ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΑΓΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α, Υπόθεση Αρ. 689/2011, 29 Φεβρουαρίου 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση  Αρ. 689/2011)

 

29 Φεβρουαρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 35 ΚΑΙ 146          ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΩΣΤΑΣ  ΠΑΝΑΓΗ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

3.   ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για  τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:     Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, που προέκυψε ως επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (η οποία στάληκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 24.3.2009) και με την οποίαν οι καθ΄ ων η αίτηση έκριναν εκ νέου «άδικα» και επέβαλαν «αυθαίρετα» «ευδόκιμον τερματισμό» της σταδιοδρομίας του ως Αξιωματικού στο Στρατό της Δημοκρατίας και με αυτόν τον τρόπο επέβαλαν πρόωρη, και μη επιθυμητή στον ίδιο, αφυπηρέτηση, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.

 

Η προσφυγή, όπως αρχικά καταχωρήθηκε, περιλάμβανε συνολικά 30 αιτητές.  Μετά από σχετική όμως αίτηση οι αιτητές διαχωρίστηκαν και καταχωρήθηκε για τον καθένα ξεχωριστή προσφυγή. 

 

Κατά τον αιτητή η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς έρευνας και αιτιολογίας και για τη λήψη της έγινε χρήση κριτηρίων και/ή ερμηνευτικών εννοιών αντιθέτων προς το νόμο.  Είναι ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα, παράνομα και με έκδηλη την ενόχληση της Διοίκησης η οποία δεν ανέχθηκε την ανατροπή προηγούμενης απόφασης της. 

 

Ο αιτητής ανήκει στο Όπλο του Πεζικού του Στρατού Ξηράς.  Διορίστηκε στο Στρατό ως αξιωματικός με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού την 10.1.1977 και από την 1.10.2003 κατείχε το βαθμό του Συνταγματάρχη.

 

Επειδή η περίπτωση του αιτητή ενέπιπτε στις διατάξεις του Καν. 51(1) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990-2006, εξετάστηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων η περίπτωση του, κατά τη συνεδρία του προαναφερόμενου Συμβουλίου ημερ.  1.11.2005, για λήψη απόφασης για τυχόν ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του.   Την προαναφερόμενη ημερομηνία αποφασίστηκε ο ευδόκιμος τερματισμός της υπηρεσίας διαφόρων αξιωματικών μεταξύ των οποίων και του αιτητή.  Μετά την έγκριση της απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο ο αιτητής αφυπηρέτησε από τις τάξεις του Στρατού σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 51(7) των προαναφερόμενων κανονισμών. 

 

Στη συνέχεια ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης και την 5.2.2009 εκδόθηκε απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποίαν ακυρώθηκε η προαναφερόμενη απόφαση.  Μετά την ακύρωση το προαναφερόμενο Συμβούλιο ανακάλεσε την απόφαση του για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή και στη συνέχεια, αφού επανεξέτασε την περίπτωση, αποφάσισε και πάλι τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του, με την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποίαν ακυρώθηκε η προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών είναι η υπόθεση Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44.   Στην υπόθεση εκείνη τέθηκε ευθέως το ζήτημα της ανεπαρκούς έρευνας και της ανεπαρκούς αιτιολόγησης της απόφασης των εφεσιβλήτων.   Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρέθεσε τον Καν. 51(4) των προαναφερόμενων κανονισμών, στον οποίο αναγράφεται ότι, για να αποφασίσει το Συμβούλιο αν ένας αξιωματικός, του οποίου εξετάζεται η περίπτωση, θα αφυπηρετήσει, ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία του, θα πρέπει πρώτα να αξιολογήσει την εν γένει κατάσταση, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας, κατά Κλάδο και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών.  Επιπρόσθετα θα πρέπει να λάβει υπόψιν, μεταξύ άλλων, όλους ή οποιοδήποτε από τους εξής παράγοντες: 

 

(α)  Την όλη σταδιοδρομία του Αξιωματικού, ή

 

(β)  τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του, ή

 

(γ)   το χρόνο παραμονής του στον κατεχόμενο βαθμό, ή

 

(δ)   την ηλικία του.

 

Η Ολομέλεια στην υπόθεση Θεοδώρου (ανωτέρω)  υπογράμμισε ότι για να ενεργοποιηθεί η εξουσία του Συμβουλίου και να καθοριστεί το ποσοστό των Αξιωματικών που πρέπει να αφυπηρετήσουν από τις τάξεις του Στρατού, ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους, αλλά και το πόσοι Αξιωματικοί αντιστοιχούν κατά Κλάδον, τίθενται κάποιες προϋποθέσεις, των οποίων η εξέταση προηγείται (της ενεργοποίησης της εξουσίας του Συμβουλίου).   Οι προϋποθέσεις αυτές είναι, η εξέταση:  (α)  της εν γένει κατάστασης, (β)  των εξειδικευμένων αναγκών της υπηρεσίας κατά Κλάδον και (γ)  της ανάγκης παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών. 

 

Αναφορικά με τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας, η Ολομέλεια παρατήρησε ότι αυτό αφορά στις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς σε Ανώτερους Αξιωματικούς, ανά Σώμα.    Αυτές οι ανάγκες, η δυνατότητα ανέλιξης νεώτερων αξιωματικών κατώτερων βαθμών, στις θέσεις αυτές, καθώς και οι απαιτήσεις της μαχητικής ικανότητας, κατά το δεδομένο χρόνο, είναι στοιχεία ενδεικτικά τα οποία θα πρέπει, αναλυτικά, να εξετάσει το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, προκειμένου να τεθεί το αναγκαίο υπόβαθρο για τη (νόμιμη) λήψη της απόφασης ευδοκίμου τερματισμού των υπηρεσιών ενός αξιωματικού.  Όπως παρατήρησε η Ολομέλεια στην ίδια υπόθεση, ο κανονισμός επιβάλλει αξιολόγηση των ουσιωδών αυτών παραγόντων στα πλαίσια μιας γενικής εκτίμησης των αναγκών αποστρατείας, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, διαφορετικά, τόσο ο αριθμός των εξεταζόμενων περιπτώσεων όσο και η ίδια η ατομική κρίση που ακολουθεί, παραμένουν μετέωρα. 

 

Στην υπόθεση Θεοδώρου κρίθηκε ότι η γενική αναφορά του Συμβουλίου Κρίσεων, στο σχετικό πρακτικό, αποτελούσε απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου και δεν ικανοποιούσε τις ανάγκες της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας.  Δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία που ενδεχομένως λήφθηκαν υπόψη και συνεπώς ο δικαστικός έλεγχος, αναφορικά με το αν δικαιολογείτο ο ευδόκιμος τερματισμός της υπηρεσίας 30 αξιωματικών (όπως ήταν η περίπτωση εκεί) καθίστατο αδύνατος.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το σχετικό πρακτικό της συνεδρίας του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών, και η σχετική απόφαση ημερ. 21.2.2009, επισυνάφθηκε ως τεκμήριο 2 στην ένσταση.  Στο προοίμιο της απόφασης, γίνεται αναφορά στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Θεοδώρου (ανωτέρω) (Προσφυγή 230/06) και στη συνέχεια αναγράφεται ότι το Συμβούλιο συζήτησε διεξοδικά το ζήτημα της υπηρεσιακής κατάστασης και των υπηρεσιακών αναγκών του στρατεύματος για το έτος 2005, εκτίμησε την εν γένει κατάσταση, αξιολόγησε το γεγονός ότι κατά το έτος εκείνο, στους βαθμούς του Ανθυπολοχαγού μέχρι του Αντισυνταγματάρχη οι αξιωματικοί είναι, στην πλειονότητα τους, απόφοιτοι Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ή Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ενώ στους βαθμούς του Συνταγματάρχη και άνω οι περισσότεροι από τους υπηρετούντες αξιωματικούς δεν προέρχονται από τα εν λόγω ιδρύματα.   Ενόψει αυτού του στοιχείου το Συμβούλιο έκρινε ότι οι υπηρεσιακές και επιχειρησιακές ανάγκες εξυπηρετούνται καλύτερα όταν οι αξιωματικοί που καλούνται να διοικήσουν μονάδες και να στελεχώσουν επιτελικές θέσεις του στρατεύματος και του Υπουργείου Άμυνας είναι απόφοιτοι τέτοιων ιδρυμάτων ή έχουν παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια.  Ως προς τις εξειδικευμένες ανάγκες του στρατεύματος, κατά Κλάδον, το Συμβούλιο έκρινε ότι αυτές επιβάλλουν τη στελέχωση των ενόπλων δυνάμεων με προσωπικό που έχει το υπόβαθρο παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο και στα σύγχρονα οπλικά συστήματα και επομένως προσωπικό που εκπαιδεύτηκε στα προαναφερόμενα ιδρύματα.  Κατ΄ αυτό τον τρόπο παρέχεται και η δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών των κατώτερων βαθμών που στην πλειονότητα τους είναι απόφοιτοι τέτοιων ιδρυμάτων και διαθέτουν την απαιτούμενη ακαδημαϊκή μόρφωση.

 

Για τον αιτητή παρατηρήθηκε ότι δεν διαθέτει γενικότερη ακαδημαϊκή μόρφωση, δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ούτε και έχει φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας.  Αυτά τα προσόντα (που δεν διαθέτει ο αιτητής) απαιτούνται για την κάλυψη των επιχειρησιακών και υπηρεσιακών αναγκών του στρατεύματος και για την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του.   Επομένως τα προαναφερόμενα στοιχεία και το γεγονός ότι ο αιτητής ως Αξιωματικός Γραφείου κατέχει τον ανώτατο βαθμό ανέλιξης, περιορίζουν τη δυνατότητα του για περαιτέρω προσφορά και η παραμονή του στο στράτευμα δεν  παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών.

 

Το κύριο ζήτημα που θα πρέπει να αποφασιστεί είναι το κατά πόσον η έρευνα που έγινε στην προκείμενη περίπτωση και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι επαρκή και συνιστούν συμμόρφωση με το δεδικασμένο της απόφασης Θεοδώρου (ανωτέρω).     Κατά την κρίση μου ούτε η έρευνα, ούτε η αιτιολογία που δόθηκε για την προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκή, αλλά ούτε και συνιστούν συμμόρφωση με το δεδικασμένο της Θεοδώρου (ανωτέρω).   Από την ερμηνεία του Καν. 51(4), στην οποία προέβη η Ολομέλεια στη Θεοδώρου, φαίνεται ότι για να ενεργοποιηθεί η εξουσία του Συμβουλίου Κρίσεων και να καθοριστεί το ποσοστό των αξιωματικών που πρέπει να αφυπηρετήσουν, ως ευκοδίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους, αλλά και πόσοι αξιωματικοί θα αφυπηρετήσουν, κατά Κλάδον, θα πρέπει να μελετηθούν πρώτα, μεταξύ άλλων, οι εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας, κατά Κλάδον.   Όπως αντιλαμβάνομαι το σκεπτικό της απόφασης Θεοδώρου για την ενεργοποίηση της εξουσίας του Συμβουλίου δυνάμει του προαναφερόμενου κανονισμού επιβάλλεται, ως προϋπόθεση, η αξιολόγηση ουσιωδών παραγόντων όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι απαιτήσεις της μαχητικής ικανότητας κατά το δεδομένο χρόνο, στα πλαίσια μιας γενικής εκτίμησης των αναγκών αποστρατείας κατά τη συγκεκριμένη χρονική  περίοδο.  Δηλαδή, κατά την αντίληψη μου, θα πρέπει να εξεταστούν οι ανάγκες της υπηρεσίας, κατά Κλάδον, σε αξιωματικούς, τη δεδομένη χρονική στιγμή, να αποφασιστεί εάν υπάρχει ανάγκη αποστρατείας και σε ποιο ποσοστό, κατά Κλάδον, και στη συνέχεια να αποφασιστεί ποιοι συγκεκριμένοι αξιωματικοί θα τερματίσουν την υπηρεσία τους ως ευδοκίμως αφυπηρετήσαντες.

 

Στην παρούσα υπόθεση δεν φαίνεται να τηρήθηκαν τα προαναφερόμενα.  Ουσιαστικά εκείνο που αποφασίστηκε ήταν ότι είναι επιθυμητό να αφυπηρετήσουν οι παλαιότεροι αξιωματικοί από το βαθμό του Συνταγματάρχη και άνω, όπως ήταν ο αιτητής, οι οποίοι δεν είχαν εκπαίδευση στα προαναφερόμενα ιδρύματα και να ανελιχθούν στις θέσεις αυτές κατώτεροι αξιωματικοί οι οποίοι είχαν εκπαίδευση στα  προαναφερόμενα ιδρύματα.  Αυτό όμως, κατά την κρίση μου, είναι μια γενικευμένη και υπεραπλουστευμένη διαδικασία η οποία δεν συνάδει με τον μάλλον περίπλοκο μηχανισμό που προνοείται από τον Καν. 51(4), όπως επεξηγήθηκε στη Θεοδώρου (ανωτέρω), για σκοπούς καθορισμού των εξειδικευμένων αναγκών της υπηρεσίας, κατά Κλάδον, και κατ΄ επέκταση του ποσοστού αλλά και του αριθμού των αξιωματικών, κατά Κλάδον, που θα αφυπηρετήσουν, ως ανωτέρω.  Γι΄ αυτό το ζήτημα θα έπρεπε να αναλυθούν οι ανάγκες της υπηρεσίας, σε αξιωματικούς των διαφόρων βαθμίδων, ανά Κλάδο, και τότε να αποφασιστεί πόσοι και στη συνέχεια ποιοι αξιωματικοί θα αφυπηρετούσαν, ανά Κλάδο.

 

Ενόψει του συμπεράσματος μου ότι η έρευνα που έγινε και η αιτιολογία που δόθηκε δεν ήταν επαρκής και επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ικανοποιεί και το δεδικασμένο της Θεοδώρου, δεν θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω στην εξέταση και των άλλων λόγων ακύρωσης που επικαλέστηκε ο αιτητής.

Υπό τις περιστάσεις η προσφυγή επιτυγχάνει, για τους προαναφερόμενους λόγους, και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ του αιτητή.

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                   Δ.

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο