ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α, Υπόθεση Αρ. 778/2010, 23 Ιανουαρίου 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση  Αρ.  778/2010)

 

23 Ιανουαρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 26, 28 ΚΑΙ  146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ,

2.   ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ

ΤΗΣ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡ      ΙΔΟΥ,

3.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ

ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗ,

4.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ

ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ,

5.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ,

Αιτητές,

ΚΑΙ

 

 


ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Λ. Γρηγορίου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Oι αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:

 

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 26.5.2010 ((παραρτ.Α) και με την οποίαν απέρριψαν την Ιεραρχική Προσφυγή τους που υπέβαλαν σύμφωνα με το Νόμο κατά της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής ν' απορρίψει την αίτηση τους ΛΕΜ/Ο2436/2005/Α περί το τεμάχιο αρ. 153 Φ/Σχ. LIV/51 είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.»

 

 

Οι αιτητές είναι συνιδιοκτήτες του τεμαχίου γής  αρ. 153, Φ/Σχ. LIV/51, που ευρίσκεται στον Άγιο Αθανάσιο Λεμεσού.

 

Οι αιτητές υπέβαλαν στις 22.12.2008 στην Πολεοδομική Αρχή την αίτηση με αριθμό ΛΕΜ/Ο2436/2005/Α για χορήγηση έγκρισης τροποποιημένων σχεδίων για ανέγερση κατοικίας στο πιο πάνω τεμάχιο και ουσιαστικά ζητούσαν  την απάλειψη του όρου της χορηγηθείσας πολεοδομικής άδειας με αρ. ΛΕΜ/2436/2005, ο οποίος αφορούσε στην κατασκευή πεζόδρομου μέσα στο κτήμα τους.

 

Η Πολεοδομική Αρχή αποφάσισε να απορρίψει στις 13.2.2009 την υποβληθείσα  αίτηση αναφέροντας στη σχετική γνωστοποίησή της προς τους αιτητές τα ακόλουθα:

 

   «H δημιουργία πεζόδρομου όπως αυτός έχει υποδειχθεί με προηγούμενες άδειες, κρίνεται απαραίτητη για την διασφάλιση των συνθηκών ανάπτυξης της περιοχής, απαραίτητη προϋπόθεση με βάση την Πρόνοια 1 (β), Παράρτημα Β, Γενικές Πρόνοιες Πολιτικής των Τοπικών Σχεδίων. Επιπρόσθετα ο πεζόδρομος συνδέει το δημόσιο δρόμο στον οποίο εφάπτεται το τεμάχιο με το δημόσιο χώρο πρασίνου που παραχωρείται από το υπό ανάπτυξη τεμάχιο, καθώς και με τον υφιστάμενο δημόσιο χώρο πρασίνου δυτικά (Παράγραφος 5.5, Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού, Εγκριμένο 2006).

 

Σημείωση:  Ενόψει του πιο πάνω λόγου άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας η αίτηση δεν μελετήθηκε σε παραπέρα λεπτομέρεια.»

 

 

Εναντίον  της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, οι αιτητές υπέβαλαν στις 20.3.2009, Ιεραρχική Προσφυγή σύμφωνα με τις πρόνοιες  του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας  Νόμου ισχυριζόμενοι  ότι με την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής «παραβλάπτονται τα νόμιμα συμφέροντα τους» και ότι «ο συγκεκριμένος πεζόδρομος δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε σκοπό και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θα συνδέσει το χώρο πρασίνου με το δημόσιο δρόμο, αφού ο χώρος πρασίνου που τους υποδείχθηκε μέσα στο κτήμα τους συνορεύει με το χώρο πρασίνου του συνοικισμού Λινόπετρας και ως εκ τούτου υπάρχει πρόσβαση στο χώρο αυτό».

 

Το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού διαβουλεύτηκε με την Πολεοδομική Αρχή και τα εμπλεκόμενα Τμήματα, ετοίμασε σχετικό σημείωμα το οποίο υπέβαλε στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή.

 

Η Υπουργική Επιτροπή κατά τη 77η  συνεδρία της που έγινε στο Υπουργείο Εσωτερικών στις 20.4.2010 αποφάσισε την απόρριψη της  Ιεραρχικής Προσφυγής των αιτητών.  

 

Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο των πρακτικών  της  συνεδρίας της  εκείνης:  

 

«Απόσπασμα από τα Πρακτικά της 77ης συνεδρίας της Υπουργικής Επιτροπής

για εξέταση Ιεραρχικών προσφυγών με βάση το άρθρο 31 του περί  Πολεοδομίας και Χωροταξίας  Νόμου, και Χαλαρώσεων, με βάση το άρθρο 5Α(2) του περί  προστασίας της Παραλίας Νόμου, που έγινε στο Υπουργείο  Εσωτερικών στις 20.04.2010.

 

H Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα αρ. 77/38 του Υπουργείου Εσωτερικών και, αφού εξέτασε τα πραγματικά γεγονότα που σχετίζονται με την υποβληθείσα αίτηση (με αρ. ΛΕΜ/Ο2436/2005/Α), την απόφαση /απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής, του Δήμου Αγίου Αθανασίου και τις απόψεις του Αν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και οικήσεως, ο οποίος κατά το στάδιο της προπαρασκευαστικής συνεδρίας της Επιτροπής προσκόμισε επιστολή του ημερομηνίας13.04.2010, καθώς και τους λόγους που επικαλέστηκαν οι αιτητές για υποστήριξη της προσφυγής τους, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αποφάσισε να απορρίψει  την ιεραρχική Προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής να αρνηθεί τη χορήγηση της αιτούμενης έγκρισης για απαλλαγή της υποχρέωσης για παραχώρηση και κατασκευή του τμήματος του τεμαχίου που επηρεάζεται από δημόσιο πεζόδρομο, είναι ορθή και σύμφωνη με την Πολεοδομική Νομοθεσία και τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού.

 

Παράλληλα, η Υπουργική Επιτροπή αποφάσισε να υιοθετήσει την εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής για μετακίνηση του πεζόδρομου σε άλλη κατάλληλη θέση στο τεμάχιο (βορειότερα), ώστε να συνδέονται ο δημόσιος δρόμος με το δημόσιο ανοικτό χώρο, που θα παραχωρηθεί από το τεμάχιο. Επιπλέον, και επειδή το τεμάχιο έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό και η μετακίνηση του πεζόδρομου βορειότερα θα έχει ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό του (τουλάχιστον σε δύο οικόπεδα) η επιβολή της δημόσιας υποδομής στο σύνολο της (περιλαμβανομένου και του απαιτούμενου δημόσιου πεζοδρόμου) θα πρέπει να γίνει στα πλαίσια υποβολής αίτησης και χορήγησης πολεοδομικής άδειας διαχωρισμού του τεμαχίου, ώστε να διασφαλιστεί  και η τήρηση των λοιπών προνοιών του Σχεδίου Ανάπτυξης σε σχέση με τις υφιστάμενες κύριες οικοδομές στο τεμάχιο.»

 

 

Οι αιτητές και η Πολεοδομική Αρχή ενημερώθηκαν  για την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής με σχετικές επιστολές του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2010.

 

Ο πρώτος λόγος ακύρωσης αφορά στις ενέργειες των εμπλεκομένων οργάνων που, κατά το δικηγόρο των αιτητών, προσκρούουν στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και των οικείων κανονισμών. Στο άρθρο 31(2) του Νόμου 90/72 προβλέπεται ρητά ότι αρμόδιο όργανο για να επιλαμβάνεται Ιεραρχικών Προσφυγών είναι το Υπουργικό Συμβούλιο, οπότε και ουσιαστικά θα πρέπει εκείνο να επιλαμβάνεται του θέματος της αίτησης και όχι η Υπουργική Επιτροπή, υποδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος  των αιτητών, κ. Αγγελίδης . Αναφέρει στη συνέχεια ο κ. Αγγελίδης ότι  οι διατάξεις του Κανονισμού 7(5), ΚΔΠ 55/90 παραβιάστηκαν καθώς το Υπουργείο Εσωτερικών επιλήφθηκε της Ιεραρχικής Προσφυγής καταλήγοντας σε συγκεκριμένη εισήγηση  χωρίς να έχει όμως, εκ του Νόμου, τέτοια εξουσία. Η απουσία εντολής διερεύνησης προς το Υπουργείο Εσωτερικών , κατέστησε την πρωτοβουλία και την όλη δράση του Υπουργείου στο ζήτημα, παράνομη, υποβάλλει ο κ. Αγγελίδης.

 

Το άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/1972 (όπως τροποποιήθηκε) καθιερώνει ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο κατά των αποφάσεων της Πολεοδομικής Αρχής, η οποία συνεπάγεται έλεγχο νομιμότητος και ουσίας των αποφάσεων της.

 

Το  Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε την εξουσία του αυτή, με βάση τις διατάξεις του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν 23/62) και στη συνέχεια με απόφαση του ημερ. 12/7/93 (Κ.Δ.Π. 196/93, Αρ. 2810, 30.7.93), σε Υπουργική Επιτροπή, στην οποία μετέχει και ο Υπουργός Εσωτερικών.

 

Στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμούς του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/90) απαριθμούνται οι δικονομικές διατάξεις, που αφορούν στην κατάθεση και εκτίμηση της ιεραρχικής προσφυγής.

 

Σύμφωνα με το Κανονισμό 7(3), η προσφυγή κατατίθεται στον Υπουργό Εσωτερικών και κοινοποιείται στην Πολεοδομική Αρχή.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζει στη συνέχεια την προσφυγή και κοινοποιεί την απόφαση του στο πρόσωπο που άσκησε την προσφυγή , αφού προηγουμένως «αν το κρίνει σκόπιμο, ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή» [Καν. 7(4)].

 

Στην παράγραφο 5 του ιδίου κανονισμού, προνοείται ότι «το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει σε Υπουργό ή επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμά τους, πριν εκδώσει την απόφασή του για την προσφυγή».

 

Στην  απόφαση της Ολομέλειας  Χριστοδούλου κ.α. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ 810,  διευκρινίστηκε ότι :

 

 

«Ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: “Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει” εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου.»  

 

 

Περαιτέρω, η αναζήτηση των απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων, προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, «δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων» (Δέστε:  απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85).

 

Η ανάμειξη επομένως του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν, εν προκειμένω, νόμιμη  όπως προκύπτει από τη νομολογία και το νομοθετικό πλαίσιο εξέτασης ιεραρχικών προσφυγών. Το αποφασίζον όργανο ήτοι στην εξεταζόμενη περίπτωση ,  η εξ υπουργών επιτροπή, είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει τις απόψεις της αρμόδιας αρχής και των εμπλεκομένων τμημάτων επί του θέματος.

 

Υποβάλλει, στη συνέχεια, ο κ. Αγγελίδης  ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθώς δεν τηρήθηκαν επαρκή  και άρτια πρακτικά κατά τη  λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών, όπως απαιτείται από  τα άρθρα 21 και 24 του Νόμου 158(Ι)/99 καθώς δεν φαίνεται ποιοι συμμετείχαν και ποιοι παρευρέθηκαν για να εκφράσουν τις απόψεις τους.

 

 Μου φαίνεται πως ο λόγος αυτός ακυρώσεως ευσταθεί. Προκύπτει  από το σχετικό πρακτικό που παρέθεσα αυτούσιο και στο οποίο καταγράφεται η καταληκτική απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής, ότι πράγματι, δεν έχει σημειωθεί κατά πόσο παρευρέθηκαν όλα τα μέλη της , ποια από τα μέλη της ήταν  παρόντα κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και ποιες ήταν οι απόψεις των μελών της.

 

Είναι σαφές, από το νομοθετικό πλαίσιο εξέτασης ιεραρχικών προσφυγών, ότι η απόφαση που λαμβάνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, προϋποθέτει τη διερεύνηση των ενστάσεων με ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών του και τη συζήτηση του θέματος από το Σώμα, με συλλογική σύνθεση.

 

Καθίστατο επομένως  επιβεβλημένο η Υπουργική Επιτροπή, στην οποία εκχωρήθηκαν οι εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου, να συζητήσει ως Σώμα τις  διάφορες θέσεις των εμπλεκομένων τμημάτων αλλά και τις ενστάσεις των αιτητών, προτού λάβει απόφαση.

 

Η συλλογικότητα της απόφασης του αποφασίζοντος οργάνου και κατ΄ επέκταση ο έλεγχος της νομιμότητας της διασφαλίζεται όταν έχουμε τα δεδομένα τα οποία λήφθηκαν υπόψη, και παράλληλα έχουμε καταγραμμένη την εισήγηση και γνώμη του καθενός μέλους του και καταληκτικά τη λήψη απόφασης.

 

Συνακόλουθα, για   να είναι νόμιμη η απόφαση ενός συλλογικού οργάνου αυτό οφείλει να τηρεί λεπτομερή και άρτια  πρακτικά,  σε σχέση με ό,τι προβλέπεται στα άρθρα 21-24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).

 

Δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω, από την Υπουργική Επιτροπή, πρακτικά, σε σχέση με ό,τι προβλέπεται στα άρθρα 21-24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) και επομένως δεν μπορούσε η Υπουργική Επιτροπή, ως συλλογικό όργανο, νόμιμα να λάβει απόφαση.

 

Η  κατάληξη μου αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση οποιουδήποτε άλλου τεθέντος ζητήματος (Δέστε τις σχετικές επί του θέματος προσφυγές:  Υπόθεση αρ. 1130/05, Terastone Limited ν. Δημοκρατίας, ημερ. 20.9.06 και  Υπόθεση αρ. 1135/04, Γιάγκου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 13.12.2005).

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.  Έξοδα €1.200.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών.

 

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                    Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο