ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1307/2010)
29 Μαΐου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Μ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στη μόνιμη θέση Ανώτερης Νοσηλευτικού Λειτουργού στον Κλάδο Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας προήχθη από 1.7.2010 το ενδιαφερόμενο μέρος αντί της αιτήτριας, η οποία με την υπό κρίση προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση της σχετικής πράξης.
Κατά την αιτήτρια, καταχρηστικά αποδόθηκε βαρύτητα στην αξία των υποψηφίων στη βάση των τελευταίων δέκα ετών, κατά παράβαση της πάγιας τακτικής να λαμβάνονται υπόψη τα τελευταία πέντε έτη. Επίσης κατά παράβαση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι βαρύτητα πρέπει να δίνεται στις πλέον πρόσφατες αξιολογήσεις, ο Γενικός Διευθυντής συστήνοντας ανεπίτρεπτα το ενδιαφερόμενο μέρος και κατ΄ επέκταση η Ε.Δ.Υ. με την προσβαλλόμενη πράξη της, θεώρησαν το ενδιαφερόμενο μέρος Φούλα Σιόκουρου ως υπερέχουσα σε αξία επειδή υπερείχε της αιτήτριας κατά δύο «εξαίρετα» στον δέκατο χρόνο της σύγκρισης, δηλαδή, κατά το έτος 2000. Αυτή η διαπιστωθείσα εν πάση περιπτώσει υπεροχή, θεωρήθηκε ως τέτοια κατά πλάνη εφόσον και πάλι με βάση τη νομολογία, δύο επί πλέον «εξαίρετα» δεν ισοδυναμούν με τέτοια υπεροχή που να αποτελεί συγκρίσιμο μέτρο για σκοπούς προαγωγής.
Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν πρόσθετα, κατά την εισήγηση της αιτήτριας, παράνομη και πεπλανημένη διότι εισηγήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος με αόριστη και αυθαίρετη αιτιολογία, σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων και κατ΄ αυθαίρετη προσαρμογή της αιτιολογίας που έδωσε στη βάση της αρχαιότητας, ώστε για μεν το ενδιαφερόμενο μέρος, η αρχαιότητα να λειτουργήσει υπέρ του, ενώ σε σχέση με άλλη συνυποψήφια, η αρχαιότητα λειτούργησε υπέρ της και αυτό παρά το γεγονός ότι η αιτήτρια υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι της άλλης συνυποψήφιας. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία που δόθηκε από την ίδια την Ε.Δ.Υ., περιείχε την ίδια πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, ενώ ήταν ταυτόχρονα και ασαφής και λανθασμένη εφόσον υιοθέτησε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή χωρίς η ίδια να προβεί σε δική της ανεξάρτητη αξιολόγηση.
Θέση της Ε.Δ.Υ., διά της ενστάσεως και της ανάλογης αγορεύσεως της δικηγόρου της, είναι ότι η αιτήτρια απέτυχε να πείσει για τη δική της έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, ενώ προκύπτει από όλα τα γεγονότα ότι η Ε.Δ.Υ., έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που προέκυπταν από τους διοικητικούς φακέλους και λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, επέλεξε το καταλληλότερο άτομο για προαγωγή, δηλαδή, το ενδιαφερόμενο μέρος. Η Ε.Δ.Υ. έδωσε την κατάλληλη βαρύτητα στο κάθε ένα από τα τρία κριτήρια επιλογής λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία ότι είναι η συνολική σταδιοδρομία των υποψηφίων που έχει σημασία προς ανεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου. Ο Γενικός Διευθυντής στη σύσταση του, ουδέν λάθος διέπραξε έχοντας υπόψη την υπεροχή σε αξία του ενδιαφερομένου μέρους και την οριακή αρχαιότητα της αιτήτριας έναντι αυτού. Εν τέλει η Ε.Δ.Υ. ενήργησε μέσα στα πλαίσια της νόμιμης διακριτικής της ευχέρειας και το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να επέμβει προς ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους, εφόσον η αιτήτρια δεν ανέτρεψε το τεκμήριο νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Τα συγκριτικά στοιχεία των συνυποψηφίων, αιτήτριας και ενδιαφερομένου μέρους, έχουν ως εξής: Η αιτήτρια γεννηθείσα στις 20.11.1973, με απολυτήριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου Λάρνακας με βαθμό 16 11/12 και με δίπλωμα Νοσοκόμας Πρώτου Επιπέδου Ψυχιατρικής Νοσηλευτικής στις 29.3.1995, διορίστηκε την 1.2.1996 ως Νοσηλευτικός Λειτουργός 2ης τάξης. Η αιτήτρια είναι επίσης εγγεγραμμένη Νοσοκόμα Πρώτου Επιπέδου Ψυχιατρικής Νοσηλευτικής από 2.6.1995, έλαβε δε και δίπλωμα στην Κοινοτική Ψυχιατρική Νοσηλευτική από τη Νοσηλευτική Σχολή στις 6.5.2004.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Φούλα Σιόκουρου γεννηθείσα στις 19.6.1973, με απολυτήριο του Λυκείου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ Λευκωσίας, με βαθμό 15 6/14 και με δίπλωμα Νοσοκόμας Πρώτου Επιπέδου Ψυχιατρικής Νοσηλευτικής στις 27.4.1994, διορίστηκε ως Νοσηλευτικός Λειτουργός 2ης τάξης στις 2.5.1996. Ενεγράφη ως Νοσοκόμα Πρώτου Επιπέδου Ψυχιατρικής Νοσηλευτικής στις 18.3.1994 και έχει επίσης δίπλωμα στην Κοινοτική Ψυχιατρική Νοσηλευτική από τη Νοσηλευτική Σχολή από τις 6.5.2004.
Κατά τα έτη 2005-2009, συμπεριλαμβανομένων, η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν απόλυτη ισοδυναμία με οκτώ «εξαίρετα» κατ΄ έτος. Απόλυτη ισοδυναμία είχαν επίσης κατά τα έτη 2001-2004, συμπεριλαμβανομένων, και πάλι με οκτώ «εξαίρετα» κατ΄ έτος. Διαφορά εντοπίζεται υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους το 2000, κατά το οποίο αυτό συγκέντρωσε οκτώ «εξαίρετα» έναντι της αιτήτριας που συγκέντρωσε έξι «εξαίρετα» και δύο «πολύ ικανοποιητικά».
Το σχέδιο υπηρεσίας για τον Ανώτερο/Ανώτερη Νοσηλευτικό Λειτουργό με βάση τον προϋπολογισμό του 1992, που είναι θέση προαγωγής, διαλαμβάνει ως απαιτούμενα προσόντα την εγγραφή Νοσοκόμου Ψυχιατρείου, πιστοποιητικό είτε στη Γενική Νοσηλευτική, είτε στη Νοσηλευτική Διανοητικώς Καθυστερημένων Ατόμων, είτε πιστοποιητικό μετεκπαίδευσης σε κλάδο της Ψυχιατρικής, πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Νοσοκόμου 1η τάξης, ακεραιότητα χαρακτήρα κλπ και πολύ καλή γνώση της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας.
Ο Γενικός Διευθυντής κατά τη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. ημερ. 15.6.2010, σύστησε ως καταλληλότερες για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος και την υποψήφια Μαρία Γιωργαλλή για πλήρωση των δύο κενών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού. Αυτό το έπραξε αφού μελέτησε το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, έλαβε υπόψη τις απόψεις των συνεργατών του που προΐσταντο των Νοσηλευτικών Υπηρεσιών, τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και τα καθιερωμένα από το Νόμο κριτήρια. Συγκρίνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος με τους υπόλοιπους συνυποψήφιους, ανέφερε ότι η Φούλα Σιόκουρου είναι ίση ή υπερέχει σε αξία αυτών όπως αυτή η αξία αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις:
«….. με έμφαση σε αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων, και υπερέχει σε αρχαιότητα πλην της Παντελή Παντελίτσας, από την οποία υστερεί σε αρχαιότητα κατά τρεις μήνες στην ημερομηνία πρώτου διορισμού, την οποία θεωρώ οριακής σημασίας, αλλά υπερέχει αυτής σε αξία, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων.».
Η νομολογία που ακολουθείται υποδεικνύει ότι πράγματι η σύσταση του διευθυντή και η μετέπειτα κρίση της Ε.Δ.Υ. εφόσον βασίστηκε σ΄ αυτή, ήταν λανθασμένη διότι είναι νομολογημένο ότι το διορίζον όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις πιο πρόσφατες εμπιστευτικές εκθέσεις. Κατά κανόνα λαμβάνονται τα πέντε προηγούμενα της προαγωγής χρόνια όταν επίκειται η κρίση του υπαλλήλου για προαγωγή κατά τα οποία φαίνεται και η πρόοδος που επιτελεί ο κάθε υποψήφιος κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, (Georghiades v. Republic (1975) 3 C.L.R. 145, Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662, Ζήσης Καλλένου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 1280/07, ημερ. 23.2.2010 και Ανδρέας Κουλέρμος ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 739/09, ημερ. 30.11.2010).
Εφόσον τα τελευταία πέντε προ της προαγωγής χρόνια έδειχναν απόλυτη ισοδυναμία της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου μέρους, έχουσες και οι δύο όλα τα στοιχεία «εξαίρετα», δεν υπήρχε ανάγκη η κρίση της αξίας των υποψηφίων να επεκταθεί σε μια πρόσθετη πενταετία με απομακρυσμένα δεδομένα ώστε κατά πλασματικό και ενάντια στη νομολογία τρόπο να γίνεται λόγος στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και κατ΄ επέκταση της Ε.Δ.Υ., για υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους έναντι της αιτήτριας με αποκλειστικό και μόνο κριτήριο τη διαφορά σε δύο «εξαίρετα» κατά το 2000. Παρόμοια αναδρομή στα τελευταία δέκα χρόνια κρίθηκε προβληματική υπό το φως τήρησης παρόμοιας στάσης από την Ε.Δ.Υ. και στη Βασιλική Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 332/07, ημερ. 8.8.2008, η οποία υιοθετήθηκε σε σειρά άλλων υποθέσεων μεταξύ των οποίων και στην Ανδρέας Κουλέρμος ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω –. Η αξία των πλέον προσφάτων υπηρεσιακών εκθέσεων έχει νομολογηθεί και σε άλλες υποθέσεις όπως τις Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 και Μεσαρίτης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 708/04, ημερ. 16.11.2005. Εν τέλει θεωρείται ανεπίτρεπτη η προσπάθεια διαμόρφωσης υπεροχής προς ένα υποψήφιο με αναφορά, έξω από τα δοσμένα στοιχεία ή και σ΄ αντίθεση με αυτά, με αναγωγή των δεδομένων σε απομακρυσμένο χρόνο, (Μουσιούττας ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 339/03, ημερ. 24.3.2004).
Όχι μόνο έχει νομολογηθεί σε σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας ότι τέτοιες μικρές διαφορές είναι όντως οριακές ώστε να μην μπορεί βάσιμα να γίνεται λόγος για υπεροχή, αλλά και δεν εντοπίσθηκε από το διορίζον όργανο ότι αυτή η οριακή έστω διαφορά αναγόταν στο πλέον απομακρυσμένο έτος που λήφθηκε υπόψη δηλαδή το 2000, χρόνο πολύ απομακρυσμένο από το κρίσιμο σημείο της προαγωγής ώστε να μην έχει οποιαδήποτε ουσιαστική βαρύτητα. Αποφάσεις όπως οι Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, Δημοκρατία ν. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 495 και Μαρούλλα Θεοδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 1, δείχνουν ότι ακόμη και διαφορά σε πέντε εξαίρετα κατά την τελευταία πενταετία ή και διαφοροποιήσεις στα πλέον απομακρυσμένα χρόνια που προηγούνται της κρίσης, είναι σε τέτοιο βαθμό οριακές που ουσιαστικά εκμηδενίζουν ως λανθασμένη τη θεώρηση από το διορίζον όργανο, περί υπεροχής του ενός υποψηφίου έναντι του άλλου. Στη Σωφρόνης Πατσαλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 183/08, ημερ. 2.11.2011, η Ολομέλεια έθεσε εκ νέου τον ίδιο κανόνα αποφασίζοντας ότι εφόσον η αρχή είναι ότι κατά τα πέντε πρόσφατα έτη αξιολόγησης πριν την προαγωγή, στα οποία κατά τη νομολογία δίνεται περισσότερη έμφαση, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για υπεροχή έστω και αν εντοπίζονται διαφορές 3-5 «εξαίρετα», πόσο μάλλον θα πρέπει να ομιλεί ένας για οποιαδήποτε υπεροχή, όταν λαμβάνονται υπόψη πλέον απομακρυσμένα χρόνια. Μετέπειτα, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι η αιτήτρια βελτίωσε τη δική της απόδοση από το 2001 και εντεύθεν δείχνοντας σταθερά, όπως βέβαια και το ενδιαφερόμενο μέρος, αφοσίωση στο καθήκον της και επαγγελματική επάρκεια, (Georghiades v. Republic (1975) 3 C.L.R. 145, Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662 και Μεϊτανή ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 589/04, ημερ. 31.5.2005).
Με βάση τα πιο πάνω ήταν λανθασμένη η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος αντί να αναδείξει την ουσιαστική ισοδυναμία των δύο υποψηφίων, έδωσε αντίθετα έμφαση στα τελευταία δέκα χρόνια λέγοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει της αιτήτριας σε αξία και χωρίς στην ουσία να αναδείξει ότι αυτή η λεγόμενη «υπεροχή» ήταν με βάση τη νομολογία οριακή και στο πλέον απομακρυσμένο χρόνο των δέκα ετών. Αυτή η λανθασμένη κρίση του Γενικού Διευθυντή παρέσυρε και την Ε.Δ.Υ. στο ίδιο λάθος, εφόσον δεν έκρινε εξ ιδίων της τα συγκριτικά στοιχεία των υποψηφίων ώστε να αντιληφθεί το λανθασμένο της σύστασης του Γενικού Διευθυντή.
Προβληματική και ανακόλουθη είναι όμως και η κατ΄ επιλογή χρήση του στοιχείου της αρχαιότητας ώστε να θεωρείται ότι και εξ αυτής ανακύπτει υπεροχή, χωρίς τέτοια να υφίσταται. Ορθά η αιτήτρια εισηγείται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ίσο μέτρο κρίσης για όλους τους υποψηφίους. Ο Γενικός Διευθυντής θεώρησε με τη σύσταση του, η οποία υιοθετήθηκε και ακολουθήθηκε και από την Ε.Δ.Υ., ότι η έτερη συνυποψήφια που συστήθηκε υπ΄ αυτού για προαγωγή, Μαρία Γιωργαλλή, υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι όλων, άρα και έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, ενώ κατ΄ αντίφαση και χωρίς πειστική αιτιολογία παρέκαμψε την αιτήτρια, η οποία έχει ακριβώς την ίδια αρχαιότητα (προσληφθείσες και οι δύο την 1.2.1996), και είχε και εκείνη επομένως υπεροχή σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Η διαφορά στην αρχαιότητα μεταξύ αιτήτριας και Μαρίας Γιωργαλλή, έγκειτο στην ημερομηνία γέννησης τους κατά δύο μήνες ώστε να ήταν στον κατάλογο υποψηφίων ως υπ΄ αρ. 8 και 7 αντίστοιχα. Η μόνη διαφορά ήταν η θεωρούμενη, κατά πλάνη όμως, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, υπεροχή σε αξία λόγω των δύο πρόσθετων «εξαίρετων» στοιχείων κατά το έτος 2000. Η νομολογία όπως υπεδείχθη ανωτέρω σαφώς υποστηρίζει το αντίθετο. Μπορούν να προστεθούν εδώ ως υποστηρικτικές και οι πλέον πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας στις Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 156/08, ημερ. 29.9.2011 και Νίκος Αττάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 55/08, ημερ. 18.1.2012.
Παρόμοιο θέμα με τη χρήση άνισου μέτρου κρίσης και κατ΄ επιλογή προέκυψε και στη Χριστάκης Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 607/2010, ημερ. 21.2.2012, όπου κρίθηκε ανεπίτρεπτη η σύσταση της Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών κατά την οποία ανέδειξε οριακό πρόσθετο προσόν ως ουσιαστικό στοιχείο κρίσης παρακάμπτοντας την αρχαιότητα του αιτητή, ενώ ταυτόχρονα και αντιφατικά θεώρησε ότι το ίδιο προσόν που κατείχαν άλλοι δύο συνυποψήφιοι του ενδιαφερόμενου μέρους δεν προσμετρούσε λόγω του ότι υστερούσαν σε αρχαιότητα και έτσι δεν τους σύστησε.
Περαιτέρω, ορθά η αιτήτρια θέτει ζήτημα και έτερου λάθους, αυτό της αναφοράς σε «οριακής σημασίας» αρχαιότητας λόγω του ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υστερεί σ΄ αυτή «…. κατά τρεις μήνες στην ημερομηνία πρώτου διορισμού». Πρόκειται ασφαλώς για πεπλανημένη αναφορά εφόσον ένας ήταν ο διορισμός και δεν υπήρξε έτερη προαγωγή πριν την υπό κρίση περίπτωση. Πέραν της σαφούς πλάνης περί τα πράγματα θα μπορούσε να γίνει λόγος και για σκόπιμη παραπλάνηση ώστε να θεωρηθεί ότι η αρχαιότητα των τριών μηνών ήταν σε πλέον απομακρυσμένο χρόνο.
Εν κατακλείδι, με την ισοδυναμία των μερών και την ύπαρξη των αναγκαίων εκείνων προσόντων που έδινε σ΄ αυτά το δικαίωμα να θεωρηθούν υποψήφιοι προς προαγωγή (δεν τίθεται εδώ ζήτημα υπεροχής σε προσόντα εφόσον δεν ήταν αυτή η αιτιολογική βάση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους), η αρχαιότητα της αιτήτριας αποκτούσε τη δική της αυτοτελή σημασία η οποία έπρεπε να προσμετρήσει ανάλογα συσταθμιζόμενη με τα υπόλοιπα στοιχεία. Η αρχαιότητα έχει τη δική της σημασία στην ισοδυναμία των υπολοίπων κριτηρίων, (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164).
Ποια θα ήταν η απόφαση της Ε.Δ.Υ., χωρίς σ΄ αυτή να είχε παρεισφρήσει πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο δεν είναι εργασία που επιτελεί το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Το σίγουρο είναι ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. πάσχει ως εξηγήθηκε ανωτέρω, ώστε να μην μπορεί βάσιμα να γίνεται λόγος για ορθή ή εύλογη κρίση εντός των παραμέτρων της διακριτικής της ευχέρειας. Ούτε έχει θέση στα υπό κρίση γεγονότα, η αναζήτηση έκδηλης υπεροχής ως στοιχείο κρίσης. Εδώ υπήρξε πλάνη του διορίζοντος οργάνου, σε σχέση με τα κριτήρια προαγωγής και τη σημασία ενός εκάστου εξ αυτών.
Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας
και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο