ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΣΑΒΒΑ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 341/2010, 6 Φεβρουαρίου 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 341/2010)

 

6 Φεβρουαρίου, 2012

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΣΑΒΒΑ,

 

Αιτήτρια,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

1.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.    ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

 

Καθ΄ων η Aίτηση.

 

- - - - - -

Στ. Μαξούτη, για την Αιτήτρια.

 

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Σύμφωνα με αδιαμφισβήτητα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο εκδίκασης της παρούσας προσφυγής, η αιτήτρια, με επιστολή της ημερομηνίας 8.2.2007, υπέβαλε αίτημα προς την αρμόδια Αρχή για έκδοση Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών σε σχέση με χοιροστάσιο στο χωριό Χούλου της επαρχίας Πάφου.

 

Η αιτήτρια επανήλθε με νέα επιστολή της ημερομηνίας 4.3.2009 με την οποία και υπέβαλε νέο αίτημα, ζητώντας εκ νέου τη χορήγηση σχετικού Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών για το ίδιο χοιροστάσιο. Υπενθύμιζε περαιτέρω η αιτήτρια στη νέα αυτή επιστολή της ότι εκκρεμούσε το προηγούμενο αίτημά της για έκδοση Πιστοποιητικού που είχε υποβάλει με την επιστολή της ημερομηνίας 8.2.2007.

 

Ανταποκρινόμενοι στο αίτημα της αιτήτριας, οι καθ΄ων η αίτηση αρ. 2 απέστειλαν επιστολή ημερομηνίας 4.6.2009 προς την αιτήτρια με την οποία την ενημέρωναν ότι η αίτησή της ημερομηνίας 4.3.2009 απορρίφθηκε. Ενημέρωναν επίσης με την ίδια επιστολή τους ότι και “η προηγούμενη αίτηση” της απορρίφθηκε από την Πολεοδομική Αρχή στις 6.3.2009 και απέστειλαν συνημμένα αντίγραφο της σχετικής Γνωστοποίησης ημερομηνίας 6.3.2009. Μετά την εξέλιξη αυτή, η αιτήτρια, μέσω των δικηγόρων της, υπέβαλε με επιστολή ημερομηνίας 2.7.2009, ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση αρ. 2 ημερομηνίας 4.6.2009, με την οποία γνωστοποιήθηκε η απόρριψη του αιτήματός της για έκδοση του Πιστοποιητικού. Ακολούθως, με επιστολή ημερομηνίας 9.9.2009 Λειτουργός των καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 ενημέρωσε την αιτήτρια περί της πρόθεσής τους να απορρίψουν την ιεραρχική προσφυγή επειδή την θεωρούσαν ως εκπρόθεσμη, δηλαδή μη ασκηθείσα εντός της προθεσμίας των 30 ημερών. Απαντώντας η αιτήτρια μέσω των δικηγόρων της απέστειλε προς τους καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 επιστολή ημερομηνίας 21.9.2009 επιμένοντας ότι η ιεραρχική προσφυγή της ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και έχρηζε μελέτης και απόφασης. Οι καθ΄ων η αίτηση 1 απαντώντας σ΄ αυτή την επιστολή της αιτήτριας, με επιστολή τους ημερομηνίας 27.1.2010, ενημέρωσαν την αιτήτρια ως προς απόφασή τους να απορρίψουν την ιεραρχική προσφυγή ως εκπρόθεσμη και αιτιολογούσαν την απόφασή τους αυτή, αναφέροντας ότι υπάρχουν τεκμήρια σύμφωνα με τα οποία η απόφαση ημερομηνίας 6.3.2009 είχε αποσταλεί δεόντως προς την αιτήτρια στις 12.3.2009.

 

Με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 που της κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 27.1.2010 με την οποία και είχε απορριφθεί η ιεραρχική προσφυγή που άσκησε η αιτήτρια στις 2.7.2009 εναντίον της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση αρ. 2 όπως αρνηθούν τη χορήγηση Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών.

 

Όπως ασφαλώς ήταν αναμενόμενο, προεξάρχον θέμα το οποίο απασχόλησε κατά την ακρόαση της παρούσας προσφυγής, μέσω των εγγράφων προτάσεων των διαδίκων, των προφορικών παραστάσεων στις οποίες προέβηκαν οι συνήγοροί τους, αλλά και με μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων, ήταν το θέμα του εκπρόθεσμου ή μη της ασκηθείσας ιεραρχικής προσφυγής. Η προσκόμιση ένορκης μαρτυρίας επιτράπηκε από το Δικαστήριο κατόπιν της διαπιστωθείσας σύγκρουσης θέσεων των δύο πλευρών ως προς το θέμα αφενός της αποστολής ή μη της απόφασης της Γνωστοποίησης Άρνησης Χορήγησης Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών ημερομηνίας 6.3.2009 και αφετέρου της παραλαβής της ή μη από την αιτήτρια. Εκ μέρους της αιτήτριας έδωσε ένορκη μαρτυρία υπό μορφή ένορκης δήλωσης η ίδια η αιτήτρια η οποία και αναφερόμενη στα γεγονότα επέμεινε ότι για πρώτη φορά έλαβε γνώση της απόρριψης του αιτήματός της ημερομηνίας 8.2.2007 μέσω της επιστολής της αρμόδιας Αρχής ημερομηνίας 4.6.2009 προς τους δικηγόρους της, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται και από το κείμενο του δεύτερου αιτήματός της ημερομηνίας 4.3.2009. Εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση σε σχετική ένορκη δήλωση της κας Ελένης Νικολάου, Γραμματειακού Λειτουργού στα Κεντρικά Γραφείου του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και υπεύθυνης για την αποστολή μέσω του Ταχυδρομέίου της αλληλογραφίας του Τμήματος, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι στις 12.3.2009 η ίδια ταχυδρόμησε τη Γνωστοποίηση άρνησης χορήγησης Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών ημερομηνίας 6.3.2009 προς την αιτήτρια στη διεύθυνση 8652 Στατός – Άγιος Φώτιος. Σύμφωνα δε με την ακολουθούμενη διαδικασία, σφράγισε αντίγραφο της Γνωστοποίησης που καταχωρήθηκε στο φάκελο της αίτησης, με τη σφραγίδα “Στάληκε στις…” που φαίνεται στην αριστερή πάνω γωνιά του αντιγράφου, την οποία και συμπλήρωσε με την ημερομηνία αποστολής, δηλαδή 12.3.2009. Αντίγραφο της Γνωστοποίησης που φέρει την αναφερόμενη σφραγίδα είχε ήδη κατατεθεί στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο και το πρωτότυπό της βρίσκεται στον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο.

 

Η ενόρκως δηλούσα Λειτουργός αντεξετάστηκε στο στάδιο των Διευκρινίσεων από τη συνήγορο της αιτήτριας. Η ομνύουσα επανέλαβε και επέμεινε στα όσα είχε αναφέρει στην ένορκη δήλωσή της διευκρινίζοντας βέβαια ότι τα όσα κατάθεσε δεν ήσαν εκ μνήμης για τη συγκεκριμένη περίπτωση της επιστολής προς την αιτήτρια, αλλά είναι αποτέλεσμα του γεγονότος της ένθεσης της σχετικής σφραγίδας στο αντίγραφο που υπάρχει στο φάκελο και της αναγνώρισης της δικής της χειρόγραφης αναγραφής της ημερομηνίας προς συμπλήρωση της σφραγίδας. Με όλα τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιόν της, η μάρτυρας επέμεινε ότι η επιστολή θα πρέπει να είχε αποσταλεί στη διεύθυνση της αιτήτριας στην οποία είχαν σταλεί και άλλες επιστολές οι οποίες παραλήφθηκαν από αυτή, αν και κανένας δεν θα μπορούσε να αποκλείσει όπως σε κάθε άλλη περίπτωση, να είχε εμφιλοχωρήσει οποιοδήποτε λάθος, παρόλο ότι η ίδια πάντοτε προσπαθεί και είναι τυπική.

 

Το καίριας σημασίας ερώτημα το οποίο εγείρεται εδώ προς απόφανση είναι το κατά πόσο, ανεξάρτητα από τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή – Γνωστοποίηση ημερομηνίας 6.3.2009, εν τούτοις αυτή μπορεί να θεωρηθεί και εκληφθεί ως σταλείσα και παραληφθείσα σύμφωνα με καθιερωθείσες αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Μελέτη της σχετικής με το θέμα νομοθεσίας και νομολογίας, αποκαλύπτει τα ακόλουθα:

 

Κατ΄ αρχάς, στον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, δίδεται στο άρθρο 2, ο ακόλουθος ορισμός:

 

“επίδοση με ταχυδρομείο – όταν ο Νόμος ή δημόσιο έγγραφο επιτρέπει ή απαιτεί όπως έγγραφο επιδοθεί ταχυδρομικώς, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιείται  η έκφραση επίδοση ή η έκφραση “δοθεί” ή “αποσταλεί” ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η επίδοση θα λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχει το έγγραφο και εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδινόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου.”

 

Τόσο η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια, όσο και η νομολογία, έχουν δημιουργήσει ένα τεκμήριο λήψης ταχυδρομηθείσας επιστολής, χωρίς την αναγκαιότητα όπως η επιστολή αποστέλλεται συστημένη.

 

Στην υπόθεση Theodorou v. The  Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 CLR 9 είχε λεχθεί ότι υφίσταται τεκμήριο ότι αν αποδειχθεί ότι μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, αυτό συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη της παράδοσής της στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Αφ΄ ης στιγμής αποδειχθεί ότι μια επιστολή φέρει την ορθή διεύθυνση, ταχυδρομήθηκε και δεν επιστράφηκε, τεκμαίρεται ότι έφθασε στον προορισμό της. Το δε βάρος της απόδειξης ότι η επιστολή έφερε την ορθή διεύθυνση, ότι ταχυδρομήθηκε και ότι δεν επιστράφηκε, το φέρει ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. (Θ. Χ”Γιάννη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά., Υπόθεση αρ. 846/2001, ημερομηνίας 30.5.2003). Από την άλλη, όπως είχε αποφασισθεί στην Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 CLR 566, το άρθρο 2 του Κεφ. 1 εναποθέτει το βάρος απόδειξης της μη λήψης της επιστολής, στον προοριζόμενο παραλήπτη, ο οποίος μπορεί να επιχειρήσει να ανατρέψει το τεκμήριο με την προσαγωγή μαρτυρίας ως προς τη μη λήψη της επιστολής. (Βλ. επίσης την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεανώ Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 415.) Σε περίπτωση δε ύπαρξης αμφιβολίας ως προς το κατά πόσο ο αιτητής έλαβε γνώση ή ως προς την επάρκεια δοθείσας ειδοποίησης, η αμφιβολία επενεργεί υπέρ του διοικουμένου. (Costas Neophytou v. Republic (1964) CLR 280, Cariοlou v. Municipality of Kyrenia and others (1971) 3 CLR 455).

 

Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρώ τα εξής:

 

Αναμφίβολα κατά την άποψή μου, στην υπό εξέταση περίπτωση, έχει δημιουργηθεί τεκμήριο περί παραλαβής της επιστολής – Γνωστοποίησης ημερομηνίας 6.3.2009 από την αιτήτρια. Αυτό πιστοποιήθηκε ενόρκως από τη Λειτουργό – αρμόδια για διεκπεραίωση της αλληλογραφίας των καθ΄ων η αίτηση αρ. 2, η οποία επιβεβαίωσε την ταχυδρόμηση από την ίδια στις 12.3.2009 της Γνωστοποίησης προς την αιτήτρια, σύμφωνα με το σχετικό μητρώο που τηρούσε και τη σφραγίδα που τέθηκε στο αρχειοθετηθέν αντίγραφο της επιστολής – Γνωστοποίησης, την ημερομηνία στην οποία συμπλήρωσε χειρόγραφα η ίδια. Αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και η σημασία τους δεν έχει μειωθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο λόγω της αντεξέτασης της ομνύουσας Λειτουργού η οποία κατέθεσε περί της πεποίθησής της για τη βεβαιότητα ταχυδρόμησης της επιστολής όχι ασφαλώς από μνήμης, αλλά λόγω των τηρηθέντων από την ίδια στοιχείων του αρχείου. Περαιτέρω, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η διεύθυνση η οποία αναγράφηκε ως διεύθυνση της παραλήπτριας είναι η ορθή διεύθυνση της αιτήτριας, στην οποία είχε αποσταλεί και άλλη αλληλογραφία την οποία παρέλαβε. Παρέμεινε επίσης αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η επιστολή η οποία παρουσιάζεται να είχε ταχυδρομηθεί κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία, ουδέποτε επιστράφηκε λόγω μη παράδοσης ή παραλαβής της για οποιονδήποτε λόγο. Ουσιαστικά το μόνο το οποίο έχει προβάλει η αιτήτρια είναι τη θέση της ότι ουδέποτε, εν πάση περιπτώσει, δεν παρέλαβε την επιστολή. Προς επίρρωση δε της θέσης της παραπέμπει και στη δεύτερη επιστολή – αίτημά της που απηύθυνε στους καθ΄ων η αίτηση αρ. 2 με ημερομηνία 4.3.2009, με την οποία αυτή υπενθύμιζε ότι εκκρεμούσε η προηγούμενη αίτησή της για έκδοση Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών και επιχειρηματολογεί η αιτήτρια γιατί να ανέφερε ότι εκκρεμούσε το προηγούμενο αίτημά της ημερομηνίας 8.2.2007 αν είχε πάρει απάντηση. Η θέση αυτή και η σχετική επιχειρηματολογία της αιτήτριας δεν είναι πειστική και σίγουρα δεν τείνει να ανατρέψει το προαναφερθέν τεκμήριο. Το πρώτο ερώτημα που εύλογα γεννάται είναι ασφαλώς το γιατί η αιτήτρια θα ανέμενε δύο και πλέον χρόνια χωρίς να λάβει καμιά απάντηση στο πρώτο αίτημά της και γιατί δε ζήτησε ποτέ προηγουμένως να πληροφορηθεί τι γινόταν με την εξέτασή του. Μπορούσε δε ασφαλώς να προσβάλει με προσφυγή την ίδια την παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να απαντήσουν στο αίτημά της εντός της Συνταγματικής προθεσμίας των 30 ημερών. Ενώ δε τίποτε απ΄ αυτά δεν έπραξε η αιτήτρια, απευθύνθηκε ξανά μετά από δύο χρόνια στους καθ΄ων η αίτηση, χωρίς να απαιτεί ή έστω να ζητά να πληροφορηθεί ως προς την τύχη του αιτήματός της, χωρίς να προτάσσει θέμα τόσο μεγάλης καθυστέρησης και αντί τούτου, να υποβάλλει νέο αίτημα, ζητώντας ξανά όπως της δοθεί Πιστοποιητικό Έναρξης Εργασιών. Παρεμπιπτόντως δε, απλά να αναφέρει και ότι “Εκκρεμεί η προηγούμενη αίτηση για πιστοποιητικό με αριθμό…….”. Με αυτά τα δεδομένα, το μόνο στοιχείο το οποίο ουσιαστικά προτείνει η αιτήτρια είναι η απλή άρνησή της ότι παρέλαβε ποτέ την επίδικη επιστολή – Γνωστοποίηση. Είναι όμως φανερό ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό. Η πρόταξη μιας τέτοιας θέσης, χωρίς αυτή να υποστηρίζεται από κάποια στοιχεία, είναι ακριβώς αυτό το οποίο στόχευε να αποτρέψει η δημιουργία του τεκμηρίου περί αποστολής – παραλαβής επιστολών. Δεν μπορεί δε με τα διαθέσιμα στοιχεία μαρτυρίας να θεωρηθεί ότι ανατράπηκε το τεκμήριο ή ότι δημιουργήθηκε μια εύλογη αμφιβολία υπέρ του διοικουμένου.

 

Με αυτά ως δεδομένα, η άρνηση των καθ΄ων η αίτηση όπως εξετάσουν την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας κρίνεται ως δικαιολογημένη, λόγω της εκπρόθεσμης καταχώρησής της. Συνακόλουθα, η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και ακολουθώντας το αποτέλεσμά της, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                          Δ.

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο