ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΤΡΑΡΗΣ ν. ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ, Υπόθεση Αρ. 719/2010, 31 Ιανουαρίου 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 719/2010)

 

31 Ιανουαρίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΤΡΑΡΗΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

----------------------------------

Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη, για τον Αιτητή.

Μ. Κυριακίδης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας αποφάσισε στις 22.3.2010 να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος στην προκηρυχθείσα μόνιμη θέση Λειτουργού Τεχνικής Υπηρεσίας (Πολεοδόμου) στο Δήμο Λάρνακας με ισχύ από 1.8.2010. 

 

        Ο αιτητής ο οποίος ήταν εκ των συνυποψηφίων του ενδιαφερομένου μέρους για διορισμό στη θέση, προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση στηριζόμενος σε διάφορες αιτίες προς ακύρωση του εν λόγω διορισμού.  Η θέση είχε προκηρυχθεί με εγκεκριμένη μισθοδοτική κλίμακα Α9-Α11-Α12.  Ο αιτητής, καθώς και το ενδιαφερόμενο μέρος, είχαν τα προσόντα για διορισμό εφόσον και οι δύο είχαν σχετικό πανεπιστημιακό δίπλωμα, ήταν εγγεγραμμένοι ως μέλη του ΕΤΕΚ στον οικείο κλάδο Μηχανικής Επιστήμης, ήσαν ακεραίου χαρακτήρος κλπ και είχαν διετή τουλάχιστον πείρα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, πείρα που θα αποτελούσε, κατά το δημοσιευθέν σχέδιο υπηρεσίας, πλεονέκτημα. 

 

        Ο Δήμος Λάρνακας προς υλοποίηση προηγούμενης απόφασης του για την προκήρυξη, μεταξύ άλλων, και της υπό κρίση θέσης, καθόρισε στις 9.7.2008 ότι η διαδικασία της πλήρωσης θα περιελάμβανε μόνο τη διεξαγωγή προφορικής εξέτασης, καθόρισε δε τη βαρύτητα των εφαρμοστέων κριτηρίων πρόσληψης ως εξής:  Για τα προσόντα θα αναλογούσαν 40 μονάδες, για το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης θα αναλογούσαν άλλες 40 μονάδες και για την πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, θα αναλογούσαν 20 μονάδες.  Στη συνέχεια κλήθηκαν για προφορική εξέταση οι διάφοροι υποψήφιοι προς τους οποίους απευθύνθηκαν πανομοιότυπες ερωτήσεις στη βάση ερωτήσεων που καταρτίστηκαν από μέλος του Γενικού Συμβουλίου του ΕΤΕΚ, προς το οποίο το Δημοτικό Συμβούλιο απευθύνθηκε προς υποβοήθηση του στην ετοιμασία ερωτήσεων και απαντήσεων. 

 

        Στη συγκεκριμένη συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου ημερ. 18.11.2009 όταν έγιναν οι προφορικές συνεντεύξεις, παρέστη ο Γλαύκος Κωνσταντινίδης εξουσιοδοτημένος λειτουργός του ΕΤΕΚ, ο οποίος παρέδωσε στο Δήμαρχο κλειστό και σφραγισμένο φάκελο που περιείχε τις ερωτήσεις και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Το εν λόγω άτομο, μετά την αποσφράγιση του φακέλου, απάντησε σε διάφορες απορίες και διευκρινίσεις που ζήτησαν τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και αποχώρησε.  Το Δημοτικό Συμβούλιο ακολούθως επέλεξε τις ερωτήσεις, οι οποίες και υποβλήθηκαν στους 18 υποψήφιους που παρέστησαν στην προφορική εξέταση.  Ως αποτέλεσμα της εξέτασης, το Δημοτικό Συμβούλιο έχοντας υπόψη και τα υπόλοιπα στοιχεία των προσόντων και της πείρας, κατέταξε τους υποψηφίους κατά σειρά επιτυχίας και αποφάσισε ομόφωνα την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους για πλήρωση της προκηρυχθείσας θέσης εφόσον αυτό συγκέντρωσε την υψηλότερη συνολική βαθμολογία.  Λόγω του ότι το ενδιαφερόμενο μέρος εργαζόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο στη δημόσια υπηρεσία και είχε μισθολογική κλίμακα ανώτερη της αρχικής βαθμίδας Α9, από την οποία θα άρχιζε η μισθοδοσία του επιτυχόντος υποψηφίου, το Δημοτικό Συμβούλιο ανέβαλε την τοποθέτηση του ενδιαφερομένου μέρους σε ακριβή βαθμίδα της μισθολογικής κλίμακας Α9-Α11-Α12, σε νέα συνεδρία προς περαιτέρω συζήτηση.  Εν τέλει το Δημοτικό Συμβούλιο κατά πλειοψηφία, διαφωνούντων δύο Δημοτικών Συμβούλων, αποφάσισε να προτείνει στο ενδιαφερόμενο μέρος διορισμό στη θέση με μισθολογική κλίμακα Α9-Α11-Α12 (3η βαθμίδα), με ισχύ από 1.8.2010, πρόταση που έγινε αποδεκτή. 

 

        Ο αιτητής παραπονείται ότι λανθασμένα και κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας το Δημοτικό Συμβούλιο εφάρμοσε κατά αναλογία τις πρόνοιες των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και Άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1995, Κ.Δ.Π. 175/95, καθώς και την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπ΄ αρ. 43.054, ημερ. 14.9.1995.  Το ενδιαφερόμενο μέρος υπηρετούσε κατά το χρόνο επιλογής του από το Δημοτικό Συμβούλιο, στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως στη θέση Λειτουργού Τεχνικής Υπηρεσίας (Πολεοδομία), ενταγμένο από πλευράς  απολαβών  στη  μισθολογική   κλίμακα Α9-Α11-Α12 (3η βαθμίδα της Α11).

 

        Άλλο ζήτημα που εγείρεται είναι ότι η όλη διαδικασία έπασχε διότι οι βαθμολογίες που δόθηκαν κατά την προφορική εξέταση ήταν αναιτιολόγητες και αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας.  Προς τούτο σημειώνεται από τον αιτητή ότι η διαφορά μεταξύ αυτού και του ενδιαφερομένου μέρους στην τελική κατάταξη ήταν μόνο 0.41 βαθμοί.  Αυτό διότι τόσο ο ίδιος όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, βαθμολογήθηκαν με τους πλήρεις 40 βαθμούς στο κριτήριο των προσόντων, με 19.26 βαθμούς έκαστος για το στοιχείο της πείρας, με μόνη διαφορά τελικώς το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης στην οποία το μεν ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε 35.67 βαθμούς, ο δε αιτητής 35.26.  Το αποτέλεσμα ήταν ο μεν αιτητής να έχει τελική βαθμολογία 94.52, σε σύνολο 100 μονάδων, το δε ενδιαφερόμενο μέρος να έχει τελική βαθμολογία 94.93, στο σύνολο των 100 μονάδων.  Επιβεβαιώνεται κατά τον αιτητή ότι με αυτό τον τρόπο δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη, η οποία εν πάση περιπτώσει έγινε από πρόσωπα, δηλαδή, τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, τα οποία δεν είχαν γνώση του αντικειμένου της επίδικης θέσης.  Γι΄ αυτό, συνεχίζει η εισήγηση, ο ίδιος υποψήφιος επί των ιδίων ερωτήσεων και απαντήσεων που είχαν ετοιμαστεί από το ΕΤΕΚ, αξιολογήθηκε από ένα μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου με βαθμό 28 και από άλλα μέλη με βαθμό 40. 

 

        Εγείρεται τέλος ζήτημα ορθής σύνθεσης του Δημοτικού Συμβουλίου κατά τη λήψη της απόφασης και των προηγηθέντων συνεδριών, αλλά και τήρησης άρτιων πρακτικών.  Αυτό διότι εκτός από ένα συγκεκριμένο πρακτικό, σε όλα τα υπόλοιπα δεν φαίνεται ποια μέλη ήταν παρόντα και ποια απόντα, φαίνεται να απουσιάζει ένα συγκεκριμένο μέλος που ενώ φαίνεται να είχε βαθμολογήσει τους υποψήφιους, εν τούτοις παρουσιάζεται απών κατά την προφορική συνέντευξη.  Εν τέλει και η συνολική βαθμολογία των υποψηφίων εξήχθηκε με τη διαίρεση του αριθμού 27, που είναι τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, αντί διά του αριθμού 26, που ήταν παρόντα σύμφωνα με το πρακτικό. 

 

        Το Δημοτικό Συμβούλιο απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς, εισηγούμενο ότι ο προσδιορισμός της μισθοδοτικής κλίμακας δεν αποτελεί μέρος της προσβληθείσας διοικητικής πράξης.  Ακόμη όμως και αν θεωρηθεί ότι η προσφυγή λογίζεται και εναντίον του καθορισμού της μισθοδοτικής κλίμακας του ενδιαφερομένου μέρους, η Κ.Δ.Π. 175/95 εφαρμόζεται στην περίπτωση και στη βάση της διακριτικής ευχέρειας του Δημοτικού Συμβουλίου, ελλείψει δε ενδεχομένως συγκεκριμένης νομοθετικής ή κανονιστικής πρόνοιας, ορθά αποφασίσθηκε η κατ΄ αναλογίαν εφαρμογή της εν λόγω Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης.  Περαιτέρω, τόσο η διαδικασία, όσο και η βαθμολογία που δόθηκε κατά την προφορική εξέταση, συνάδει πλήρως με τις αρχές του διοικητικού δικαίου και τη σχετική νομολογία, ούτως ώστε να μην έχει βάση η θέση ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση.  Σε σχέση με τα πρακτικά, αυτά τηρήθηκαν πλήρως, η απουσία δε συγκεκριμένου μέλους που αναφέρεται στο πρακτικό της 18.11.2009, οφειλόταν σε καλόπιστο λάθος εφόσον από τα έντυπα βαθμολόγησης προκύπτει σαφώς ότι ήταν παρόν στη συνεδρία. 

        Παρά την κατάταξη του ζητήματος της σύνθεσης του Δημοτικού Συμβουλίου ως τελευταίου ουσιαστικά λόγου ακύρωσης, εν τούτοις προβάλλει η εξέταση του ζητήματος κατά προτεραιότητα εφόσον η σύνθεση διοικητικού οργάνου ανατρέχει στη ρίζα της νομιμότητας της απόφασης που λήφθηκε, ως ζήτημα δημόσιας τάξης.  Η σύνθεση διοικητικού οργάνου είναι καίριο ζητούμενο, ώστε διαπίστωση τυχόν προβλήματος να καθιστά την απόφαση άκυρη, του θέματος δυναμένου να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, (δέστε τις αποφάσεις Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134 και Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130.) 

 

        Η συναφής προς τη νομιμότητα σύνθεσης ανάγκη τήρησης άρτιων πρακτικών, κωδικοποιείται και στο άρθρο 24 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, με σκοπό βέβαια τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου περί του νομοτύπου της σύγκλισης και παρουσίας των μελών και του περιεχομένου της ληφθείσας απόφασης,  (Ιωάννης Δημητριάδης κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ., συνεκ. υποθ. αρ. 507/05 και 566/05, ημερ. 20.7.2007 και Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550).  Το βάρος απόδειξης περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών, το φέρει ο αιτητής,  (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). 

        Στο εγερθέν ζήτημα από τον αιτητή διά της αγορεύσεως των δικηγόρων του, ότι σε κανένα πρακτικό εκτός από αυτό της 18.11.2009, δεν φαίνονται τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου που ήταν παρόντα και απόντα, το Δημοτικό Συμβούλιο διά της αγορεύσεως του δικού του δικηγόρου αρκέστηκε να αναφέρει στην παρ. 5.1 στη σελ. 7, ότι τα πρακτικά που επισυνάφθηκαν στην ένσταση ήταν απλά αποσπάσματα των κυρίως πρακτικών των συνεδριών στα οποία και εμφαίνονται τα μέλη που ήταν παρόντα.  Τα πρακτικά αυτά, κατά την εισήγηση, δεν ζητήθηκαν από την πλευρά του αιτητή, ούτε πριν από την καταχώρηση της αγόρευσης, ούτε κατά το στάδιο επιθεώρησης του διοικητικού φακέλου, αλλά ήταν διαθέσιμα και θα προσκομίζονταν στο στάδιο των διευκρινίσεων. Στην απαντητική του αγόρευση ο αιτητής ισχυρίζεται ότι τα όσα καταγράφηκαν στην αρχική αγόρευση αναφορικά με τα πρακτικά, είχαν προκύψει μετά από επιθεώρηση του σχετικού διοικητικού φακέλου. 

 

        Ο αιτητής έχει δίκαιο στα όσα κατέγραψε στις αγορεύσεις του.  Ο  σχετικός διοικητικός φάκελος κατετέθη κατά τις διευκρινίσεις ως Τεκμ. «Α», και από εκεί προκύπτει ότι ζητήθηκε η επιθεώρηση του από το δικηγόρο του αιτητή και όντως έτυχε επιθεώρησης.  Περαιτέρω, παρά τη θέση του Δήμου Λάρνακας ότι θα προσκομίζονταν ολοκληρωμένα πρακτικά κατά τις διευκρινίσεις, διεξοδική μελέτη του διοικητικού φακέλου αποκαλύπτει ότι κανένα ολοκληρωμένο πρακτικό δεν τηρήθηκε παρά το γεγονός ότι έγιναν διάφορες συνεδρίες για την πλήρωση της υπό κρίση θέσης, εκτός από το πρακτικό ημερ. 18.11.2009.  Από το διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι είχαν γίνει σχετικές συνεδρίες από τις 26.3.2008 μέχρι και τη λήψη της απόφασης στις 22.3.2010.  Φαίνεται να έγιναν οι εξής συνεδρίες: Στις 26.3.2008 (ερυθρά 9 και 13), στις 9.7.2008 (ερυθρό 16), στις 20.11.2008 (ερυθρό 96(α)), στις 26.2.2009 (ερυθρό 103), στις 2.7.2009 (ερυθρό 110(στ)), στις 26.10.2009 (ερυθρό 148(α)(β)), στις 18.11.2009 (ερυθρά 179 και 213(i)), την 1.12.2009 (ερυθρό 215), την 1.3.2010 (ερυθρό 247(α)) και στις 22.3.2010 (ερυθρό 251). 

 

        Από όλα τα πιο πάνω πρακτικά μόνο αυτό ημερ. 18.11.2009 είναι ολοκληρωμένο σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας και του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, για την οποία συνεδρία είναι καταχωρημένες και οι προσκλήσεις των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου για να παραστούν σ΄ αυτήν.  Όλα τα υπόλοιπα πρακτικά είναι ελλιπή και αποσπασματικά, δεν καταγράφουν την παρουσία των μελών, ούτε την τυχόν συζήτηση, παρά μόνο αναφέρεται το σχετικό θέμα το οποίο συζητήθηκε εκεί.  Τα πρακτικά αυτά τιτλοφορούνται ως αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου χωρίς οτιδήποτε άλλο και δεν φέρουν οποιαδήποτε υπογραφή.  Είναι εντελώς λανθασμένη η θέση του κ. Κυριακίδη ότι τα πρακτικά των συλλογικών οργάνων αφορούν μόνο την καταγραφή των θεμάτων και των αποφάσεων και όχι το παρουσιολόγιο των μελών τους. 

 

Το άρθρο 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, προβλέπει ότι:

 

«Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε.»

 

          Είναι γνωστό ότι όλα τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου που λαμβάνουν μια απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης και κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας, εξασφαλίζοντας έτσι την πλήρη ενημέρωση κάθε μέλους, διαφορετικά η νομιμότητα της σύνθεσης του οργάνου δυνατό να πάσχει.  Σε περίπτωση που μέλη μετέχουν στην τελική συνεδρία, αλλά όχι σε  προηγούμενες,  πρέπει  να  υπάρχει   σαφής  δήλωση επί των πρακτικών ότι έχουν ενημερωθεί ως προς όλα τα ουσιώδη ζητήματα κατά τις προηγούμενες συνεδριάσεις που ήταν απόντα, (δέστε Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Προστασίας  Ανταγωνισμού (2004) 3 Α.Α.Δ. 53 και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου  ν. Επιτροπής Προστασίας  Ανταγωνισμού – πιο πάνω –).  Κωδικοποιημένη, η αρχή αυτή βρίσκεται στο πιο πάνω άρθρο 22. 

 

        Στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος 1, σελ. 146, παρ. 129, εξηγούνται τα ακόλουθα:

 

«Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α.  Όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου που παίρνουν την απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης, από την αρχή ως το τέλος, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση κάθε μέλους ώστε να κριθεί η υπόθεση με τη γνώση και στάθμιση των στοιχείων που προκύπτουν κατά την εξέταση της.  Εάν η εξέταση της υπόθεσης παραταθεί σε περισσότερες διαδοχικές συνεδριάσεις, η τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου (ΚΔΔ/σίας άρθρο 14 § 5).  Τα μέλη όμως που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση και δεν μετείχαν σε προηγούμενες συνεδριάσεις  πρέπει να δηλώσουν ρητώς, με δήλωσή τους που καταχωρίζεται στα πρακτικά ότι ενημερώθηκαν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των συζητήσεων που έγιναν στις συνεδριάσεις στις οποίες δεν μετείχαν (ΚΔΔ/σίας άρθρο 5 § 2, 4205/2002).»

 

          Το πιο πάνω άρθρο 22 έχει σημασία διότι αν δεν υπάρχει η συμμετοχή των αναγκαίων μελών, δεν μπορεί να ελεγχθεί ούτε η κατά το άρθρο 23 προϋπόθεση της ύπαρξης της αναγκαίας απαρτίας, ενώ η λεπτομερής τήρηση πρακτικών των συλλογικών οργάνων, κατά το άρθρο 24(1), εμπεριέχει και την καταγραφή των παρόντων και απόντων μελών ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.  Είναι εντελώς αδύνατος εδώ ο δικαστικός έλεγχος στη λεπτομέρεια του, εφόσον κανένα τηρηθέν και παρουσιασθέν πρακτικό του Δημοτικού Συμβουλίου, εκτός από εκείνο της 18.11.2009, δεν πληροί τα ελάχιστα προαπαιτούμενα του νόμου και της νομολογίας, (δέστε Πέτεβης & Γεωργιάδης Συνεργάτες ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 138, Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – και Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Δρ. Νίκου Παυλίδη κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 251).

 

           Η μη τήρηση αρτίων πρακτικών φανερώνεται και από το εξής δεδομένο που πιστοποιείται από το διοικητικό φάκελο και συγκεκριμένα από τον εσωτερικό φάκελο με ερυθρό 192, ο οποίος  περιέχει  την αναλυτική βαθμολογία των υποψηφίων κατά την προφορική  εξέταση  που  έγινε   στις   18.11.2009.  Ο κ. Παναγιώτου για τον αιτητή εντόπισε πρόβλημα στην καταγραφή του πρακτικού ότι το μέλος Γιαννάκης Ζάουρας απουσίαζε, ενώ φαίνεται να έχει προβεί σε βαθμολόγηση των υποψηφίων.  Η πλευρά του Δημοτικού Συμβουλίου απαντά σ΄ αυτό ότι η καταγραφή του Γ. Ζάουρα ως απόντα στη συνεδρία ημερ. 18.11.2009, ήταν αποτέλεσμα καλόπιστου λάθους και η σχετική σημείωση απουσίας έγινε εκ παραδρομής εφόσον πράγματι από τα έντυπα που συμπληρώθηκαν από τα μέλη βαθμολογώντας τους υποψηφίους, παρουσιάζεται ότι το εν λόγω μέλος προέβηκε σε ανάλογες βαθμολογήσεις. 

 

         Πέραν του ότι το πιο πάνω δείχνει γενικά το επισφαλές της αξιοπιστίας του μοναδικού τηρηθέντος πρακτικού στο οποίο υπάρχει καταγραφή των παρόντων μελών, εντοπίζεται από το Δικαστήριο και έτερο πρόβλημα το οποίο αφορά το μέλος Ξενοφών Κυριακίδη, το οποίο ενώ σημειώνεται ως παρόν στη συνεδρία, εν τούτοις δεν φαίνεται να έχει προβεί σε οποιαδήποτε βαθμολόγηση οποιουδήποτε υποψηφίου εφόσον απουσιάζει το σχετικό έντυπο που φέρει το όνομα του. 

 

          Είναι φανερό ότι δεν έχουν τηρηθεί άρτια πρακτικά, ούτε μπορεί να ελεγχθεί κατά πόσο τα ίδια μέλη ήταν παρόντα σε όλες τις συνεδρίες, ενώ μόνο ευκαιριακά σημειώνεται ότι έγινε ενημέρωση ατόμων που απουσίαζαν (σχετική είναι η συνεδρίαση ημερ. 26.10.2009), ενώ φαίνεται ο Δήμαρχος να ενημερώνει στις 2.7.2009 μέλη που ήταν απόντα στις 9.7.2009, δηλαδή, μεταγενέστερα της συνεδρίας, (δεν υπάρχει δε τέτοια συνεδρία), αλλά και να ενημερώνει μέλη που ήταν απόντα στη συνεδρία ημερ. 26.2.2009 (σχετικό είναι το ερυθρό 110(στ)). Όμως για να ενημερώνονται απόντα ορισμένα μέλη, έπρεπε με ρητή καταγραφή στα προηγούμενα πρακτικά, να φαινόταν ποια μέλη ήταν παρόντα και ποια απόντα.  Δεν είναι δυνατόν εκ συναγωγής να τεκμαίρεται η παρουσία ή απουσία μελών, παρακάμπτοντας έτσι και τα άρθρα 22-24 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99.  Στη Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 417, λέχθηκε ότι:

 

«Η ανάγκη για τήρηση άρτιου πρακτικού έχει επισημανθεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η τήρηση άρτιου πρακτικού συνιστά εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων.»

 

         Ενόψει όλων των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει και παρά τα άλλα ενδιαφέροντα θέματα που συζητήθηκαν, η εξέταση τους καθίσταται αχρείαστη.

 

          Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το           Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος, με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

                                            Στ. Ναθαναήλ,

                                              Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο