FARHAN KHALIL ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1119/2009, 31 Ιανουαρίου 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1119/2009)

 

31 Ιανουαρίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

FARHAN KHALIL,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

1.   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ

 ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2.   ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

Δ. Κακουλλής, για τον Αιτητή.

Ι. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:    Ο αιτητής, Κούρδος από τη Συρία, και μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, εισήλθε στις 10.2.2005 παράνομα στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων.  Στις 17.2.2005 υπέβαλε αίτηση παραχώρησης του καθεστώτος του πρόσφυγα, στη δε συνέντευξη που του παραχώρησε η Υπηρεσία Ασύλου αρκετά καθυστερημένα την 1.8.2008, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του λόγω  δίωξης του από την οικογένεια γυναίκας με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση και η οποία δολοφονήθηκε από την οικογένεια της.  Οι συγγενείς της πρώην ερωμένης του τον αναζητούν για να δολοφονήσουν και τον ίδιο. 

 

Η Υπηρεσία Ασύλου διά του αρμοδίου λειτουργού της θεώρησε αναξιόπιστες τις θέσεις του αιτητή διαπιστώνοντας εκ διαμέτρου αντίθετους ισχυρισμούς με όσα ο ίδιος κατέγραψε στη συνέντευξη του, εφόσον στην αίτηση του για την παραχώρηση του προσφυγικού καθεστώτος ανέφερε ότι η εγκατάλειψη της χώρας του οφειλόταν σε λόγους διαβίωσης του.  Ο αιτητής είχε δηλώσει πως υπέγραψε τη γραπτή αίτηση του με τη βοήθεια άλλου προσώπου και επομένως είχε πλήρη επίγνωση για το λόγο που υπέβαλε την αίτηση και εάν όντως η ζωή του κινδύνευε άμεσα, θα έπρεπε να το δήλωνε ευθύς εξ αρχής στη γραπτή του αίτηση.  Εφόσον οι ισχυρισμοί του κρίθηκαν αναξιόπιστοι, δεν θα μπορούσε να του παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας.  Εν πάση δε περιπτώσει, οι λόγοι που προώθησε ο αιτητής για αναγνώριση του ως πολιτικού πρόσφυγα δεν ενέπιπταν στους αναγνωρισμένους εκείνους λόγους που καθορίζει το άρθρο 3 και το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000. 

 

Η ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε ο αιτητής απερρίφθη με σχετική απόφαση ημερ. 4.5.2009, η οποία και κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 5.6.2009.  Στην απόφαση της η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (εφεξής «η Αρχή»), επικύρωσε την απόφαση του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος απέρριψε μετά από εισήγηση του αρμοδίου λειτουργού της Υπηρεσίας το αίτημα για την παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, μετά από εξέταση τόσο των διαδικαστικών, όσο και των ουσιαστικών θεμάτων.  Σημειώθηκε στο σκεπτικό της απόφασης της Αρχής ότι ο αιτητής μέσω του νομικού του εκπροσώπου, της οργάνωσης Future Worlds Centre, επιθεώρησε το φάκελο του προσφεύγοντος χωρίς όμως να υποβάλει οποιουσδήποτε λόγους εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  Με τα πιο πάνω δεδομένα, η Αρχή έκρινε ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου είχε θεωρήσει τους διαφορετικούς ισχυρισμούς του αιτητή κατά την υποβολή της αίτησης του άμα τη αφίξει του στην Κύπρο και τους ισχυρισμούς που ανέφερε κατά τη συνέντευξη του, ότι έπλητταν το αξιόπιστο των ισχυρισμών του εφόσον ήταν διαφορετικοί.  Ορθά επίσης διαπιστώθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι εάν η ζωή του αιτητή κινδύνευε άμεσα τότε θα έπρεπε να το δήλωνε αμέσως.  Επίσης θεωρήθηκε ως σημείο αναξιοπιστίας, η δήλωση του ότι δεν θυμόταν το περιεχόμενο της αίτησης του, γεγονός που δεν ήταν λογικό εφόσον, εάν όντως κινδύνευε η ζωή του, θα θυμόταν και τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του. 

 

Περαιτέρω, τα έγγραφα που ο αιτητής υπέβαλε τόσο στην Υπηρεσία Ασύλου όσο και στην Αρχή, ήτοι, πιστοποιητικό γάμου ημερ. 15.10.2007, με Κούρδισα από την Τουρκία, του γάμου τελεσθέντος στην Κύπρο και επιστολή από τον κοινοτάρχη της περιοχής του στη Συρία ημερ. 10.1.2005, με βάση την οποία ο αιτητής αναγκάστηκε να απαγάγει την κοπέλα που είχε ζητήσει σε αρραβώνα, αλλά τον απέρριψε η οικογένεια της με αποτέλεσμα η κοπέλα να εντοπιστεί από την οικογένεια της και να την φονεύσει στις 29.12.2004, δεν ήσαν ικανά από μόνα τους να θεμελιώσουν αίτημα για αναγνώριση προσφυγικής ιδιότητας.  Η θεωρούμενη υποχρέωση του αιτητή να απαγάγει την κοπέλα επειδή η οικογένεια της δεν είχε δώσει τη συγκατάθεση της, δεν φαίνεται να συνάδει με τα ήθη και έθιμα της χώρας του, εφόσον δε ο αιτητής είχε κριθεί αναξιόπιστος στους ισχυρισμούς του, τα έγγραφα δεν μπορούσαν να στηρίξουν το αίτημα του. Ούτε ο ισχυρισμός του ότι βαπτίσθηκε Χριστιανός είχε αναφερθεί από τον ίδιο στη συνέντευξη του στην Υπηρεσία Ασύλου, ούτε προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο με την υποβολή της διοικητικής προσφυγής που να πιστοποιεί ότι άλλαξε θρησκεία. 

Στη βάση όλων των πιο πάνω η Αρχή έκρινε, απορρίπτοντας τη διοικητική προσφυγή, ότι ο αιτητής δεν είχε καταφέρει να στοιχειοθετήσει λόγους και προϋποθέσεις για την παροχή του καθεστώτος του πρόσφυγα, ούτε ότι μπορούσε να τύχει της συμπληρωματικής προστασίας του άρθρου 19 ή τις προϋποθέσεις της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

 

Προτείνει ο αιτητής προς ακύρωση της απόφασης της Αρχής, ότι οι αντιφάσεις τις οποίες εντόπισε η Υπηρεσία Ασύλου και επικύρωσε η Αρχή ήταν ασήμαντες για να κριθεί ο αιτητής αναξιόπιστος  ενόψει του ότι στην αίτηση για άσυλο συνοπτικά και μόνο πρέπει να αναφερθεί ο λόγος εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής, ενώ δεν ήταν παράλογο να μην θυμόταν ο αιτητής το περιεχόμενο της αίτησης ασύλου όταν κλήθηκε μετά από 3½ χρόνια για συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. 

 

Είναι γνωστό από τη νομολογία ότι το Δικαστήριο κατά την αναθεώρηση της διοικητικής πράξης δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, ούτε και προβαίνει σε υποκατάσταση της κρίσης της διοίκησης, αλλά περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, εξετάζοντας κατά πόσο αυτή λήφθηκε με καλή πίστη και εύλογη άσκησης διακριτικής ευχέρειας.  Αυτή η αρχή ισχύει και στις περιπτώσεις των αιτητών ασύλου, όπως έχει υποδειχθεί μεταξύ άλλων και στις υποθέσεις Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533 και Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609.  Το Δικαστήριο δεν επανεκτιμά το ίδιο τα γεγονότα με απώτερο στόχο την ανεπίτρεπτη αντικατάσταση της απόφασης της διοίκησης, με δική του.  Αυτό εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου (δέστε και πιο πρόσφατα την Remon Monir Wakim Khalil v. Υπουργού Εσωτερικών, υπόθ. αρ. 751/10, ημερ. 30.12.2011).

 

 Ορθά, κρίνεται, ότι στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας, αναθεωρώντας την ορθότητα των λόγων απόρριψης της αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, η Αρχή πιστοποίησε το αναξιόπιστο των θέσεων του αιτητή εφόσον στην αίτηση του είχε αναφέρει στην παρ. 19 του πρώτου Πίνακα, Καν. 2, ότι οι λόγοι που τον ανάγκασαν να φύγει από τη χώρα του ήταν «for living».  Έναντι αυτού, στην Υπηρεσία Ασύλου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα του επειδή είχε απαγάγει μια κοπέλα που είχε αγαπήσει και η οικογένεια της τον αναζητά επειδή δεν είχε την έγκριση της.  Όχι μόνο είναι εύλογη η διαπίστωση ότι υπάρχει αντίφαση στις θέσεις του αιτητή, αλλά πιστοποιείται και περαιτέρω αντίφαση με τα όσα ο αιτητής ανέφερε στην αίτηση του ότι κινδυνεύει η ζωή του επειδή είναι Κούρδος, κάτι πολύ διαφορετικό βέβαια από τα όσα κατέθεσε στη συνέντευξη του.  Το σημείο αυτό επίσης εντόπισε η Υπηρεσία Ασύλου ως αντίφαση εφόσον πολύ καλά γνώριζε ο ίδιος ο αιτητής την πραγματική αιτία που είχε εγκαταλείψει τη χώρα του και θα έπρεπε να το είχε δηλώσει και στη γραπτή του αίτηση.  Επίσης λογική παρουσιάζεται η συναφής  εκτίμηση της Αρχής, ότι όντως αποτελούσε πλήγμα στην αξιοπιστία του το γεγονός ότι δεν θυμόταν το περιεχόμενο της αίτησης του διότι αν πραγματικά κινδύνευε η ζωή του στη χώρα του, ασχέτως της παρόδου του χρόνου από την ημερομηνία συμπλήρωσης της αίτησης μέχρι τη συνέντευξη του, δεν θα ήταν δυνατό να  ξεχάσει το λόγο που τον ανάγκασε να υποβάλει αίτηση για άσυλο. 

 

Ο αιτητής παραπονείται επίσης ότι έντεχνα ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου απέφυγε να υποβάλει διευκρινιστικές ή περαιτέρω ερωτήσεις στον αιτητή παραγνωρίζοντας την παρ. 196 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια για τον Προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα που εκδίδεται από τον Ύπατο Αρμοστή του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες και η οποία παράγραφος καθορίζει ότι παρά το αρχικό βάρος απόδειξης που φέρει ο αιτητής, την ευθύνη επιβεβαίωσης και αξιολόγησης των σχετικών στοιχείων φέρει όχι μόνο ο ίδιος αλλά και ο εξεταστής της αίτησης ασύλου. Έχει αναγνωριστεί δε γενικά ότι στους αιτητές ασύλου λόγω των ιδιαιτεροτήτων που αντιμετωπίζουν φεύγοντας από τη χώρα καταγωγής τους, είναι αναγκαίο να τους παρέχεται το ευεργέτημα της αμφιβολίας και να τους δίδεται η δυνατότητα υποστήριξης των θέσεων τους, (δέστε V. Matiukhina and A. Matsiukhin v. Sweden Appl. No. 31260/04, ημερ. 21.6.2005 και Nuala Mole and Catherine Meredith: Asylum and the European Convention of Human Rights).

Οι θέσεις όμως που προβάλλει εδώ ο αιτητής είναι γενικές και αόριστες διότι από τη στιγμή που κρίθηκε αναξιόπιστος λόγω αντιφάσεων δεν υπάρχει και οτιδήποτε το ουσιώδες για να διερευνηθεί από πλευράς της Υπηρεσίας Ασύλου,  (δέστε Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/09, ημερ. 25.2.2011).  Όπως δε έχει περαιτέρω αποφασιστεί στην Obaidul Haque v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.2008, όπου ο αιτητής θεωρείται αναξιόπιστος δεν παρέχονται περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης.

 

 Έχει αποφασιστεί από τη νομολογία ότι εναπόκειται στον αιτητή να πείσει ότι υπήρξε θύμα πολιτικής ή άλλης δίωξης στη χώρα του ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά και προϋποθέσεις για την παραχώρηση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή την παροχή της συμπληρωματικής προστασίας και/ή της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.  (William Crisantha Mal Francis Karumarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1875/08, ημερ. 1.3.2010 και Εγχειρίδιο – πιο πάνω –  ότι ο αιτητής οφείλει με ειλικρίνεια να θεμελιώσει το αίτημα του).

 

 Τα ίδια ισχύουν και για το πιστοποιητικό γάμου και την επιστολή του κοινοτάρχη της περιοχής του αιτητή που παρουσίασε εφόσον από μόνα τους ήταν απλώς υποστηρικτικά των θέσεων του και δεν ήταν δυνατό να θεμελιώσουν αίτημα για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα υπό το φως της γενικότερης αναξιοπιστίας του.  Δεν υπάρχει άλλωστε κανόνας που να καθορίζει ότι στην απουσία αντίθετων εγγράφων ή στοιχείων, τα έγγραφα που παραδίδει ένας αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου θα πρέπει, δίχως άλλο, να γίνουν δεκτά. (Jeerantha Wickramarachchi, υπόθ. αρ. 865/07, ημερ. 31.10.2008). Περαιτέρω, όπως ορθά εντοπίζει και η δικηγόρος της Αρχής, το πιστοποιητικό γάμου αφορά δεδομένο που έλαβε χώραν μετά την εγκατάλειψη από τον αιτητή της χώρας του και δεν μπορεί να σχετίζεται με την αίτηση για πολιτικό άσυλο. 

 

Και  τα δύο πιο πάνω έγγραφα, δηλαδή, το πιστοποιητικό του κοινοτάρχη και το πιστοποιητικό γάμου, εύλογα κρίθηκαν από την Αρχή ως αδύναμα να θεμελιώσουν αίτημα για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα υπό το φως της γενικότερης αναξιοπιστίας του, εφόσον δε ουδέν νεώτερο στοιχείο τέθηκε ενώπιον της Αρχής κατά τη διοικητική προσφυγή, (παρόλο που δόθηκε πρόσβαση στο διοικητικό φάκελο στον νομικό εκπρόσωπο του αιτητή), εύλογη δε ήταν και η κρίση της Αρχής να μην καλέσει εκ νέου τον αιτητή σε συνέντευξη (ούτε ακόμη και μετά τον ισχυρισμό του ότι βαπτίστηκε Χριστιανός, ισχυρισμός ο οποίος όμως παρέμεινε εντελώς ατεκμηρίωτος).  Αυτά, στη βάση της νομολογίας ότι η προσωπική συνέντευξη στη δευτεροβάθμια διαδικασία έχει μόνο δυνητικό χαρακτήρα και όχι επιτακτικό (δέστε Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ,. 383 και Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας (δέστε επίσης Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Sayed Md Abu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2053/06, ημερ. 17.3.08, Mobarak Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 172/07, ημερ. 4.3.08, Bablu Bablu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 175/06, ημερ. 22.11.06, κ.α.).

 

Τα πιο πάνω ισχύουν και για την άλλη θέση του αιτητή περί λανθασμένης ερμηνείας ή εφαρμογής του Νόμου και της Κοινής Θέσης 96/1996/ΔΕΥ, που στην ουσία αναφέρονται και πάλι στην επαρκή αξιολόγηση των στοιχείων που παρουσιάζει ο αιτητής δίνοντας, όπου είναι αναγκαίο, το ευεργέτημα της αμφιβολίας.  Το ευεργέτημα όμως αυτό δίνεται όπου υπάρχει γνήσια αμφιβολία ως προς τα λεχθέντα από τον αιτητή, τα οποία πιθανόν να είναι δύσκολο να πιστοποιηθούν και δεν εφαρμόζεται όπου η αίτηση προσκρούει στο εν γένει αναξιόπιστο των θέσεων που προβάλλει ένας αιτητής. 

 

Είναι φανερό ότι η Αρχή εξάντλησε επαρκώς το έργο της με τη διαπίστωση της περί της πληρότητας της συλλογής των στοιχείων από την Υπηρεσία Ασύλου και την ταυτόχρονη πιστοποίηση ότι η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε σε εύλογα, υπό τις περιστάσεις, συμπεράσματα.  Η Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει νέα έρευνα (δέστε Muhammad Igbal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1629/09, ημερ. 14.4.2009 με αναφορά και στην Yuriy Polishchuk v. Κυπριακής Δημοκρατάις κ.ά., υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005)

 

Εξέταση της απόφασης της Αρχής, η οποία αποτελείται από έξι σελίδες, δείχνει την επάρκεια της εξέτασης της κατάληξης της Υπηρεσίας Ασύλου ενόψει των στοιχείων που αυτή είχε ενώπιον της,  όπως τα είχε παρουσιάσει ο ίδιος ο αιτητής (Aida Oganezov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1869/08, ημερ. 4.3.2010), προβαίνοντας σε εκείνη την αναγκαία αναθεώρηση που τα γεγονότα της υπόθεσης καθιστούσαν αναγκαία την επανεξέταση. 

 

Εν πάση περιπτώσει οι λόγοι που προώθησε ο αιτητής δεν τον εντάσσουν στα όσα η νομοθεσία προϋποθέτει για την αναγνώριση ατόμου ως πρόσφυγα, δηλαδή, δεν πιστοποιήθηκε ότι ο αιτητής είχε βάσιμους φόβους καταδίωξης του  για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων κατά τα άρθρα 3 και 13 του Νόμου,  (δέστε Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008).  Οι λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ήταν, ως ο ίδιος δήλωσε, προσωπικοί και συναρτώνταν με την αγάπη του για συγκεκριμένη κοπέλα. 

 

Η προσφυγή ενόψει όλων των ανωτέρω απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το         Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο