ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ν. ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΤΗΚ) (CYTA, Υπόθεση Αρ. 1581/2010, 5 Απριλίου 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1581/2010)

 

 

5 Απριλίου 2012

 

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 24 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

Αιτητή

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΤΗΚ) (CYTA)

Καθ΄Ης η Αίτηση.

_________

 

 

Π. Πολυβίου, για τον Αιτητή.

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

_________________

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Με την απόφαση στην προσφυγή του αιτητή 658/2009, ημερομηνίας 5.11.2010, ακυρώθηκε ο διορισμός του Ενδιαφερόμενου Μέρους (ΕΜ) στη θέση του Αναπληρωτή Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ).  Εκρίθη ότι ήσαν ανεπαρκείς και πεπλανημένοι οι λόγοι τους οποίους είχε δώσει το Συμβούλιο της ΑΤΗΚ για να παραγνωρίσει τη σύσταση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή για τον Αιτητή (ότι το ΕΜ υπερείχε σε συνολική πείρα σε διευθυντικά καθήκοντα και ότι το ΕΜ άφησε καλύτερες εντυπώσεις από τον Αιτητή κατά την προσωπική συνέντευξη).  Και τούτο στη βάση ότι, η μεν πείρα αφορούσε υπηρεσία σε θέσεις πριν από την αμέσως προηγούμενη της επίδικης, οι δε εντυπώσεις των προσωπικών συνεντεύξεων δεν δικαιολογούσαν διαφοροποίηση αφού στα πρακτικά αναφέρετο ότι και οι δύο άφησαν «πολύ καλές εντυπώσεις».

 

Κατά την επανεξέταση, το Συμβούλιο της ΑΤΗΚ απεφάσισε ότι δεν θα ελαμβάνοντο υπ΄όψη οι προσωπικές συνεντεύξεις αφού στο μεταξύ είχε αλλάξει η σύνθεση του.  Ακολούθως επέλεξε και πάλι το ΕΜ, παραγνωρίζοντας και πάλι τη σύσταση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής, ενώ στη σελίδα 3 της εισήγησής του (2η παράγραφος με έντονα τονισμένα γράμματα) αναφέρει ότι ο Γεώργιος Κουφάρης «… με τη ψηλή επιχειρηματική επιχειρηματική αντίληψη και τις άριστες διοικητικές ικανότητές του, τον καθιστούν πολύ κατάλληλο και καθόλα έτοιμο για προαγωγή στη θέση …» και ενώ για τον Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη (σελίδα 4) αναφέρεται σε «… εξαιρετικές ηγετικές και διευθυντικές ικανότητες …», εισηγείται τον Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη κατά πλάνη για λόγους που, όπως επεξηγείται κατωτέρω, συγκρούονται με τη νομολογία.  Δηλαδή ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής προτείνει ως καταλληλότερο για προαγωγή τον υποψήφιο που χαρακτηρίζει ως «εξαιρετικό» αντί του υποψηφίου που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «άριστο» όσον αφορά τις διευθυντικές ικανότητες των υποψηφίων, γεγονός που συνιστά αντίφαση που καθιστά επισφαλή τα ευρήματα του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή ως προς την αξία των υποψηφίων για προαγωγή.»

 

 

 

Έλαβε ακόμα υπ΄όψη ότι:

 

«Ο χρόνος υπηρεσίας του Γεώργιου Κουφάρη σε διευθυντικές θέσεις ήταν μεγαλύτερος κατά πέντε χρόνια και εννιά μήνες. … Επιπρόσθετα, η ένταση και τα εξαιρετικά αποτελέσματα της εργασίας του προσδίδουν σε αυτόν πολύ περισσότερη πείρα και τον καθιστούν ουσιαστικά καταλληλότερο για τη θέση του Αναπληρωτή Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή από τον ανθυποψήφιό του Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη … 

 

Επίσης σημειώνεται η πολύπλευρη πείρα, την οποία κατέχει ο Γεώργιος Κουφάρης, σε αντίθεση με τον ανθυποψήφιό του, από την υπηρεσία του σε Συμβούλια Ημικρατικών Οργανισμών, …»

 

 

 

Σημείωσε περαιτέρω ότι υπήρχε ουσιαστικά ισοβαθμία στη βαθμολογημένη αξία των δύο, ενώ η αρχαιότητα του Αιτητή ανάγετο στην ημερομηνία πρόσληψης του (1978, έναντι 1989 του ΕΜ).

 

Προσβάλλοντας την εκ νέου επιλογή του ΕΜ, ο Αιτητής θέτει κατά πρώτον θέμα μη νόμιμης συγκρότησης του Συμβουλίου της ΑΤΗΚ.  Η απόφαση, λέγει, ληφθείσα την 23.11.2010, ελήφθη προ της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα του διορισμού των μελών του Συμβουλίου από το Υπουργικό Συμβούλιο, που έγινε την 4.2.2011.  Δυνάμει του Άρθρου 57.4 του Συντάγματος, οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, αν είναι εκτελεστές, εκδίδονται «παραχρήμα διά δημοσιεύσεως εν τη Επισήμω Εφημερίδι της Δημοκρατίας», εκτός αν το Υπουργικό Συμβούλιο «ορίσει άλλως διά της αποφάσεως αυτού».  Ο διορισμός λοιπόν, κατά την εισήγηση, δεν ετελειώθη κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η ΑΤΗΚ απαντά εισηγούμενη ότι, καθ΄όσον ο διορισμός έγινε την 21.7.2010 με ισχύ από 14.7.2010, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα δεν ήταν αναγκαία ώστε να αρχίσει να ισχύει.

 

Δεν ικανοποιεί η εισήγηση της ΑΤΗΚ.  Εφ΄όσον το ίδιο το Σύνταγμα απαιτεί δημοσίευση των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου στην Επίσημη Εφημερίδα, οι αποφάσεις δεν τελειούνται παρά μόνο με τη δημοσίευση, ως απαραίτητος τύπος νόμου.  Η εξαίρεση την οποία προβλέπει το Άρθρο 57.4 δεν αφορά την ισχύ της απόφασης παρά μόνο την πρόνοια για δημοσίευση «παραχρήμα», ώστε να επιτρέπεται η παράταση της ημερομηνίας δημοσίευσης, αντί «παραχρήμα», πράγμα που εξ άλλου δεν όρισε το Υπουργικό Συμβούλιο.  Τούτο δε εν πάση περιπτώσει δεν αναιρεί την αρχή ότι η ισχύς της απόφασης αρχίζει με τη δημοσίευσή της, η οποία απαιτείται υπό του τύπου του νόμου, αρχή η οποία δεν επηρεάζεται από το ότι ο διορισμός είχε, σύμφωνα με τους όρους του, ισχύ από 14.7.2010 (που, να σημειωθεί, ήταν ημερομηνία πριν από την ημερομηνία διενέργειας του, που δεν θα μπορούσε να ήταν έτσι αφού απαιτείται δημοσίευση).  Υπήρχε υποχρέωση δημοσίευσης και η δημοσίευση ήταν όρος της τελείωσης της απόφασης.

 

Παρά την κατάληξή μου αυτή, θα προχωρήσω να εξετάσω και την ουσιαστική πτυχή της υπόθεσης, αποδεχόμενος την εισήγηση του κ. Πολυβίου για παράβαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης.  Το Διοικητικό Συμβούλιο, παρά το ότι η προηγούμενη απόφασή του ακυρώθηκε ως εκ της λανθασμένης εκτίμησης της συνολικής πείρας σε διευθυντικά καθήκοντα, επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος βασιζόμενο στο μακρύτερο χρόνο υπηρεσίας του ΕΜ σε διευθυντικές θέσεις, επεκτεινόμενο και στην «ένταση» και τα «εξαιρετικά αποτελέσματα» της εν λόγω υπηρεσίας του Αιτητή (άλλο ανεπίτρεπτο, αφού η απόδοση του, όπως και του Αιτητή, είχε ήδη βαθμολογηθεί στις υπηρεσιακές εκθέσεις).  Αυτό όμως ήταν ακριβώς εκείνο που η ακυρωτική απόφαση απαγόρευε, και αφήνεται το ερώτημα κατά πόσο το Συμβούλιο αντελήφθη την ακυρωτική απόφαση πέραν του να αναφερθεί σε αυτή.

 

Η παρανομία του Συμβουλίου όμως επεκτείνεται και στη βασική δικαιολογία που έδωσε για παραγνώριση της σύστασης του Ανώτατου Εκτελεστικου Διευθυντή, ότι δηλαδή ήταν αντιφατική.  Κατά πρώτον, δεν επιτρέπετο στο Συμβούλιο να κρίνει τη σύσταση, αφού η νομιμότητα της ήταν δεδομένη μετά από την ακυρωτική απόφαση που αφορούσε θέματα επόμενα, δηλαδή τη δυνατότητα απόκλισης από δεδομένα νόμιμη σύσταση.  Έπειτα, ουδεμία αντίφαση μπορούσε λογικά να αποδοθεί στη σύσταση.  Πρόδηλο είναι ότι οι αναφορές του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή δεν είχαν το νόημα που το Συμβούλιο επέλεξε να τους αποδώσει και ότι σαφώς αυτός θεωρούσε και χαρακτήρισε τον Αιτητή ως καταλληλότερο.  Αν στα πιο πάνω προστεθεί και το ότι ο Αιτητής υπερείχε, έστω και ελαφρώς, σε βαθμολογημένη αξία του ΕΜ όπως και σε αρχαιότητα, έστω και κατά την ημερομηνία πρόσληψης, αφήνεται το Δικαστήριο να διερωτάται ποία βάση υπήρχε για παραγνώριση της σύστασης και σε ποία βάση μπορούσε να υπερείχε το ΕΜ.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Η ΑΤΗΚ θα καταβάλει €1200 έξοδα πλέον ΦΠΑ στον Αιτητή.

 

 

 

 

 

 

 

                                                     Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο