ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 463/2010)
12 Μαρτίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Χατζηχαραλάμπους (κα) για Α. Σοφοκλέους, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής ζητά:- (α) Ακύρωση της απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, ημερ. 27.1.2010, με την οποία επέβαλαν στον Αιτητή, σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία που αντιμετώπιζε στην Πειθαρχική Υπόθεση Πάφου αρ. 4/2009, την πειθαρχική ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση και (β) ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, ημερ. 27.1.2010, με την οποία επικύρωσαν την καταδίκη του Αιτητή σε σχέση με την πρώτη κατηγορία που αντιμετώπιζε στην πιο πάνω Πειθαρχική Υπόθεση.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Ο Αιτητής υπηρετεί στην Αστυνομία από τις 29.12.1997 και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στον Κλάδο Εισαγγελίας της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πάφου. Μεταξύ 21.11.2008 - 10.12.2008, απουσίαζε από το καθήκον του χωρίς άδεια. Ενόψει τούτου, καταχωρήθηκε εναντίον του η Πειθαρχική Υπόθεση, Πάφος Αρ. 4/2009, για τα ακόλουθα πειθαρχικά παραπτώματα, δυνάμει του Κανονισμού 8 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/1989), όπως τροποποιήθηκαν μέχρι σήμερα, στο εξής «οι Κανονισμοί»:-
(1) «Παράβαση ή Παράλειψη», κατά παράβαση της Παραγράφου 4 του Πρώτου Πίνακα (Κανονισμός 8) του Πειθαρχικού Κώδικα των Κανονισμών, γιατί κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (21.11.2008-10.12.2008) παρέλειψε να αποστείλει ή να παρουσιάσει από την πρώτη ημέρα της ασθενείας του πιστοποιητικό ασθενείας, κατά παράβαση της Αστυνομικής Διάταξης 1/16, Παρ. 3(4).
(2) «Αμέλεια Καθήκοντος» κατά παράβαση της Παραγράφου 5(α) του Πρώτου Πίνακα (Κανονισμός 8) του Πειθαρχικού Κώδικα των Κανονισμών, γιατί αμέλησε ή χωρίς εύλογη και επαρκή αιτία παρέλειψε να αναλάβει ή να εκτελέσει με προθυμία και επιμέλεια τα καθήκοντα του ως μέλος της Αστυνομίας, ήτοι απουσίασε από το καθήκον του χωρίς άδεια και χωρίς εύλογη αιτία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και
(3) «Απουσία χωρίς άδεια για ανάληψη καθήκοντος» κατά παράβαση της Παραγράφου 12 του Πρώτου Πίνακα (Κανονισμός 8) του Πειθαρχικού Κώδικα των Κανονισμών, γιατί κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απουσίασε από το καθήκον του χωρίς άδεια και χωρίς εύλογη αιτία.
Για εξέταση της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του Αιτητή διορίστηκε Ερευνών Αξιωματικός, ο οποίος εισηγήθηκε την πειθαρχική δίωξή του.
Στη συνέχεια ο Αρχηγός της Αστυνομίας, λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, αλλά και των περιστάσεων κάτω από τις οποίες είχαν διαπραχθεί τα αδικήματα, αποφάσισε, μετά από έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, όπως η πειθαρχική υπόθεση εκδικαστεί από Πειθαρχική Επιτροπή.
Μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, στις 13.10.2009 αποφασίσθηκε να επιβληθεί στον Αιτητή, σε κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες ξεχωριστά, η ποινή της απόλυσης.
Εναντίον της απόφασης αυτής, ο Αιτητής καταχώρησε έφεση. Στις 27.1.2010 το Συμβούλιο Εφέσεων που εκδίκασε την έφεση, στη 2η κατηγορία (αμέλεια καθήκοντος), κατά πλειοψηφία μείωσε την ποινή που του είχε επιβληθεί, από «Απόλυση» σε «Εξαναγκασμό σε Παραίτηση», ενώ στις άλλες δύο κατηγορίες δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή.
Ο Αιτητής προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ουσιαστικά προβάλλει 3 λόγους ακύρωσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση: (1) είναι αναιτιολόγητη, (2) πάσχει γιατί η σύνθεση του Συμβουλίου Εφέσεων δεν διασφάλιζε την ανεξαρτησία και αμεροληψία της διαδικασίας με τη συμμετοχή του Αρχηγού της Αστυνομίας και (3) πάσχει γιατί η ποινή που επιβλήθηκε στον Αιτητή είναι δυσανάλογη σε σχέση με το αδίκημα που διέπραξε και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Οι προδικαστικές ενστάσεις
Οι Καθ’ ων η αίτηση με τη γραπτή ένστασή τους, ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η θεραπεία (Β) θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεχτη, αφού στρέφεται κατά μη εκτελεστής πράξης. Όμως με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου τους, δεν επέμειναν στην προώθησή της. Ήγειραν όμως δύο νέες προδικαστικές ενστάσεις ότι:- (α) με την προσφυγή προσβάλλονται δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες διοικητικές πράξεις και ως εκ τούτου η δεύτερη δεν πρέπει να εξεταστεί και (β) ότι δεν πρέπει να εξεταστούν, ως λόγοι ακύρωσης, τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 6 της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του Αιτητή, ότι η πρώτη κατηγορία δεν αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα.
Η πρώτη προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί, αφού είναι φανερό ότι οι δύο πράξεις (ποινή και καταδίκη) είναι συναφείς. Η μία αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, αφορούν στον ίδιο Αιτητή και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο κατά την ίδια ημερομηνία (βλ. Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 258).
Ευσταθεί όμως η δεύτερη προδικαστική ένσταση. Πράγματι το σημείο που ήγειρε ο δικηγόρος του Αιτητή στην παράγραφο 6 της γραπτής αγόρευσής του (ότι «η πρώτη κατηγορία ως εξειδικεύεται με βάση τις λεπτομέρειες της …. δεν αποτελεί καν πειθαρχικό αδίκημα αφού η υποχρέωση για παρουσίαση του πιστοποιητικού ασθενείας δεν πηγάζει από οποιοδήποτε κανονισμό ή Νόμο, αλλά από Αστυνομική Διάταξη»), δεν εγείρεται ως λόγος ακύρωσης στο δικόγραφο της προσφυγής, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ο Αιτητής ενώ ήγειρε το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, το οποίο και το απέρριψε, στη συνέχεια δεν το ήγειρε ως νομικό σημείο στην αίτηση ακυρώσεως και επομένως δεν μπορεί να εξεταστεί. Η γραπτή αγόρευση δεν είναι αποδεχτό μέσο για προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων, αλλά μέσο για εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίησή τους (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598, 607 και Ostman Spices Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1573/06, ημερ. 30.9.2008).
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη - Λόγος ακύρωσης 1
Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση λανθασμένα βασίζουν την αιτιολογία τους στις προηγούμενες καταδίκες του.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψή μου, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Μέσα από το περιεχόμενο της ίδιας της απόφασης, καταγράφονται τα πραγματικά γεγονότα στα οποία βασίστηκε, καθώς και το σκεπτικό που οδήγησε στη λήψη της απόφασης. Επίσης εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν τα νομικά σημεία που ηγέρθηκαν από το δικηγόρο του Αιτητή, ως προς το ύψος της ποινής. Συγκεκριμένα καταγράφεται ότι λήφθηκε υπόψη η έκταση και η σοβαρότητα των αδικημάτων, τα οποία εδράζονται στην αδικαιολόγητη απουσία του από την υπηρεσία του για 20 ημέρες και η άρνηση του να προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό. Εντοπίστηκαν κάποια λάθη στην απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής, λήφθηκε υπόψη η προηγούμενη υπηρεσία του στην αστυνομία, καθώς και οι οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες του. Περαιτέρω αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη και οι προηγούμενες 6 πειθαρχικές καταδίκες του, όχι όμως ότι αποκλειστικά αυτές οδήγησαν τους Καθ’ ων η αίτηση στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επίσης καταγράφεται η νομική βάση, ήτοι η συγκεκριμένη νομοθεσία, στην οποία υπήγαγε τα πραγματικά γεγονότα, καταλήγοντας σε εύλογα συμπεράσματα. Επίσης, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, ήτοι την πειθαρχική έρευνα και το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης. Κατά την κρίση μου, η αιτιολογία που δόθηκε είναι σαφής και δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν το συγκεκριμένο όργανο στη λήψη της απόφασης.
Κατά πόσον πάσχει η σύνθεση του Συμβουλίου Εφέσεων – Λόγος ακύρωσης 2
Ο δικηγόρος του Αιτητή προβάλλει με την αγόρευσή του ότι λόγω της συμμετοχής του Αρχηγού Αστυνομίας στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφέσεων, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν διασφαλίζεται η ανεξαρτησία και αμεροληψία του σώματος. Το Συμβούλιο απαρτίζεται πέραν του Αρχηγού και από ένα Ανώτερο Αστυνόμο και από ένα Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την εισήγηση, ο Ανώτερος Αστυνόμος, ως υφιστάμενος του Αρχηγού, είναι κατά κάποιο τρόπο υπόχρεος να ακολουθεί την άποψη του Αρχηγού του.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 42 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), κάθε διοικητικό όργανο πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης και όταν τα μέλη του συνδέονται με δεσμούς ή ιδιάζουσες σχέσεις ή έχουν συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση μου δεν υφίσταται, ως εκ της επαγγελματικής σχέσης των δύο μελών του Συμβουλίου Εφέσεων, θέμα αμεροληψίας ή ανεξαρτησίας του σώματος. Ο Αιτητής, ο οποίος είχε και το βάρος απόδειξης, προβάλλει τον ισχυρισμό κατά τρόπο γενικό και αόριστο, χωρίς να υποδεικνύει σε κάτι συγκεκριμένο. Πέραν τούτου ο Αιτητής, είχε υποχρέωση με την πρώτη ευκαιρία να θέσει τον ισχυρισμό του για αμεροληψία ενώπιον του διοικητικού οργάνου, για να του δώσει την ευκαιρία να τον εξετάσει, προτού προχωρήσει η διαδικασία (βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 116). Εδώ ο Αιτητής παρέμεινε σιωπηλός και το ήγειρε τώρα που το αποτέλεσμα δεν τον ευνοεί.
Κατά πόσον η επιβαλλόμενη ποινή είναι δυσανάλογη σε σχέση με το διαπραττόμενο αδίκημα - Λόγος ακύρωσης 3
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Με δεδομένο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στην επίδικη ποινή. Το δυσανάλογο μιας ποινής, κρίνεται πάντοτε με βάση την σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος σε συνάρτηση με την βαρύτητα των συνεπειών που θα έχει για τον τιμωρούμενο. Σίγουρα η επιβαλλόμενη ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση, είναι μια εκ των βαρύτερων πειθαρχικών ποινών και θα έχει ως αποτέλεσμα ο Αιτητής να απολέσει την πηγή βιοπορισμού του ιδίου και της οικογένειάς του. Όμως θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αφενός το πειθαρχικό αδίκημα που διέπραξε ήταν αρκετά σοβαρό, αφού συνιστά αμέλεια καθήκοντος, καθώς και ότι ο Αιτητής δεν είναι η πρώτη φορά που διέπραξε πειθαρχικό αδίκημα. Προηγουμένως είχε καταδικαστεί σε άλλα έξι πειθαρχικά αδικήματα, ένα από τα οποία είναι παρόμοιο. Αυτό αποδεικνύει ότι πρόκειται για άτομο που δεν σέβεται τους κανονισμούς λειτουργίας της υπηρεσίας του, γεγονός το οποίο καταγράφεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η όλη συμπεριφορά του κρίνεται αυστηρότερα, αφού επέλεξε να υπηρετήσει σ’ ένα σώμα, όπως είναι η Αστυνομία, όπου η πειθαρχία των μελών της είναι εκ των ουκ άνευ. Το Συμβούλιο Εφέσεων, κατά την κρίση μου στάθμισε τους διάφορους παράγοντες κατά τρόπο εύλογο και η ποινή που τελικά επέβαλε, αν και αυστηρή, δεν ξεφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (βλ. Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 515).
Με βάση τα πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά την κρίση μου νομότυπα και θα πρέπει να επικυρωθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα, υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο