REMON MONIR WAKIM KHALIL ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ (ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 751/2010, 30 Δεκεμβρίου 2011

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 751/2010)

 

30 Δεκεμβρίου, 2011

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

REMON  MONIR  WAKIM  KHALIL,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

(ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ  ΑΡΧΗΣ  ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ),

 

Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

Πετρούλα Δαμιανού (κα), για τον Αιτητή.

Ευγενία Παπαγεωργίου-Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής, αιγυπτιακής καταγωγής, χριστιανός το θρήσκευμα, εισήλθε στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας το Νοέμβριο του 2005, νόμιμα, για σκοπούς εργασίας.  Το Μάρτιο του 2006 υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση σ’ αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, ισχυριζόμενος ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, επειδή οι γονείς του ζουν στο εξωτερικό, επειδή είναι χριστιανός και εξ’ αιτίας άλλων προβλημάτων που ο ίδιος και η οικογένειά του αντιμετωπίζαν.  Κλήθηκε σε συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος και ετοίμασε εισηγητική ΄Εκθεση.  Κατά τη συνέντευξή του, ο αιτητής πρόβαλε ότι τρία χρόνια προτού αναχωρήσει από τη χώρα του τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του, ως χριστιανοί που είναι, αντιμετώπιζαν προβλήματα με ομάδες μουσουλμάνων.  Ο ίδιος κτυπήθηκε πέντε φορές, ενώ η αδελφή του αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, επειδή πίστευε ότι θα την απαγάγουν.  Λόγω αυτών των προβλημάτων, η οικογένειά του έφυγε από την Αίγυπτο και ήλθε στην Κύπρο, ενώ ο ίδιος ακολούθησε δέκα μήνες αργότερα.  Εάν, ανέφερε, επιστρέψει στην Αίγυπτο, ομάδες μουσουλμάνων θα τον σκοτώσουν.

 

Το αίτημά του εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και απορρίφθηκε, για το λόγο ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε δεν ενέπιπταν στο ΄Αρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), σύμφωνα με το οποίο πρόσφυγας αναγνωρίζεται πρόσωπο, που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής.

 

Σύμφωνα με το αιτιολογικό της απόφασης, το οποίο και κοινοποιήθηκε στον αιτητή, το αίτημά του απορρίφθηκε, γιατί δεν τεκμηριώθηκε αξιόπιστα.  Κατά τη συνέντευξή του με τη λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώθηκαν αντιφάσεις, ενώ ο ίδιος, σε σημαντικές πτυχές, ήταν αόριστος.  Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκαν αντιφάσεις αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους ο πατέρας του μετέβη στην Αστυνομία για καταγγελία, αλλά και αναφορικά με το χρόνο που μετέβη για την καταγγελία.  Επίσης, δεν κατέδειξε οποιοδήποτε περιστατικό απειλής εναντίον του από την κυβέρνηση της χώρας του. 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»).  Ο τότε συνήγορος του, με σκοπό να πλήξει τη νομιμότητα της απόφασης, πρόβαλε διάφορους ισχυρισμούς.

 

Λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής ερεύνησε όλα όσα τέθηκαν από τον αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς και από τη συνήγορό του με τη διοικητική προσφυγή.  Στη συνέχεια, ετοίμασε έκθεση, την οποία υπέβαλε στην Αναθεωρητική Αρχή, η οποία, με τη σειρά της, αφού εξέτασε την υπόθεση, έκρινε δικαιολογημένη την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε τη διοικητική προσφυγή. 

 

Ο αιτητής, με την προσφυγή του, την οποία καταχώρισε προσωπικά και χωρίς να διατυπώνει λόγους ακυρότητας, επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.  Σε μεταγενέστερο στάδιο, ο αιτητής εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, ο οποίος, με τη γραπτή αγόρευσή του, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, κατόπιν ανεπαρκούς έρευνας και χωρίς ο ίδιος να κληθεί σε συνέντευξη.  Επίσης, υποστηρίζει ότι τα γεγονότα, τα οποία ο αιτητής έθεσε προς υποστήριξη του αιτήματός του, δεν ερευνήθηκαν και/ή δεν αξιολογήθηκαν ορθά. 

 

 ΄Εχω εξετάσει με προσοχή όλα όσα επικαλείται ο αιτητής.  Η προσφυγή στερείται ερείσματος.  Ορθά εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Νόμου.  Η διαδικασία που ακολουθήθηκε, τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, ήταν απόλυτα ορθή.  Στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία, κατά τη συνέντευξή του με τη λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, να προβάλει, με τη βοήθεια διερμηνέα, όλα όσα αυτός πίστευε ότι στήριζαν το αίτημά του, τα οποία εξετάστηκαν και σχολιάστηκαν με κάθε προσοχή από την Υπηρεσία Ασύλου.  Με την ίδια προσοχή εξετάστηκαν και από την Αναθεωρητική Αρχή, η απόφαση της οποίας είναι πλήρως αιτιολογημένη.  Για κάθε ισχυρισμό του αιτητή, δίδεται αιτιολογία γιατί η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου θεωρείται ορθή.  Το γεγονός ότι ο αιτητής δεν κλήθηκε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής δεν επιδρά, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στη νομιμότητα της απόφασης.  Το ζήτημα της κλήσης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής εξετάστηκε από την πλήρη Ολομέλεια στη Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393.  Θεωρώ εντελώς αδικαιολόγητο το παράπονο του αιτητή ότι τα γεγονότα που αυτός έθεσε δεν αξιολογήθηκαν ορθά, ή ότι εμφιλοχώρησε πλάνη.  Ουσιαστικά ο αιτητής, με τα όσα η συνήγορός του προώθησε κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ζητά από το Δικαστήριο επανεκτίμηση των γεγονότων, με σκοπό την υποκατάσταση της απόφασης της αρμόδιας αρχής με δική του, πράγμα ανεπίτρεπτο, με βάση το δίκαιο που διέπει τον αναθεωρητικό έλεγχο.  Το Δικαστήριο, όπως κατ’ επανάληψη έχει λεχθεί, περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν προχωρεί περαιτέρω - (βλ. Latif ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533). 

 

 Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε και το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και είναι εύλογη η κατάληξή της σε αρνητικό αποτέλεσμα, στη βάση ότι αυτός δεν κατάφερε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 19(1) του Νόμου, να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του, θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως αυτή καθορίζεται στο ΄Αρθρο 19(2) του Νόμου.  Εύλογη είναι, επίσης, και η διαπίστωσή της ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 19Α του Νόμου για παραχώρηση σ’ αυτόν του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1000,00 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                      Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο