SLEVOSLAV STOYANOV ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., 1406/2011, 31/5/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1406/2011)

 

31 Μαΐου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

SLEVOSLAV STOYANOV,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.   ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

                      ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

3.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

Γ. Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερος Δικηγόρος

της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Τα πιο κάτω γεγονότα προκύπτουν ως παραδεκτά μέσα από τη δικογραφία των διαδίκων και την εξέλιξη που έλαβε η υπόθεση στην πορεία της ανταλλαγής των αγορεύσεων και κατά τις διευκρινήσεις.

 

         Ο αιτητής, Βούλγαρος υπήκοος και πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτυχε έκδοσης βεβαίωσης εγγραφής του ως Πολίτη της Ένωσης και άρχισε να εργοδοτείται σε εταιρεία στην Κύπρο.  Στην πορεία προέκυψαν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής ήταν μέλος φατρίας που δραστηριοποιείται στη Λάρνακα με υπόνοιες ότι εργοδοτείτο παρανόμως σε ιδιωτική εταιρεία ασφάλειας.  Οι πληροφορίες διοχετεύθηκαν από την αστυνομία στις αρμόδιες αρχές, με αποτέλεσμα ο ατιητής να κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης στη βάση του άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, η βεβαίωση εγγραφής του να ακυρωθεί και να εκδοθούν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, στις 21.9.2011.  Στις 7.10.2011, ο αιτητής απελάθη από τη Δημοκρατία, τα δε στοιχεία του καταχωρήθησαν στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.

 

         Στην πορεία της διερεύνησης της υπόθεσης για σκοπούς καταχώρησης ένστασης από τη Δημοκρατία, οι καθ΄ ων ανακάλεσαν τις προσβαλλόμενες με την παρούσα προσφυγή διοικητικές πράξεις κράτησης και απέλασης ημερ. 21.9.2011.  Η ανακλητική πράξη εκδόθηκε στις 21.2.2012, από τον Υπουργό Εσωτερικών (Τεκμήριο «Χ» στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων), γνωστοποιήθηκε δε με επιστολή της Διευθύντριας Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ιδίας ημερομηνίας, στο δικηγόρο του αιτητή.  Σ΄ αυτήν, η Διευθύντρια ενημερώνει το δικηγόρο ότι ο λόγος ακύρωσης στηρίχθηκε σε λανθασμένη δικαιοδοτική βάση, δηλαδή, σε λανθασμένο άρθρο του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου αρ. 7(Ι)/2007.  Η ανάκληση αφορούσε τα διατάγματα κράτησης και απέλασης.  Κατά τα άλλα, η ίδια η επιστολή αναφέρει ότι ο Υπουργός έκρινε ότι ο αιτητής, πέραν της κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105, αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη σύμφωνα με το άρθρο 29 του Νόμου αρ. 7(Ι)/07, ότι ακύρωσε τη βεβαίωση εγγραφής ημερ. 23.2.2011 και ότι απαγόρευσε την επανείσοδο του στη Δημοκρατία για τα επόμενα 10 χρόνια.

 

         Εγείρεται επομένως ως μοναδικό πλέον θέμα κατά πόσον η παρούσα προσφυγή έχει απωλέσει το αντικείμενο της ενόψει της πιο πάνω απόφασης.  Δεν υπάρχει πλέον κατά τους καθ΄ ων  διοικητική απόφαση, η οποία να είναι δυνατόν να προσβάλλεται και ούτε αναφέρονται οποιαδήποτε ζημιογόνα κατάλοιπα ώστε να είναι αναγκαίο να εκδοθεί ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ο αιτητής αντιτείνει, κατά πρώτο λόγο, ότι η ανακλητική πράξη δεν είναι τέτοια, ούτε είναι δυνατόν να λογισθεί ως τέτοια, ενόψει του ότι ελλείπει οποιοδήποτε πρακτικό, πόσο μάλλον άρτιο πρακτικό, ενώ δεν έχει εκδοθεί κατά τον ορθό τύπο.  Άρα τα αρχικά διατάγματα κράτησης και απέλασης παραμένουν εκδοθέντα, είναι δε άκυρα λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας.  Ανεξαρτήτως τούτου, και δέουσα ανάκληση να έχει γίνει, τότε παραμένουν ζημιογόνα αποτελέσματα, του αιτιητή δικαιούμενου να επιμείνει στην ακύρωση της διοικητικής πράξης ώστε να αναζητήσει αποζημιώσεις στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.

 

         Πολλά από τα θέματα που εγείρει ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση (καθώς βέβαια και στην αρχική αγόρευση), παραμένουν χωρίς αντικείμενο σε ό,τι αφορά την ουσία της νομιμότητας της καθαυτής έκδοσης της διοικητικής πράξης για κράτηση και απέλαση του αιτητή.  Αυτό, διότι δεν χωρεί αμφιβολία ότι η μεταγενέστερη πράξη ημερ. 21.2.2012, με την οποία ανακλήθηκαν τα εν λόγω διατάγματα, είναι όντως ανακλητική. Ευλόγως δυνατόν να αναμενόταν μια διαφορετική κατά τύπον έκδοση της ανάκλησης, αλλά είναι γνωστό ότι η ανάκληση  δεν είναι καν ανάγκη να εκδίδεται εγγράφως, αλλά μπορεί να εξάγεται αβίαστα και από το απλό γεγονός της έκδοσης μεταγενεστέρως έκδοσης άλλης πράξης η οποία κατ΄ ουσίαν αναιρεί την πρώτη, (δέστε Ε.Π. Σπηλιωτοπούλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ., Τόμος 1, σελ. 191, παρ. 174 και σελ. 198, παρ. 180).  Δεν είναι εν τέλει ο τύπος, αλλά το ουσιαστικό περιεχόμενο που έχει σημασία.  Η ανάκληση εδώ έλαβε χώραν με την εγκριτική πράξη εκ μέρους του Υπουργού της εισήγησης της Διευθύντριας, όπως αυτή περιέχεται στην επιστολή της ημερ. 10.2.2012, απευθυνθείσα προς τον Υπουργό.  Η επιστολή επισυνάφθη στην απαντητική αγόρευση.  Το περιεχόμενο της είναι αρκούντως διαφωτιστικό και αποκαλυπτικό ως προς το τι ήταν λανθασμένο με τα εκδοθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης, αλλά και ως προς το τι θα έπρεπε εφεξής να γίνει.  Η έγκριση του περιεχομένου ήταν επαρκής, ώστε αυτή να λειτουργήσει ως πράξη ανάκλησης.  Το τι ζητείτο και τι εγκρίθηκε ήταν πέραν για πέραν σαφές.  Διαπιστώνεται επομένως και η ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας.  Και ούτε βέβαια παρέμεινε η εγκριτική πράξη του Υπουργού internum της διοίκησης ώστε να μην ενδύεται με τον μανδύα μιας νέας διοικητικής πράξης, ως εισηγείται λανθασμένα ο αιτητής, εφόσον αυτή η ανάκληση εξωτερικεύθηκε με την επιστολή που η Διευθύντρια απέστειλε στον δικηγόρο του αιτητή, ο οποίος ορθά δεν επέμενε κατά τις διευκρινίσεις ότι δεν ήταν σαφές κατά πόσο η έγκριση προήλθε πράγματι από τον ίδιο τον Υπουργό.

 

         Είναι δεδομένο ότι κατά πάγια ακολουθούμενη νομολογία το έννομο συμφέρον πρέπει να ενυπάρχει σε τρία διαφορετικά στάδια της διαδικασίας, ήτοι, κατά την έκδοση της πράξης, κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και κατά τη συζήτηση της.  Σύμφωνα και με το σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, - πιο πάνω -, Τόμος ΙΙ, σελ. 85, παρ. 457, διαφοροποιήσεις που επέρχονται στην εξέλιξη των γεγονότων δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του εννόμου συμφέροντος είτε για υποκειμενικούς, είτε για αντικειμενικούς λόγους.  Σημειώνεται δε στη σελ. 86, παρ. 459, ότι η λήξη της χρονικής ισχύος μιας πράξης συγκαταλέγεται στους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους δυνατό να εκλείψει σε μεταγενέστερο στάδιο το έννομο συμφέρον.  Όπου η μεταβολή στα αντικειμενικά δεδομένα επέρχεται μεταγενέστερα της καταθέσεως της προσφυγής τότε «….. η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.».  Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, σημειώθηκε ότι η δίκη καταργείται όταν λήγει ο χρόνος ισχύος της πράξεως ή όταν εξαφανίζεται το αντικείμενο με ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης, περιλαμβανομένης και της σιωπηράς ακόμη ανάκλησης.  Διατηρείται όμως έννομο συμφέρον προώθησης της προσφυγής όταν προκύπτουν ενδεχόμενες ζημιογόνες συνέπειες από τη διοικητική πράξη, ενώ αυτή ακόμη βρισκόταν σε ισχύ.

 

         Το ότι παραμένει δικαίωμα σε ένα αιτητή να προωθήσει την προσφυγή του έστω και αν έχουν διαφοροποιηθεί τα δεδομένα στην περίπτωση που η πράξη έχει επιφέρει ζημιογόνες συνέπειες, δεν αμφισβητείται ούτε και από τη Δημοκρατία.  Είναι δε και περαιτέρω δεδομένο ότι σε περίπτωση ανάκλησης της πράξης και ανάλογα βέβαια με το αντικείμενο αυτής, εξαφανίζεται εφόσον είναι παράνομη, εξ υπαρχής η πράξη ώστε να μην υπολείπεται οτιδήποτε για σκοπούς επανεξέτασης.  Στη Γεώργιος Μ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 826/06, ημερ. 29.1.2008, η προσφυγή απορρίφθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα λευκής ζώνης έπαυσε αυτοδικαίως να ισχύει πριν την ολοκλήρωση της προσφυγής, ενώ και η εξασφαλισθείσα άδεια οικοδομής είχε παύσει να ισχύει, χωρίς να υποδειχθούν ζημιογόνες συνέπειες.  Κρίθηκε επίσης ότι δεν υπήρχε θέμα επανεξέτασης για σκοπούς συμμόρφωσης εφόσον δεν υφίστατο πλέον αντικείμενο.  Έτσι και εδώ, δεν υπήρχε οτιδήποτε να επανεξεταστεί εφόσον, όπως θα υποδειχθεί και αργότερα, η απέλαση είχε ήδη επιτευχθεί στη βάση της εν πάση περιπτώσει ταξινόμησης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη.

 

 Η νομολογία, όμως, επιβάλλει ταυτόχρονα και υποχρέωση στον αιτητή που εξακολουθεί να εμμένει στην προώθηση της προσφυγής του, παρά την κατάργηση της πράξης, να δείξει ότι έχει όντως υποστεί ζημιογόνες συνέπειες.  Όπως αναφέρθηκε και στη Στράκκα Λτδ  πιο πάνω:

 

«Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι ήδη έχουν προκύψει σε αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για την συνέχιση της δίκης.»

 

Η απόδειξη αυτών των ενδεχομένων ζημιογόνων συνεπειών δεν θα αφεθεί βεβαίως να εξεταστεί κατά το στάδιο θεμελίωσης αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά το       Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, όπου είναι πλέον αναγκαία η προσκόμιση σχετικής και ικανής μαρτυρίας ως προς αυτές,  (Γεωργία Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 884/09, ημερ. 30.11.2010). Για να δυνηθεί ο αιτητής να καταφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα πρέπει προηγουμένως να πετύχει την ακύρωση της διοικητικής πράξης.  Αλλά για το επιτύχει αυτό στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί λόγω κατάργησης ή ανάκλησης της διοικητικής πράξης, θα πρέπει να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η εκδίκαση της προσφυγής δεν συνεχίζεται επί ματαίω, αλλά λόγω του ότι έχουν όντως προκύψει τέτοιες ζημιογόνες συνέπειες, οι οποίες έστω και εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζονται υπαρκτές και δεδομένες. Και αυτό εναπόκειται στον αιτητή να το δείξει με κατάλληλη και ανάλογη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία υποστηρικτικά της θέσης του.  Η διαπίστωση αυτή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θεωρητική, αλλά πραγματική.  Το κατάλοιπο της συνέπειας της έκδοσης της διοικητικής πράξης είναι αναγκαίο να διαφανεί ως παράγωγο δυσμενών αποτελεσμάτων στο διοικούμενο, έστω και εκ πρώτης όψεως,  (Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 242-243).  Εφόσον εκ πρώτης όψεως διαφανεί αυτή η συνέπεια, τότε η έκταση της ζημιάς αποφασίζεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Όπως και στην απόφαση Παναγιώτη Θεοδουλίδη ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 1717/2009, ημερ. 28.9.2010,  ο εδώ αιτητής ουδέν συγκεκριμένο ανέφερε ή κατέγραψε στην προσφυγή του που να οριοθετεί ευλόγως τα όσα ο συνήγορος του εισηγήθηκε περί ύπαρξης ζημιογόνων συνεπειών.  Είναι βεβαίως δεδομένο ότι η ανάκληση έγινε διαρκούσης της εκκρεμοδικίας της προσφυγής έτσι ώστε τα κατ΄ ισχυρισμόν ζημιογόνα αποτελέσματα να αναφέρονται στην απαντητική αγόρευση.  Είναι όμως παντελώς αόριστες και γενικόλογες οι προβαλλόμενες θέσεις περί ζημιάς, παραμένουσες στη σφαίρα της θεωρίας. 

 

Κατ΄ αρχάς, τα όσα αναφέρθηκαν περί ενοικίων, προκαταβολής ενοικίου, τρεχουμένων λογαριασμών, έπιπλα, αντικείμενα και όχημα του αιτητή που παρέμειναν ως εκ της έκδοσης της ανακληθείσας πράξης σε εκκρεμότητα, του αιτητή υποκειμένου σε σχετική ζημιά, παρατηρείται ότι ουδέν συγκεκριμένο στοιχείο κατατέθηκε στο Δικαστήριο.  Ούτε ενοικιαστήριο έγγραφο, ούτε λογαριασμοί, ούτε τι ενοίκιο καταβαλλόταν, ούτε για πόσο χρόνο.  Αναφέρθηκαν απλώς προφορικώς κατά την πορεία της εξέτασης της προσφυγής από το δικηγόρο του και συγκεκριμένα κατά τις διευκρινίσεις.  Αυτό, όμως, δεν νομιμοποιεί τον αιτητή να προχωρεί την προσφυγή του.  Χρειάζονταν να τεθούν απτά και υπάρχοντα στοιχεία ενώπιον του αναθεωρητικού Δικαστηρίου, όχι ασφαλώς προς θεμελίωση της προβαλλόμενης ζημιάς, αλλά ως ένδειξη της.

 

Όσον αφορά το έτερο σκέλος της θέσης του αιτητή ότι προκύπτει ζημιογόνο αποτέλεσμα λόγω παραβίασης του ανθρωπίνου δικαιώματος της ελευθερίας λόγω της κράτησης του και μεταφοράς του διά απελάσεως στη χώρα του, ώστε αυτοδικαίως και per se να δικαιούται σε αποζημίωση λόγω παράβασης συνταγματικών δικαιωμάτων, ο αιτητής παραγνωρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη  ημερ. 21.9.2011 διαπιστώθηκε εν μέρει και κατά τύπον μόνο να ήταν λανθασμένη ως εδραζόμενη στο άρθρο 35 του Νόμου αρ. 7(Ι)/07, εφόσον δεν προηγήθηκε καταδίκη του.  Αλλά, η ταυτόχρονη απόφαση ότι αυτός κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105, εξακολουθούσε να ήταν σε ισχύ και εύλογη υπό το φως των όσων πληροφοριών υπήρχαν από την Αστυνομία.  Επομένως, ο αιτητής, όπως και κατά την έκδοση της απόφασης ημερ. 21.9.2011, εξακολουθούσε να αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη, η δε ακύρωση των τότε εκδοθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης έγινε μόνο λόγω της λανθασμένης νομιμοποιητικής βάσης, δηλαδή της χρήσης του άρθρου 35, αντί του άρθρου 29.  Η ουσία όμως παρέμενε η ίδια εφόσον ο αιτητής κρίθηκε, ως δημόσια απειλή, απαγορευμένος μετανάστης.  Και βεβαίως εφόσον είχε ήδη απελαθεί δεν χρειαζόταν η τυπική επανέκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης προς προώθηση, αφού δεν θα είχαν πρακτικό αποτέλεσμα.  Όπως και στις 21.9.2011, έτσι και με τη νέα επανεξέταση, στον αιτητή απαγορεύθηκε η είσοδος στη Δημοκρατία για τα επόμενα δέκα χρόνια.  Εν πάση περιπτώσει ο συνήγορος του αιτητή πληροφόρησε το Δικαστήριο κατά τις διευκρινίσεις ότι η έκδοση νέας πράξης δηλαδή της 21.2.2012, αντιμετωπίστηκε από τον αιτητή με την καταχώρησης νέας προσφυγής. 

 

Υπό το φως των ανωτέρω, δεν παρέμεινε ζημία, ούτε ουσιαστική στέρηση οποιουδήποτε δικαιώματος του αιτητή.  Η προσβαλλόμενη πράξη έχασε το αντικείμενο της και δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για ακύρωση της.  Τα δεδομένα της υπόθεσης Robert Harvey v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1726/10, ημερ. 17.1.2012, στην οποία παρέπεμψε ο αιτητής είναι πολύ διαφορετικά, ενώ εκεί υπήρξε και συναίνεση από τη Δημοκρατία περί ακύρωσης της εν πάση περιπτώσει.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.  Υπό το φως του ιστορικού όμως δεν εκδίδεται καμιά διαταγή εξόδων.

 

 

                                     Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο