ΦΩΤΙΟΣ ΜΑΛΙΑΠΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 120/2011, 121/2011, 122/2011 και 190/2011, 31 Ιανουαρίου 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 120/2011, 121/2011,

 122/2011 και 190/2011)

 

31 Ιανουαρίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 120/2011)

ΦΩΤΙΟΣ ΜΑΛΙΑΠΗΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

-------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 121/2011)

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΛΙΑΣΙΔΗΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

-------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 122/2011)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

-------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 190/2011)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΔΟΥΛΟΥ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

-------------------------------------

 

Σ. Οικονομίδης, για τους Αιτητές.

Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

 

-------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές στις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες προσφυγές παραπονούνται ότι παρά το γεγονός ότι κρίθηκαν προακτέοι κατά τις ετήσιες κρίσεις αξιωματικών για το 2010, εν τούτοις δεν προήχθησαν και αντ΄ αυτών προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη λόγω του τρόπου με τον οποίο έγινε η κατανομή των θέσεων από τον Υπουργό Άμυνας, ο οποίος υιοθέτησε τις παρόμοιες θέσεις του Αρχηγού Εθνικής Φρουράς. 

 

        Μετά την οριστικοποίηση των Πινάκων των Αξιωματικών που κρίθηκαν προακτέοι από το Συμβούλιο Κρίσεων, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς υπέβαλε στον Υπουργό  Άμυνας στις 21.12.2010 την πρόταση του αναφορικά με την κατανομή των κενών θέσεων Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας στους βαθμούς Υπολοχαγού μέχρι και Συνταγματάρχη για το 2010, εφαρμόζοντας ως το πλέον αντικειμενικό κριτήριο, την αρχαιότητα μεταξύ των κριθέντων αναλογικά στην κατανομή των θέσεων κατά κλάδο και επετηρίδα προς καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της Εθνικής Φρουράς.  Λήφθηκαν επίσης υπόψη πέραν των υπηρεσιακών αναγκών και οι επιχειρησιακές ανάγκες και προτεραιότητες της υπηρεσίας.  Στη συνέχεια ο Υπουργός Άμυνας αποφάσισε στις 29.12.2010, την κατανομή των κενών θέσεων Αξιωματικών Στρατού της Δημοκρατίας στους βαθμούς Υπολοχαγού μέχρι και Συνταγματάρχη κατά τον τρόπο που αναφερόταν στον συνημμένο στην απόφαση του Πίνακα, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των κενών θέσεων Αξιωματικών που υπήρχαν στις πιο πάνω θέσεις, τις προτάσεις του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς αναφορικά με την κατανομή, τις οποίες προτάσεις και υιοθέτησε, τους οριστικούς Πίνακες Αξιωματικών όπως κρίθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεων στην τακτική του σύνοδο για το 2010 και τις διατάξεις του Καν. 45 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις), Κανονισμών του 1990-2006.

 

        Την επόμενη ημέρα, 30.12.2010, ο Υπουργός Άμυνας αποφάσισε την προαγωγή ονομαστικά από 31.12.2010, των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας κατά τον τρόπο που καταγράφεται στην εν λόγω απόφαση (Παράρτημα 8 στην ένσταση).  Για τις εν λόγω προαγωγές στη βάση της απόφασης του Υπουργού Άμυνας ενημερώθηκε με ανάλογη επιστολή ημερ. 30.12.2010 (Παράρτημα 9 στην ένσταση), η Διεύθυνση Προσωπικού του ΓΕΕΦ για τις περαιτέρω ενέργειες.  Με τη σειρά της, η Διεύθυνση Προσωπικού κοινοποίησε στις μονάδες της Εθνικής Φρουράς τις εν λόγω προαγωγές. 

 

        Οι αιτητές προσβάλλουν την εν λόγω απόφαση θεωρώντας ότι λήφθηκε υπό το κράτος πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα ενόψει του ότι δεν κατανεμήθηκαν θέσεις στις οποίες θα μπορούσαν να προαχθούν οι αιτητές λαμβάνοντας ως κριτήριο όχι τις ανάγκες του Σώματος, αλλά την πλήρωση των κενών θέσεων με κριτήριο την αρχαιότητα μεταξύ των κριθέντων, ενόψει και του περιορισμένου αριθμού κενών θέσεων. 

 

         Συγκεκριμένα, ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 120/11, είναι Αξιωματικός βαθμού Ταγματάρχη και ανήκει στην Επετηρίδα των Αξιωματικών Σώματος Τεχνικού του Στρατού Ξηράς και προσβάλλει την μη κατανομή έστω και μιας από τις 24 κενές γενικές θέσεις Αξιωματικών Βαθμού Αντισυνταγματάρχη. Εάν κατανεμόταν τέτοια θέση στη συγκεκριμένη Επετηρίδα, τότε ο αιτητής, ως πρώτος σε αρχαιότητα μεταξύ των Ταγματαρχών Σώματος Τεχνικού, θα προαγόταν σε Αντισυνταγματάρχη αντί ενός των ενδιαφερομένων μερών.

 

        Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 121/11, φέρει το βαθμό Ταγματάρχη και ανήκει στην Επετηρίδα των Αξιωματικών Σώματος Υλικού Πολέμου του Στρατού Ξηράς και παρομοίως προσβάλλει την μη κατανομή έστω και μιας θέσης από τις           24 κενές γενικές θέσεις στην Επετηρίδα των Αξιωματικών Σώματος Υλικού Πολέμου.  Διατείνεται ότι ως ο πρώτος στην αρχαιότητα των Ταγματαρχών Σώματος Υλικού Πολέμου θα προαγόταν σε Αντισυνταγματάρχη, αντί ενός των ενδιαφερομένων μερών.

 

        Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 122/11, με το βαθμό Ταγματάρχη, ανήκει στην Επετηρίδα των Αξιωματικών Σώματος Εφοδιασμού Μεταφορών του Στρατού Ξηράς και παρομοίως προσβάλλει, ως ο  πρώτος σε αρχαιότητα των Ταγματαρχών του Σώματος του, την μη κατανομή έστω και μιας θέσης από τις         24 γενικές θέσεις που ήταν κενές και στην οποία θα δικαιούτο να προαχθεί. 

 

        Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 190/11, Αξιωματικός βαθμού Ταγματάρχη που ανήκει στην Επετηρίδα των Αξιωματικών Όπλων του Στρατού Ξηράς  προσβάλλει την μη κατανομή και 17ης θέσης από τις 24 κενές γενικές θέσεις βαθμού Αντισυνταγματάρχη στην οποία θα δικαιούτο κατά αρχαιότητα να προαχθεί, εφόσον ήταν ο 17ος στη σειρά, αντί ενός των ενδιαφερομένων μερών. 

 

        Η γραπτή αγόρευση των αιτητών αφορά ουσιαστικά πανομοιότυπα νομικά ζητήματα και ισχύει για όλους τους αιτητές με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις ως προς τα πραγματικά δεδομένα.  Οι αιτητές θεωρούν, στη βάση νομολογίας, ότι η απόφαση κατανομής κατ΄ έτος των κενών θέσεων στρατιωτικών αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη που δύναται να προσβληθεί με προσφυγή, ανεξάρτητα από τη διαδικασία των προαγωγών που ακολουθεί την κατανομή αυτή, πρόταση ορθή σύμφωνα με αποφάσεις όπως η Χ»Σωτηρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524, Νεοφύτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 435 και Γαλανός κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1015/04, ημερ. 8.3.2006.  Πέραν τούτου, ο ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι ο Καν. 45(2) της Κ.Δ.Π. 90/90, όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 351/05, καθορίζει τη βάση της κατανομής των κενών θέσεων σε συνάρτηση με τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο.  Επομένως, ενυπάρχοντος του κριτηρίου των αναγκών της υπηρεσίας, δεν ήταν δυνατό είτε για τον Αρχηγό Εθνικής Φρουράς, είτε για τον Υπουργό Άμυνας, να προβούν σε κατανομή χωρίς να ήταν γνωστές και να καθορισθούν οι ανάγκες της Εθνικής Φρουράς στο συγκεκριμένο χρόνο στον κάθε Κλάδο και Επετηρίδα.  Αντ΄ αυτού του κριτηρίου, η κατανομή έγινε στη βάση της αρχαιότητας των κριθέντων, αναλογικά κατά Κλάδο και Επετηρίδα, έχοντας υπόψη ότι ο αριθμός των προς πλήρωση θέσεων ήταν μικρότερος από τον αριθμό των κριθέντων ως προακτέων.  Με αυτό το γνώμονα, η κατανομή των 28 υπαρχουσών κενών θέσεων για το 2010, δεν έγινε με βάση τις ανάγκες της Υπηρεσίας κατά κλάδο, αλλά αναλογικά κατά Κλάδο και Επετηρίδα και ανάλογα με την αρχαιότητα των κριθέντων. 

 

        Προκύπτει, επομένως, λανθασμένη ερμηνεία του κριτηρίου που καθορίζει ο Καν. 45(2), παράνομη αιτιολογία και πλάνη περί τα πράγματα. 

 

        Ο Υπουργός Άμυνας, ως καθ΄ ου η αίτηση, διά του δικηγόρου της Δημοκρατίας, εγείρει πρώτιστα προδικαστική ένσταση επί τω ότι δεν είναι δυνατόν να προσβάλλεται η επίδικη κατανομή κατά μέρος της μόνο και όχι κατά το σύνολο της.  Εάν το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει υπέρ της θέσης των αιτητών, τότε το πρόβλημα που θα ανακύψει λόγω μη δέουσας έρευνας, πλάνης και αιτιολογίας, θα επηρεάζει το σύνολο της επίδικης κατανομής και δεν θα είναι δυνατόν να επηρεαστούν μόνο οι αιτητές.  Με άλλα λόγια, κατά την τυχόν επανεξέταση δεν θα ήταν λογικό και δίκαιο να εξεταστούν τα δεδομένα μόνο των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών δημιουργώντας έτσι παράδοξο και αντινομικό αποτέλεσμα, αφού θα περιόριζε ανεπίτρεπτα τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.  Η διοίκηση σε περίπτωση αποδοχής των προσφυγών, θα ήταν αναγκασμένη να περιοριστεί μόνο στη διαδικασία κατανομής που οδήγησε στην προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, αφήνοντας άθικτες τις υπόλοιπες προαγωγές που έγιναν στη βάση της ίδιας κατανομής, οι οποίες όμως θα είχαν ως έρεισμα το ίδιο ακριβώς νομικό και πραγματικό υπόβαθρο. 

 

        Ως προς την ουσία, ο καθ΄ ου ισχυρίζεται ότι η πρόταση του Αρχηγού Εθνικής Φρουράς για την κατανομή των θέσεων είχε ως βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας.  Αυτό προκύπτει από την ίδια την επιστολή και επομένως η απόφαση εν τέλει του Υπουργού Άμυνας ήταν σε πλήρη αρμονία με τις πρόνοιες του Καν. 45(2), δεδομένου ότι οι ανάγκες της υπηρεσίας αποτέλεσαν το πλέον ουσιώδες και/ή το πρωταρχικό κριτήριο.  Αυτό διότι στο πρώτο μέλημα και σημείο εκκίνησης για την κατανομή ήταν η κάλυψη των αναγκών της υπηρεσίας.  Με τη διαπίστωση ότι παρά τις δεδομένες ανάγκες της υπηρεσίας, ο αριθμός των κενών θέσεων ήταν μικρότερος του αριθμού των προακτέων, ήταν και λογικό και εύλογα επιτρεπτό, η κατανομή σε κάθε βαθμό να λάβει χώραν αναλογικά και στη βάση του αντικειμενικού πλέον κριτηρίου της αρχαιότητας. Ο Υπουργός Άμυνας υιοθετώντας τις εισηγήσεις του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, έλαβε υπόψη του ότι ο τελευταίος είναι ο πιο αρμόδιος για το ζήτημα έχοντας πλήρη γνώση των υπηρεσιακών αναγκών. 

 

        Υπό το φως των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, ούτε από έλλειψη έρευνας, ούτε από πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο εφόσον δεν υπήρχε οποιοδήποτε κριτήριο το οποίο ενώ δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη λήφθηκε εν τέλει υπόψη ανεπίτρεπτα από τον Υπουργό Άμυνας ή στοιχείο το οποίο παρερμηνεύθηκε οδηγώντας τη διοίκηση σε πλανημένη αντίληψη.  Δεν έχει καταδειχθεί συνεπώς πλάνη ουσιώδης που να επιδρά στην τελική κρίση, ούτε και εναπόκειται στους αιτητές να υποβάλουν ή επιβάλουν στον Υπουργό Άμυνας τον τρόπο κατανομής των επίδικων κενών θέσεων. 

 

        Κατά τις διευκρινίσεις, ο κ. Κωμοδρόμος εξήγησε ότι η προδικαστική εγερθείσα ένσταση δεν καταγράφηκε στην ένσταση της Δημοκρατίας, αλλά ηγέρθηκε μόνο στην αγόρευση του Υπουργού Άμυνας διότι όταν καταχωρήθηκε η ένσταση εκκρεμούσε η συναφής υπόθεση Γεώργιος Κουκκουλής ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Άμυνας, υπ΄ αρ. 1224/08, ημερ.   20.6.2011, στην οποία το ίδιο το Δικαστήριο (Κωνσταντινίδης, Δ.), ήγειρε αυτεπάγγελτα το ζήτημα ότι ο αιτητής προσέβαλε μόνο μέρος της επίδικης κατανομής και όχι το σύνολο της.  Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη διότι η κατανομή δεν θα μπορούσε να διασπαστεί κατά τον τρόπο που επιδιωκόταν με την προσφυγή ώστε να προσβληθεί ως πάσχουσα κατά μέρος μόνο.  Η θέση αυτή αποτέλεσε και το έναυσμα για την έγερση της εδώ προδικαστικής ένστασης εκ των υστέρων στην αγόρευση και μόνο.  Ο κ. Οικονομίδης στην απαντητική του αγόρευση εισηγήθηκε ότι πέραν του γεγονότος της μη δέσμευσης του παρόντος Δικαστηρίου από την πρωτόδικη απόφαση στην Κουκκουλής, καταχωρήθηκε εναντίον της και η Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 108/11.

 

        Λόγω της έγερσης της προδικαστικής ένστασης που αφορά ευθέως το έννομο συμφέρον των αιτητών κατά τον τρόπο που εξήγησε ο κ. Κωμοδρόμος, καθίσταται αναγκαία η αναδρομή στο σκεπτικό της απόφασης Γεώργιος Κουκκουλή ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Άμυνας – πιο πάνω – η οποία και αποτέλεσε το έναυσμα και την ουσία της προδικαστικής ένστασης.  Στην Κουκκουλή είχε γίνει κατανομή από τον Υπουργό Άμυνας κατά κλάδο και επετηρίδα αριθμού κενών θέσεων Αξιωματικών μεταξύ των οποίων και 56 κενές θέσεις Λοχαγού.  Σύμφωνα με την κατανομή, υπήρχαν τρεις θέσεις για Ιπτάμενους Αξιωματικούς, ο δε αιτητής ήταν Υποσμηναγός στους Ιπτάμενους Αξιωματικούς προακτέος κατά αρχαιότητα.  Με την κατανομή δόθηκαν τρεις θέσεις Λοχαγού, κατά δε την προσφυγή που έγινε, εάν διδόταν και τέταρτη θέση, τότε ο αιτητής θα προαγόταν ως ο επόμενος σε αρχαιότητα.  Στην προσφυγή τέθηκαν ζητήματα περί έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και παράνομη αιτιολογία, αλλά ήταν δομημένη κατά τέτοιο τρόπο που να αφορούσε την κατανομή στην έκταση που αυτή απέληξε στην προαγωγή τεσσάρων μόνο Αξιωματικών, οι οποίοι ανήκαν ο ένας στο Όπλο του Στρατού Ξήρας, ο δεύτερος στο Σώμα Τεχνικού του Στρατού Ξηράς, ο τρίτος στο Σώμα Υλικού Πολέμου του Στρατού Ξηράς και ο τέταρτος στους Μάχιμους Ναυτικού.

 

        Τέθηκε αυτεπάγγελτα από το εκδικάζον εκεί την προσφυγή Δικαστήριο ζήτημα ως προς το παραδεκτό του τρόπου διατύπωσης της επιδιωκόμενης θεραπείας εφόσον σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής, δεν θα ήταν δυνατό να δεσμευτεί κατά τον τρόπο αυτό η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης κατά την επανεξέταση. Ακολούθως, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση τροποποίησης της θεραπείας, η οποία όμως απερρίφθη εφόσον η εκ των υστέρων επέκταση της αίτησης ακυρώσεως θα προσέκρουε στην πάροδο των 75 ημερών από την κατανομή εφόσον επιδιωκόταν πλέον ακύρωση ολόκληρης της κατανομής.  Στην τελική του απόφαση ο Κωνσταντινίδης, Δ., απέρριψε την προσφυγή ως μη παραδεκτή θεωρώντας ότι η προσβολή της κατανομής, κατά μέρος της μόνο, δεν ήταν παραδεκτή εφόσον δεν ήταν δυνατό να διασπαστεί και να διαχωριστεί η γενική κατανομή που αποφασίστηκε κατά μέρος της ώστε να επηρεάζονται μόνο ορισμένοι εκ των γενικώς προαχθέντων με βάση την ίδια κατανομή.  Κατά το Δικαστήριο, θα τίθετο ένα,

 

«…… βασικό ερώτημα αναφορικά με το πώς θα ήταν δυνατό να συζητούμε μόνο για την κατανομή της επιπλέον θέσης  στους Ιπτάμενους.  Από πού θα αφαιρείτο εκείνη η θέση και για ποιο λόγο αναφερόμενο μόνο σ΄ αυτή;  Ήταν εκ της φύσεως ενιαία η απόφαση για την ορισμένη κατανομή και η μια πτυχή της αναπόφευκτα επιδρά στο σύνολο, ως ενιαίας κρίσης.

 

Αν υπήρχε ελλιπής έρευνα και ελλιπής αιτιολογία όπως την επικαλείται ο αιτητής, αυτή θα αφορούσε στο σύνολο και δεν μπορώ να δω καμιά δυνατότητα απομόνωσης ώστε, στην περίπτωση που θα γινόταν δεκτό ότι υπήρχαν αυτά τα ελαττώματα, να διαχωρίσουμε ως αυτοτελή τη μη κατανομή της τέταρτης θέσης για τους Ιπτάμενους.  Τέτοια απομόνωση θα σήμαινε ανεπίτρεπτη δέσμευση της διοίκησης ώστε να επανεξεταστεί το ζήτημα της τέταρτης θέσης μόνο, χωρίς αναφορά και επίδραση στο σύνολο της κατανομής που θα ήταν, εκ των πραγμάτων, αδύνατη.»

 

        Ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση πέραν της πληροφόρησης, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, ότι εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση, επιχειρεί ταυτόχρονα να διαφοροποιήσει τα δεδομένα της υπό κρίση προσφυγής από αυτά της Κουκκουλής.  Συναφώς εισηγείται ότι ενώ στην Κουκκουλής, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε το σύνολο της γενόμενης κατανομής, τόσο την κατά κλάδο, όσο και κατά επετηρίδα κάθε κλάδου, στην υπό κρίση προσφυγή, η προσβαλλόμενη απόφαση «….. είναι μόνο η περαιτέρω κατά επετηρίδα του κλάδου στον οποίο ανήκει ο αιτητής κατανομή των κενών γενικών θέσεων που είχε αποφασιστεί όπως κατανεμηθούν στον κλάδο αυτό.».  Περαιτέρω, ενώ ως συνέπεια της προσβαλλόμενης απόφασης στην Κουκκουλής, ο αιτητής χαρακτήρισε ενδιαφερόμενα πρόσωπα συναδέλφους του που ανήκαν σε ορισμένες μόνο επετηρίδες των κλάδων στις οποίες επετηρίδες είχαν κατανεμηθεί κενές γενικές θέσεις, στην παρούσα προσφυγή ενδιαφερόμενα πρόσωπα είναι μόνο οι προαχθέντες που ανήκουν στις άλλες από τη δική του επετηρίδα του κλάδου στον οποίο ανήκαν και θα που θα μπορούσαν να επηρεαστούν από τυχόν επιτυχία της προσφυγής κατά την επανεξέταση της υπόθεσης.  Συνακόλουθα, κατά τον αιτητή, δεν υπάρχει μια κατανομή κενών γενικών θέσεων Αξιωματικών για κάθε βαθμό Αξιωματικών, αλλά τόσες κατανομές όσο και οι Επετηρίδες των Αξιωματικών και τόσες αποφάσεις κατανομής κενών γενικών θέσεων, κάθε μια από τις οποίες είναι αυτοτελής. 

 

        Για να απαντηθεί η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να γίνει μια γενική αναφορά στη διάρθρωση των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας.  Σύμφωνα με τον Καν. 11(1), των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 90/90, οι διοριζόμενοι Αξιωματικοί κατανέμονται σύμφωνα με τις ανάγκες της υπηρεσίας σε τρεις κλάδους, ήτοι, στον Στρατό Ξηράς, στο Ναυτικό και στην Αεροπορία.  Κάθε κλάδος υποδιαιρείται ως εξής.  Στο Στρατό Ξηράς ανήκουν οι Αξιωματικοί Όπλων και οι Αξιωματικοί Σωμάτων, στο Ναυτικό οι Μάχιμοι Αξιωματικοί, οι Μηχανικοί Αξιωματικοί και οι Αξιωματικοί Σώματος, στη δε Αεροπορία, οι Ιπτάμενοι Αξιωματικοί, οι Μηχανικοί Αξιωματικοί και οι Αξιωματικοί Σώματος. 

 

        Σύμφωνα με τον Καν. 15, τηρείται Επετηρίδα για κάθε κλάδο στην οποία φαίνεται ο βαθμός και η αρχαιότητα εκάστου Αξιωματικού.  Για κάθε κλάδο τηρείται ξεχωριστή Επετηρίδα για κάθε επί μέρους κατάταξη των Αξιωματικών, ως ανωτέρω έχει εξηγηθεί.

 

        Με βάση τον Καν. 42(1), οι Αξιωματικοί υπόκεινται ως προς την προαγωγή τους, σε απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων, ή του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων αναλόγως της περιπτώσεως, οι δε κριθέντες ως προακτέοι αναγράφονται σε αντίστοιχους Πίνακες που είναι ξεχωριστοί τόσο για τον Στρατό Ξηράς, όσο και για  το Ναυτικό και την Αεροπορία.  Περαιτέρω, συντάσσονται ξεχωριστοί Πίνακες για τους Αξιωματικούς Όπλων και Αξιωματικούς Σωμάτων για τον κλάδο του Στρατού Ξηράς και ούτω καθ΄ εξής για τις υπόλοιπες κατατάξεις στο Ναυτικό και στην Αεροπορία. 

 

        Με βάση τον Καν. 45(2), ο οποίος εμπίπτει στο Μέρος ΧΙΙΙ που αφορά τις «Προαγωγές Αξιωματικών», οι κριθέντες ως προακτέοι Αξιωματικοί προάγονται εφόσον υπάρχει κενή θέση στο βαθμό για τον οποίο προορίζεται ο Αξιωματικός, οι δε υπάρχουσες κενές θέσεις «…. κατανέμονται με απόφαση του Υπουργού που εκδίδεται μετά από πρόταση του Αρχηγού, με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας, κατά κλάδο.».  Με δε την επιφύλαξη του Καν. 45(2), καθορίζεται ότι οι κενές θέσεις Αξιωματικών για τον Στρατό Ξηράς, διαχωρίζονται σε θέσεις Αξιωματικών Όπλων και σε θέσεις Αξιωματικών Σωμάτων και ούτω καθ΄ εξής, για το Ναυτικό και την Αεροπορία. 

 

        Μετά την αναγκαία περίσκεψη επί του θέματος που προέκυψε ενόψει και του νεοφανούς σημείου που τέθηκε (δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη παρόμοια νομολογία με την Κουκκουλής), κρίνεται ότι η προδικαστική ένσταση πρέπει να επιτύχει.  Σε σύμπνοια με το σκεπτικό στην Κουκκουλής, εντοπίζεται όντως πρόβλημα με την αίτηση ακύρωσης όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην προσφυγή.  Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις υποθέσεις Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339 και Χ»Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος δεν αφορά μόνο στην προσφυγή, αλλά και στους λόγους ακυρώσεως οι οποίοι πρέπει να είναι παραδεκτοί,  (δέστε και Αναστασίου ν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4 Α.Α.Δ,. 2440 και  Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 270).  Στην αίτηση ακυρώσεως, οι αιτητές ζητούν όπως η πράξη του Υπουργού Άμυνας, ότι

 

«…… οι 24 κενές προς πλήρωση μέσα στο 2010 γενικές θέσεις Αξιωματικών βαθμού Αντισυνταγματάρχη, που είχε αποφασίσει όπως κατανεμηθούν περαιτέρω, οι 16 στα Όπλα του Στρατού Ξηράς, οι 6 στο Σώμα Υγειονομικού Ιατρικού του Στρατού Ξηράς, η 1 στο Σώμα Πληροφορικής Μηχανογράφησης του Στρατού Ξηράς, η 1 στο Σώμα Οικονομικών του Στρατού Ξηράς και καμιά στο Σώμα Τεχνικού του Στρατού Ξηράς, με αποτέλεσμα να προαχθούν …… τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα …..», είναι άκυρη.

 

Από την ως άνω επιδιωκόμενη θεραπεία δεν προκύπτει αυτό που εκ των υστέρων οι αιτητές με την απαντητική τους αγόρευση επιχειρούν να διευκρινίσουν, ότι, δηλαδή, ο κάθε αιτητής έχει έννομο συμφέρον περιοριζόμενο στη μια κενή ή στην καθόλου κενή θέση που δεν κατανεμήθηκε στο ανάλογο Σώμα.  Είναι φανερό (και το επαναλαμβάνει ο συνήγορος των αιτητών στη σελ. 7 της απαντητικής του αγόρευσης), ότι η προσβολή της πράξεως της κατανομής δεν είναι δυνατόν να αφορά αποκλειστικά και μόνο τους τέσσερεις αιτητές, αλλά αφορά το σύνολο των προαχθέντων δυνάμει της γενόμενης κατανομής.  Ακριβώς, η βάση του επιχειρήματος εκάστου αιτητή είναι το αναιτιολόγητο της κατανομής υπό το φως λανθασμένης ερμηνείας του Καν. 45(2) και πλάνης περί τα πράγματα.  Αυτά, όμως, εάν ευσταθούν, δεν αφορούν μόνο τους παρόντες αιτητές, αλλά το σύνολο της γενόμενης κατανομής και την πολιτική που αυτή περιέχει (θέμα για το οποίο θα γίνει αναφορά κατωτέρω), και εφαρμόζεται οριζοντίως και καθέτως στο σύνολο.  Τυχόν επιτυχία λοιπόν των προσφυγών όπως η θεραπεία είναι διατυπωμένη σε κάθε μια απ΄ αυτές, αναμφίβολα θα δημιουργήσει προβλήματα, κατά την επανεξέταση, όπως διαπιστώθηκε στην Κουκκουλής – πιο πάνω –.

 

  Δεν υπάρχει εδώ ατομική διοικητική πράξη που αφορά μόνο τα δεδομένα εκάστου αιτητή, αλλά ο κατ΄ ισχυρισμόν επηρεασμός τους εξάγεται ως προερχόμενος από το μείζον, κινούμενος προς το έλασσον.  Αυτό εμμέσως, πλην σαφώς, το δέχονται και οι αιτητές, εφόσον εισηγούνται ότι κατά την τυχόν επανεξέταση η  μια θέση από την Επετηρίδα Αξιωματικών του Σώματος Τεχνικού του Στρατού Ξηράς, στην οποία στοχεύει ο αιτητής στην υπ΄ αρ. 120/11 προσφυγή, θα προέρχεται είτε από την 16η θέση από την Επετηρίδα των Αξιωματικών Όπλων του Στρατού Ξηράς, είτε από την 6η θέση στην Επετηρίδα των Αξιωματικών του Σώματος Υγειονομικού Ιατρών, είτε από τη μοναδική θέση στην Επετηρίδα των Αξιωματικών του Σώματος Πληροφορικής Μηχανικής, ή από τη μοναδική θέση στην Επετηρίδα των Αξιωματικών του Σώματος Οικονομικού.  Καθίσταται φανερό λοιπόν ότι οι αιτητές επιδιώκουν την ανατροπή της φιλοσοφίας πίσω από τη γενόμενη κατανομή και θα μπορούσαν να το πράξουν προσβάλλοντας την ίδια την κατανομή γενικώς και όχι κατ΄ απομόνωση.  Οι λόγοι ακυρότητας που προβάλλονται αφορούν το σύνολο της κατανομής και όχι αποκλειστικά την επί μέρους κατανομή που έγινε και, που κατά τους αιτητές, τους επηρεάζει ανάλογα σε κάθε προσφυγή.

 

Πέραν των ανωτέρω, διαπιστώνεται από το Δικαστήριο και έτερο πρόβλημα που αφορά ευθέως πλέον το έννομο συμφέρον των αιτητών.  Όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, οι τρεις Κλάδοι του Στρατού της Δημοκρατίας καταρτίζονται σε επί μέρους Όπλα και Σώματα, με ξεχωριστή Επετηρίδα όπου αναφέρεται ο βαθμός και η αρχαιότητα εκάστου αξιωματικού.  Στην Χ»Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – κρίθηκε, ακολουθώντας την Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας(1994) 3 Α.Α.Δ. 349, ότι ο διαχωρισμός αξιωματικών σε όπλα και σώματα γίνεται δυνάμει του καθαρού λεκτικού των Κανονισμών, ούτως ώστε οι αξιωματικοί όπλων να μην δικαιούνται να προσβάλουν την προαγωγή αξιωματικών σωμάτων και αντίστροφα.  Το ίδιο επαναβεβαιώθηκε και στη Νεοφύτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω –.

 

Ενέχει επομένως σημασία η θέση των ενδιαφερομένων μερών στις συνενωμένες αυτές προσφυγές.  Σε όλες τις υποθέσεις τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη είναι τα ίδια και ανήκουν στα Όπλα Στρατού Ξηράς (Μ. Μανώλης), στο Σώμα Υγειονομικών Ιατρών (Άντρη Ιωσήφ), στο Σώμα Πληροφορικής Μηχανογράφησης του Στρατού Ξηράς (Α. Στυλιανού) και στο Σώμα Οικονομικών Στρατού Ξηράς (Στ. Φιλίππου).  Οι τρεις, επομένως, από τους τέσσερεις αιτητές ανήκουν σε διαφορετικά Σώματα από τα ενδιαφερόμενα μέρη και είναι κατ΄ επέκταση εγγεγραμμένα και σε διαφορετική Επετηρίδα.  Μόνο ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 190/11 ανήκει στην Επετηρίδα Όπλων Στρατού Ξηράς, όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Μανώλης.  Έπεται ότι οι τρεις αιτητές στην προσφυγή υπ΄ αρ. 120/11, 121/11 και 122/11, δεν έχουν εν πάση περιπτώσει έννομο συμφέρον να καταφέρονται εναντίον της απόφασης της προαγωγής των τριών αντίστοιχων ενδιαφερομένων μερών.  Όπως εξηγήθηκε στη Ζαβρός, δυνάμει του Καν. 45(2), επί του οποίου και βασίζεται η προσβαλλόμενη κατανομή, οι κενές θέσεις κατανέμονται με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο, αλλά με την επιφύλαξη, διαχωρίζονται περαιτέρω σε Αξιωματικούς Όπλων και Σωμάτων.  Στη Ζαβρός, η εισήγηση της Δημοκρατίας για έλλειψη εννόμου συμφέροντος από τους εκεί αιτητές έγινε δεκτή έχοντας υπόψη και τις πρόνοιες του Καν. 11(2), στον οποίο και έγινε αναφορά ανωτέρω.

 

 

Ανεξάρτητα από τη διαπίστωση περί του απαραδέκτου της προσφυγής και της έλλειψης εννόμου συμφέροντος. κρίνεται ορθό προς ολοκλήρωση του σκεπτικού να εξεταστούν περαιτέρω και οι λόγοι ουσίας που οι αιτητές επικαλούνται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Οι θέσεις τους, παρόλον που βασίζονται σε τρία διαφορετικά νομικά σημεία, εν τούτοις συμπτύσσονται στην, κατά την άποψη τους, αναιτιολόγητη απόφαση ως προς τον τρόπο που έγινε η κατανομή των θέσεων κατά παράβαση του λεκτικού του Καν. 45(2) και χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα ως προς τις ανάγκες της υπηρεσίας, οι οποίες και θα έπρεπε να καταγραφούν ως το δικαιολογητικό υπόβαθρο της κατανομής.  Ο Καν. 45, έχει στο μέρος που ενδιαφέρει αναφερθεί ανωτέρω και η ουσία των λόγων ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές είναι ότι δεν διαπιστώθηκαν πριν την κατανομή οι «ανάγκες της υπηρεσίας, κατά κλάδο».  Επικαλέστηκαν δε την απόφαση στην Σάββας Κακουλλής κ.ά. ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Άμυνας, υπόθ. αρ. 1263/09, ημερ. 12.5.2011, όπου ακυρώθηκε η κατανομή στις θέσεις των μονίμων Υπαξιωματικών που, όπως και για τις επίδικες θέσεις, γίνεται με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας, κατά κλάδο, σύμφωνα με τον Καν. 32(2) και τον Καν. 35(2). 

 

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου και σε συμφωνία με όσα αναφέρουν οι καθ΄ ων στη δική τους αγόρευση, κρίνεται ότι δόθηκε επαρκής αιτιολογία για την κατανομή που αποφασίστηκε εν τέλει από τον Υπουργό Άμυνας ως καθ΄ ύλην αρμόδιο να λάβει τη σχετική απόφαση, μετά από τη γνώμη του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς.  Ο τελευταίος υπέβαλε στον Υπουργό συγκεκριμένη εισήγηση για την κατανομή με επιστολή του ημερ. 21.12.2010 (Παράρτημα 6 στην ένσταση), επισυνάπτοντας δύο Παραρτήματα.  Στην εισήγηση γίνεται αναφορά ότι έχοντας υπόψη τα υφιστάμενα δεδομένα για το 2010, εφαρμόσθηκε

 

 «…….. ως το πλέον αντικειμενικό κριτήριο, η κατανομή των θέσεων αναλογικά κατά κλάδο και επετηρίδα, λαμβάνοντας κατ΄ αρχήν υπόψη την αρχαιότητα μεταξύ των κριθέντων, κριτήριο, το οποίο εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο και τις ανάγκες της υπηρεσίας.».

 

Επίσης αναφέρθηκε ότι

 

 «…… ελήφθησαν σοβαρά υπόψη, πλέον των υπηρεσιακών αναγκών, οι επιχειρησιακές ανάγκες και οι προτεραιότητες της υπηρεσίας, στις οποίες εμπεριέχονται στοιχεία υψηλής διαβάθμισης, τα οποία δεν δύναται να κοινοποιηθούν σε τρίτους, πλην των κατά περίπτωση αρμοδίων επιτελών, της ιεραρχίας του ΓΕΕΦ και του ΥΠΑΜ.». 

 

Το Παράρτημα Β της εν λόγω επιστολής αποτελεί την «αιτιολόγηση-ανάλυση» της πρότασης κατανομής.  Στην παρ. 2 του Παραρτήματος, αναφέρεται το κριτήριο του Καν. 45(2) ότι η κατανομή των θέσεων γίνεται με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο, εξηγώντας ότι λόγω του μικρότερου αριθμού θέσεων προς πλήρωση κατά το 2010, έναντι του μεγαλύτερου αριθμού των κριθέντων ως προακτέων, λήφθηκε υπόψη η κατανομή θέσεων αναλογικά κατά κλάδο και επετηρίδα λαμβάνοντας υπόψη την αρχαιότητα μεταξύ των κριθέντων «……. κριτήριο το οποίο υπό τις περιστάσεις, εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο και τις υπηρεσιακές ανάγκες.».  Σ΄ αυτές τις υπηρεσιακές ανάγκες λήφθηκαν υπόψη, όπως εξηγείται στην     παρ. 3 και οι επιχειρησιακές ανάγκες και οι προτεραιότητες της υπηρεσίας.  Στη συνέχεια, εξηγείται με μεγάλη λεπτομέρεια στις σελίδες που ακολουθούν, πώς προτεινόταν να γίνει η κατανομή με επί μέρους αιτιολόγηση κατά κλάδο και σώμα.  Αυτή η αναλογική κατανομή θέσεων κατά κλάδο και επετηρίδα με βάση και την αρχαιότητα  οδηγούσε στην εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας.  Η διατύπωση της αιτιολογίας μπορεί να μην κατέγραψε τις ανάγκες της υπηρεσίας ως το έναυσμα της, αλλά είναι φανερό ότι και η αναλογική κατανομή και η αρχαιότητα στόχευαν και οδηγούσαν στο να καλυφθούν «κατά τον καλύτερο τρόπο» οι ανάγκες της υπηρεσίας.  Δεν είναι επομένως η διατύπωση που έχει σημασία, αλλά η ουσία της αιτιολογίας.

 

Από τα πιο πάνω απορρέει ότι το βασικό κριτήριο για την κατανομή αποτέλεσαν οι «ανάγκες της υπηρεσίας» κατά κλάδο, που είναι η βασική φράση που απαντάται στον Καν. 45(2) και η οποία δεν αποτελεί κάποιο τεχνικό κριτήριο («term of art»), αλλά αναφέρεται γενικά σε ό,τι χρειάζεται να κάνει κανείς που είναι απαραίτητο ώστε η έλλειψη ή απουσία του να γεννά προβλήματα (δέστε Γ. Μπαμπινιώτη: «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» σελ. 151, λήμμα 2). 

 

Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με τους αιτητές, ούτε και, με όλη την εκτίμηση, με την απόφαση στην Κακουλλής – ανωτέρω – στην οποία αναφέρθηκε και η υπόθεση Βάσος Κουντουρή ν. Δημοκρατίας, αρ. 384/06, ημερ. 27.9.2007, με παρόμοια ακυρωτική κατάληξη για θέσεις Συνταγματαρχών δυνάμει του Καν. 45(2), κρίνοντας ότι δεν χρησιμοποιήθηκε εδώ εξωγενές κριτήριο για την κατανομή.  Όπως ορθά αναφέρει ο κ. Κωμοδρόμος στην αγόρευση του δεν εναπόκειται στους αιτητές να επιβάλουν την άποψη τους ως προς τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει η κατανομή, με δεδομένο ότι τις ανάγκες της υπηρεσίας τις γνωρίζει καλύτερα από όλους ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, ο οποίος υπέβαλε συγκεκριμένο αιτιολογικό προς τον Υπουργό, ο οποίος με τη σειρά του αποδέχθηκε τις θέσεις του Αρχηγού.  Όταν ο Αρχηγός στην εισήγηση ανέφερε ότι λαμβανόταν υπόψη η αρχαιότητα μεταξύ των κριθέντων και ότι η κατανομή θέσεων σε κάθε βαθμό θα γινόταν αναλογικά κατά κλάδο και επετηρίδα, είχε υπόψη του, όπως και ρητά αναφέρει, ότι υπό τις περιστάσεις, δηλαδή, του μικρότερου αριθμού θέσεων έναντι του μεγαλύτερου αριθμού προακτέων, εξυπηρετούνταν κατά τον καλύτερο τρόπο και οι υπηρεσιακές ανάγκες, που είναι το κριτήριο που καθορίζει ο Καν. 45(2).  Η απόφαση δε τελικώς του Υπουργού, όπως απορρέει από το Παράρτημα 7 στην ένσταση, έλαβε υπόψη τον αριθμό των κενών θέσεων, τις προτάσεις του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, τους οριστικούς Πίνακες και τις διατάξεις του Καν. 45. 

 

Να σημειωθεί περαιτέρω ότι η φιλοσοφία και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται κατ΄ έτος η κατανομή αποτελεί στην ουσία ένα τεχνικό θέμα για το οποίο οι αρμόδιες υπηρεσίες, εδώ ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, (όπως κατ΄ αναλογίαν οι αρμόδιες αρχές σε θέματα εκπόνησης Δήλωσης Πολιτικής ή απαλλοτριώσεων), είναι σε καλύτερη θέση να καθορίσει τις ανάγκες της υπηρεσίας ώστε η επέμβαση του αναθεωρητικού Δικαστηρίου να μην είναι επιτρεπτή, εκτός εάν υπάρχει  υπέρβαση της ακραίας διακριτικής ευχέρειας του οργάνου ή παράβαση νόμου ή κανονισμού.  Έχει αναφερθεί πλειστάκις σε αριθμό αποφάσεων της Ολομέλειας, ότι  η αναγκαιότητα του έργου, η επιλογή του χώρου και του τρόπου ενέργειας, αποτελούν θέματα ανέλεγκτα περιλαμβανομένων των επί μέρους τεχνικών προδιαγραφών,  (δέστε για παράδειγμα Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2007) 3 Α.Α.Δ. 543).  Στην Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, κρίθηκε ότι η ανάγκη για πολιτιστικό κέντρο και ο χώρος επιλογής του, αποτελούσαν θέματα που αφορούσαν κατ΄ εξοχήν τη διοίκηση και «ασφαλώς δεν επεμβαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο για να την υποκαταστήσει με την όποια δική του.».  Δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ τέτοιου είδους κρίσης, από την κρίση ως προς τις ανάγκες της υπηρεσίας του Στρατού ώστε να ακολουθήσει η ανάλογη κατανομή.

 

 Όπως έχει εξηγηθεί, το σκεπτικό που ακολουθήθηκε για τη συγκεκριμένη κατανομή εμπίπτει στο κριτήριο του Καν. 45(2), θεωρώντας ότι  δέουσα έρευνα  υπήρχε εφόσον εξηγείται στην επιστολή του Αρχηγού με το Παράρτημα 2, ο λόγος που προτείνεται η συγκεκριμένη κατανομή. Η δέουσα έρευνα εξαρτάται όπως έχει λεχθεί κατ΄ επανάληψη από τις συνθήκες, τις περιπτώσεις και τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης και είναι αρκετό να έχει συλλεγεί κάθε αναγκαίο στοιχείο υποβοηθητικό για την εξαγωγή της απόφασης.  Εδώ, ιδιαίτερα, ήταν γνωστός ο αριθμός των θέσεων, ο αριθμός των προακτέων, οι επιχειρησιακές ανάγκες, οι προτεραιότητες της υπηρεσίας, θέματα που εν πολλοίς αφορούν διαβαθμισμένα ζητήματα ασφάλειας, μη δημοσιοποιήσιμα ευρέως.   Ενόψει όλων των ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται ούτε πλάνη περί τα πράγματα.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης, εκάστη των οποίων απορρίπτεται με  έξοδα  εναντίον  εκάστου  αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, όπως 

 

 

 

θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τη συνένωση των προσφυγών από κάποιο στάδιο και μετά και το ενιαίο των αγορεύσεων που είχαν κατατεθεί.

 

 

 

 

 

 

                                    Στ. Ναθαναήλ,

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο