ΜΑΡΙΑ ΜΙΤΣΙΔΟΥ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 415/2010, 21 Φεβρουαρίου 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 415/2010)

 

21 Φεβρουαρίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.   ΜΑΡΙΑ ΜΙΤΣΙΔΟΥ,

2.   ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΣ,

3.   ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΖΑΡΟΥ,

Αιτητές,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------

Αγ. Ευσταθίου (κα), για τους Αιτητές.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Κ. Αγαθοκλέους για Μ. Βορκά, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η Ε.Δ.Υ. προήξε στη συνεδρία της ημερ. 10.12.2009, το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, Τμήμα Τελωνείων.  Η προαγωγή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 5.2.2010, η δε προαγωγή άρχετο από τις 15.1.2010.  Συνυποψήφιοι του ενδιαφερομένου μέρους ήταν και οι τρεις αιτητές οι οποίοι, για τους λόγους που ακολουθούν, θεωρούν την απόφαση λανθασμένη και επιδιώκουν με την παρούσα προσφυγή την ακύρωση της. 

 

        Η βασική στόχευση της συνηγόρου των αιτητών αφορά την πεπλανημένη και πάσχουσα σύσταση της Διευθύντριας Τελωνείων, η οποία κατ΄ αντίθεση με τις νομολογιακές αρχές υπερτόνισε στοιχεία και ιδιότητες του ενδιαφερομένου μέρους προσδίδοντας σ΄ αυτό προβάδισμα έξω από τα αντικειμενικά στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων.  Προς τούτο οι αιτητές εισηγούνται ότι η αναφορά της Διευθύντριας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος που εργαζόταν στον τομέα Δίωξης του Κλάδου Διερευνήσεων «….. έδειξε απίστευτο θάρρος κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισε, χωρίς οποιανδήποτε στιγμή να σκεφθεί οτιδήποτε που αφορά την προσωπική του ασφάλεια», όχι μόνο ήταν πεπλανημένη, αλλά παρέσυρε και την Ε.Δ.Υ., η οποία την υιοθέτησε σε εξίσου λανθασμένη κρίση.  Πεπλανημένη θεωρείται επίσης η παραγνώριση της εγγραφής ως δικηγόρου ορισμένων εκ των αιτητών, παρά την αναφορά της σ΄ αυτή διότι θεώρησε την εγγραφή αυτή ως μη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης αποδίδοντας έτσι σ΄ αυτή περιορισμένη βαρύτητα. Λανθασμένος επίσης ήταν και ο τρόπος αντιμετώπισης της αρχαιότητας των αιτητών εκ των οποίων οι δύο, δηλαδή, οι αιτητές αρ. 2 και 3, είχαν αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, η οποία έστω και συμβολική λόγω ημερομηνίας γεννήσεως, εν τούτοις έπρεπε να συνυπολογιστεί δεόντως εφόσον κατά τα υπόλοιπα ήσαν ίσοι σε αξία με το ενδιαφερόμενο μέρος.  Το αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να θεωρείται ως πάσχουσα ενόψει του ότι ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, μη ουσιώδους έρευνας και έλλειψης αιτιολογίας. 

 

        Αντίθετα βέβαια είναι η θέση τόσο της Ε.Δ.Υ., όσο και του ενδιαφερομένου μέρους.  Αμφότεροι θεωρούν ότι η σύσταση της Διευθύντριας ήταν εντός της ορθής νομολογιακής προσέγγισης που στόχευε στη διασφάλιση ότι κατά τη διαδικασία επιλογής το διορίζον διοικητικό όργανο λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό που βρίσκεται σε καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές εκείνες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.  Η προτίμηση της Διευθύντριας, όπως αποτυπώθηκε, συναρτάτο άμεσα με την αποτίμηση των υπηρεσιών του ενδιαφερομένου μέρους και την προοπτική να ανταποκριθεί με επιτυχία στα καθήκοντα της επίδικης θέσης, έχοντας υπόψη ότι το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί, μεταξύ των άλλων προσόντων, πρωτοβουλία και υπευθυνότητα.  Η σύσταση επομένως της Διευθύντριας ήταν εναρμονισμένη με τα στοιχεία των φακέλων, τα οποία και έλαβε υπόψη, και, ως αυτοτελές στοιχείο κρίσης, ορθώς λήφθηκε υπόψη κατά την τελική επιλογή από την Ε.Δ.Υ., η οποία δεν πλανήθηκε σε οποιοδήποτε σημείο ούτε ως προς την αρχαιότητα, ούτε ως προς τα προσόντα, δικαιολογώντας την επιλογή της πλήρως.  Ακόμη και εάν υπήρξε πλάνη, αυτή δεν ήταν ουσιώδης ώστε να είχε επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου. 

 

        Τα στοιχεία που εξάγονται από τους διοικητικούς φακέλους έχουν ως εξής:  Η  αιτήτρια 1 γεννηθείσα στις 9.10.1955, έλαβε δίπλωμα Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών το 1979, διορίστηκε δε στις 8.11.1985 ως Τελωνειακός Λειτουργός 3ης τάξης.  Μετέπειτα, προήχθηκε την 1.12.1990 σε Τελωνειακό Λειτουργό 2ης τάξης, στις 15.1.1999 ως Εξεταστής Τελωνείων 1ης τάξης και την 1.11.2001 ως Τελωνειακός Λειτουργός.  Η αιτήτρια 2 γεννήθηκε στις 11.7.1951, απέκτησε δίπλωμα Νομικής από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1976 και διορίστηκε στις 8.11.1985 ως Τελωνειακός Λειτουργός 3ης τάξης.  Την 1.12.1990 προήχθηκε σε Τελωνειακό Λειτουργό 2ης τάξης, στις 15.1.1999 ως Εξεταστής Τελωνείων 1ης τάξης και την 1.11.2001, ως Τελωνειακός Λειτουργός.  Ο αιτητής 3 γεννήθηκε την 1.7.1953, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών στις Οικονομικές Επιστήμες το 1978 και διορίστηκε Τελωνειακός Λειτουργός 3ης τάξης στις 8.11.1985.  Ανελίχθη, όπως και οι προηγούμενοι αιτητές, την 1.12.1990 σε Τελωνειακό Λειτουργό 2ης τάξης, στις 15.1.1999 σε Εξεταστή Τελωνείων 1ης τάξης και την 1.11.2001 σε Τελωνειακό Λειτουργό. 

 

        Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε την 1.3.1954 και έλαβε δίπλωμα Νομικής με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο και Πολιτικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το 1982.  Διορίστηκε Τελωνειακός Λειτουργός 3ης τάξης στις 8.11.1985 και προήχθηκε σε Τελωνειακό Λειτουργό 2ης τάξης την 1.12.1990 και σε Τελωνειακό Λειτουργό την 1.11.2001. 

 

        Σύμφωνα με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, απαιτείται πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού ή πενταετής τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού και στις προηγούμενες θέσεις Τελώνη ή Τελωνειακού Λειτουργού 1ης τάξης.  Απαιτούνται επίσης ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία. 

 

        Η κα Ευσταθίου κατά τις διευκρινίσεις παρέπεμψε το Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση αρ. 413/2010, ημερ. 2.2.2012, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή άλλου ενδιαφερομένου μέρους στην ίδια θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α΄ και πάλι από τις 15.1.2010, λόγω πάσχουσας σύστασης της Διευθύντριας, η οποία ανέδειξε το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο γνώριζε προσωπικά λόγω του ότι εργαζόταν απευθείας κάτω από τις οδηγίες της.  Επίσης κρίθηκε πάσχουσα η κρίση της Διευθύντριας να θεωρήσει την αρχαιότητα των εκεί αιτητών, ίδιοι με τους εδώ αιτητές 2 και 3, ως ήσσονος σημασίας επειδή αναγόταν στην ημερομηνία γεννήσεως.  Εφόσον η απόφαση της Ε.Δ.Υ. βασίστηκε σε πεπλανημένη σύσταση, αυτή έπασχε προς ακύρωση της.

 

        Έχει σαφώς νομολογηθεί ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν πρέπει να δίνει προβάδισμα σε ένα από τους υποψηφίους αναδεικνύοντας τυχόν δεξιότητες, ιδιαίτερες ιδιότητες ή επιλεκτική ανάθεση καθηκόντων σε παραγνώριση των στοιχείων των προσωπικών φακέλων (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213 και Κουάλης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742, στη σελ. 746).  Η εικόνα που αποτυπώνεται μέσα στους διοικητικούς φακέλους είναι ο μόνος οδηγός ως προς τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται  υπόψη από το διοικητικό όργανο κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για τη θέση.  Σύσταση, η οποία είτε καταγράφει απλή προτίμηση προς υποψήφιο χωρίς αιτιολογία, ή αντίθετα βασίζεται σε πληροφορίες έξω από τα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης και είναι σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων, είναι προβληματική και μηδενικής αξίας, (Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 547, Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Μιχαήλ Σπύρου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, συνεκδ. υποθ. αρ. 1926/09 κ.ά., ημερ. 29.6.2010, και Μιχάλης Καΐση ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 479/09, ημερ. 22.7.2010)

 

        Η Διευθύντρια συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος προέβη σε σοβαρό σφάλμα, κατά τη νομολογία, εφόσον ανέδειξε το απίστευτο θάρρος του ενδιαφερομένου μέρους στις πολύ δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισε χωρίς να σκεφθεί την προσωπική του ασφάλεια, του ενδιαφερομένου μέρους ενώ αυτός εργαζόταν στον Τομέα Δίωξης του Κλάδου Διερευνήσεων.  Αναδεικνύοντας αυτή την ιδιότητα του ενδιαφερομένου μέρους, η  Διευθύντρια  ουσιαστικά προέβη σε ανάπλαση της εικόνας από τις υπηρεσιακές  εκθέσεις  ώστε  να  καταστεί  θετική  προς   ένα υποψήφιο και εμμέσως αρνητική για τους υπόλοιπους.  Αυτού του είδους η αναφορά στη σύσταση ή την ανάδειξη ιδιοτήτων, ενώ οι αξιολογήσεις κατ΄ έτος δεν πιστοποιούν τέτοιου είδους κρίση, είναι που απαγορεύεται με βάση τη νομολογία, όπως ιδιαιτέρως εξηγήθηκε στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –.

 

 Τα στοιχεία των φακέλων έδειχναν απόλυτη ισοδυναμία στα τελευταία χρόνια στα οποία η Ε.Δ.Υ. έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα και επομένως δεν δικαιολογείτο η διαφοροποίηση αυτής της εικόνας.  Όπως δικαιολογημένα εισηγείται η κα Ευσταθίου, τόσο οι αιτητές, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθησαν καθόλα εξαίρετοι και στα στοιχεία 3 και 5, που αφορούν το «υπηρεσιακό ενδιαφέρον» και την «πρωτοβουλία» των υπαλλήλων. Ορθά, επίσης, η συνήγορος αναδεικνύει ότι ασυνήθιστο ζήλο, φοβερή ευσυνειδησία, εργατικότητα και μεθοδικότητα καταγράφηκε από τον άμεσο προϊστάμενο του και για τον αιτητή 3, στην υπηρεσιακή έκθεση του 2008 (ερ. 33 του διοικητικού φακέλου Τεκμ. «Γ2»).  Ταυτόχρονα, η ίδια η Διευθύντρια που έδωσε εδώ την υπό κρίση σύσταση, θεώρησε ορθό να μετακινήσει από την Πάφο στη Λευκωσία τον αιτητή 3, στη βάση των ιδιαιτέρων ικανοτήτων αυτού, ενώ του γνωστοποίησε και επιστολές που αναδεικνύουν το έργο του, όπως φαίνεται και από τα συνημμένα 1 και 2 στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των αιτητών.  Βεβαίως, ως προς τα τελευταία, αντιτείνει διαφορετικά το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του αγόρευση, εξηγώντας ότι άλλη πρέπει να είναι η ερμηνεία τουλάχιστον αναφορικά με τη μετακίνηση του αιτητή 3, από την Πάφο στη Λευκωσία.

 

        Τα πιο πάνω όμως αναφέρονται για να διαφανεί η επιλεκτική ανάδειξη των ιδιοτήτων του ενδιαφερομένου μέρους από τη Διευθύντρια, σε παραγνώριση της μνημόνευσης ενδεχομένως παρομοίων χαρακτηριστικών από άλλους υποψήφιους.  Δεν εναπόκειται βέβαια στο Δικαστήριο να αξιολογήσει πρωτογενώς τα όποια στοιχεία μπορούσαν ή έπρεπε να ληφθούν υπόψη.  Η ουσία είναι ότι ο τρόπος  που η Διευθύντρια επέλεξε να διατυπώσει τη σύσταση της προσκρούει στη νομολογιακή αρχή που έχει αναφερθεί.

 Παρόμοια ανεπίτρεπτη διατύπωση έγινε και στη συναφή υπόθεση που έχει προαναφερθεί και που αφορούσε προαγωγές στην ίδια θέση, την Ευριδίκη Μυριάνθους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 413/2010, ημερ. 2.2.2012.  Εκεί το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε, όπως ήδη αναφέρθηκε, την πράξη προαγωγής άλλου ενδιαφερομένου μέρους ενόψει του ότι η Ε.Δ.Υ., μεταξύ άλλων, βασίστηκε και στη σύσταση της Διευθύντριας, η οποία κρίθηκε ως πάσχουσα διότι υπερτόνισε ανεπίτρεπτα το γεγονός ότι γνώριζε προσωπικά το ενδιαφερόμενο μέρος λόγω του ότι εργαζόταν απευθείας κάτω από τις οδηγίες της. 

 

        Πάσχουσα επίσης κρίνεται εδώ να είναι η σύσταση της Διευθύντριας και κατ΄ επέκταση η απόφαση της Ε.Δ.Υ. που την έλαβε καθ΄ ολοκληρία  υπόψη, ενόψει του ότι δεν εκτιμήθηκε ορθά η αρχαιότητα των αιτητών 2 και 3, ενώ κατά πλάνη περί τα πράγματα θεωρήθηκε ότι και η αιτήτρια 1 υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους ενώ στην πραγματικότητα έπετο αυτού.  Η σύσταση της Διευθύντριας έγινε με τέτοια γενικότητα που προέβηκε σε λάθος σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα της αιτήτριας 1, ενώ δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε σε σχέση με το γεγονός ότι υπήρχε προβάδισμα των αιτητών 2 και 3, με αναφορά στην ημερομηνία γέννησης.

 

        Η Δημοκρατία εισηγείται στη δική της αγόρευση ότι η αρχαιότητα ήταν ακριβώς η ίδια ενόψει του ότι  όλοι κατείχαν τη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού από 1.11.2001 και αυτό είναι το στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη εφόσον η θέση του Τελωνειακού Λειτουργού ήταν η αμέσως προηγούμενη κατεχόμενη θέση.  Παραγνωρίζεται, όμως, ότι η αρχαιότητα λόγω διαφοράς ηλικίας μπορεί να θεωρείται συμβολική (Αλευρά ν. Ηρακλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585), αλλά δεν παύει να είναι ένα διά νόμου αναγνωρισμένο διαφοροποιητικό στοιχείο σύμφωνα με το σχετικό άρθρο 49(7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, σχετικές δε είναι και οι υποθέσεις Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, υπ΄ αρ. 1673/08, ημερ. 30.11.2009 και Μιχαλάκης Καλογήρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1685/08, ημερ. 22.12.2009.  Επομένως, επί κριτηρίων και στοιχείων κατά τα λοιπά ίσων, η συμβολική αυτή αρχαιότητα αποκτούσε τη δική της σημασία.

 

        Υπάρχει ακόμη ένα στοιχείο το οποίο δεν αναδεικνύει η Δημοκρατία στην αγόρευση της, αλλά το επικαλείται το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του αγόρευση,  αυτό του γεγονότος της αναδιάρθρωσης των θέσεων, (χωρίς να αναφέρονται λεπτομέρειες), με την οποία, στην πορεία των προαγωγών των αιτητών και του ενδιαφερομένου μέρους, η θέση του Εξεταστή Τελωνείων 1ης τάξεως καταργήθηκε ούτως ώστε το ενδιαφερόμενο μέρος να έτυχε προαγωγής απευθείας την 1.11.2001 σε Τελωνειακό Λειτουργό, χωρίς να προαχθεί στο ενδιάμεσο στάδιο του Εξεταστή Τελωνείων 1ης τάξεως.

  Στο Παράρτημα 4 στην ένσταση που αφορά τα προσωπικά στοιχεία των αιτητών και του ενδιαφερομένου μέρους, ουδέν αναγράφεται περί αναδιάρθρωσης θέσεων και επομένως προκύπτει εύλογα το ερώτημα πότε έγινε αυτή η αναδιάρθρωση και αν έγινε εντός του 2001 ώστε να προαχθεί κατ΄ ευθείαν την 1.12.2001 το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού, γιατί δεν έτυχε προηγουμένως προαγωγής στη θέση Εξεταστή Τελωνείων 1ης τάξεως, όπως είχαν τύχει και οι τρεις αιτητές εφόσον αυτή η προαγωγή έλαβε χώραν δύο χρόνια προηγουμένως. Αναμφίβολα, όπως αναφέρει το ενδιαφερόμενο μέρος, δεν ευθύνεται το ίδιο για την αναδιάρθρωση αυτή, αλλά δεν εναπόκειται στο αναθεωρητικό Δικαστήριο να εξάξει οποιαδήποτε στοιχεία ή να προβεί σε πρωτογενή κρίση.  Η ουσία εδώ υπενθυμίζεται είναι η γενικευμένη αφενός σύσταση της Διευθύντριας και ως προς το θέμα της αρχαιότητας και αφετέρου, η χωρίς επαρκή λεπτομέρεια αναφορά στην αρχαιότητα στην απόφαση της ίδιας της Ε.Δ.Υ.  Αρχαιότητα που ενδεχομένως να έπρεπε να λογισθεί από την κατοχή της προηγούμενης θέσης του Εξεταστή Τελωνείων 1ης τάξεως.  Και ως προς αυτό η Ε.Δ.Υ. ουδέν ανέφερε ώστε να εξειδικεύεται η αιτιολογική της άποψη.

 

        Τέλος, το ίδιο ισχύει και για την κρίση της Διευθύντριας την οποία ακολούθησε η Ε.Δ.Υ., ότι η εγγραφή της αιτήτριας 2 ως δικηγόρου δεν είναι στοιχείο άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, κρίση, όμως, η οποία δεν επεξηγήθηκε υπό το φως του γεγονότος ότι το σχέδιο υπηρεσίας περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την εκτέλεση καθηκόντων σε σχέση με την εφαρμογή της νομοθεσίας.  Κατά πόσο η εγγραφή υποψηφίου ως δικηγόρου δυνατόν να είχε ή όχι σχέση έπρεπε να προκαθοριστεί από την Ε.Δ.Υ. ως μόνη υπεύθυνη για την ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας, αν δε η ερμηνεία κρίνεται λογική δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης από το Δικαστήριο, (Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 344 και Δημοκρατία ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395). Παρατηρείται δε πλάνη της Ε.Δ.Υ. διότι αναφέρθηκε στην κατοχή της εγγραφής δικηγόρου μόνο για την αιτήτρια 2, ενώ εγγραφή δικηγόρου είχε ως υποδεικνύει η συνήγορος των αιτητών και η αιτήτρια 1, όπως σαφώς προκύπτει από τον προσωπικό της φάκελο, εφόσον είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Δικηγόρων από τις 15.10.1980 (δέστε και ερ. 70Α του προσωπικού της φακέλου).  Και όχι μόνο αυτό.  Από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις της αιτήτριας 1 για τα έτη 2008-2004 (αλλά και από ακόμη προηγουμένως), τα οποία προηγούντο του χρόνου της προαγωγής και οι οποίες εκθέσεις λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ., παρατηρείται ότι σταθερά στα καθήκοντα της περιλαμβάνονται και οι εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου ως δημόσιας κατηγόρου προς άσκηση τελωνειακής ποινικής δίωξης.  Αυτό δείχνει τη σχετικότητα της εγγραφής δικηγόρου με τα καθήκοντα της θέσης.  Όπως αναφέρθηκε ήδη, παραγνωρίσθηκε ή περιθωριοποιήθηκε η εγγραφή δικηγόρου χωρίς επαρκή έρευνα και ορθή αναφορά στους διοικητικούς και υπηρεσιακούς φακέλους.

        Πιστοποιείται επομένως πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, σ΄ όλα τα ανωτέρω.

 

        Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του               Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο