της αιτήτριας δεν ήταν αναγνωρισμένος από το ΚΥΣΑΤΣ, σύμφωνα με το συνημμένο πρακτικό αρ. 103 της Επιτροπής Αξιολόγησης, Παράρτημα 2 στην αγόρευση των καθ΄ ων.  Εξ αυτού και η Επιτροπή Αξιολόγησης σημείωσε στο σχετικό έντυπο αξιολόγησης, «Δίπλωμα του English Tutorial Center στο Κλάδο «Secretarial Studies» 1985-1987 (Δεν υπάρχει βεβαίωση του ΚΥΣΑΤΣ στο Σύστημα).».  Από απετέλεσε και την ουσιαστική απάντηση της Επιτροπής Ενστάσεων.

 

        Παρεμβάλλεται εδώ η θέση της αιτήτριας περί προβλήματος στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης διότι δεν φαίνεται κατά πόσο η Μ. Τούρου αποχώρησε από τη συνεδρία της στην οποία έλαβε μέρος.  Διαπιστώνεται όμως ότι η λειτουργός Μ. Τούρου δεν έλαβε μέρος στη συνεδρία όπου αποφασίστηκε η αξιολόγηση των υποψηφίων στις διάφορες ημερομηνίες που αναφέρονται στα έντυπα αξιολόγησης, Παράρτημα ΣΤ στην ένσταση. Όπως προκύπτει, η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, Παράρτημα Ζ στην ένσταση, υπεβλήθη στις 24.6.09, αφού προηγουμένως όπως αναφέρεται από το Παράρτημα 2 στην αγόρευση των καθ΄ ων, η ίδια η Επιτροπή Αξιολόγησης είχε επισκεφθεί το ΚΥΣΑΤΣ όπου συναντήθηκε με την εν λόγω λειτουργό την οποία και συμβουλεύθηκε σχετικά με τα διάφορα πτυχία και τίτλους που τέθηκαν σ΄ αυτήν.  Έπεται ότι ουδέποτε η Μ. Τούρου παρέστη στις συνεδρίες της Επιτροπής Αξιολόγησης ώστε να τίθεται και θέμα για αποχώρηση της πριν τη λήψη της απόφασης.

 

        Η Επιτροπή Αξιολόγησης είχε ως διοικητικό όργανο – επιτροπή –, που θα αποφάσιζε σε πρώτο στάδιο επί των υποψηφιοτήτων στα πλαίσια παραγωγής μιας σύνθεσης διοικητικής ενέργειας, την ευθύνη να ερμηνεύσει τον κανονισμό ως προς τους «αναγνωρισμένους κλάδους σπουδών».  Η νομολογία καθορίζει ότι το διοικητικό όργανο οφείλει να διερευνήσει με επάρκεια το ζήτημα, διαφορετικά η απόφαση του θα πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας.  Στη Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου  (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, ακολουθώντας την Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 109/02, ημερ. 9.12.02, (Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε), η Ολομέλεια έκρινε ότι το ΚΥΣΑΤΣ, ή άλλο παρόμοιο όργανο όπως το ΣΕΚΑΠ, δεν αποτελεί βοηθητικό όργανο του αρμοδίου, ανάλογα με την περίπτωση, διοικητικού οργάνου, ούτε οφείλει το τελευταίο να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για διερεύνηση προσόντων.  Είναι ο αιτητής που οφείλει να δώσει στοιχεία ως προς τα προσόντα του, συναφή με τη διεκδίκηση της θέσης του.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ίδιο το διοικητικό όργανο αποκλείεται, εάν το κρίνει σκόπιμο, να αποταθεί στα πλαίσια ορθής διερεύνησης στο ΚΥΣΑΤΣ για να λάβει τα απαραίτητα στοιχεία.  Αυτή ακριβώς ήταν και η τοποθέτηση του Δικαστηρίου στην Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Ε.Υ., υπόθ. αρ. 670/05, ημερ. 10.8.2007, που μνημονεύει η αιτήτρια στη σελ. 17 της αγόρευσης της.  Και δεν νοείται από τη μια η αιτήτρια να αναφέρει αυτή τη νομολογία και από την άλλη να εισηγείται ότι οι καθ΄ ων απεμπόλησαν την αρμοδιότητα τους με το να αποταθούν στο ΚΥΣΑΤΣ για τα δέοντα.

 

        Η αιτήτρια εισηγείται επίσης ότι παλαιότερα της είχαν πιστωθεί οι 2 αυτές μονάδες το 2004, αλλά δεν παραθέτει προς τούτο λεπτομέρειες, ούτε κάτι τέτοιο εμφαίνεται από τις προηγούμενες αξιολογήσεις της.  Η ίδια στην επιστολή-ένσταση της ημερ. 6.7.2009, αναφέρει απλώς ότι οι σπουδές αυτές τη βοήθησαν στην εργασία της και στην ίδρυση και λειτουργία του αρχείου της υπηρεσίας της και όχι ότι είχε τύχει προηγούμενης σχετικής επίσημης αναγνώρισης από τους ίδιους τους καθ΄ ων.  Περαιτέρω, η συνημμένη στην επιστολή γνωμάτευση του δικηγόρου της ομιλεί για πίστωση των 2 μονάδων κατά την προηγούμενη χρονιά, χωρίς όμως έρεισμα.  Η Επιτροπή Αξιολόγησης, όμως, στην έκθεση της, Τεκμ. Ζ, σαφώς αναφέρει στη σελ. 14, ότι από το ΚΥΣΑΤΣ ζητήθηκαν οι απόψεις του, μέσω της Μ. Τούρου, μόνο για τα πτυχία/διπλώματα που τέθησαν ενώπιον της για πρώτη φορά ή για τα οποία δεν λήφθηκε απόφαση στα προηγούμενα έτη.  Από το διοικητικό φάκελο της αιτήτριας που κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις, παρουσιάζεται από το κυανούν 308, και τα κυανά 307-306, ότι η αιτήτρια διαμαρτυρήθηκε στις 19.8.2004 για την μη παροχή των 2 μονάδων προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως.  Δεν υπάρχει πουθενά στο φάκελο επίσημη αξιολόγηση του σχετικού προσόντος της αιτήτριας ή αναγνώριση αυτού, παρά μόνο αναφορά και καταγραφή του στα κυανά 328-322, που είναι το Δελτίο Αστυνομικού, καθώς και στην Ετήσια Έκθεση Αξιολόγησης για το 2004, κυανά 321-320.

 

 Είναι όμως γεγονός ότι φαίνεται από την αγόρευση των καθ΄ων, σελ. 5, ότι όντως είχαν αναγνωριστεί οι 2 μονάδες το 2005, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η μη εκ των υστέρων απόδοση τους συνιστά παραβίαση της αρχής της καλής πίστης ή της νομιμότητας, διότι η σύννομη λειτουργία της διοίκησης δεν επιτρέπει τη διαιώνιση καλόπιστου έστω λάθους, ή κατάστασης πραγμάτων που ποτέ προηγουμένως δεν εξετάστηκε και αποφασίστηκε αρμοδίως, τελεσίδικα, όπως φαίνεται να είναι εδώ η περίπτωση, (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191).

 

        Η αιτήτρια παραπονείται επίσης ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης αναιτιολόγητα έδωσε κάποιες μονάδες στους υποψηφίους, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.  Ο Καν. 7(2) της Κ.Δ.Π. 214/04, προνοεί ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης μελετά τους προσωπικούς φακέλους, τα ατομικά δελτία και τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των τελευταίων τεσσάρων ετών και «αιτιολογημένα τους αξιολογεί με βάση το κριτήριο της αξίας ….».  Έχει αποφασιστεί στις Ανδρέα Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 388/06, 514/06, 515/06, 522/06, 545/06 και 559/06, ημερ. 18.4.2008, Ευριπίδης Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 454/06, 456/06, 471/06 και 547/06, ημερ. 30.5.2008 και Ηλίκκος Χαβάτζιας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 245/09, ημερ. 26.10.2010, ότι τα έντυπα από μόνα τους και με βάση την προηγούμενη Κ.Δ.Π. 52/89 και με βάση την νέα Κ.Δ.Π. 214/04, αποτελούν ικανοποιητική αιτιολογία,  (δέστε και Α. Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 303/04, ημερ. 28.6.2005).

 

        Σύμφωνα με τον Καν. 7(2)(α), υπάρχουν δέκα επιμέρους στοιχεία κρίσης στις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, κάθε ένα από τα οποία βαθμολογείται μέχρι και 4 μονάδες.  Έπεται ότι το έντυπο αξιολόγησης δεν είναι μια απλή επαναδιατύπωση των ετησίων εκθέσεων. Υπάρχουν άλλες κατηγορίες και υποστοιχεία, βοηθητικά στο να δυνηθεί η Επιτροπή Αξιολόγησης να προβεί στην όσο το δυνατόν πληρέστερη και σε βάθος βαθμολόγηση των υποψηφίων.  Σε κάθε έντυπο αξιολόγησης ενσωματώνονται τα λεγόμενα «βοηθητικά έντυπα», με βάση τον Καν. 7(5), τα οποία όχι μόνο φέρουν τις επιμέρους βαθμολογίες των πέντε μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης, αλλά και υπάρχει σαφής αιτιολόγηση βαθμολογίας σε ορισμένα στοιχεία, όπου θεωρείτο ότι χρειαζόταν ή επιβαλλόταν ιδιαίτερη εξήγηση (όπως στο στοιχείο των γνώσεων και εμπειριών σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων), ενώ περαιτέρω κάθε καθαυτό έντυπο αξιολόγησης φέρει στον τίτλο του ρητή αιτιολόγηση της απόφασης της Επιτροπής Αξιολόγησης με παραπομπή και στη συμβουλή του άμεσα προϊσταμένου του κάθε υποψηφίου.  Δεν μπορεί επομένως να γίνεται λόγος για αναιτιολόγητη απόφαση είτε επί μέρους, είτε εν συνόλω.

 

        Στην Ηλίκκος Χαβάτζιας – ανωτέρω – λέχθηκαν τα εξής:

 

«Γενικότερα έχει αποφασισθεί ότι τα καταρτισθέντα έντυπα αξιολόγησης είναι σε αρμονία με τους Κανονισμούς  και  όπως   έχουν   διαμορφωθεί  σε κατηγορίες και  μονάδες  αποτελούν από μόνα τους ικανοποιητική αιτιολογία.  (Ανδρέας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 303/2004, ημερ. 28.6.2005, Ν. Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 305/2004 κ.ά., ημερ. 31.10.2005 και Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω). Η διαφοροποίηση που ο κ. Καραπατάκης εντόπισε ως προς την κατά την άποψη του άνιση μεταχείριση μεταξύ ομοίων κρίσεων αναδυομένων από τις ετήσιες εκθέσεις, παραγνωρίζει τη συμβολή και συμβουλή εκάστου προϊσταμένου, η οποία λαμβάνεται υπόψη προς διαμόρφωση του αποτελέσματος.  Με άλλα λόγια δεν πρόκειται για απλή μεταφορά στα έντυπα αξιολόγησης των δεδομένων που ανευρίσκονται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις.  Διαφορετικά η όλη διαδικασία θα εξαντλείτο σε μια μηχανιστική διεργασία.  Έτσι κρίνεται ότι ακόμη και μετά την αναδιαμόρφωση των Κανονισμών με την υφιστάμενη   Κ.Δ.Π. 214/04, η αναφορά σε αιτιολογημένη αξιολόγηση στους Καν. 7(2) και 7(5), δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα από την προηγούμενη νομολογία.  Τα έντυπα από μόνα τους επιμερίζουν τα στοιχεία και τα κριτήρια ως προς την αξία και των άλλων δεδομένων και επομένως εξακολουθούν από μόνα τους να δίνουν την αιτιολόγηση, η δε καταγραφή ως προς το τι λήφθηκε υπόψη προς αυτή την κατεύθυνση από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης και τον προϊστάμενο του υποψηφίου, αποτελούν την νοητική διεργασία αυτών, περιέχουσα εγγενή αιτιολογία.  Ακόμη και πλέον εξειδικευμένη να ήταν η αιτιολογία, θα περιείχε και πάλι αυτή την εσωτερική νοητική σκέψη, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η συγκεκριμένη βαθμολογία.»

 

        Εντελώς αδικαιολόγητη είναι και η επίκριση εναντίον της αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσεως, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την βαθμολογία που εδόθη στην αιτήτρια κατά την προφορική εξέταση. Παρατηρείται από το Παράρτημα Κ στην ένσταση, ότι η προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας απέφερε σ΄ αυτήν το σύνολο των 5 μονάδων από το ανώτατο όριο των 7 μονάδων.  Στα βοηθητικά έντυπα του Προέδρου και των δύο μελών του Συμβουλίου Κρίσεως, αντίθετα με τα όσα ανυπόστατα προβάλλει ο συνήγορος της αιτήτριας, καταγράφεται η επί μέρους βαθμολογία εκάστου με σχόλια στις απαντήσεις αναφορικά με τις «Γνώσεις σε θέματα πρακτικής Αστυνομικής Εφαρμογής» και «Γενικές Γνώσεις που αφορούν το Ρόλο της Αστυνομίας», που είναι δύο από τα βαθμολογημένα υποστοιχεία.  Ο Πρόεδρος, για παράδειγμα, έδωσε 0.90 μονάδες από το σύνολο των 2.50, με το χαρακτηρισμό «μέτρια», το ίδιο δε και τα δύο μέλη.  Όπως έχει λεχθεί στην Ηλίκκος Χαβάτζιας – πιο πάνω –, η αξιολόγηση ενός εκάστου των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης, αλλά και του Συμβουλίου Κρίσεως, προσφέρουν εγγενή αιτιολογία εφόσον εξωτερικεύουν την προηγηθείσα εσωτερική νοητική διεργασία των κριτών.  Δεν παρέχεται πεδίο ελέγχου αυτής της νοητικής διεργασίας, (δέστε και Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374), πόσο μάλλον όταν εμφανώς υπάρχει, όπου χρειάζεται, και ειδική αιτιολόγηση.  Συμπληρώνεται εδώ ότι η αιτήτρια, όπως και ο αιτητής, παραπέμπει στις αποφάσεις στις Πολύβιος Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2327/06, ημερ. 15.5.2008, Ανδρέα Σάββα ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 175/09 και 242/09, ημερ. 31.5.2010 και Ιωάννης Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1700/07, 31/08 και 32/08, ημερ. 18.6.2010.  Ως προς αυτές, υιοθετείται το σκεπτικό που ακολουθεί στην ανάλυση που γίνεται στα πλαίσια της εξέτασης της προσφυγής του αιτητή.  Εδώ απλώς σημειώνεται ότι η άποψη του παρόντος Δικαστηρίου είναι διαφορετική, ενόψει του σκεπτικού των αποφάσεων Ανδριανού ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – Ευριπίδης Παναγιώτου ν. Δημοκρτίας – πιο πάνω – και Ηλίας Χαβάτζιας ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –.

 

 Η αιτήτρια, όπως και όλοι οι συνυποψήφιοι της, εισήλθε στη διαδικασία προαγωγών και έπρεπε να κριθεί.   Δεν είναι επομένως νοητό να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα τη διαδικασία προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους επειδή ακριβώς βαθμολογήθηκε χαμηλότερα από τους συναδέλφους της,  (Ηλία ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Ζωή Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 254, Ανδριανού ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – Μάριος Παπαευρυβιάδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 246/09, ημερ. 23.2.2010, Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 254 και Χριστοφίδου ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –).  Ανυπόστατη είναι βεβαίως και η θέση ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και τα όσα θα αναφερθούν  κατωτέρω κατά την εξέταση της προσφυγής του αιτητή, ισχύουν και εδώ.

 

        Παράδειγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας είναι και η περαιτέρω θέση της αιτήτριας ότι εφόσον αυτή έχει αρχαιότητα έναντι όλων των ενδιαφερόμενων μερών, τότε θα έπρεπε να είχε προαχθεί, των υπολοίπων στοιχείων κρίσης περίπου ίσων ή επειδή οι Κανονισμοί που αριθμοποιούν τα κριτήρια είναι ultra vires.  Εάν κρίνοντο όμως ultra vires, τότε θα κρίνοντο στο σύνολο τους, περιλαμβανομένης και της αριθμοποίησης της αρχαιότητας επηρεάζοντας έτσι και την ίδια την αιτήτρια.  Αλλά, εν πάση περιπτώσει η αιτήτρια δεν μπορεί να παραπονείται εφόσον της δόθηκαν οι πλήρεις μονάδες που δικαιούτο, 9 από τις 10, και βεβαίως, σύμφωνα με πάγια νομολογία, είναι το σύνολο των κριτηρίων που λαμβάνεται τελικώς υπόψη και όχι κατ΄ απομόνωση η αρχαιότητα, ιδιαίτερα όταν τα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν υπέρμετρα της αιτήτριας στις λοιπές αξιολογήσεις.  Η αιτήτρια δεν έχει απωλέσει το πλεονέκτημα της αρχαιότητας, ως ισχυρίζεται.  Ούτε έχει δείξει πώς με την κατανομή των μονάδων για την αρχαιότητα έχασε οποιοδήποτε προβάδισμα, εφόσον έλαβε ότι δικαιούτο, όπως και τα ενδιαφερόμενα μέρη έλαβαν ότι εκείνα δικαιούντο.

 

        Όσον αφορά τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ αιτήτριας και των 8 ενδιαφερομένων μερών που προσβάλλει, είναι φανερό από τον Πίνακα της τελικής βαθμολογίας μετά και τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, ότι η αιτήτρια υστέρησε έναντι αυτών.  Η αιτήτρια έλαβε συνολικά 61.80 μονάδες και ήταν 41η στη σειρά κατάταξης, βελτιώνοντας τη θέση της από 59η  στην Επιτροπή Αξιολόγησης, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη έτυχαν  κατάταξης ως εξής:

 

1.    Α/Λχ 1184 Μ. Θεμιστοκλέους      63.44       11ος στη σειρά

2.    Α/Λχ 1715 Κ. Κωνσταντίνου        63.80       9ος στη σειρά

3.    Α/Λχ 1667 Αυξ. Κωνσταντίνου    65.40       2ος στη σειρά

4.    Α/Λχ 465 Α. Καλογήρου                               64.30 6ος στη σειρά

5.    Α./Λχ 62 Χρ. Ιωάννου                   64.20       7ος στη σειρά

6.    Α/Λχ 1401 Ελ. Αλεξάνδρου         63.15       16η  στη σειρά

7.    Λοχ 646 Μ. Παπαευριβιάδης       64.60       4ος στη σειρά

8.    Λοχ 16 Άντρη Ξυδά                       63.10       20η στη σειρά

                                                   

        Είναι προφανές ότι ακόμη και αν δίνονταν οι 2 μονάδες για τον εκπαιδευτικό τίτλο της αιτήτριας, η βαθμολογία της δεν θα ξεπερνούσε αυτή των ενδιαφερομένων μερών Αξ. Κωνσταντίνου, Α. Καλογήρου, Χρ. Ιωάννου και Μ. Παπαευρυβιάδου, ενώ θα ισοβαθμούσε με τον Κ. Κωνσταντίνου.  Ως προς αυτούς, επομένως, η αιτήτρια θα υστερούσε εν πάση περιπτώσει ώστε η προσφυγή της έναντι αυτών να είναι αλυσιτελής. Οι υπόλοιποι εφόσον κρίνεται ότι ευλόγως στην αιτήτρια δεν πιστώθηκαν οι 2 μονάδες για το προσόν της από το English Tutorial Centre, αναμφίβολα υπερτερούσαν της αιτήτριας σε τελική βαθμολογία, με γνώμονα και το αποτέλεσμα στην προφορική εξέταση ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. 

 

 Πρέπει ταυτόχρονα να λεχθεί ότι δεν είναι ορθή η θέση της αιτήτριας ότι σε ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δόθηκαν ανεπίτρεπτα μονάδες για ορισμένα προγράμματα που παρακολούθησαν με οδηγίες των ανωτέρων τους.  Δεν είναι νοητό να γίνεται τέτοιου είδους έλεγχος από το αναθεωρητικό Δικαστήριο για το ποιους επιλέγει η Αστυνομία κατά καιρούς για να εκπαιδεύονται σε διάφορα θέματα ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.  Η Αστυνομική Δύναμη διαχωρίζεται σε πολλούς κλάδους και υπηρεσίες και δεν μπορεί να είναι χωρίς σημασία η θέση από την οποία υπηρετεί έκαστος.  Σ΄ αυτά τα πλαίσια, οι καθ΄ ων λαμβάνουν διάφορες αποφάσεις έχοντας κατά νούν το ευρύτερο καλό και ανάγκες της υπηρεσίας.  Εφόσον οι αποφάσεις της είναι εύλογες, δεν ελέγχονται υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει υπέρβαση της ακραίας διακριτικής της ευχέρειας.  Μεταξύ αυτών των αποφάσεων, είναι και η απόδοση 2 μονάδων για πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας στα μέλη του σώματος που κατέχουν άδειες χειριστή αεροσκάφους, με βάση την απόφαση  που  καταγράφεται στη σελ. 19 της γραπτής αγόρευσης των καθ΄ ων.

 

        Να λεχθεί τέλος σε σχέση με τη συμμετοχή του διοικητή της ΥΚΑΝ στην Επιτροπή Αξιολόγησης, ότι αυτός δεν συμμετείχε, και ορθά, στην αξιολόγηση των μελών της ΥΚΑΝ, έχοντας αντικατασταθεί κατόπιν σχετικών επιστολών και αποφάσεων (Παραρτήματα 4 και 5 στην αγόρευση των καθ΄ ων), με  βάση  τον  Καν. 6 της  Κ.Δ.Π. 214/04.  Είναι γεγονός  ότι  από την Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης (Παράρτημα Ζ στην ένσταση, σελ. 3), δεν προκύπτει από το λεκτικό με σαφήνεια  η  διευκρίνιση  στην  οποία  ευστόχως  παρέπεμψε η κα Παπαγεωργίου-Καρακάννα στη δική της αγόρευση, στη βάση των Παραρτημάτων 4 και 5.  Ο Αστυνόμος Βρόντος εξαιρέθηκε από συμμετοχή στη διαδικασία αξιολόγησης εκείνων των υποψηφίων που ήταν μέλη της ΥΚΑΝ, γι΄ αυτό και αντικαταστάθηκε από άλλα μη κωλυόμενα μέλη της Αστυνομίας.  Όντως, τα ενδιαφερόμενα μέρη στις  παρούσες προσφυγές, αξιολογήθηκαν με τη συμμετοχή και του Αστυνόμου Βρόντου, αλλά ουδέν των ενδιαφερομένων μερών υπηρετούσε στην ΥΚΑΝ.

 

        Όσον αφορά τον αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 265/2010, τα κύρια επιχειρήματα του αφορούν τα διάφορα στάδια διαδικασίας πριν την τελική απόφαση για την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών και τα όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν σε σχέση με την προσφυγή της αιτήτριας ισχύουν απόλυτα και εδώ.

 

 Αναλυτικότερα, ως προς την Επιτροπή Αξιολόγησης, ο αιτητής προβάλλει το επιχείρημα ότι είναι εντελώς αναιτιολόγητες οι δοθείσες βαθμολογίες τόσο για τον ίδιο, όσο και για τα ενδιαφερόμενα μέρη και συγκρούονται με τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων και των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης.  Όπως και η αιτήτρια, θεωρεί ότι σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων, η νέα Κ.Δ.Π. 214/04 απαιτεί αιτιολογημένη βαθμολογία από κάθε μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης σύμφωνα με τον Καν. 7(5).  Δεν επαρκεί, κατά την άποψη του, η απλή αριθμητική βαθμολογία των μελών της Επιτροπής χωρίς συμπλήρωση της αιτιολογίας σε σχέση με τα δέκα στοιχεία αξιολόγησης με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.  Επικαλείται συναφώς τα αποφασισθέντα στις υποθέσεις Πολύβιος Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2327/06, ημερ. 15.5.2008, Ανδρέας Σάββα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 175/09 και 242/09, ημερ. 31.5.2010 και Ιωάννης Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1700/07, 1776/07, 31/08 και 32/08, ημερ. 18.6.2010

 

        Τα όσα εισηγείται ο συνήγορος έχουν στην ουσία αποφασιστεί ανωτέρω στην εξέταση των λόγων ακύρωσης της προσφυγής της αιτήτριας.  Με όλο το σεβασμό στις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, κρίνεται ότι οι νέοι Κανονισμοί δεν επιβάλλουν ιδιαίτερη ή πρόσθετη αιτιολογία, η οποία εν πολλοίς ήδη ενυπάρχει στην ίδια την κατάρτιση των εντύπων, τα οποία από μόνα τους επιμερίζουν τα στοιχεία και τα κριτήρια ως προς την αξία των υποψηφίων και των άλλων δεδομένων, η δε καταγραφή της βαθμολογίας από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης και τον Προϊστάμενο των υποψηφίων εμπεριέχουν αυτή την εγγενή αιτιολογία εντός των παραμέτρων της βαθμολογίας που έχουν καθορίσει τα έντυπα, (δέστε τις υποθέσεις Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – και Χαβάτζιας ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – οι οποίες, ας σημειωθεί, δεν έχουν εφεσιβληθεί).

 

        Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, παρατηρείται από τα έντυπα αξιολόγησης ότι όπου διαφοροποιείτο η βαθμολογία, καταγραφόταν λιγότερη βαθμολογία και εν πάση περιπτώσει στο τέλος του κάθε εντύπου αξιολόγησης υπάρχει καταγραμμένη η απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης, η οποία παρέχει την αιτιολογία ως προς τα όσα λήφθηκαν υπόψη για τη βαθμολόγηση εκάστου υποψηφίου.  Σημειώνεται εκεί ότι λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικοί φάκελοι, το ατομικό δελτίο και οι ετήσιες εκθέσεις μαζί με την δοθείσα συμβουλή του άμεσα Προϊσταμένου εκάστου υποψηφίου, ώστε αυτός να αξιολογηθεί ως προς το κριτήριο της αξίας. Αναφέρεται επίσης ότι κατά τη βαθμολόγηση των ιδιαιτέρων επιδεξιοτήτων και ικανοτήτων εκάστου υποψηφίου με βάση τον Καν. 7(2)(β)(iii), λήφθηκαν υπόψη τα όσα περιέχονται στον προσωπικό φάκελο.  Ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία, λήφθηκαν υπόψη τα βοηθητικά έντυπα μεταξύ των οποίων και αυτό του Παραρτήματος 4, όπου παρουσιάζεται ανάλυση της ευδόκιμης υπηρεσίας εκάστου υποψηφίου σε σχέση με το κριτήριο της ευρύτητας εμπειριών/εκπαίδευσης με την ανάλογη βαθμολογία.  Σημειώνεται επίσης ότι εκεί που δεν παραχωρήθησαν μονάδες καταγράφεται το σχετικό αιτιολογικό. 

 

        Ο αιτητής δεν μπορεί να παραπονείται για τη βαθμολογία του από την Επιτροπή Αξιολόγησης.  Αυτό διότι του αποδόθηκαν πλήρεις μονάδες όσον αφορά τα δέκα υποστοιχεία που καθορίζονται στην παρ. Ι του Μέρους ΙΙ, δηλαδή, 40 μονάδες, αλλά και πλήρεις μονάδες για την παρ. ΙΙ όσον αφορά την ευρύτητα εμπειριών/εκπαίδευσης. Δόθηκαν επίσης πλήρεις μονάδες για την αρχαιότητα, 8 μονάδες, 1 μονάδα δηλαδή για κάθε συμπληρωμένο έτος στο βαθμό του Λοχία, έλαβε πρόσθετα τις 2 προνοούμενες μονάδες για την πολύ καλή γνώση μιας ξένης γλώσσας, εφόσον από το Παράρτημα 4 παρουσιάζεται η κατοχή GCE O Level στα Αγγλικά, ενώ έλαβε και 0.50 μονάδες για ηθικές και υλικές αμοιβές.  Συνεπώς δεν μπορεί να παραπονείται εφόσον έλαβε την ανώτατη βαθμολογία που δικαιούτο σε κάθε στοιχείο και κατηγορία. 

 

        Το ουσιαστικό του παράπονο εδώ είναι γιατί αποτιμήθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Χριστάκης Κυριάκου, Χαράλαμπος Λαπέρτας, Χριστάκης Πεντότζιης, Μάριος Παπαευρυβιάδης και Ανδρέας Τήλλυρος, με βαθμολογία ίση ή ελαφρώς κατώτερη από τον ίδιο στη βάση των ετήσιων αξιολογήσεων των τελευταίων τεσσάρων ετών δηλαδή για τα έτη 2005-2008.  Παραγνωρίζει όμως ο αιτητής ότι, όπως λέχθηκε και προηγουμένως, η αξιολόγηση και το σχετικό έντυπο δεν αποτελεί απλή αναπαραγωγή των στοιχείων του ατομικού φακέλου, αλλά εμπεριέχει πρόσθετα και την αποτίμηση του άμεσα προϊσταμένου του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τον Καν. 7(4), όπως αποτυπώνεται στο βοηθητικό έντυπο – Παράρτημα 2, εντός του ευρύτερου εντύπου αξιολόγησης.  Πρόσθετα, η τελική αποτίμηση λαμβάνει χώραν στη βάση όχι μόνο των ετησίων εκθέσεων αξιολόγησης (τα αποτελέσματα των οποίων ορθά καταγράφηκαν στο μέρος Ι του βοηθητικού εντύπου Παράρτημα 4 για κάθε υποψήφιο), αλλά και του προσωπικού φακέλου, του ατομικού δελτίου και, όπως αναφέρθηκε, της συμβουλής του άμεσα προϊσταμένου εκάστου.  Δεν διαπιστώνεται επομένως σύγκρουση με τα στοιχεία του φακέλου.

 

 Πρόσθετα δεν μπορεί να υφίσταται παράπονο εφόσον ο ίδιος είχε την ανώτατη βαθμολογία και η διαφοροποίηση που μετέπειτα έγινε στην κατάταξη σχετιζόταν με τη συνέντευξη που δόθηκε ενώπιον της Επιτροπής Κρίσεως, όπου στα προβλεπόμενα έντυπα σαφώς ο πρόεδρος και τα δύο μέλη της Επιτροπής Κρίσεως, όχι μόνο κατέγραψαν τη βαθμολογία τους, αλλά και τη δικαιολόγησαν ρητά σε χωριστή σελίδα.  Για παράδειγμα, σημειώνεται εκεί ότι ο αιτητής στις ερωτήσεις που είχαν υποβληθεί σε σχέση με γνώση σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και τις γενικές γνώσεις αναφορικά με το ρόλο της αστυνομίας, εξασφάλισε 0.80 και 0.65 μονάδες αντίστοιχα, από το σύνολο των 2.50 μονάδων για κάθε κατηγορία.  Στο Παράρτημα 2 του Συμβουλίου Κρίσεως σημειώνεται από τον πρόεδρο και δύο μέλη στα «Σχόλια Παρατηρήσεις», ότι οι απαντήσεις του ήταν μέτριες.

 

  Η πιο πάνω αιτιολόγηση είναι επαρκής και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη επεξήγηση διότι η νομολογία γενικά δεν επιζητεί περαιτέρω λεπτομέρειες, άλλως θα έπρεπε να καταγράφονταν και οι ερωτήσεις που απευθύνθηκαν στους υποψηφίους οι απαντήσεις και οι λεπτομέρειες της κρίσης εκάστου των μελών του Συμβουλίου Κρίσεως. Όπως έχει υποδειχθεί και στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. – ανωτέρω –, μετά από ανασκόπηση της προηγηθείσας νομολογίας, δεν πρέπει να καταγράφεται το περιεχόμενο (ερωτήσεις-απαντήσεις) της προφορικής εξέτασης.  Στη μεταγενέστερη Δημοκρατία ν. Αντωνίου (αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ, 103, στη σελ. 105, ακολουθώντας την Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά., λέχθηκε ότι είναι η συγκριτική θεώρηση των όσων αποδόθηκαν στους υποψηφίους που δικαιολογούν την όποια διαφορά στην καταγραφείσα γενικώς εντύπωση και αυτό είναι αρκετό,  (δέστε και Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12).  Δεν είναι άλλωστε τυχαίο  που και ο πρόεδρος και τα δύο μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως είχαν ταυτόσημη άποψη ως προς τις απαντήσεις του αιτητή.  Σ΄ αντίθεση,  όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν κριθεί αντιστοίχως στις ίδιες ερωτήσεις που απευθύνθηκαν και στον αιτητή, ότι απάντησαν «Πολύ Καλά» ή «Καλά» ή ακόμη και «Εξαίρετα» και στις δύο απαντήσεις (Ανδρέας Νικολάου, Ανδρέας Χαραλάμπους, Μιχαλάκης Θεμιστοκλέους). Εξαίρεση αποτέλεσε το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοδούλα Ιωάννου, οι απαντήσεις της οποίας χαρακτηρίστηκαν η μία «ανεπαρκής/πτωχή» και η άλλη «μέτρια», καθώς και το ενδιαφερόμενο μέρος Άντρη Ξυδά, οι απαντήσεις της οποίας χαρακτηρίστηκαν, ως και του αιτητή, «μέτριες», λαμβάνοντας όμως 1.00 και 0.70 μονάδες αντίστοιχα, λίγο πιο πάνω από τον αιτητή.

 

Προσεκτική εξέταση όλων των βαθμολογιών των ενδιαφερομένων μερών δείχνει ότι ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως κινήθηκαν μέσα στις παραμέτρους που προκαθόρισαν για τις απαντήσεις που κατηγοριοποιήθηκαν σε «ανεπαρκής/φτωχή» 0-50, «μέτρια» 0.51-1.00, «καλή» 1.01-1.50, «πολύ καλή» 1.51-2.00 και «εξαίρετη» 2.01-2.50.  Να παρατηρηθεί επίσης ότι ακόμη και τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποίοι απάντησαν «εξαίρετα», δεν έλαβαν το ανώτατο όριο των 2.50 μονάδων σε κάθε απάντηση.  Η διαβάθμιση είναι εύλογη και επιτρεπτή και αντίθετα με την εισήγηση του αιτητή, δείχνει την λεπτομέρεια και την προσοχή με την οποία κινήθηκε το Συμβούλιο Κρίσεως.  Επομένως και το ενδιαφερόμενο μέρος, Άντρη Ξυδά, έστω και οριακά, υπερτερούσε του αιτητή, με           3.70 μονάδες, έναντι 3.45 του αιτητή.

 

Να σημειωθεί γενικά ότι ο Καν. 9(4)(β) που επικαλείται ο αιτητής και που προνοεί για αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, δεν αναφέρεται σε ειδική λεπτομερή αιτιολογία, αλλά μόνο καταγράφει τη «γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως», όπως είναι το επακριβές λεκτικό της παραγράφου (β). Συνεπώς αυτή η γενική εντύπωση είναι που πρέπει να αιτιολογείται και οι επί μέρους χαρακτηρισμοί του Συμβουλίου Κρίσεως για «μέτρια», «καλά», «εξαίρετα» κλπ. απάντηση, αποτελεί επαρκή αιτιολογία στα πλαίσια του Κανονισμού.  Με όλο το σεβασμό, οι αποφάσεις στις Πολύβιος Χατζηβασιλείου, Ανδρέας Σάββα και Ιωάννης Χαραλάμπους – ανωτέρω – δεν εστίασαν την προσοχή τους στην προϋπόθεση του Κανονισμού ότι είναι αυτή η γενική εντύπωση που αντανακλάται στη βαθμολογία, ούτε αναφέρθηκαν στην επίπτωση της νομολογίας (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. – ανωτέρω –), ως προς το μη έλεγχο της νοητικής διεργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου.  Στη δε Ιωάννης Χαραλάμπους  ανεφέρθη η Δημοκρατίας ν. Ευθυμίου  (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, η οποία όμως πρέπει πλέον να διαβάζεται υπό το φως της μεταγενέστερης νομολογίας στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. – πιο    πάνω –, η οποία και έκαμε ειδική μνεία στην απόφαση της Ευθυμίου.  Ακριβώς στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. λέχθηκε στη σελ. 388, μετά από την καταγραφή του σκεπτικού της Ευθυμίου, ότι:

 

«…… αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζεται να καταγράφεται το περιεχόμενο της εξέτασης ως το υπόβαθρο της αιτιολογίας ώστε να μπορεί το ίδιο το Δικαστήριο να σχηματίζει γνώμη για την αξιολόγηση.  Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο.»

 

Μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοδούλα Ιωάννου υστέρησε στην κατηγορία των «Γνώσεων σε θέματα Πρακτικής Αστυνομικής Εφαρμογής» λαμβάνοντας 0.50, έναντι 0.80 του αιτητή.  Συνολικά έλαβε 3.20 μονάδες, έναντι 3.45 μονάδων του αιτητή.  Δεν διατυπώνεται όμως κάποια ιδιαίτερη στόχευση ως προς τη διαφορά αυτή ή υπεροχή του αιτητή έναντι της Χριστοδούλας Ιωάννου, και επομένως είναι η συνολική κατάταξη που έχει σημασία δεδομένου ότι ο αιτητής κατετάχθη 68ος έχοντας λάβει 56.90 μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης και 3.45 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσεως, με τελική βαθμολογία 60.35 μονάδες, έναντι της Χριστοδούλας Ιωάννου, που κατετάχθη 7η, έχοντας βαθμολογηθεί με 61.00 μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης (4.10 περισσότερες του αιτητή) και 3.20 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσεως, με τελική βαθμολογία 64.20.  Από αυτή τη συγκριτική εικόνα φανερώνεται επίσης ότι η συνέντευξη δεν υπήρξε υπερκριτήριο, όπως εισηγείται ο αιτητής.  Εκεί όπου το Συμβούλιο Κρίσεως έκρινε ότι ο υποψήφιος είχε καλύτερη απόδοση από τον αιτητή, το έπραξε δίδοντας τις ανάλογες μονάδες,  ενώ στην περίπτωση της Χριστοδούλας Ιωάννου, έδωσε λιγότερες.

 

Τα ως άνω, απαντούν και τα όσα ο αιτητής εισηγείται σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέα Νικολάου.  Ο αιτητής εδώ λέγει ότι ενώ ο ίδιος είχε καταταχθεί 56ος μετά την αξιολόγηση του από την Επιτροπή Αξιολόγησης με 56.90 μονάδες, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν 86ος στην κατάταξη αυτή με 56.40 μονάδες, το σκηνικό ανετράπη εφόσον δόθηκαν 3.45 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσεως στον αιτητή, ενώ  το ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε 6.72 μονάδες.  Το αποτέλεσμα ήταν ο μεν αιτητής να κατέβει από την 56η θέση στην 68η, το δε ενδιαφερόμενο μέρος να ανέβει από την 86η θέση στην 18η.  Παραγνωρίζει όμως ο αιτητής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έδωσε απαντήσεις που χαρακτηρίστηκαν «εξαιρετικές» και εξ αυτού βαθμολογήθηκε υπέρτερα του αιτητή.  Το Συμβούλιο Κρίσεως απέδωσε στο ενδιαφερόμενο μέρος 2.40 και 2.30 μονάδες στις απαντήσεις που έδωσε από το σύνολο των 2.50 μονάδων για κάθε κατηγορία.  Έπεται ότι η κρίση του Συμβουλίου Κρίσεως ήταν εύλογη και είχε διαφοροποίηση, ακόμη και διαβάθμιση μονάδων, γεγονός που αποδεικνύει ότι η βαθμολογία δεν ήταν μηχανιστικής φύσεως.  Όπως έχει αναφερθεί και στην Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 644, ακόμη και η ομοιότητα στη βαθμολογία υποψηφίων δεν αποκαλύπτει διαβλητή αξιολόγηση.

 

Ο αιτητής εισηγείται ότι παρά την υπεροχή του στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αντικειμενικής υπόστασης, (προσόντα, αρχαιότητα, πείρα, στοιχεία φακέλων κλπ), η συνέντευξη λειτούργησε καταλυτικά εναντίον του, εξουδετερώνοντας όλα τα υπόλοιπα.  Αυτό δεν είναι ορθό.  Οι Κανονισμοί με την Κ.Δ.Π. 204/04, έχουν καταρτίσει ένα σύστημα αξιολόγησης που επιβάλλει την αξιολόγηση και ταξινόμηση των υποψηφίων προς προαγωγή μέχρι και το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, τόσο από την Επιτροπή Αξιολόγησης, όσο και από το Συμβούλιο Κρίσεως (Καν. 4(1)).  Η Επιτροπή Αξιολόγησης έχει τη δική της αρμοδιότητα (Καν. 7), ενώ το Συμβούλιο Κρίσεως τη δική του (Καν. 9).  Ο Καν. 9(5), επιβάλλει στο Συμβούλιο Κρίσεως την αξιολόγηση κάθε υποψηφίου λαμβάνοντας υπόψη και την προηγηθείσα αξιολόγηση από την Επιτροπή Αξιολόγησης, την εξέταση των ενστάσεων και την απόδοση στην προσωπική συνέντευξη.  Επομένως είναι όλα τα στοιχεία αυτά που λαμβάνονται υπόψη και όχι μόνο η προσωπική συνέντευξη, (Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – σελ. 649).  Όπως δε ορθά υποδεικνύει και η δικηγόρος των καθ΄ων στην αγόρευση της, παραπέμποντας στο Παράρτημα 3 της αγόρευσης, το Συμβούλιο Κρίσεως καθόρισε εκ των προτέρων την ακολουθητέα διαδικασία ως προς τις συνεντεύξεις των υποψηφίων για προαγωγή, «…. με σκοπό τη διασφάλιση των απαραίτητων εχεγγύων για αμερόληπτη κρίση.».  Τα όσα εκεί καταγράφονται δείχνουν πράγματι τη σπουδή με την οποία διαμορφώθηκε αξιολογικά ο τρόπος βαθμολογίας κατά τη συνέντευξη, ούτως ώστε  να είναι εμφανής και αιτιολογημένη η τελική κρίση του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Κρίσεως, με τέτοια λεπτομέρεια στον τρόπο κατανομής ή αφαίρεσης μονάδων ή μέρος αυτών, ώστε εύλογα η καταγραφείσα στα έντυπα του Συμβουλίου Κρίσεως βαθμολογία να συμπληρώνεται ή να εξηγείται και περαιτέρω  από τον προκαθορισθέντα αυτό τρόπο βαθμολογίας.  Θα ήταν δε και υποτιμητικό να υποτεθεί ότι και τα τρία πρόσωπα που αποτελούν το Συμβούλιο Κρίσεως ήθελαν με τη βαθμολογία τους να βοηθήσουν κάποιο υποψήφιο έναντι άλλου.  Όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, η βαθμολογία υπήρξε διάφορη για τους διάφορους υποψηφίους και ήταν το σύνολο της βαθμολογικής κατάταξης όπως προέκυψε από την όλη διαδικασία που έφερε τον τελικό πίνακα των προταθέντων για προαγωγή.

 

Τέλος, να υπομνησθεί η νομολογία, διαχρονικής φύσεως, ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ελέγχει τις βαθμολογίες του διοικητικού οργάνου.  Όπως λέχθηκε και στη Βασιλειάδης κ.ά. ν. Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, στη σελ. 420, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, ότι ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στα πλαίσια αρμοδιότητας του ακυρωτικού Δικαστηρίου.  Η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις άπτεται, όπως έχει διαπιστωθεί και προηγουμένως κατά την εξέταση της προσφυγής της αιτήτριας, της νοητικής διεργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης, εκάστη δε προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και του αιτητή αντιστοίχως και υπέρ των καθ΄ ων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται με βάση το    Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                               

                                Στ. Ναθαναήλ,

                                         Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο