ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , Υπόθεση Αρ. 1079/2010, 18/5/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1079/2010)

 

18 Μαΐου, 2012

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ,

 

Αιτητής,

 

-ν-

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,

 

Καθ΄ου η Aίτηση.

- - - - - -

Δ. Καλλής, για τον Αιτητή.

 

Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο ηλικίας 65 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο αιτητής, είναι συνταξιούχος δικαιούμενος σε δωρεάν περίθαλψη στα κρατικά νοσηλευτήρια. Σύμφωνα με ιατρική βεβαίωση ιδιώτη χειρούργου-ουρολόγου, παρουσίασε διηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστεως και επρόκειτο να υποβληθεί την 10.4.2010 σε ρομποτική ριζική κυστεοπροστατεκτομή με ορθότοπο ειλεοκύστη, στο Ιπποκράτειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο. Σύμφωνα με την ίδια βεβαίωση, η επέμβαση αυτή δεν διενεργείται στα δημόσια νοσηλευτήρια.

 

Ο αιτητής επεσύναψε την πιο πάνω βεβαίωση σε επιστολή του ημερομηνίας 30.3.2010 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, ζητώντας την έγκριση της κάλυψης των εξόδων διενέργειας της επέμβασης, με βάση το Σχέδιο Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας, που δεν παρέχονται στο δημόσιο τομέα.

 

Το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε, με επιστολή ημερομηνίας 19.4.2010, με το αιτιολογικό ότι δεν ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις που θέτουν οι κανονισμοί του Σχεδίου, επειδή η υπό αναφορά θεραπεία γίνεται στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας με την ανοικτή μέθοδο και όχι ρομποτικά.

 

Ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 5.5.2010 προς τον Υπουργό Υγείας, ζήτησε επανεξέταση του αιτήματός του. Επεσύναψε προς τούτο άλλη βεβαίωση του ιδιώτη ιατρού του, ο οποίος είχε διενεργήσει τη ρομποτική επέμβαση στις 10.4.2010 στο ιδιωτικό Νοσοκομείο, σύμφωνα με την οποία:

 

“Δια της παρούσης βεβαιούται ότι ο κ. Νίκος Θεοδωρίδης, 65 ετών, υπεβλήθη την 10/4/2010 σε ρομποτική ριζική κυστεπροστατεκτομή για εντοπισμένο καρκίνο της ουροδόχου κύστεως, με διάσωση των νευροαγγειακών δεματίων της στύσης. Ακολούθως διενεργήθη ορθοτόπος ιλεοκύστη, επιτρέποντας στον ασθενή να συνεχίσει να ουρά από της φυσικές οδούς. Αυτή η χειρουργική επέμβαση δεν διενεργείτε στα δημόσια νοσηλευτήρια κι ως εκ τούτου ασθενείς μετέβηκαν στο εξωτερικό χορηγούμενοι από το δημόσιο.”

 

Με επιστολή ημερομηνίας 28.5.2010 από το Τμήμα Επιδοτουμένων Ασθενών του Υπουργείου Υγείας, ο αιτητής ενημερώθηκε ότι το αίτημά του, αφού εξετάστηκε στο Αναθεωρητικό Συμβούλιο με βάση το Σχέδιο Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο δημόσιο τομέα, απορρίφθηκε. Δόθηκε δε το εξής αιτιολογικό:

 

     “Η τοποθέτηση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου ήταν σύμφωνη με την γνωμοδότηση της επιτροπής ειδικών Ουρολογίας ότι η χειρουργική επέμβαση της ριζικής κυστεοπροστατεκτομής με ορθότοπο ειλεοκύστη γίνεται στα κρατικά νοσηλευτήρια με την ανοικτή μέθοδο, της οποίας τα αποτελέσματα άμεσα και απώτερα είναι εξίσου καλά όπως και της ρομποτικής. Επισημαίνεται, ότι ασθενείς δεν αποστέλλονται στο εξωτερικό για την πιο πάνω θεραπεία.”

 

Με την παρούσα προσφυγή του, ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απορριπτικής του αιτήματος της απόφασης, η οποία του κοινοποιήθηκε με την προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 28.5.2010, εγείροντας προς τούτο, διάφορους λόγους ακύρωσης, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.

 

1ος λόγος ακύρωσης – Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.

 

Σύμφωνα με τον αιτητή, ενώ το Σχέδιο Παροχής Οικονομικής Αρωγής, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 15.5.2009, προνοεί ότι η απόφαση για παροχή ή μη αρωγής επαφίεται στον Υπουργό Υγείας, εν τούτοις, στην περίπτωσή του, το αίτημα εξετάστηκε από την Επιτροπή Ειδικών δυνάμει του Σχεδίου και, αφού απορρίφθηκε, τότε ο αιτητής αποτάθηκε στον Υπουργό για επανεξέταση του αιτήματός του. Εξετάστηκε ακολούθως από το Αναθεωρητικό Συμβούλιο, το οποίο και το απέρριψε, και ο ίδιος ο αιτητής έλαβε γνώση της απόρριψης με επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερομηνίας 28.5.2010. Η επιστολή υπογράφεται από “κ. Κ. Συμεωνίδη για Γενικό Διευθυντή”. Πουθενά, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, φαίνεται ότι η απορριπτική απόφαση λήφθηκε από τον Υπουργό Υγείας.

 

Τα ακριβή γεγονότα, όπως αυτά εξάγονται από τα έγγραφα τα οποία έχει προσκομίσει στο Δικαστήριο η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, δεν υποστηρίζουν τις πιο πάνω πραγματικές και νομικές θέσεις του αιτητή.

 

Όπως διαπιστώνεται από το Παράρτημα 5 στην Ένσταση, που είναι η έκθεση των μελών του Αναθεωρητικού Συμβουλίου και φέρει σφραγίδα ημερομηνίας λήψης την 20.5.2010, δεν είναι ορθό ότι το Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Το Συμβούλιο απλά, για τους λόγους που εξήγησε, ανέφερε ότι “δεν συμφωνεί με την κάλυψη των εξόδων για την αντιμετώπιση του στον ιδιωτικό τομέα με την μέθοδο της ρομποτικής κυστεοπροστατεκτομής.”

 

Εκείνο το οποίο επομένως έδωσε το Συμβούλιο ήταν τη γνώμη και εισήγησή του και όχι απόφαση. Αργότερα δε, όπως διαπιστώνεται από το Παράρτημα ‘Γ’ στη γραπτή αγόρευση του καθ΄ου η αίτηση, η γνωμοδότηση του Συμβουλίου, μαζί με προσχέδιο απάντησης στον αιτητή, τέθηκε ενώπιον του Υπουργού, ο οποίος και ανέγραψε σ΄ αυτήν “εγκρίνεται”. Αυτή η έγγραφη καταχώρηση συνιστά την απόφαση του Υπουργού η οποία βασίστηκε στην υιοθέτηση των όσων έχουν υποβάλει ως εισηγήσεις τα αρμόδια διοικητικά όργανα στην αλυσίδα λήψης της απόφασης.

 

Επομένως αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

2ος λόγος ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση νομοθετικών διατάξεων.

 

Όπως υποστηρίζει ο αιτητής, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 7(1) του περί Κατοχύρωσης και Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ασθενών Νόμου του 2005 (Νόμος αρ. 1(Ι)/2005), καθώς επίσης παραβιάζει και γενικότερες αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

 

Ως προς το Νόμο αρ. 1(Ι)/2005, ο αιτητής εισηγείται ότι αυτός παραβιάστηκε εφόσον το άρθρο 7(1) του Νόμου προνοεί ότι η φροντίδα υγείας προσφέρεται σε όλους ισότιμα και “χωρίς δυσμενή διάκριση” και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τη μη διάκριση λόγω ηλικίας. Όπως δε είναι φανερό, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, το Σημείωμα 3 το οποίο λήφθηκε υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρουσιάζεται να δίδει σημασία στην ηλικία του αιτητή. Πιο συγκεκριμένα, στο Σημείωμα εκείνο, το οποίο υποβλήθηκε εκ μέρους της Επιτροπής Ειδικών Ουρολογίας, αναφέρονταν και τα εξής:

 

“«Μέχρι σήμερα οι ριζικές κυστεκτομές γίνονταν με επιτυχία στο Δημόσιο Τομέα. Είναι γεγονός ότι το Νοσοκομείο δεν διαθέτει τεχνολογία για ρομποτική λαπαροσκοπική επέμβαση. Επί προστατεμκτομών ετέθη όριο ηλικίας τα 65 για να παραπέμπονται οι ασθενείς στο εξωτερικό για ρομποτική προστατεκτομή (και αυτό λόγω του ότι στη μικρή ηλικία σημασία έχει και η μετεγχειριτική στυτική δυσλειτουργία)». Ο Ασθενής αυτός είναι άνωθεν των 65 ετών και στην κυστεκτομή δεν υπάρχει περίπτωση διατήρησης στυτικής λειτουργίας.”

 

 

Αυτό το σημείωμα, αν και υπογράφεται από τον ένα εκ των ειδικών ιατρών, εγκρίθηκε και από τους δύο.

 

Σύμφωνα με τον αιτητή, οι ειδικοί ιατροί αποφάσισαν, όπως προκύπτει από το Σημείωμα, ότι μετά το 65ο έτος της ηλικίας, ένα άτομο πρέπει να αποκλεισθεί από του να διάγει μια φυσιολογική ζωή με φυσιολογικές συνευρέσεις, αφού η πρόκληση στυτικής δυσλειτουργίας, σημασία έχει μόνο σε μικρότερες ηλικίες.

 

Ο αιτητής, συνακόλουθα, ο οποίος ήταν 66 ετών, έχει αποκλειστεί λόγω της ηλικίας του και τίθεται έτσι θέμα δυσμενούς μεταχείρισης του σε σχέση με άλλους ασθενείς με την ίδια πάθηση, οι οποίοι είναι κάτω των 65 ετών.

 

Η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση αντιπροβάλλει ότι, εφόσον ο αιτητής επέλεξε να προβεί σε χρήση του δικαιώματος του για ιεραρχική προσφυγή με βάση το άρθρο 11 του Σχεδίου, η απόφαση του Υπουργείου Υγείας που είχε κοινοποιηθεί στον αιτητή με ημερομηνία 19.4.2010 και βασίστηκε στη γνωμάτευση της επιτροπής, έχασε την εκτελεστότητά της και συγχωνεύτηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού, απόφαση η οποία είναι το προϊόν εξ υπαρχής εξέτασης της περίπτωσης και όχι απλώς ελέγχου της ορθότητας της προηγηθείσας απόφασης. Είναι δε ξεκάθαρο από τα σημειώματα 1-7 του διοικητικού φακέλου, σύμφωνα πάντα με τον καθ΄ου η αίτηση, ότι η γνωμοδότηση της Επιτροπής Ειδικών φέρει λανθασμένη ημερομηνία φερόμενη ως “22.2.2010” οφειλόμενη σε δακτυλογραφικό λάθος και, επομένως, διαφωνεί ότι η γνωμοδότηση της Επιτροπής Ειδικών ουρολογίας έχει παρακαμφθεί από το σημείωμα 3 του διοικητικού φακέλου.

 

Κατά την άποψή μου, αυτός ο λόγος ακύρωσης θα πρέπει να συνεξετασθεί με τον πέμπτο λόγο, ο οποίος εγείρει και θέμα μη εξέτασης από το αναθεωρητικό όργανο όλων των λόγων τους οποίους είχε εγείρει ο αιτητής (έλλειψη δέουσας έρευνας), καθώς επίσης εγείρει και θέμα παρερμηνείας ή πεπλανημένης αντίληψης ως προς το πραγματικό αίτημα του αιτητή (πλάνη περί τα πράγματα).

 

Προσεγγίζοντας τα πιο πάνω θέματα, παρατηρώ τα εξής:

 

Είναι κατ΄ αρχάς αντικειμενικά διαπιστώσιμο το γεγονός ότι η γνωμοδότηση της Επιτροπής Ειδικών, η οποία λήφθηκε υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, φέρει δακτυλογραφημένη ημερομηνία “22.2.2010”, ενώ το προαναφερθέν σημείωμα αρ. 3 στο διοικητικό φάκελο φέρει ιδιόχειρη ημερομηνία “30.3.2010”. Η ημερομηνία την οποία φέρει η γνωμοδότηση (22.2.2010) είναι προφανώς εσφαλμένη εφόσον, όπως στο ίδιο το κείμενό της αναφέρεται, παρατίθενται εκεί σχόλια “σαν συμπλήρωση αυτών ημερομηνίας 30.3.2010”. Βέβαια όμως, στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εικοτολογεί ως προς το εάν είναι ή όχι ορθή η μια ή η άλλη ημερομηνία, ούτε και βέβαια ως προς το κατά πόσο η ορθή ημερομηνία θα πρέπει να είναι άλλη. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι το γεγονός ότι, τόσο το σημείωμα αρ. 3, όσο και η γνωμοδότηση, υπογράφονται από τους ίδιους δύο ιατρούς, ήτοι το Δρα Γρ. Σταύρου και το Δρα Ζ. Μιλάτ. Μάλιστα στη γνωμοδότηση η οποία, όπως υποστηρίζεται από τον καθ΄ου η αίτηση, είναι μεταγενέστερη, ρητά αναφέρεται ότι τα σχόλια τα οποία εμπεριέχει, παρατίθενται “σαν συμπλήρωση αυτών ημερομηνίας 30.3.2010”, εννοώντας βέβαια τα σχόλια στα οποία οι δύο ιατροί είχαν προβεί με το ιδιόχειρο σημείωμά τους αρ. 3. Με αυτά ως δεδομένα, δεν μπορεί να υποστηρίζεται, ούτε ότι η γνωμοδότηση υπερσκέλισε το σημείωμα αρ. 3, αλλ΄ ούτε και το αντίστροφο. Είναι φανερό ότι και κατά την επανεξέταση του θέματος, λήφθηκε υπόψη η γνώμη των ειδικών ιατρών, όπως αυτή είχε εκτεθεί τόσο στη γνωμοδότηση όσο και στο σημείωμα αρ. 3.

 

Είναι δε εξίσου φανερό ότι το κύριο αίτημα του αιτητή ούτε κατά την επανεξέταση δεν έτυχε ουσιαστικής εξέτασης. Όπως ο αιτητής εξηγούσε στην επιστολή του ημερομηνίας 5.5.2010, με την οποία ζητούσε την επανεξέταση του αιτήματός του, το ζήτημα δεν ήταν η διεκδίκηση της κάλυψης των εξόδων του για “λαπαροσκοπική κυστεκτομή και ουρητηροειλεο – δερματοστομία”, για την οποία η απάντηση ήταν ότι γίνεται και σε κρατικά νοσηλευτήρια, αλλά ζητούσε την κάλυψη των εξόδων για διενέργεια “ρομποτικής ριζικής κυστεοπροστατεκτομής με ορθότοπο ειλεοκύστη”, θεραπεία η οποία δεν μπορούσε αποδεδειγμένα να παρασχεθεί στο δημόσιο τομέα και η οποία, σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία είχε επισυνάψει ο αιτητής, είναι μέθοδος διαφορετική, η οποία και έχει μεταξύ άλλων, το πλεονέκτημα της διατήρησης της στυτικής λειτουργίας και της διούρησης από τις φυσικές οδούς.

 

Αυτή η σημαντική πτυχή του αιτήματος του αιτητή και η διάκριση μεταξύ των δύο προσφερόμενων θεραπειών, δεν φαίνεται να απασχόλησε ούτε την Επιτροπή Ειδικών, η οποία γνωμοδότησε επί του θέματος, ούτε βέβαια και τον καθ΄ου η αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Είναι βέβαια υπαρκτό και το ζήτημα της ύπαρξης του σημειώματος αρ. 3, το κείμενο του οποίου παρατέθηκε προηγουμένως. Η θέση της πλευράς του καθ΄ου η αίτηση σύμφωνα με την οποία το σημείωμα εκείνο πρέπει να αγνοηθεί επειδή είχε ετοιμασθεί και ληφθεί υπόψη στην πρώτη απορριπτική απόφαση της διοίκησης και συγχωνεύτηκε στη διαδικασία, δεν μπορεί να ευσταθήσει για δύο λόγους:

 

Κατά πρώτο και στη δεύτερη, την αναθεωρητική δηλαδή διαδικασία, ρητά ήταν που λέχθηκε ότι τα όσα αναφέρονταν στη γνωμοδότηση ήταν όχι ανεξάρτητα, αλλά πρόσθετα στα όσα σχόλια είχαν γίνει κατά τις 30.3.2010, δηλαδή περιλαμβανομένου του σημειώματος 3. Δεύτερο, η Επιτροπή Ειδικών, η οποία ετοίμασε την αρνητική γνωμοδότησή της, η οποία λήφθηκε υπόψη στη λήψη της απορριπτικής προσβαλλόμενης απόφασης, απαρτίζετο από τους ίδιους ιατρούς οι οποίοι είχαν συγγράψει και υπογράψει και το σημείωμα 3. Επομένως, το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι συνέχιζαν να ασπάζονται εκείνα τα οποία ανέγραψαν περί της ηλικίας του αιτητή κλπ.

 

Έχω προβληματιστεί ως προς το κατά πόσο το παρόν Δικαστήριο θα έπρεπε ή θα μπορούσε να επιληφθεί του εγειρόμενου θέματος του ηλικιακού ορίου που φαίνεται να είχε υιοθετήσει η Επιτροπή Ειδικών, με το οποίο ουσιαστικά δε συνιστούσε την έγκριση του αιτήματος του αιτητή για κάλυψη των εξόδων μιας πλεονεκτικής θεραπείας λόγω της ηλικίας του, εν αντιθέσει με νεώτερους από τον ίδιο ασθενείς. Έχω όμως καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, εφόσον τελικά ο καθ΄ου η αίτηση δε φαίνεται να ασχολήθηκε καθόλου με τη σοβαρή αυτή πτυχή του θέματος, ασπαζόμενος ή μη τη θέση εκείνη, η οποία δεν κατέστη έτσι μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης, η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο της μη διενέργειας δέουσας έρευνας και/ή απόδοσης επαρκούς αιτιολογίας, όπως επίσης και λόγω της φαινομένης πλάνης ως προς την πραγματική φύση του επακριβούς αιτήματος του αιτητή.

 

Διαφορετική πορεία, θα είχε ως αποτέλεσμα το Δικαστήριο να ασχοληθεί και να αποφανθεί πρωτογενώς και όχι αναθεωρητικώς επί μιας πτυχής η οποία δεν φαίνεται να εξετάστηκε δεόντως από τη διοίκηση. (Ιωσηφίδης ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 ΑΑΔ 147, Piperi v. The Republic (1984) 3 CLR 1306).

 

Λόγω των ανωτέρω, οι λόγοι ακύρωσης αρ. 2 και 5 επιτυγχάνουν και αναπόφευκτα οδηγούν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

 

3ος και 4ος λόγος ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό πάσχουσα σύνθεση και/ή συγκρότηση της Επιτροπής Ειδικών.

 

Όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, κάτω από αυτούς τους λόγους ακύρωσης, η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε επειδή η συγκρότηση, οι συνεδρίες, η απαρτία και η τήρηση πρακτικών της Επιτροπής έλαβαν χώρα κατά παράβαση των άρθρων 20, 21, 22, 23 και 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Το παράπονο εδώ του αιτητή εστιάστηκε στην απουσία της προβλεπόμενης από το Επίδικο Σχέδιο παρουσίας του ιδιώτη ιατρού. Ο καθ΄ου η αίτηση επικαλείται τις πρόνοιες του άρθρου 21(3) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 σύμφωνα με τις οποίες από την υποχρέωση κλήσης όλων των μελών συλλογικού οργάνου, εξαιρούνται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το συλλογικό όργανο συνεδριάζει “σε τακτές ημέρες και ώρες”. Όπως δε ισχυρίζεται ο καθ΄ου η αίτηση στην αγόρευση της συνηγόρου του, ισχύει στην περίπτωση η προαναφερθείσα εξαίρεση, επειδή το υπό αναφορά Συμβούλιο είχε διευθετήσει να συνεδριάζει κατά τον ουσιώδη χρόνο, κάθε Τετάρτη ολοήμερα.

 

Όμως, όπως ορθά υποδεικνύει και ο συνήγορος του αιτητή, καμιά απόφαση, διευθέτηση ή αποδεικτικό στοιχείο που να καταδεικνύει κάτι τέτοιο υπάρχει εντός του διοικητικού φακέλου, ή έχει προσκομιστεί στο Δικαστήριο.

 

Επομένως, και αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί παρά να ευσταθήσει.

 

Ο 5ος λόγος ακύρωσης αναφέρεται στην κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης στο θέμα αποστολής ασθενών με παρόμοια πάθηση στο εξωτερικό με έξοδα του κράτους.

 

Με δεδομένη όμως την άρνηση του καθ΄ου η αίτηση ότι ασθενείς με τέτοια πάθηση αποστέλλονται στο εξωτερικό, ο λόγος τούτος ακύρωσης δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτός χωρίς την προσκόμιση ειδικής προς τούτο μαρτυρίας.

 

Για τους προαναφερθέντες όμως άλλους λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Τα έξοδα της προσφυγής όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του αιτητή.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                        Δ.

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο