ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 456/2009, 5 Μαρτίου 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 456/2009)

 

 

5 Μαρτίου, 2012

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή

ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,

 

Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 26/2/2009, με την οποία εγκρίθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών ημερομηνίας 20/2/2009, για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή για το έτος 2005.

 

Πρόκειται για τη δεύτερη απόφαση για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή και θα είναι χρήσιμο, ενόψει των ζητημάτων που συζητήθηκαν, να προβώ σε σύντομη αναφορά στο ιστορικό.

 

Ο αιτητής ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας. Ανήκε στο όπλο του πεζικού του στρατού ξηράς και κατείχε το βαθμό του Συνταγματάρχη. Την 1/11/2005 το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών αποφάσισε τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας 30 μόνιμων Αξιωματικών του Στρατού, ένας από τους οποίους ήταν και ο αιτητής. Σε συνεδρία του που έλαβε χώρα στις 2/11/2005, το Υπουργικό Συμβούλιο στο οποίο είχε υποβληθεί για έγκριση, ο σχετικός πίνακας που το Συμβούλιο Κρίσεων είχε ετοιμάσει, ενέκρινε τον εν λόγω πίνακα. Ως αποτέλεσμα, ο αιτητής αφυπηρέτησε από τις τάξεις του στρατού από την 1/3/2006. Εναντίον της συγκεκριμένης απόφασης ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή αρ. 218/2006. Εναντίον της ίδιας απόφασης καταχώρισαν προσφυγές και άλλοι Αξιωματικοί, συνάδελφοι του αιτητή τους οποίους η απόφαση επηρέαζε, μεταξύ των οποίων και ο Μ. Θεοδώρου, ο οποίος καταχώρισε την προσφυγή 230/2006. Όλων των εν λόγω προσφυγών, για λόγους που δεν μας ενδιαφέρουν στην παρούσα περίπτωση, επελήφθη η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

 

Εκκρεμούσης της προσφυγής του αιτητή και συγκεκριμένα στις 5/2/2009 εκδόθηκε απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην προσφυγή 230/2006. Με την απόφαση της Ολομέλειας η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης, το Συμβούλιο Κρίσεων, στις 20/2/2009, ανακάλεσε την απόφαση του για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή και αφού επανεξέτασε την υπόθεση, αποφάσισε εκ νέου τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του. Η απόφαση, όπως αυτή κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Υπουργείου Άμυνας ημερομηνίας 24/3/2009, έχει ως εξής:

 

“Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, κατά την πιο πάνω συνεδρία                    του, ανακάλεσε την απόφασή του για τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας σας για το έτος 2005. Το Συμβούλιο, μετά από επανεξέταση της περίπτωσής σας, αποφάσισε εκ νέου τον ευδόκιμο τερματισμό                  της υπηρεσίας σας για το έτος 2005, επειδή δεν διαθέτετε τη γενικότερη ακαδημαϊκή στρατιωτική μόρφωση, η οποία, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτείται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είστε απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού ιδρύματος και ούτε έχετε φοιτήσει στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά σας και η παραμονή σας στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών.”

 

 

Ακολούθως, ετοιμάστηκε από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών πίνακας με τα ονόματα όλων των Αξιωματικών για τους οποίους αποφασίστηκε ο ευδόκιμος τερματισμός της υπηρεσίας τους. Ο πίνακας εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 26/2/2009.

 

Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 24/3/2009, με την οποία ο αιτητής πληροφορείτο επίσης ότι η αφυπηρέτηση του ίσχυε από την 1/3/2006. Παράλληλα, πληροφορείτο ότι είχε προαχθεί στο βαθμό του Ταξίαρχου. Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

 

Προεξάρχουσα θέση στους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης κατέχει ο λόγος ακύρωσης για έλλειψη δέουσας έρευνας. Προτού όμως ασχοληθώ με το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι ο αιτητής, πέραν της έλλειψης δέουσας έρευνας ως αυτοτελούς λόγου ακύρωσης, συναρτά την έλλειψη δέουσας έρευνας με το δεδικασμένο, την εφαρμογή του οποίου επίσης επικαλείται ως λόγο ακύρωσης. Συγκεκριμένα, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ’ων η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα έρευνα κατά παράβαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με την απόφαση Θεοδώρου (πιο πάνω), στην οποία, υπενθυμίζω, η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Για τους πιο κάτω λόγους, η δεύτερη αυτή θέση του αιτητή, δηλαδή ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, δεν με βρίσκει σύμφωνο.

 

Είναι καλά νομολογημένο ότι η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι πάντων (erga omnes), όμως αναφορικά με τα ζητήματα που έχουν κριθεί, ισχύει μόνο μεταξύ των διαδίκων. (Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Παπαδάκη (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349).

 

Στην παρούσα περίπτωση, ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση Θεοδώρου, ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ων η αίτηση με επιστολή του την οποία καταχώρισε στην κάθε μια από τις εκκρεμούσες υπόλοιπες προσφυγές, πληροφόρησε το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου οι προσφυγές είχαν με οδηγίες της Ολομέλειας τεθεί, ότι:

 

“Ενόψει της απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση 230/2006 .............. η προσβαλλόμενη πράξη έχει ανακληθεί.

 

Γι’ αυτό ζητείται η άδεια όπως η προσφυγή αποσυρθεί με 800.000 Ευρώ δικηγορικά έξοδα υπέρ του Αιτητή.”

 

 

Ενόψει της πιο πάνω δήλωσης, όλες οι σχετικές προσφυγές που εκκρεμούσαν απορρίφθηκαν. Το σχετικό πρακτικό έχει ως εξής:

 

“Ενόψει της γραπτής δήλωσης ημερ. 11.3.09, η προσφυγή απορρίπτεται ως αποσυρθείσα με 800 Ευρώ συμφωνηθέντα έξοδα υπέρ του Αιτητή.”

 

 

Είναι προφανές ότι με εξαίρεση την υπόθεση Θεοδώρου, σε καμιά από τις άλλες προσφυγές υπάρχει δικαστική απόφαση ότι αυτές επιτυγχάνουν, λόγω έλλειψης έρευνας και αιτιολογίας, έτσι ώστε να προκύπτει δέσμευση της διοίκησης σε κάθε μια από αυτές από τα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα επί των οποίων η δικαστική απόφαση θα θεμελιούτο. Επομένως, τα γεγονότα επί των οποίων θεμελιώνεται το εύρημα του Δικαστηρίου για έλλειψη έρευνας και αιτιολογίας στην υπόθεση Θεοδώρου, δεσμεύουν αποκλειστικά τους διαδίκους στην εν λόγω προσφυγή και κανένα άλλο. Ως εκ τούτου, ο λόγος ακύρωσης που αφορά στην εφαρμογή του δεδικασμένου δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς και/ή μη δέουσας έρευνας. Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης συζητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοδώρου (πιο πάνω). Συγκεκριμένα, ο κ. Οικονομίδης παραπέμποντας στην υπόθεση Θεοδώρου, υποστηρίζει ότι ούτε στα πλαίσια της επανεξέτασης που έλαβε χώρα ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης της Ολομέλειας διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα και που είναι, σύμφωνα με τον κ. Οικονομίδη, η έρευνα που η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοδώρου αναφέρεται. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Θεοδώρου:

 

“Είναι σαφές ότι, για να ενεργοποιηθεί η εξουσία του Συμβουλίου και να καθοριστεί το ποσοστό των αξιωματικών που πρέπει να αφυπηρετήσουν από τις τάξεις του Στρατού ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους, αλλά και το πόσοι αξιωματικοί αντιστοιχούν κατά κλάδο, τίθενται κάποιες προϋποθέσεις των οποίων η εξέταση προηγείται, ήτοι, η «εν γένει κατάσταση», οι «εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο» καθώς και η «ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών». Οι εξειδικευμένες ανάγκες της Εθνικής Φρουράς σε ανώτερους Αξιωματικούς ανά Σώμα, η δυνατότητα ανέλιξης νεότερων Αξιωματικών κατώτερων βαθμών στις θέσεις αυτές, οι απαιτήσεις της μαχητικής ικανότητας κατά το δεδομένο χρόνο, είναι στοιχεία ενδεικτικά τα οποία έπρεπε να είχαν αναλυτικά εξεταστεί από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, προκειμένου να τεθεί το αναγκαίο υπόβαθρο για τη λήψη της επίδικης απόφασης. Ο Κανονισμός επιβάλλει αξιολόγηση των ουσιωδών αυτών παραγόντων στα πλαίσια μιας γενικής εκτίμησης των αναγκών αποστρατείας κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, διαφορετικά, τόσο ο αριθμός των εξεταζόμενων περιπτώσεων όσο και η ίδια η ατομική κρίση που ακολουθεί, παραμένουν μετέωρα.”

 

 

Κατ’ αρχήν θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τις πρόνοιες του Κανονισμού 51(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 90/90, στο βαθμό και την έκταση που αυτές μας αφορούν στην παρούσα περίπτωση:

 

“(4) Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού αξιολογήσει την εν γένει κατάσταση, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και αφού λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, όλους ή οποιοδήποτε από τους πιο κάτω παράγοντες, ήτοι:

 

(α) την όλη σταδιοδρομία του Αξιωματικού∙ ή

 

(β) τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του Αξιωματικού∙ ή

 

(γ) το χρόνο παραμονής του Αξιωματικού στον κατεχόμενο βαθμό∙ ή

 

(δ) την ηλικία του Αξιωματικού,

 

αποφασίζει κατά πόσο ο Αξιωματικός του οποίου εξετάζει την περίπτωση πρέπει να αφυπηρετήσει ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία του.”

 

 

Διεξήλθα προσεκτικά τους φακέλους και γενικά το ενώπιον μου υλικό. Παρατηρώ τα εξής:

 

Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση Θεοδώρου, οι καθ’ων η αίτηση ανακάλεσαν την εκεί προσβαλλόμενη απόφαση και προέβησαν σε επανεξέταση της υπόθεσης του εδώ αιτητή.

 

Στην κρίσιμη συνεδρία της 20/2/2009, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αφού έλαβε υπόψη, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοδώρου, τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού, όπως και τη νομική συμβουλή της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, αρχικά προέβη στην ανάκληση της προσβαλλόμενης στην υπόθεση Θεοδώρου και των άλλων Αξιωματικών, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, απόφασης. Ακολούθως, προέβη στη λήψη της επίδικης στην παρούσα προσφυγή απόφασης. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά, στο βαθμό βέβαια και την έκταση που μας ενδιαφέρει:

 

     “Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων στη συνέχεια ενημερώθηκε από το Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, για την υπηρεσιακή κατάσταση και τις επιχειρησιακές ανάγκες του στρατεύματος για το έτος 2005, μετά από προσωπική έρευνα που έκανε. Ακολούθως, αφού συζήτησε διεξοδικά το θέμα, εκτίμησε την εν γένει κατάσταση, όπως αυτή αξιολογείται και διαμορφώνεται από το γεγονός ότι, οι αξιωματικοί, που υπηρετούσαν κατά το έτος 2005, στους βαθμούς του Ανθυπολοχαγού μέχρι και του Αντισυνταγματάρχη, στην πλειονότητά τους είναι απόφοιτοι Ανώτατων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΣΕΙ) ή Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), ενώ στους βαθμούς του Συνταγματάρχη και άνω οι περισσότεροι από τους υπηρετούντες δεν προέρχονται από ΑΣΕΙ ή ΑΕΙ. Ενόψει τούτου, έκρινε ότι οι υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος εξυπηρετούνται καλύτερα, όταν οι αξιωματικοί που καλούνται να διοικήσουν σχηματισμούς ή συγκροτήματα ή μονάδες ή/και να στελεχώσουν κρίσιμες επιτελικές θέσεις του στρατεύματος και του Υπουργείου Άμυνας ή/και να τοποθετηθούν σε άλλες κρατικές υπηρεσίες, είναι απόφοιτοι ΑΣΕΙ ή ΑΕΙ, Ανώτατης Σχολής Πολέμου Σχολής Εθνικής Άμυνας και να έχουν παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια της ειδικότητάς τους. Τα προσόντα αυτά έκρινε ότι παρέχουν στους αξιωματικούς τη δυνατότητα, αφενός να αντεπεξέρχονται ευκολότερα και αποτελεσματικότερα στις ανάγκες σχεδιασμού και διοίκησης ενός σύγχρονου στρατεύματος στην ειρήνη και κυρίως σε περιόδους κρίσεων και επιχειρήσεων, αφού θα διαθέτουν ως εκ της ακαδημαϊκής τους μόρφωσης, το απαιτούμενο προς τούτο γνωσιολογικό υπόβαθρο και αφετέρου θα δύνανται να συμμετέχουν σε διεθνείς αποστολές, στα πλαίσια δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων Διεθνών Οργανισμών, καθώς επίσης και να τοποθετούνται σε Πρεσβείες της Δημοκρατίας ή άλλες Διπλωματικές Αποστολές στο εξωτερικό. Περαιτέρω έκρινε ότι, οι εξειδικευμένες ανάγκες του στρατεύματος, κατά Κλάδο, που επιβάλλονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί Ενόπλων Δυνάμεων και ανταπόκρισης σε μελλοντικές προκλήσεις, επιβάλλουν τη στελέχωσή του με προσωπικό που να έχει το υπόβαθρο παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο και στα σύγχρονα οπλικά συστήματα, ως απόρροια της εκπαίδευσής τους στα ΑΣΕΙ και στις άλλες Σχολές. Ενόψει των πιο πάνω, έκρινε ότι υπάρχει ανάγκη στο στράτευμα να δοθεί η δυνατότητα ανέλιξης των αξιωματικών των κατώτερων βαθμών, που στην πλειονότητά τους είναι απόφοιτοι ΑΣΕΙ ή ΑΕΙ και διαθέτουν την απαιτούμενη ακαδημαϊκή μόρφωση.

 

5. Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, εξέτασε στη συνέχεια την κάθε περίπτωση και πήρε τις ακόλουθες αποφάσεις:

 

(13) Συνταγματάρχης (ΠΖ) Περικλέους Χριστόδουλος του Ιωάννη (ΑΜ:2642)

 

          Το Συμβούλιο αποφάσισε, ομόφωνα, τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του, επειδή, δεν διαθέτει τη γενικότερη ακαδημαϊκή μόρφωση, η οποία, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτείται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών.”

 

 

Είναι προφανές ότι για σκοπούς λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάστηκαν και λήφθηκαν υπόψη οι υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος, για τις οποίες κρίθηκε ότι εξυπηρετούνται καλύτερα από Αξιωματικούς απόφοιτους Ανώτερων Σχολών. Επίσης διαπιστώθηκε η ανάγκη να δοθεί η δυνατότητα ανέλιξης των Αξιωματικών των κατώτερων βαθμών, η πλειοψηφία των οποίων είναι απόφοιτοι Ανώτατων Σχολών. Όσα όμως σχετικά αναφέρουν οι καθ’ων η αίτηση, είναι γενικής μορφής και δεν εξειδικεύονται κατά κλάδο όπως προνοείται στον Κανονισμό και όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Θεοδώρου. Δεν προέβηκαν δηλαδή οι καθ’ων η αίτηση σε έρευνα για να διαπιστώσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο και εάν θα υπήρχε η δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατά κλάδο αλλά γενικά για όλο το στράτευμα. Περαιτέρω, δεν έγινε η δέουσα έρευνα ως προς το κατά πόσο με τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή θα παρείχετο η δυνατότητα ανέλιξης κατώτερων Αξιωματικών και εάν στο σώμα στο οποίο ανήκε ο αιτητής υπήρχαν τέτοιοι κατώτεροι Αξιωματικοί. Ούτε και έγινε η δέουσα έρευνα ως προς τον αριθμό των Αξιωματικών που απαιτείτο όπως αφυπηρετήσουν. Έχουν εξεταστεί οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, χωρίς όμως να στοιχειοθετηθούν εκ των προτέρων οι γενικότεροι παράγοντες κατά τον ουσιώδη χρόνο, ώστε να μπορεί να διαπιστωθούν στο πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου οι λόγοι για τον ευδόκιμο τερματισμό του με βάση τον πιο πάνω Κανονισμό (Υποθέσεις Αρ. 1382/2010 κ.ά., Πενταράς ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 17/10/2011).

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει επίσης και στις Υποθέσεις Αρ. 1051/2002 κ.ά., Σαβουλίδης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15/9/2004, στις οποίες λέχθηκαν και τα πιο κάτω σχετικά, με τα οποία συμφωνώ και τα οποία υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης:

 

“Έχει εγερθεί από τους αιτητές και πρόσθετο θέμα. Αφορά στους συσχετισμούς που θα έπρεπε να γίνουν εφόσον υπήρχαν οι προϋποθέσεις για τη διαβάθμισή τους ως “ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους”. Θα υπήρχε και επί του προκειμένου κενό. Αυτή η διαβάθμιση, όπως ήδη προσπάθησα να εξηγήσω, τελεί και υπό την επιπρόσθετη απαίτηση να παρακωλύει η περαιτέρω παραμονή στο Στρατό την ομαλή ανέλιξη νεότερων αξιωματικών της ίδιας επετηρίδας. Εν τούτοις, δεν υπάρχει τίποτε, είτε στα πρακτικά είτε από άλλη πηγή που να στοιχειοθετεί αυτή την παρακώλυση και θα βρισκόμαστε μπροστά σε πλήρη αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου.”

 

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και κατ’ επέκταση πλάνης.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                               Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο